Γράφει η Μαργαρίτα Πουρνάρα
«Είναι βαφτισµένος. Τον λένε Μήτσο». To σημείωμα ήταν καρφιτσωμένο πάνω σε ένα μωράκι 15 ημερών, ακουμπισμένο στα σκαλιά της Παντάνασσας τον Νοέμβριο του 1954. Υστερα από 65 χρόνια, το 2019, θα συναντούσα αυτόν τον άνθρωπο, που υιοθετήθηκε το 1955 από Αμερικανούς, να αναζητεί ίχνη των βιολογικών του γονέων εκεί όπου έγινε η τελευταία τους συνάντηση: στη μεγάλη αυτή εκκλησία της αχαϊκής πρωτεύουσας. Στο πλευρό του είχε μια Βελγίδα ελληνίστρια, την Γκόντα φαν Στιν, που τον βοηθούσε με τη γλώσσα αλλά και με τις επαφές που έκανε με διάφορες δημόσιες υπηρεσίες στην Ελλάδα, ψάχνοντας την οικογένειά του. Η Φαν Στιν ανακάλυψε τυχαία το θέμα των χιλιάδων υιοθεσιών Ελληνόπουλων στις ΗΠΑ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και συμπαραστεκόταν ενεργά σε όσους προσπαθούσαν να βγάλουν άκρη ερχόμενοι στη χώρα μας για τον σκοπό αυτό.
Ο «Μήτσος» είχε πάρει από τους θετούς του γονείς το όνομα Μέριλ Τζένκινς, ήξερε ότι ήταν υιοθετημένος από την Ελλάδα, αλλά ποτέ δεν είχε μπει στη διαδικασία να ψάξει τις ρίζες του, μέχρι που χήρεψε. Τότε, μαζί με το πένθος, τα ερωτήματα ποια ήταν η μητέρα του και γιατί τον εγκατέλειψε έγιναν βασανιστικά. Οι πολυετείς έρευνες με την Γκόντα είχαν αποβεί άκαρπες, αλλά τουλάχιστον κέρδισε την ηθική υποστήριξη δεκάδων άλλων υιοθετημένων Αμερικανών που είχαν ελληνική καταγωγή. Υπολογίζεται σήμερα ότι τουλάχιστον 3.200 άτομα, από δύο εβδομάδων έως 14 ετών, έφυγαν προς υιοθεσία από την Ελλάδα στις ΗΠΑ μεταξύ 1949-1962. Αργότερα συνεχίστηκε το φαινόμενο, αλλά τα υιοθετημένα παιδιά ήταν μερικές εκατοντάδες μόνον, με προορισμό την Ολλανδία και με αυστηρές διατυπώσεις και πρωτόκολλα.
Οι υιοθεσίες των Ελληνόπουλων, που κατέληξαν ωστόσο στην Αμερική, έγιναν με επιφανειακά νομότυπο τρόπο, αλλά είχαν κύριο χαρακτηριστικό τη βιασύνη και τον ανύπαρκτο έλεγχο των ζευγαριών που θα γίνονταν οι γονείς των παιδιών. Ηταν η εποχή των baby boomers μετά τον πόλεμο και πολλά άτεκνα ζευγάρια των ΗΠΑ στράφηκαν στην Ελλάδα για να βρουν «εύκολα και γρήγορα» μωρό. Η κατάσταση στην πατρίδα μας ευνοούσε αυτή τη συνθήκη. Υπήρχαν τότε πολλές γεννήσεις εκτός γάμου ή σε οικογένειες με τρομερή ανέχεια. Ημασταν μια χώρα μικρή και φτωχή και έτσι αναπτύχθηκε ταχύτητα ένα ύποπτο δίκτυο υιοθεσιών με οσμές σκανδάλου, που συνέδεε τα βρεφοκομεία, τα ορφανοτροφεία με Ελληνες δικηγόρους και στελέχη της ΑΧΕΠΑ. Χιλιάδες βρέφη άλλαξαν χέρια για εκατοντάδες ή χιλιάδες δολάρια το καθένα. Το γόνιμο έδαφος καλλιέργησε και η πολιτική ηγεσία της εποχής, θέλοντας να ευαρεστήσει τους συμμάχους μας Αμερικανούς.
H επανένωση
Πριν από μερικούς μήνες ο «Μήτσος» βρήκε τυχαία τη βιολογική του οικογένεια στην κοινότητα Δροσιάς, στον Δήμο Ερυμάνθου στην Αχαΐα, χάρις σ’ έναν πρώτο ξάδελφο τον οποίο εντόπισε σε μια πλατφόρμα εταιρείας με τεστ καταγωγικού DNA. Αυτά τα τεστ «ερευνούν» την εθνοτική καταγωγή ατόμων και αποκαλύπτουν συγγενικές σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν κάνει τη συγκεκριμένη εξέταση. Ο πατέρας του Μέριλ δεν ζούσε πια. Παρότι παντρεμένος πέθανε άτεκνος και δίχως ιδέα ότι είχε έναν γιο στην Αμερική.
Της Μαίρης Καρδάρα
Κάτω από έναν λαµπερό, ζεστό ήλιο έφθασα τον περασµένο Ιούνιο στο ΠΙΚΠΑ, ένα κτίριο που κρύβει µυστικά, ιστορία και πολύ πόνο μέσα του. Ομορφα τοποθετημένο στην πλαγιά ενός λόφου της Πεντέλης έξω από την Αθήνα, βρέθηκα εκεί για να μάθω περισσότερα για εμένα. Πιθανότατα ήρθα εδώ αφού έφυγα από το ορφανοτροφείο, στην πορεία μου προς την υιοθεσία μου από ένα ζευγάρι Ελληνοαμερικανών, αγνώστους για τον μικρούλη εαυτό μου. Είχα προβλήματα με τους πνεύμονές μου –ακόμη και τώρα έχω, 67 χρόνια μετά– και εδώ έρχονταν οι άνθρωποι για περαιτέρω θεραπεία, για αποκατάσταση, σε ένα μέρος όπου θα μπορούσαν να γιατρευτούν και να ξεκουραστούν.
Αυτή η επίσκεψη στο ΠΙΚΠΑ Πεντέλης ήταν μέρος της μακράς διαδρομής μου για να εξασφαλίσω τα υπόλοιπα αρχεία της υιοθεσίας μου, προκειμένου να μάθω ποια είμαι και από πού προέρχομαι. Ηρθα μαζί με τη δημοσιογράφο και βραβευμένη podcaster Κατερίνα Μπακογιάννη, η οποία είναι παραγωγός της σειράς «Born Greek», για τα λεγόμενα «χαμένα» παιδιά της Ελλάδας. Ηρθε μαζί μου ως φίλη και διερμηνέας.
Η μητέρα μου με γέννησε στο Μαιευτήριο Αθηνών, το οποίο έχει προ πολλού κατεδαφιστεί. Περάσαμε εννέα πολύτιμες ημέρες μαζί. Κάπου. Με πήγε στο Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών και έγινα το μωρό με τον αριθμό 44488. Από εκεί πήγα στο ΠΙΚΠΑ Πεντέλης, πριν βρεθώ σε μια τελευταία ανάδοχη οικογένεια και μετά στην Αμερική σε νέους γονείς.
Είμαι ένα από τα περίπου 4.000 παιδιά και βρέφη που αποτέλεσαν μέρος μιας ιστορικής, συστηματικής εξαγωγής προς υιοθεσία. Εμείς τα Ελληνόπουλα ήμασταν το πρώτο κύμα μαζικών υιοθεσιών, το οποίο περιείχε πολλές άθλιες πράξεις εμπορευματοποίησης παιδιών. Συνέβη με εμάς, με τους Ιρλανδούς, τους Κορεάτες, τους Κινέζους, τους Ρουμάνους, τους Ισπανούς. Συμβαίνει ακόμη σε κάποια μέρη του κόσμου, ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά εμείς ήμασταν οι πρώτοι. Οι Ελληνες.
Ο φάκελος
Με υποδέχθηκε μια στρουμπουλή κυρία. Δεν θυμάμαι το όνομά της και δεν έχει σημασία. Ηταν ευγενική, αλλά τυπική καθώς με οδηγούσε στο γραφείο της. Καθίσαμε η μία απέναντι στην άλλη, ο φάκελός μου βρισκόταν εκεί, πάνω στο γραφείο, με τα διπλωμένα χέρια της να ακουμπούν πάνω του. Τον φύλαγε λες και με κάποιο τρόπο θα τον άρπαζα και θα έτρεχα στους λόφους μαζί του. Το ιστορικό μου βρισκόταν σε έναν παλιό, φθαρμένο, ξεθωριασμένο και θλιβερό φάκελο. Περίμενε άραγε τον ερχομό μου όλα αυτά τα χρόνια;
«Δεν υπάρχει τίποτα ενδιαφέρον εδώ μέσα», είπε χωρίς συγκίνηση. «Με όλο τον σεβασμό», της απάντησα, «δεν μπορείτε να κρίνετε τι είναι σημαντικό για εμένα και τι όχι. Τα πάντα σε αυτόν τον φάκελο είναι σημαντικά για εμένα αυτή τη στιγμή».
«Δεν μπορείτε να έχετε πρόσβαση σε αυτόν», μου είπε. «Πρέπει να προστατεύσουμε τα δεδομένα που βρίσκονται μέσα».
«Μα είναι τα δικά ΜΟΥ δεδομένα», επέμεινα ευγενικά. «Εγώ βρίσκομαι σε αυτόν τον φάκελο από τον οποίο με κρατάτε μακριά».
Τον άνοιξε μπροστά μου και ξεφύλλισε αδιάφορα τα χαρτιά, σαν να ξεφύλλιζε έναν κατάλογο για να ψωνίσει ρούχα. «Πραγματικά, δεν υπάρχει τίποτα εδώ», είπε, καθώς εγώ τέντωνα τον λαιμό μου για να μπορέσω να δω κάτι. Οτιδήποτε. «Πρέπει να προστατεύσουμε τη μητέρα και τον πατέρα σας», είπε. «Τα στοιχεία τους».
«Η μητέρα μου έχει πεθάνει», είπα. Ο πατέρας μου; «Υπάρχει το όνομά του σε αυτό το αρχείο;» ρώτησα. «Ναι, μου απάντησε, το όνομά του υπάρχει παντού».
Ο πατέρας
Αυτό ήταν σημαντικό νέο για εμένα. Πρόσφατα είχα κάνει μια συνάντηση στα γραφεία του Δημοτικού Βρεφοκομείου Αθηνών. Το Βρεφοκομείο έχει κλείσει, αλλά υπάρχει ένα γραφείο που διαχειρίζεται τους φακέλους, απομεινάρια μικρών, ανίσχυρων ζωών που άλλαξαν για πάντα. Με κάλεσαν για να μου δώσουν κάτι που περίμενα όλη μου τη ζωή. Είχαν ένα έγγραφο με το όνομα του πατέρα μου, το οποίο δεν εμφανίζεται στο πιστοποιητικό γέννησής μου ή σε άλλα έγγραφα που έχω στην κατοχή μου. Κάποιος μέχρι τώρα ανύπαρκτος είχε αποκαλυφθεί. Αλλά στον φάκελο του ΠΙΚΠΑ το όνομά του υπάρχει παντού, σύμφωνα με την κοινωνική λειτουργό. Τι να σημαίνει αυτό;
Αυτό σημαίνει ότι ίσως η μητέρα μου δεν είχε πέσει θύμα βιασμού, κάτι που σίγουρα θα μπορούσε να είχε συμβεί, όπως συνέβη και με πολλές άλλες βιολογικές μητέρες που εγκατέλειψαν τα παιδιά τους. Η φαντασία μου άρχισε να τρέχει. Ισως τον ήξερε. Ισως τον ήξερε καλά. Ισως ήταν ερωτευμένοι, σκέφτηκα, και αυτό μου έδωσε χαρά, η σκέψη ότι οι γονείς μου αγαπούσαν ο ένας τον άλλον και δημιούργησαν μαζί ένα πλάσμα, κομμάτι των δυο τους. Εμένα.
Η φωτογραφία
«Είστε μητέρα;» ρώτησα την κοινωνική λειτουργό. «Οχι», απάντησε καθώς έβγαζε τα γυαλιά πρεσβυωπίας για να με κοιτάξει, σαν να ήθελε να μου πει «πού θέλετε να καταλήξετε». Προσπαθούσα να βρω ένα σημείο επαφής μαζί της, να τη γλυκάνω, ώστε να μπορέσουμε ίσως να καταλάβουμε η μία την άλλη σε ένα άλλο επίπεδο. Εβγαλα το τηλέφωνό μου για να της δείξω μια φωτογραφία της μητέρας μου. Μου την είχε δώσει ο αδελφός της. Βέβαια, δεν είναι σπουδαία φωτογραφία και προφανώς τραβήχτηκε για κάποιο επίσημο έγγραφο, μια άδεια, μια ταυτότητα ίσως.
Εστρεψα το τηλέφωνο προς το μέρος της για να μπορεί να τη δει καθώς επανατοποθετούσε τα γυαλιά στη μύτη της, με το κεφάλι προς τα πάνω και τα μάτια να κοιτάζουν κάτω μέσα από τα γυαλιά. «Δεν είναι πολύ όμορφη, ε;» είπε χωρίς ίχνος συναισθήματος. Εμεινα άναυδη. Ποιος λέει κάτι τέτοιο; Εμεινα με την καρδιά μου κομματιασμένη. Ηταν η μητέρα μου. Δεν είπα λέξη και έκλεισα το τηλέφωνο, με τρεμάμενο χέρι. Ντρεπόμουν που είχα δείξει την όποια ευαισθησία και τώρα ένιωθα πιο ευάλωτη από ποτέ.
Δεν έχω να πω τίποτε άλλο γι’ αυτή την επίσκεψη εκτός από το ότι έφυγα με άδεια χέρια και αυτό είναι άδικο. Δικαιούμαι να γνωρίζω κάθε αρχείο που υπάρχει για τις συνθήκες της γέννησής μου, τους γονείς μου, το ταξίδι μου, τους συγγενείς μου, το ιατρικό ιστορικό μου. Είναι δικαίωμά μου. Να μου επιστρέψουν τα «δεδομένα» μου.
Το βιβλίο
Τα γράφω αυτά καθώς μόλις εκδόθηκε ένα βιβλίο που εισηγήθηκα και επιμελήθηκα η ίδια. Λέγεται «Voices of the Lost Children of Greece» (Φωνές των χαμένων παιδιών της Ελλάδας – Anthem, 2023), μια μοναδική στο είδος της συλλογή κειμένων από 14 ελληνικής καταγωγής υιοθετημένα παιδιά, ανάμεσά τους και εγώ. Θα μεταφραστεί στα ελληνικά φέτος από τις εκδόσεις Ποταμός στην Αθήνα. Οι κειμενογράφοι ξεδιπλώνουν μια πολύ προσωπική πλευρά του εαυτού τους, αφηγούμενοι πολύ δύσκολες ιστορίες για τη ζωή τους ως υιοθετημένοι. Η Ρόμπιν και η Μαρία αφηγούνται ιστορίες επανειλημμένης κακοποίησης. Ο Ρόμπερτ διηγείται πώς τον ξερίζωσαν από τον δίδυμο αδελφό του. Η Αλέξα αναβιώνει τραύματα που έζησε στο ορφανοτροφείο σε ηλικία τεσσάρων ετών. Η μητέρα του Ντέιβιντ περίμενε όλη της τη ζωή την επιστροφή του. Η Σόνια μαθαίνει ότι η μητέρα της είχε μια σοβαρή ασθένεια, η οποία θα μπορούσε να έχει επηρεάσει και την ίδια. Η Ελεν γεννήθηκε Ελληνίδα και υιοθετήθηκε από Εβραίους. Βρήκε την αδελφή της για να τη χάσει ξανά.
Η συλλογή είναι ταυτόχρονα μια έκκληση και μια προσευχή από εμένα προς την ελληνική κυβέρνηση και οποιονδήποτε έχει θέση εξουσίας, κάποιον που θα ακούσει και που μπορεί πραγματικά να κάνει κάτι. Θέλουμε να μας πάρει κάποιος στα σοβαρά, να καταλάβει γιατί είναι σημαντικό να μάθουμε τι μας συνέβη, να μάθουμε τις κατακερματισμένες λεπτομέρειες της ζωής μας.
Οι εκκλήσεις
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχω μιλήσει δημοσίως, έχω γίνει θέμα πολλών άρθρων, έχω γράψει η ίδια άρθρα, έχω δώσει συνεντεύξεις στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο και έχω συμμετάσχει σε διάφορα διαδικτυακά σεμινάρια. Εχω μιλήσει με υπουργούς και δικηγόρους, ακόμη και με έναν έμπιστο του ίδιου του πρωθυπουργού. Μαζί μου και η καθηγήτρια Γκόντα Φαν Στιν, η οποία έγραψε το θεμελιώδες βιβλίο «Adoption, Memory and Cold War Greece: Kid Pro Quo?», εκδ. University of Michigan Press, 2019 (Ζητούνται παιδιά από την Ελλάδα, Υιοθεσίες στην Αμερική του Ψυχρού Πολέμου, εκδ. Ποταμός). Με αφορμή αυτό το βιβλίο ξεκίνησε ένα ευρύτατο κίνημα υιοθετημένων για δικαίωση. Εφερε τους Ελληνες σε στενότερη επαφή με την ιστορία τους και αποκάλυψε μια ακόμη πλευρά της σε κάποιους που τη γνώριζαν ελάχιστα έως καθόλου.
Βρισκόμαστε στην εποχή της διαφάνειας. Στην εποχή της αναγνώρισης των ιστορικών αδικιών. Αυτό μας κάνει ανθρώπους. Αυτό κάνει τις κυβερνήσεις προοδευτικές και σπουδαίες. Να μπορούν να πουν «λυπούμαστε για ό,τι συνέβη». Να πουν «θα το διορθώσουμε». Και όπως μου είπε κάποτε κάποιος πολύ κοντά στον πρωθυπουργό: «Το καταλαβαίνω. Νόστος. Νόστος για αυτούς τους ανθρώπους, αυτούς τους ελληνικής καταγωγής υιοθετημένους. Δεν είναι τόσο περίπλοκο, Μαρία». Είχε δίκιο. Δεν είναι.
Ενας Θεός ξέρει πόσους ανθρώπους συναντήσαμε που είπαν ότι θα ασχοληθούν και θα υποστηρίξουν αυτό το θέμα για τους ελληνικής καταγωγής υιοθετημένους. Πολλοί εξαφανίστηκαν. Με κάποιους κάναμε συναντήσεις και συζητήσαμε ξανά και ξανά το θέμα για να μας πουν στο τέλος «θα το ερευνήσουμε, θα το μελετήσουμε και θα κάνουμε κι άλλες συναντήσεις γι’ αυτό», χωρίς όμως να γίνει καμία ουσιαστική ενέργεια. Και κάποιοι, λίγοι, υπήρξαν μάλιστα εχθρικοί και ανάλγητοι, κλείνοντας τα αυτιά τους. «Γιατί πρέπει αυτοί οι άνθρωποι να ζουν στο παρελθόν;», αναρωτιούνται. Οι ζωές αυτών των παιδιών «σώθηκαν, αλλιώς θα είχαν πεθάνει», λένε. «Γιατί δεν μπορούν να είναι ευτυχισμένοι με τη ζωή τους τώρα και να το ξεχάσουν;», διατείνονται. Σε όσους πασχίζουν να καταλάβουν, τους ζητώ να μπουν στη θέση μας.
Η ζωή πολλών από εμάς δεν ήταν ευτυχισμένη. Κάποιοι κακοποιήθηκαν συναισθηματικά και σεξουαλικά. Κάποιους τους απήγαγαν. Κάποιοι δεν γνωρίζουν ούτε έναν βιολογικό συγγενή τους. Ολοι μας βοηθήσαμε να φτιάξουμε νέες οικογένειες με αγνώστους, ενώ οι οικογένειες καταγωγής μας καταστράφηκαν για να γίνει αυτό. Οι βιολογικές μητέρες έμειναν σημαδεμένες για μια ζωή. Με κάποια υποστήριξη, θα μπορούσαν να είχαν μεγαλώσει τα παιδιά τους. Οι βιολογικοί πατεράδες θεωρήθηκαν δυστυχώς εντελώς ασήμαντοι. Εκατομμύρια και εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο πληρώνουν χρήματα στο Ancestry, στο 23andMe και σε άλλες παρόμοιες εμπορικές υπηρεσίες εξέτασης DNA για να μάθουν ποιοι είναι, από πού κατάγονται. Γιατί; Επειδή έχει σημασία. Θέλουμε κι εμείς να μάθουμε για εμάς, και είμαστε τόσο κοντά στις πηγές αυτών των πληροφοριών.
Μακάρι να διοριζόταν κάποιος ειδικός από τον πρωθυπουργό για να μας βοηθήσει και να είναι υπόλογος για τα αποτελέσματα, ώστε να αφήσουμε πίσω μας αυτή τη θλιβερή ιστορία. Για πάντα. Πιστέψτε με, αυτό θα ενίσχυε τις πιθανότητές του να επανεκλεγεί. Μπορείτε να φανταστείτε μια μεγάλη, μεγαλόψυχη χειρονομία, ενορχηστρωμένη από την ίδια την κυβέρνηση Μητσοτάκη, μια εκδήλωση, ένα γκαλά, στο οποίο όσο το δυνατόν περισσότεροι από εμάς θα επιστρέψουμε στην Ελλάδα για μια τελετή αποκατάστασης της ιθαγένειάς μας και θα μας υποδεχθούν πίσω στην πατρίδα; Θα ήταν το λιγότερο ένα «πραξικόπημα» δημοσίων σχέσεων υπέρ του κ. Μητσοτάκη, αλλά θα ήταν στην πραγματικότητα ένα μήνυμα ότι η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται ποιο είναι το σωστό αυτή τη δεδομένη στιγμή. Επίσης, να είστε βέβαιοι ότι θα επιστρέφαμε στην πατρίδα νωρίτερα από τα Μάρμαρα, και με δική μας θέληση! Αλλες κυβερνήσεις υποδέχονται πίσω τα υιοθετημένα παιδιά τους και αναλαμβάνουν την ευθύνη για τα μακροχρόνια σημάδια, στη δημιουργία των οποίων συνέβαλαν. Η Ελλάδα πρέπει να ενταχθεί στην κοινότητα των εθνών και να κάνει το ίδιο για τα 4.000 υιοθετημένα παιδιά της. Επίσης, πώς είναι δυνατόν η κυβέρνηση της Ελλάδας να δίνει ιθαγένεια σε ανθρώπους που δεν έχουν καμία οργανική σχέση με τη χώρα, παρά μόνο έγραψαν γι’ αυτήν ή τη σπούδασαν ή επένδυσαν χρήματα σε αυτή; Αν γίνεται για αυτούς, γιατί όχι και για εμάς; Γεννηθήκαμε στη χώρα και είχαμε Ελληνες γονείς, αλλά μας αφαίρεσαν τα διαβατήρια και την ταυτότητά μας χωρίς τη συγκατάθεσή μας. Δεν θα ήταν λογικό να διορθώσουμε αυτό το λάθος;
Ξέρουμε ότι χρειάζεται μια συστηματική προσέγγιση σε μια ενδελεχή διαδικασία, αλλά στο τέλος ο υιοθετημένος, με τη βοήθεια ενός εκπροσώπου της κυβέρνησης, ακαδημαϊκών και κοινωνικών λειτουργών, θα αποδεικνύει την ταυτότητά του. Με τη σειρά του, θα έχει πλήρη πρόσβαση στα αρχεία της υιοθεσίας του και θα έχει τη δυνατότητα, αν το επιθυμεί, να ανακτήσει την ελληνική ιθαγένεια. Γιατί; Επειδή είμαστε παιδιά της Ελλάδας και αγαπάμε τη χώρα μας. Και το να αγαπάμε την Ελλάδα σημαίνει να την επισκεπτόμαστε και να φέρνουμε και άλλους, οι οποίοι επίσης θα την ερωτευτούν. Επίσης, υπάρχει ένας βαθμός σεβασμού που θα κερδίσει η Ελλάδα αν κοιτάξει στα μάτια τη συγκεκριμένη ιστορία και την αντιμετωπίσει ανοιχτά.
Ο νόστος
Τον περασμένο Δεκέμβριο πήγα με μια πολύ αγαπημένη μου φίλη να επισκεφθώ τον τάφο της βιολογικής μου μητέρας. Συνάντησα την κοπέλα που τη φρόντιζε και την αγαπούσε σαν μητέρα της. Πήγα στο χωριό της, είδα πού ζούσε με τον σύντροφό της για πολλά χρόνια. Γνώρισα τους φίλους της. Μου μίλησαν γι’ αυτήν και εξεπλάγησαν με το πόσο πολύ της έμοιαζα, περπατούσα σαν εκείνη, η βαθιά, χαμηλή φωνή μου ήταν ίδια με τη δική της. Η κοπέλα μού έδωσε το παλτό της μητέρας μου. Ενστικτωδώς έφερα το ρούχο στο πρόσωπό μου. Το παλτό έχει ακόμη το άρωμα της μητέρας μου πάνω του.
Κατά τη διάρκεια εκείνης της επίσκεψης, ένας φίλος της μητέρας μου, τώρα στα 70 του, ξέσπασε σε κλάματα. Μου είπε: «Μαίρη, νιώθω σαν να σε έστειλε εδώ ο Θεός». Οταν εκείνος ήταν δέκα ετών, η μητέρα του γέννησε ένα δεύτερο παιδί στις 10 Μαΐου 1958. Ηταν μια φυσιολογική εγκυμοσύνη. Χωρίς επιπλοκές. Ο τοκετός ήταν επίσης φυσιολογικός, σε ένα περιφερειακό νοσοκομείο. Η μητέρα άκουσε το μωρό της να βγάζει ένα υγιές, δυνατό κλάμα. Αργότερα, όμως, της είπαν ότι το μωρό της πέθανε. Δεν υπήρχε πιστοποιητικό θανάτου. Δεν της έφεραν ποτέ το σώμα του μωρού της. Μέσα στη θλίψη τους, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Αυτή η τραγική σκηνή, δυστυχώς, δεν ήταν ασυνήθιστη κατά τη διάρκεια μιας πολύ ταραγμένης περιόδου στη χώρα. Επαναλαμβανόταν στα χωριά ξανά και ξανά. Γονείς μάθαιναν ότι τα παιδιά τους είχαν πεθάνει χωρίς να υπάρχει τίποτα που να το αποδεικνύει. Η αλήθεια είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις τα παιδιά αυτά τα άρπαζαν και τα έδιναν σε άλλους γονείς, πουλώντας τα μέσω μεσαζόντων, και η «υιοθεσία» γινόταν «κάτω από το τραπέζι».
Σε αυτή την περίπτωση, η μητέρα είπε στον γιο της στο νεκροκρέβατό της «υποσχέσου μου ότι θα βρεις τον αδελφό σου». «Δεν πέθανε», είπε, απόλυτα πεπεισμένη γι’ αυτό. «Μας τον πήραν και είναι ζωντανός». Ο άνθρωπος αυτός μου είπε ότι ένιωθε τεράστιες ενοχές που είχαν περάσει χρόνια και δεν είχε αναζητήσει τον αδελφό του, αλλά η συνάντησή του μαζί μου ήταν ένα σημάδι ότι είχε έρθει η ώρα. Του συνέστησα να δώσει αμέσως, μαζί με την αδελφή του, δείγματα DNA. Του είπα ότι υπάρχει βάσιμη πιθανότητα ο αδελφός του να αναζητάει την οικογένειά του και να μην έχει κανένα αρχείο που να τον συνδέει με κανέναν. Μπορεί ακόμη και να έχει καταχωρίσει τα δικά του αποτελέσματα DNA, και να περιμένει να εμφανιστούν.
Η ελπίδα
Υπάρχει ελπίδα. Το ξέρω γιατί έχω δει υιοθετημένους να βρίσκουν τις βιολογικές τους οικογένειες με μόνο ελάχιστα στοιχεία, ανυπαρξία πληροφοριών και όταν φαινόταν να μην υπάρχει πουθενά καμία ελπίδα.
Αυτή η ιστορία είναι μία από τις εκατοντάδες που εξακολουθούν να υπάρχουν δεκαετίες μετά το γεγονός. Ηρθε η ώρα να βοηθήσουμε εκείνους που επιθυμούν την επανένωση με τους συγγενείς τους. Να βοηθήσουμε στην επανένωση των ηλικιωμένων υιοθετημένων με τα αρχεία υιοθεσίας τους. Να κλείσει ο κύκλος των εκατοντάδων ιστοριών απώλειας, ώστε να υπάρξει επιτέλους γαλήνη μέσα από την αλήθεια, όχι μόνο για τα χαμένα παιδιά της Ελλάδας και τις βιολογικές τους οικογένειες, αλλά και για μια κυβέρνηση που πρέπει να βάλει αυτό το άσχημο, σπαρακτικό απομεινάρι του παρελθόντος της στο χρονοντούλαπο, και μάλιστα για πάντα.
Η Μαίρη Καρδάρα είναι κάτοχος διδακτορικού στις Δημόσιες και Διεθνείς Σχέσεις από το Πανεπιστήμιο Northeastern και μεταπτυχιακού στη Δημοσιογραφία από το Πανεπιστήμιο Northwestern. Είναι υφηγήτρια και κάτοχος της έδρας Πολιτικής Επιστήμης στο California State University, East Bay, όπου διδάσκει Δημοσιογραφία και Πολιτική Επικοινωνία. Είναι παραγωγός, δημοσιογράφος και σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ για πάνω από 40 χρόνια. Σήμερα, παράγει ντοκιμαντέρ μικρού μήκους για τις επιπτώσεις του περιβάλλοντος στη δημόσια υγεία. Είναι διευθύντρια του Κέντρου Demos, το οποίο επικεντρώνεται στη διατομεακή σχέση της δημοκρατίας, της δημόσιας πολιτικής, του ελεύθερου Τύπου, της ρητορικής και της ηγεσίας, με έδρα την Αθήνα, στο Αμερικανικό Κολλέγιο Αθηνών.
Η οδύσσεια των υιοθετημένων
3.200 παιδιά, από δύο εβδομάδων έως 14 ετών, έφυγαν προς υιοθεσία από την Ελλάδα στις ΗΠΑ μεταξύ του 1949 και του 1962.
1949
Αρχίζει η μαζική «εξαγωγή» παιδιών από την Ελλάδα στις ΗΠΑ. Ο Εμφύλιος έχει τελειώσει αφήνοντας τη χώρα σε άθλια κατάσταση. Υπήρχε τότε μια φουρνιά παιδιών που θεωρούνται «ορφανά πολέμου», τα οποία είναι τα πρώτα που ταξίδεψαν στις ΗΠΑ για υιοθεσία. Τα επόμενα χρόνια, ο όρος αυτός θα εξακολουθήσει να χρησιμοποιείται ως προκάλυμμα από τα κυκλώματα.
1955
Θεωρείται η χρονιά κατά την οποία αρχίζει να κορυφώνεται το κύμα των υιοθεσιών προς τις ΗΠΑ. Μέσα σε λίγα χρόνια έχουν οργανωθεί κυκλώματα ιερωμένων, δικηγόρων, υπαλλήλων βρεφοκομείων και μελών της ΑΧΕΠΑ με επίκεντρο την Πάτρα και τη Θεσσαλονίκη, και αφορούν κυρίως παιδιά που γεννήθηκαν από ανύπαντρες μητέρες ή άπορους γονείς.
1959
Εμφανίζονται οι πρώτες υπόνοιες πως πίσω από τις μαζικές υιοθεσίες υπάρχουν σκάνδαλα. Στο επίκεντρο βρίσκεται ο Ελληνοαμερικανός Στίβεν Σκόπας, πρόεδρος της ΑΧΕΠΑ και μεσολαβητής για τη «φυγή» πολλών παιδιών προς τις ΗΠΑ. Ο Σκόπας οδηγήθηκε στην αμερικανική Δικαιοσύνη, αλλά εφόσον στην Ελλάδα οι υιοθεσίες ήταν νόμιμες, δεν καταδικάστηκε.
1962
Πυκνώνουν οι φωνές και τα δημοσιεύματα για τις μαζικές υιοθεσίες. Αυτή τη φορά στρέφονται και κατά του ιδρύματος «Αγιος Στυλιανός» στη Θεσσαλονίκη. Μια συνήθης πρακτική των κυκλωμάτων ήταν να παρουσιάζουν στους γονείς ως νεκρά τα υγιέστατα νεογέννητα παιδιά τους, τα οποία κατέληγαν σε ιδρύματα και από εκεί στις ΗΠΑ.
2013
Η ελληνίστρια Γκόντα φαν Στιν, που διδάσκει σε πανεπιστήμιο της Φλόριντα, γνωρίζει τον εγγονό του αριστερού Ηλία Αργυριάδη, ο οποίος εκτελέστηκε μαζί με τον Μπελογιάννη. Οι δύο κόρες του εκτελεσθέντος εστάλησαν άρον άρον για υιοθεσία στις ΗΠΑ. Ο εγγονός αναζητούσε στοιχεία για λογαριασμό της μητέρας του. Ετσι η Βελγίδα πιάνει το νήμα της υπόθεσης που αφορούσε χιλιάδες παιδιά.
2021
Εκδίδεται στα ελληνικά από τον Ποταμό το βιβλίο της Γκόντα φαν Στιν «Ζητούνται παιδιά από την Ελλάδα. Υιοθεσίες στην Αμερική του Ψυχρού Πολέμου», που περιλαμβάνει τις έρευνες για την υπόθεση και στοιχεία που προέκυψαν αφότου μίλησε με εκατοντάδες υιοθετημένους, ρίχνοντας φως στον ζόφο 60 χρόνια μετά.
If anyone deserves reparations–it’s these children!