«Τα περισσότερα από τα έθιμα και δρώμενα των Χριστουγέννων έχουν τις ρίζες τους στο μακρινό παρελθόν της Ελλάδας. Οι κάτοικοί του ζούσαν έντονα στις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης. Όλα άλλαζαν αυτές τις ημέρες. Τα σπίτια έπαιρναν μια γιορτινή όψη. Οι νοικοκυρές είχαν πολλά να κάνουν. Σε παλαιότερους καιρούς, όταν τα σπίτια ήταν πλίθινα, παλάμιζαν το πάτωμα των σπιτιών, ασβέστωναν τους τοίχους, φουκάλιζαν τη ρούγα, έστρωναν τις καλές μαντανίες στα κρεβάτια και ήταν έτοιμες να υποδεχτούν συγγενείς και φίλους και να ζήσουν αντάμα τις εορταστικές αυτές μέρες».
Αυτά μεταξύ άλλων τονίζει στο Αθηναϊκό -Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η εκπαιδευτικός Βασιλική Κοζιού-Κολοφωτιά, ερευνήτρια τοπικής ιστορίας και λαογραφίας, η οποία γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής της στην Κρανιά, ένα χωριό του κάμπου της Καρδίτσας, μιλώντας για τα έθιμα και τα δρώμενα των Χριστουγέννων.
Σιγά σιγά οι συνθήκες ζωής, σύμφωνα με την ίδια, βελτιώθηκαν. Τα σπίτια έγιναν πιο σύγχρονα και οι δουλειές λιγόστεψαν. Μαζί με τις αλλαγές όμως άλλαξαν και πολλά άλλα τις γιορτινές αυτές μέρες. Οι γουρνουχαρές στα σπίτια άρχισαν σιγά σταδιακά να λιγοστεύουν. Την οργάνωση και τη διαδικασία ανέλαβαν πλέον οι τοπικοί πολιτιστικοί σύλλογοι. Η παραδοσιακή επιτέλεση των τραγουδιών με το στόμα αντικαταστάθηκε από τις ορχήστρες και ο παραδοσιακός τρόπος του γλεντιού στο σπίτι σχεδόν καταργήθηκε.
Τα τελευταία χρόνια όλη η κοινότητα μεταφέρεται στην πλατεία για το γλέντι και μάλιστα σε πρόχειρους στεγασμένους με νάιλον χώρους, με πλαστικά τραπέζια και καρέκλες. Τα παραδοσιακά τραγούδια κι αυτά αντικαταστάθηκαν από κάθε είδους τραγούδια που δεν έχουν καμιά σχέση με τα τραγούδια που κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας.
Μετά τις απανωτές πλημμύρες από το 2020 μέχρι σήμερα, τονίζει η ερευνήτρια, τα πάντα σιώπησαν στον τόπο μας και δυστυχώς, δεν ξέρουμε για πόσο καιρό ακόμα. Όλα είναι θολά και αβέβαια. Για να μη περάσουν όλα στη λήθη, αξίζει τον κόπο να υπενθυμίσουμε στους νέους μας τον τρόπο εορτασμού των Χριστουγέννων των προγόνων τους πριν από τις καταστροφές, περιγράφοντας αναλυτικά ιδιαίτερα τη γουρνουχαρά την οποία περίμεναν με αγωνία παλαιότερα. Πιο αναλυτικά τονίζει η Βασιλική Κοζιού-Κολοφωτιά:
«Πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά έθιμα που έφτασε μέχρι τις μέρες μας σε κάποια χωριά. Τη δεύτερη ή τρίτη μέρα των Χριστουγέννων τα περισσότερα σπίτια των καραγκούνηδων ήταν επί ποδός, μας λέει η εκπαιδευτικός, γιατί είχαν την γουρνουχαρά. Το σφάξιμο και το συμμάζεμα του γουρουνιού ήταν μια ιεροτελεστία. Από νωρίς το πρωί 4-5 άνδρες και άλλες τόσες γυναίκες, συνήθως συγγενείς ή φίλοι των νοικοκύρηδων, κατέφταναν στο σπίτι για να βοηθήσουν, γιατί μια μόνη οικογένεια δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Όλα τα σύνεργα για το σφάξιμο του γουρουνιού ήταν έτοιμα από την προηγούμενη μέρα.
Τα καλοτροχισμένα μαχαίρια και τσεκούρια για το σφάξιμο, τα κοκκαλάρια για το γέμισμα των λουκάνικων, η τάβλα όπου θα έκοβαν το κρέας και τα πράσα για τον ζαϊρέ των λουκάνικων, οι κατσαρόλες για το καυτό νερό όπου βουτούσαν το κεφάλι και τα πόδια για το μάδημα, καθώς και το μεγάλο καλογανωμένο καζάνι, όπου θα έλιωναν τον παστό για να πάρουν τη λίπα και τις τσιγαρίδες, που πολλές νοικοκυρές τις ανακάτευαν με πράσα, αλάτι και διάφορα μυρωδικά και τις διατηρούσαν σε πιθάρια για πολύ καιρό, μέχρι να στεγνώσουν τα λουκάνικα, που τα κρεμούσαν κατάματα στον ήλιο κάτω από την αστρέχα του σπιτιού».
Τίποτα δεν περίσσευε από το χοιροσφάι, εξηγεί: «Ένα μεγάλο μέρος από το κρέας γινόταν λουκάνικα, το υπόλοιπο παστό σε μεγάλα δοχεία ή μέσα στο λίπος για να διατηρηθεί. Το λίπος το έλιωναν και το έβαζαν σε μεγάλα δοχεία για να περάσουν όλη τη χρονιά. Τη θέση του σήμερα πήρε το λάδι που φέτος η τιμή του έφτασε στα ύψη. Επίσης, έκαναν τις τσιγαρίδες και την “ αλευριά” με πράσα που τα είχαν σε κάθε περίπτωση εύκολα και γρήγορα. Αρκούσε μόνο το ζέσταμα στο τηγάνι».
«Η νοικοκυρά, συνεχίζει η εκπαιδευτικός Βασιλική Κοζιού-Κολοφωτιά ακολουθώντας τις παραδοσιακές συνήθειες των προγόνων της, όταν έσφαζαν το γουρούνι, έπαιρνε μια φτυαριά κάρβουνα, έριχνε το θυμίαμα και το έδινε στον αφέντη του σπιτιού ο οποίος, αφού θυμιάτιζε όλους τους παραβρισκόμενους, το έριχνε στον λαιμό του γουρουνιού. Πίστευαν με αυτόν τον τρόπο πως θα έχουν την ευλογία του Χριστού και θα έδιωχναν μακριά τους καρκάντζαλους που μαγάριζαν το κρέας και τα άλλα φαγώσιμα. Έχω έντονα χαραγμένη στη μνήμη μου, τη γιαγιά μου Βασιλική και τη μάνα μου Σταυρούλα, σημειώνει η ερευνήτρια, που έριχναν στη φωτιά αλάτι και θυμίαμα καθ’ όλη τη διάρκεια του δωδεκαημέρου, για να κρατήσουν μακριά από το σπίτι μας τους καλικάντζαρους.
Μόλις τελείωνε το συμμάζεμα του γουρουνιού, οι άνδρες και οι γυναίκες έφευγαν για τα σπίτια τους. Οι άνδρες όμως με τα καλά τους ρούχα ξαναγύριζαν στο σπίτι που είχε τη γουρνουχαρά και εκεί στήνονταν ένα πλούσιο τραπέζι με τυρόπιτες, τηγανιά, ψητό χοιρινό στα κάρβουνα, κρασί από το αμπέλι και τραγούδια μέχρι αργά το βράδυ.
Τίποτε δεν πετούσαν από το χοιροσφάι. Με το κεφάλι και τα πόδια έκαναν τον πατσά, με τα εντόσθια, το κρέας και τα ψιλοκομμένα πράσα γέμιζαν τα λουκάνικα και με σκέτο κρέας ετοίμαζαν την τηγανιά. Με το δέρμα έφτιαχναν τα γουρνουτσάρουχα ή τα σαμάρια των ζώων. Με τη φούσκα του γουρουνιού τα παιδιά είχαν μια πρώτης τάξεως μπάλα, αντικαθιστώντας για λίγο καιρό μ’ αυτή που συνήθως έκαναν με υφασμάτινα κουρέλια.
Ένα μέρος από όλα αυτά θα έδιναν στο φτωχό, στο γείτονα που του ψόφησε το γουρούνι και τον ξενιτεμένο. Οι πρόγονοί μας είχαν την έγνοια για το διπλανό τους και μοιράζονταν και τις χαρές και τις λύπες. Από το μπροστινό μέρος, τον «αετό» και τη σπλήνα, έκαναν την «πρόβλεψη του καιρού», κάτι που ασφαλώς τους ενδιέφερε και για τα ζώα, το πώς θα ξεχειμωνιάσουν αλλά και για τις νέες καλλιέργειες που θα ξεκινούσαν. Σειρά και τάξη είχαν και στην κατανάλωσή του. Πρώτα τα εντόσθια με τις τηγανιές, μια και δεν διατηρούνται πολύ, μετά ο πατσάς, το κρέας με οικονομία και τα λουκάνικα, το πιο καλό φαγητό, που διατηρούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα και φυσικά μετά τα Φώτα, αφού έπρεπε να τα φωτίσει πρώτα ο παπάς».
Μιλώντας επίσης, στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η εκπαιδευτικός Βασιλική Κοζιού-Κολοφωτιά, τονίζει πως «οι άνθρωποι παλαιότερα, και ιδιαίτερα αυτοί που κατοικούσαν στα χωριά, ζούσαν έντονα τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Ωστόσο σήμερα, εξηγεί, πως σε πολλά χωριά του κάμπου της Καρδίτσας δύσκολα θα πάρει σάρκα και οστά το έθιμο της γουρνουχαράς, διότι οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να μετακομίσουν, λόγω των καταστροφικών πλημμυρών σε άλλες περιοχές και οι περισσότεροι ως φιλοξενούμενοι φίλων ή συγγενών μέχρι σήμερα. Εξάλλου τα ζώα, που είχαν στα σπίτια τους έχουν πνιγεί και ανάμεσα σ’ αυτά και το γουρούνι που το προόριζαν για τα Χριστούγεννα».
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ.