Γράφει η Έλενα Ντάκουλα *
Bring Your Chair-Cozy Festival: Η πρωτοβουλία των Φαίης Καζαντζίδου και Paola Valeria Jovinelli – Προβολές ταινιών και βραδιές μουσικής σε Σίφνο και Σέριφο.
Στη χώρα μας η τέχνη, σε κάθε της έκφραση, αποτελεί παράδοση. Ειδικά το καλοκαίρι ακμάζουν τα πολιτιστικά φεστιβάλ που στηρίζονται είτε σε κρατικούς φορείς είτε σε ιδιωτική πρωτοβουλία. Η Σίφνος δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Πριν από τέσσερα χρόνια, η Φαίη Καζαντζίδου και η Paola Valeria Jovinelli, δυο φίλες που περνούν τα καλοκαίρια τους στο νησί, μεταξύ αστείου και σοβαρού, δημιούργησαν το δικό τους φεστιβάλ.
Έτσι γεννήθηκε το «Bring Your Chair-Cozy Festival». Πρόκειται για ιδιωτική προβολή δύο ταινιών σε αυτοσχέδιες οθόνες (τοίχους) στις αυλές των σπιτιών τους, παρουσία σκηνοθέτη και ηθοποιού, με τους καλεσμένους φίλους να φέρνουν την καρέκλα τους (bring your chair). Φίλοι σκηνοθέτες και παραγωγοί παραχωρούν αφιλοκερδώς τα δικαιώματα των ταινιών τους, ενώ μετά την προβολή ακολουθεί συζήτηση.
Η θερμή υποδοχή που έτυχε αυτή η πρωτοβουλία παρακίνησε και ενεθάρρυνε τις διοργανώτριες να την εμπλουτίσουν με ένα νέο σκέλος. Αυτό περιλαμβάνει συναυλίες που απευθύνονται στο ευρύ κοινό και πραγματοποιούνται σε εμβληματικούς χώρους του νησιού, με ελεύθερη είσοδο. Η συνεργασία με την Εφορία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων (Προϊστάμενος Δρ. Δημήτρης Αθανασούλης & ο υπεύθυνος αρχαιολόγος – επιμελητής για Σέριφο και Σίφνο, Γιώργος Γαβαλάς) είναι ουσιώδης και αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τη συνεργασία ιδιωτικού και κρατικού φορέα.
Ο «Ράφτης» της Σόνιας Κέντερμαν στο «Bring Your Chair-Cozy Festival»
Το φετινό πρόγραμμα περιλαμβάνει την προβολή της βραβευμένης ταινίας ο «Ράφτης» της Σόνιας Κέντερμαν, σε σενάριο της ιδίας και της Tracy Sunderland, με τους Δημήτρη Ιμελλο, Ταμίλα Κουλίεβα, Θανάση Παπαγεωργίου, Στάθη Σταμουλακάτο, Δάφνη Μιχοπούλου.
Λίγες μέρες πριν την προβολή της ταινίας συναντήσαμε τη σκηνοθέτιδα και συνομιλήσαμε μαζί της. Χρονικά, η ταινία εκτυλίσσεται στην Αθήνα του σήμερα και πιο συγκεκριμένα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Όπως αναφέρει η δημιουργός της, η οποία έλειπε για σπουδές πολλά χρόνια από την Ελλάδα, όταν επέστρεψε έπαθε τεράστιο σοκ με όσα αντίκρισε και της δημιουργήθηκε η επιθυμία να πει μία ιστορία για αυτό.
Η ταινία στηρίζεται σε δύο άξονες: Ο ένας, αφορά τους πενηντάρηδες που επηρεάστηκαν βαθύτατα από την κρίση, αφού η ηλικία τους αποτελεί εμπόδιο στην εύρεση νέας εργασίας, εφόσον μείνουν άνεργοι. Ο άλλος, αναφέρεται στα επαγγέλματα που χάνονται, λόγω συνθηκών ή αλλαγής νοοτροπίας, όπως το επάγγελμα του ράφτη, αφού οι πελάτες προτιμούν πλέον το έτοιμο ένδυμα.
Χωρίς να έχει καμία σχέση με τη ραπτική, άρχισε να κυκλοφορεί στο κέντρο, εκεί που βρισκόταν κάποτε ο πυρήνας του αθηναϊκού εμπορίου, προσπαθώντας να διαμορφώσει τον χαρακτήρα της ταινίας της. Το υφασματάδικο «Στουρνάρας» της προξένησε το ενδιαφέρον. «Είδα φως και μπήκα και σκέφτηκα ότι αυτός κάτι θα ξέρει», λέει γελώντας και συνεχίζει: «Από εκεί ξεκίνησε μία μεγάλη φιλία. Ο κύριος Στουρνάρας είναι ο μέντορας αυτής της ταινίας! Πολλοί συνάδελφοι του βοήθησαν αφιλοκερδώς και με μεγάλη χαρά αλλά και περηφάνια έδειχναν την τέχνη τους στον ήρωα της ταινίας, που εκπαιδεύτηκε κοντά τους για 3 μήνες περίπου!»
Θεματικά, η ταινία αφηγείται την ιστορία ενός ράφτη, ενός εκκεντρικού και λίγου αλαφροϊσκιωτου γεροντοπαλίκαρου, που ζει απομονωμένος στον μικρόκοσμο του οικογενειακού ραφτάδικου, στην οδό Πραξιτέλους, με μόνη παρέα τον 80χρονο πατέρα του και την 8χρονη κόρη της γειτόνισσας. Κινδυνεύοντας, λόγω κρίσης, να τα χάσει όλα, αναγκάζεται να επαναπροσδιορίσει τη ζωή και την τέχνη του, κάνοντας δομικές αλλαγές. Για την σκηνοθέτιδα, ο ράφτης εκπροσωπεί το όνειρο και την δυνατότητα να αλλάξεις, ανεξαρτήτως ηλικίας. «Ποτέ δεν είναι αργά να επανεφεύρει κάποιος τον εαυτό του» όπως λέει χαρακτηριστικά.
Ο Δημήτρης Ήμελλος ενσαρκώνει απολαυστικά τον ράφτη και τον συγκεκριμένο ηθοποιό είχε στο μυαλό της, όπως μας ομολόγησε, από την πρώτη στιγμή που άρχισε να γράφει το σενάριο της ταινίας. Δρόμοι όπως η οδός Αθηνάς, Αιόλου, Πραξιτέλους, αλλά και γειτονιές όπως το Πολύγωνο, ο Ασπρόπυργος, πρωταγωνιστούν στην ταινία.
Τα δύο βασικά προβλήματα που αντιμετώπισε ήταν ο χρόνος αναμονής για την χρηματοδότηση και η αναμονή μέχρι να ξεκινήσει η υλοποίηση του σεναρίου. Για τα γυρίσματα χρειάστηκαν μόνο επτά μήνες. Η ταινία αποτελεί μια συμπαραγωγή Ελλάδας, Γερμανίας και Βελγίου, έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο 24ο Tallinn Black Nights Film Festival στην Εσθονία το 2020. Την ίδια χρονιά στο 61ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης απέσπασε το Βραβείο FIPRESCI, το Ειδικό Βραβείο Επιτροπής Νεότητας και το Πρώτο βραβείο ΕΡΤ. Έχει μεταφραστεί και παιχτεί σε 15 χώρες και ήταν υποψήφια για το βραβείο καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας από την Ένωση Βραβείων Κινηματογράφου Ιαπωνίας!
Μιλώντας λίγο για τον εαυτό της, η Σόνια Κέντερμαν μας εκμυστηρεύτηκε ότι από 13 χρονών ήθελε να γίνει σκηνοθέτιδα, αλλά άργησε λίγο να το αποφασίσει. Σπούδασε κοινωνιολογία στο Πάντειο, πέρασε για έναν χρόνο από το Εθνικό Θέατρο, φοίτησε στην Σχολή Σταυράκου και κατέληξε στο London Film School, κατασταλαγμένη πλέον για τον δρόμο που επιθυμούσε ν’ ακολουθήσει. Στηρίγματά της οι γονείς της, οι οποίοι αν και δεν είχαν σπουδάσει κάτι σχετικό με τις τέχνες είχαν σαν όνειρο το παιδί τους ν’ ασχοληθεί με αυτές.
Και στην τυπική ερώτηση αν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα στην δουλειά της λόγω φύλου, η απάντησή της ήταν λίαν ενδιαφέρουσα. «Για ν’ αναγνωρίσει κάποιος τον ρατσισμό πρέπει να τον βιώσει από μικρή ηλικία και αυτό δεν συνέβη μ’ εμένα. Ίσως να είναι και θέμα τύχης, αλλά ποτέ, ούτε στις σπουδές, ούτε στις ταινίες είδα ένα βλέμμα υποτιμητικό ή με ερωτηματικό για το αν μπορώ να φέρω εις πέρας την ταινία, γιατί εμένα δεν μου πέρασε από το μυαλό. Μπορεί να υπήρχε αλλά δεν το αναγνώρισα γιατί δεν είδα ποτέ τον εαυτό μου σαν μία νέα, όμορφη γυναίκα με ξανθές μπούκλες που θέλει να κάνει σινεμά αλλά ως μία γυναίκα που είχε ως στόχο να κάνει μία ταινία».
Το «Ι need my self» του Stephano Fillipi στο «Bring Your Chair-Cozy Festival»
To ντοκιμαντέρ «Ι need my self», σε σκηνοθεσία του Stephano Fillipi, είναι εστιασμένο στην ενδιαφέρουσα ιστορία της ζωής της Paola Valeria Jovinelli, συνιδρύτριας του «Bring your Chair – Cozy Festival». Χωρισμένο σε πέντε κεφάλαια, όσα τα στοιχεία της φύσης –νερό , φωτιά, γη, αέρας και διάστημα– με το κάθε ένα να έχει ιδιαίτερο συμβολισμό για συγκεκριμένη χρονική περίοδο της ζωής της, αφηγείται ένα όμορφο, περιπετειώδες αλλά όχι ανέφελο ταξίδι, με σταθμούς την Βενετία, Μπέργκαμο, Μιλάνο και Σίφνο. Μέσα από τα βιώματα και τις εμπειρίες της αναδύεται το μήνυμα ότι ο καθένας μας είναι δημιουργός του πεπρωμένου του και γι’αυτό… χρειαζόμαστε τον εαυτό μας.
Είχαμε μία συνάντηση με την Paola στην Σίφνο, το νησί που λάτρεψε από την πρώτη στιγμή που το επισκέφθηκε και αν και «βέρα Ιταλίδα, αυτό το μέρος ανήκει στην καρδιά της», όπως λέει χαρακτηριστικά
«Ήρθαμε με τον σύζυγό μου, τον Claudi στη Σίφνo, τον Αύγουστο του 1989. Από το δωμάτιο ενός μικρού ξενοδοχείου, βλέπαμε τον ήλιο να δύει ανάμεσα στα βουνά. Ήμασταν τόσο ερωτευμένοι…. τόσο χαρούμενοι που βρισκόμασταν εκεί….» λέει αναπολώντας εκείνες τις ρομαντικές εικόνες.
Με το που επισκέφθηκαν την Χρυσοπηγή, την ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα και το να αποκτήσουν ένα σπιτάκι εκεί της έγινε εμμονή. Το όνειρο έγινε πραγματικότητα και από τότε κάθε καλοκαίρι έρχεται στο νησί.
Η αρμονία και η ομορφιά του μέρους, την αποτοξινώνει, της χαρίζει γαλήνη, εσωτερική ηρεμία και ισορροπία και την δύναμη να συνεχίσει. Ταυτόχρονα όμως της δημιουργεί την ανάγκη να προσφέρει κάτι ωραίο και ιδιαίτερο στο νησί, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για όλα όσα αυτό τής δίνει απλόχερα. H γνωριμία της με την Φαίη και τα κοινά τους ενδιαφέροντα για τον πολιτισμό την βοήθησαν να υλοποιήσει την επιθυμία της με το «Βring you Chair – cozy Festival.
Bring Your Chair – Music – Sifnos
Στις 12 Αυγούστου, με το ολόγιομο φεγγάρι, η Μούσα του Μάνου Χατζηδάκη, Ελλη Πασπαλά, με την βελούδινη, αισθαντική φωνή, θα τραγουδήσει moonlight songs, στον αρχαιολογικό χώρο του Αγίου Ανδρέα, συντροφιά με δύο αγαπημένους συνεργάτες, τον David Lynch και τον Τάκη Φαραζή. Ο εμβληματικός αυτός χώρος έχει βραβευθεί από την Ευρωπαϊκή Οργάνωση Europa Nostra. Η ενέργεια που αποπνέει, η καθηλωτική θέα στο Αιγαίο Πέλαγος, η πανσέληνος που θα καθρεφτίζεται στη θάλασσα φτιάχνοντας ένα μεγάλο φωτεινό μονοπάτι και τα τραγούδια της Ελλης Πασπαλά, υπόσχονται μία μαγική βραδιά.
Στις 21 Αυγούστου το φιλόμουσο κοινό θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει στο μεσαιωνικό οικισμό του Κάστρου, το κουατρέτο του πιανίστα Δημήτρη Καλαντζή, την παράσταση «modes and mood» σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, αναδεικνύοντας μία πιο modal jazz κατεύθυνση. Συμμετέχουν οι μουσικοί: Γ. Γεωργιάδης στο μπάσο, Α. Πολυζωγόπουλος στην τρομπέτα, Αλ. Δράκος, Κτιστάκης στα ντραμς. Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν ο Μίκης Θεοδωράκης άκουσε το album, αφιερωμένο στη μνήμη του John Coltrane, εξέφρασε την συγκίνησή του λέγοντας: «Ήταν μία από τις πιο όμορφες και συγκινητικές στιγμές της ζωής μου, όταν άκουσα την διασκευή των τραγουδιών μου σε μορφή τζαζ. Γιατί από πολύ μικρός είχα την τύχη να ακούω καθημερινά στον σπάνιο για την εποχή του (δεκαετία του ’20) φωνόγραφο δίσκους τζαζ της κλασικής περιόδου. Μια μουσική που με σημάδεψε και που τόσο θα ήθελα να τη γνωρίσω σε βάθος…». Το πρόγραμμα περιλαμβάνει λαϊκά τραγούδια, παραδοσιακή Βυζαντινή μουσική μέχρι και τον λυρικό Μίκη των μεγάλων ποιητών.
Συναντηθήκαμε ένα μεσημέρι στο Παγκράτι με τον Δημήτρη Καλαντζή και είχαμε μία ωραία συζήτηση για το πως ξεκίνησε την μουσική του καριέρα, την αγάπη του για την jazz και τις αναμνήσεις του από την πρώτη του επίσκεψη στη Σίφνο στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Θυμάται πόσο εντυπωσιάστηκε όταν αντίκρισε το Κάστρο, το οποίο του θύμισε έντονα το Άγιον Όρος και κατεβαίνοντας στα Σεράλια, την παραλία του Κάστρου, είχε γοητευτεί από την απέριττη ομορφιά του τοπίου.
Από μικρός είχε έφεση στη μουσική και η στενή σχέση του μ’ αυτήν ξεκίνησε τυχαία, όταν μία φίλη της μητέρας του, που μετανάστευε στην Αμερική, τους άφησε το πιάνο της γιατί δεν μπορούσε να το πάρει μαζί της! Απέκτησε βασική παιδεία στο κλασσικό πιάνο, με σπουδές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Την jazz την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα σε ηλικία 18 ετών και έκτοτε τον έκαιγε να την μάθει. «Η jazz, είναι ο τρόπος να παίζει, να σκέφτεται και να αισθάνεται κάποιος την μουσική!», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.
Τον ρωτήσαμε τι ήταν αυτό που τον ώθησε να διασκευάσει σε ύφος jazz τραγούδια του Θεοδωράκη και του Χατζηδάκη και ποιά η σχέση του ελληνικού κοινού με αυτό το είδος μουσικής. «H jazz, ένα είδος μουσικής με ρεπερτόριο που δεν γράφτηκε υποχρεωτικά γι ‘αυτήν, όπως κομμάτια συνθετών και κυρίως του αμερικανικού μουσικού θεάτρου. Εμείς που ζούμε στην Ελλάδα, μεγαλώσαμε με τα τραγούδια του Μάνου και του Μίκη, αυτά χαράχτηκαν στις καρδιές μας, οπότε είναι αυτονόητο για κάποιον που παίζει ένα όργανο να παίξει αυτά τα τραγούδια σε jazz. Η jazz είναι ένα low budget story» και διεθνώς έχει ένα μικρό ακροατήριο, αλλά σταθερό και πιστό. Στην Ελλάδα είναι ακόμη μικρότερο. Το ελληνικό κοινό δεν δέχεται εύκολα αυτό το είδος μουσικής, αφ’ ενός γιατί του είναι ξένο, μια και αντιπροσωπεύει μία μακρινή κουλτούρα με γονείς έναν μπαμπά αγγλοσάξονα και μία μαμά αφρικανική και αφ’ ετέρου, η ελληνική μουσική είναι ζώσα, τη γνωρίζουν όλοι, έχει μία ρίζα και μία δύναμη, που δεν αφήνει πολλά περιθώρια».
Τον χαροποιεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι έχουν πάει ν’ ακούσουν άλλες συναυλίες εξ’ αιτίας αυτών με κοντσέρτο Χατζηδάκη. Θεωρεί δε ότι ένα μεγάλο πρόβλημα της εποχής μας, που αφορά και τον χώρο της μουσικής, είναι ότι υπάρχει τεράστιο πλάτος αλλά μηδενικό βάθος. Και όπως εξηγεί «όταν κάποιος έχει διαθέσιμη μία πλατφόρμα με 50000 τραγούδια, μπορεί να πηγαίνει από το ένα στο άλλο, χωρίς να εμβαθύνει σε κάποιο απ’αυτά. Παλιά, όταν αγοράζαμε έναν δίσκο, τον ακούγαμε καλά και σίγουρα πάνω από μία φορά. Αυτή η σημερινή σχέση πλάτους-βάθους δεν ωφελεί τις τέχνες».
Ο Δημήτρης Καλαντζής έχει συνεργαστεί με μεγάλα ονόματα της jazz στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Μ’ αυτόν όμως που θα επιθυμούσε να παίξει ξανά, αν δεν είχε φύγει από τη ζωή, είναι με τον Κevin Mahogany, που υπήρξε ένας πραγματικά vocal master της σύγχρονης jazz. Τα καλύτερα χρόνια της μουσικής του σταδιοδρομίας τα πέρασε κατά την διάρκεια της 15ετους συνεργασίας του με την Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Σταύρο Ξαρχάκο.
Η συμβουλή του προς τους μαθητές του στο Ωδείο, είναι να ακολουθήσουν τα όνειρά τους και να είναι προσηλωμένοι σ’ αυτό που κάνουν. Είναι αρκετά δύσκολος ο συγκεκριμένος χώρος, αλλά είναι πολύ σημαντικό, όπως λέει, να γυρνάς στο σπίτι από τη δουλειά και να μην αισθάνεται ότι έχεις γυρίσει από δουλειά…
Bring Your Chair – Music – Serifos
Φέτος, το «Bring your Chair- Cozy Festival» άνοιξε τα πανιά του και έβαλε πλώρη για Σέριφο. Το Σάββατο 15 Ιουλίου πραγματοποιήθηκε συναυλία στο αίθριο του Μουσείου ΠΕΡΣΕΑΣ, στο Λιβάδι της Σερίφου, από κλιμάκιο της Ορχήστρας Νέων του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, ΜΟΥΣΑ με το μουσικό κονσέρτο «Voyage a quatre cordes».
Η οκταμελής αντιπροσωπεία της MOYSA έδωσε εξ αρχής το στίγμα της με τον εξαιρετικό ήχο της, κερδίζοντας το θερμό χειροκρότημα, αλλά και τις εντυπώσεις, αφού τη συναυλία παρακολούθησαν περισσότερα από 150 άτομα. Επί 70 λεπτά, το κοινό απήλαυσε εντυπωσιακές ερμηνείες σε ένα ειδικά διαμορφωμένο πρόγραμμα που περιλάμβανε γνώριμους ήχους από μελωδίες του Μάνου Χατζηδάκι, Astor Piazzolla και Ennio Morricone μέχρι παραδοσιακούς χορούς ειδικά διασκευασμένους για την περίσταση που κυριολεκτικά ξεσήκωσαν τα κοινό!
Το κλιμάκιο αποτελούνταν από τις Μαρία Θεοδώρα Νικοπούλου (βιολί), Γεωργία Ντινοπούλου (βιολί), Έλλη Λάγγαλη (βιολί), Νικολίνα Ταρασιάδου (βιόλα), Φαίδρα Ζαγοριανού (βιόλα), Δήμητρα Κογιουμτζίδου (τσέλο), Δέσποινα Χαριτοπούλου (τσέλο) και Θάνο Σταμούλη (μαέστρο), οι οποίοι έδωσαν τον καλύτερο τους εαυτό, ξεπερνώντας κάθε προσδοκία!
Λίγες μέρες πριν την συναυλία, είχαμε την χαρά να επικοινωνήσουμε με τον Χρήστο Γαλιλαία, Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης.
Ο κος Γαλιλαίας, ένας κορυφαίος σολίτσας βιολιού, με διεθνείς εμφανίσεις και συνεργασίες, ανέλαβε διευθυντής του φορέα, σε μία εποχή με ιδιάζουσες συνθήκες, εξαιτίας covid. Δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο εκπαιδευτικό κομμάτι, διότι, όπως επισημαίνει, αυτό θα είναι το κοινό του μέλλοντος. Το όραμά του για την ΜΟΥΣΑ και το ΟΜΜΘ είναι να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε να αξιοποιηθεί με τον καλύτερο τρόπο το έμψυχο υλικό του ΟΜΜΘ και ν’ανακτήσει τη θέση που του αρμόζει στα καλλιτεχνικά δρώμενα της Θεσσαλονίκης.
Η MOYSA – Συμφωνική Ορχήστρα Νέων του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης δημιουργήθηκε από τον ΟΜΜΘ τον Μάρτιο του 2015 με πρωτοβουλία του διεθνούς πιανίστα και τότε Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Οργανισμού, Γιώργου – Εμμανουήλ Λαζαρίδη, και με ιδρυτική δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος.
Είναι μία κοινότητα νέων μουσικών ηλικίας 8 έως 25 ετών. Σκοπός της είναι η περαιτέρω εκπαίδευση των μελών της στην ορχηστρική τέχνη και σε συναφείς τομείς, καθώς και η ενδυνάμωση της κοινωνικής ευαισθησίας μέσω της μουσικής.
Μέχρι σήμερα η MOYSA έχει συνεργαστεί με προσωπικότητες της ελληνικής και διεθνούς μουσικής σκηνής καθώς και σημαντικές ορχήστρες της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Φέτος, μετά από κάθε εκδήλωση, το «Βring your Chair- cozy festival» πηγαίνει… «Bostani», στην Πουλάτη, το νέο στέκι του Φεστιβάλ. Στον υπέροχο κήπο του εστιατορίου, η «πνευματική τροφή» συμπληρώνεται από ένα απολαυστικό δείπνο που προσφέρεται στους καλλιτέχνες και συντελεστές των παραστάσεων.
Θερμές ευχαριστίες εκφράζονται, εκ μέρους των ιδρυτριών, σε όλους όσοι βοήθησαν στην υλοποίηση του φεστιβάλ. Αυτοί είναι φίλοι που μοιράζονται μαζί τους, την ίδια αγάπη για τον πολιτισμό, όπως η Μαριάννα Χρυσολωρά και ο Αντρέας Κρινάς στη Σέριφο, η οικογένεια Τζατζιμάκη στη Σίφνο και η εταιρεία διανομής Tanweer που εξασφάλισε τα δικαιώματα της ταινίας ο «Ράφτης».
- * Το άρθρο αρχικά δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα https://www.athensvoice.gr/