Τα Θεοφάνεια, η τρισυπόστατη εμφάνιση του Θεού, είναι από τις μεγαλύτερες και αρχαιότερες εορτές της Χριστιανοσύνης. Η λέξη Θεοφάνεια αναφέρεται για πρώτη φορά γύρω στο 200 μ. Χρ. από τον Κλήμη τον Αλεξανδρινό. Την ακολουθία του Αγιασμού έγραψε ο Άγιος Βασίλειος το 377 όταν πήγε να προσκυνήσει στην Ιερουσαλήμ.
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού άρχισε και στην Κάρπαθο ο εορτασμός των Θεοφανείων όπως φανερώνεται από την Βαπτιστήρα της Βασιλικής του Ποτιδείου που εκτίθεται στον πρώην ανθόκηπο του Επαρχείου.
Όπως συμβαίνει σε όλα τα νησιά και τα παράλια της Ηπειρωτικής Ελλάδας το «Ρίξιμο του Σταυρού στην θάλασσα» είναι στενά συνδεδεμένο με την εορτή των Θεοφανείων και του Αγιασμού των υδάτων. Σύμφωνα με την παράδοση μετά την κατάδυση του σταυρού τα νερά αγιάζονταν, οι γεωργοί έπλεναν τα εργαλεία τους και οι ναυτικοί ξεκινούσαν τα ταξίδια.
Ορισμένοι καθάριζαν τις εικόνες με τα αγιασμένα νερά για να ξαναπάρουν την Θεϊκή τους δύναμη. Το έθιμο είναι τόσο διαδεδομένο που πρέπει να άρχισε πριν από αιώνες. Όταν οι Δωδεκανήσιοι ναυτικοί άρχισαν να μεταναστεύουν ομαδικά στις Bahamas, στο Tarpon Springs, στην Βραζιλία, στην Αργεντινή και στην Αυστραλία μαζί τους πήραν και το έθιμο, όπως έγραψαν χρονογράφοι της εποχής: «Μόλις οι Έλληνες πάνε σε ένα ξένο τόπο και εγκατασταθούν κοντά στην θάλασσα θα αρχίσουν το έθιμο να ρίχνουν τον σταυρό στην θάλασσα».
(Το 1961, όταν υπηρετούσα στην Panama Canal Zone με τον αμερικάνικο στρατό, ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος επισκέφθηκε την Ελληνική κοινότητα στον Παναμά την ημέρα των Θεοφανείων και έριξε τον Σταυρό στην θάλασσα. Ο βυθός ήταν λασπώδης και ο Σταυρός χάθηκε μέσα στην λάσπη, ζήτησαν την βοήθεια των Αμερικάνων και μετά από προσπάθειες τον βρήκε ένας βατραχάνθρωπος. Μαζί με τις ευλογίες του Αρχιεπισκόπου του χάρισε ένα άλλο όμοιο σταυρό).
Στην Κάρπαθο
Το έθιμο με το «Ρίξιμο του Σταυρού στην θάλασσα» στην Κάρπαθο χρονολογείται γύρω στο 1900, και συμπίπτει με την μετακίνηση των κατοίκων του νησιού από τα ορεινά στα παράλια και όταν ο πληθυσμό των Πηγαδίων έφτασε στους 300 κατοίκους.
Ο Μανώλης Νικολάου Λάμπρος που γεννήθηκε το 1897 θυμόταν από μικρό παιδί που έριχναν τον σταυρό στην θάλασσα. Μια φωτογραφία των Πηγαδίων του 1913 δείχνει μια μικρή αποβάθρα από την οποία ο παπάς μπορούσε να ρίχνει τον σταυρό στην θάλασσα. Ο Γεώργιος Κασσώτης, που έφτασε το 1923 στην Κάρπαθο, αναφέρει ότι η εορτή είχε καθιερωθεί ως ένα από τα σπουδαιότερα και σημαντικότερα γεγονότα του νησιού. Μια φωτογραφία του 1926 της εορτής των Φώτων, δείχνει ότι υπήρχε μεγάλη θαλασσοταραχή, αλλά το έθιμο έπρεπε να κρατηθεί.
Σε μια άλλη φωτογραφία του 1929 παρίσταται ο Μητροπολίτης Γερμανός, ο αυτοκινητόδρομος από τα Πηγάδια στο Απέρι είχε τελειώσει αλλά μόνο με μουλάρι μπορούσε να κατέβει στα Πηγάδια γιατί δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Η παρουσία και η ταλαιπωρία του Μητροπολίτη φανερώνει την σημασία που απέκτησε η γιορτή. Όπως φαίνεται το έθιμο ήρθε στην Κάρπαθο από κατοίκους γειτονικών ναυτικών νησιών ή το έφεραν απ’ εκεί Καρπάθιοι καραβοκύρηδες.
Η Γιορτή
Μετά από την λειτουργία του Μικρού Αγιασμού ο παπάς με τους ψαλτάδες, τους επιτρόπους και τα παπαδοπαίδια πήγαιναν στα σπίτια για να τ’ αγιάσει. Έψαλαν το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…» και ο παπάς έραινε τα σπίτια με τον Αγιασμό. Είχαν μαζί τους δυο δίσκους, ο ένας ήταν της εκκλησίας και ο άλλος του παπά, ο καθένας έριχνε ότι είχε ευχαρίστηση.
Το ίδιο βράδυ μόλις τελείωνε ο Εσπερινός τ’ αγόρια, 6-10 ετών, έβγαιναν να πουν τα κάλαντα και να οικονομήσουν το χαρτζιλίκι τους. Το παιδί που για πρώτη φορά έβγαινε στα κάλαντα άρχιζε από των Φώτων γιατί ήταν σύντομα και πιο εύκολα για να τα μάθει. Τον επόμενο χρόνο που θα είχε μεγαλώσει έβγαινε να πει των Χριστουγέννων και του Αγίου Βασιλείου.
Αντίθετα τα μεγαλύτερα παιδιά που θα έλεγαν τα κάλαντα για τελευταία χρονιά, σταματούσαν με τα κάλαντα του Αγίου Βασιλείου, το θεωρούσαν υποτιμητικό να συναγωνίζονται με τα πιτσιρίκια.
Ανήμερα των Φώτων, ο Μητροπολίτης με δυο τρεις παπάδες κατέβαινε στα Πηγάδια για να κάμει την θεία λειτουργία στην Βαγγελίστρα και να «ρίξει τον Σταυρό στη θάλασσα». Μόλις τελείωνε η λειτουργία η πομπή με το Δεσπότη, τους ψάλτες, τον Σταυρό, τα εξαπτέρυγα, τους επισήμους και το εκκλησίασμα ξεκινούσαν για το λιμάνι. Σ’ όλη την διαδρομή έψαλλαν το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…». Οι ναυτοπρόσκοποι με το λάβαρο τους, καμμιά φορά και μερικοί χωροφύλακες, αποτελούσαν την τιμητική φρουρά.
Ο Σταυρός
Φθάνοντας στο λιμάνι, η πομπή με το Δεσπότη, έπαιρνε την θέση της πάνω στην προβλήτα, ή σε κάποιο μεγάλο καΐκι που τύχαινε να βρίσκεται στο λιμάνι, για να «ρίξει τον Σταυρό στην θάλασσα».
Οι βάρκες με τους βουτηχτάδες σχημάτιζαν ένα «Π» μπροστά στον Δεσπότη, για να μένει ελεύθερο, μέσα στην θάλασσα, ένα τετράγωνο με διαστάσεις γύρω στα δέκα μέτρα, εκεί που θα έπεφτε ο Σταυρός. Εκτός από τις βάρκες, μερικοί βουτούσαν από την προβλήτα ή κανένα καΐκι. Συνήθως ο Σταυρός ριχνόταν ακριβώς μπροστά στο Τελωνείο, εκεί που τα νερά είχαν 3-4 μέτρα βάθος, παλαιότερα πιο μέσα που ήταν πιο ρηχά. Σπάνια ριχνόταν προς την έξω μεριά του λιμανιού, εκεί το βάθος έφθανε τα 5-6 μέτρα. Ο Σταυρός ήταν μπρούτζινος, αλλά μέσα κούφιος. Είχε μάκρος γύρω στους 40 πόντους και πλάτος 30, το πάχος του ήταν γύρω στους 2 πόντους. Στην περιφέρεια είχε «φτερά» που, αν δεν πρόσεχες, έκοβαν σαν μαχαίρι.
Εθεωρείτο μεγάλο κατόρθωμα, τιμή και ευλογία για τον βουτηχτή να πιάσει τον Σταυρό. Όπως οι καλοί ποδοσφαιριστές, έτσι και οι φημισμένοι βουτηχτάδες, σαν τον Σωτήρη Γ. Νιοτή στην δεκαετία του 1940, άφησαν όνομα. Οι βουτηχτάδες ήταν κυρίως οι ψαράδες της εποχής, που μεταξύ τους σχημάτιζαν ομάδες ή «κομπανίες» όπως τις έλεγαν. Στον βυθό γινόταν μεγάλη πάλη, η κάθε κομπανία προσπαθούσε κάποιος δικός της να πιάσει τον Σταυρό και να μη του τον πάρει κάποιος άλλος.
Νικητής ήταν εκείνος που έβγαζε τον Σταυρό έξω από την θάλασσα. Το 1949 μερικοί βουτηχτάδες ήλθαν από τα Σπόα, με μιας όλες οι Πηγαδιώτικες κομπανίες ενώθηκαν, θα ήταν υποτιμητικό να έπιανε τον Σταυρό ξενοχωριανός.
Ορισμένες φορές οι άπειροι βουτηχτάδες έπεφταν στην θάλασσα πριν την ώρα τους, νόμιζαν ότι με το πρώτο «Εν Ιορδάνη…» ο Δεσπότης θα έριχνε τον Σταυρό στην θάλασσα. Κάποτε μόλις ο Σταυρός έφυγε από τα χέρια του Δεσπότη το αντιλήφθηκε ο Παντελής Γ. Νιοτής, έπεσε πρώτος στην θάλασσα και έπιασε τον Σταυρό μόλις έμπαινε στο νερό. Αλλά με την δύναμη που έπεφτε τα «φτερά» του έκοψαν τα δάχτυλα, ο Σταυρός του ξέφυγε και κάποιος άλλος τον έπιασε.
Άλλοτε πάλι ο Μιχάλης Γ. Νιοτής, που σταμάτησε να βουτάει, ήταν ντυμένος και κρατούσε τα κουπιά της βάρκας για τους άλλους βουτηχτάδες. Όταν ο Σταυρός πέσει στην θάλασσα δεν βυθίζεται κατακόρυφα, αλλά κάνει πλάγιες κινήσεις. Αυτή την χρονιά ο Σταυρός πήρε μια μεγάλη κλίση, πέρασε κάτω από την βάρκα και βγήκε στην απέξω μεριά. Μόλις το αντιλήφθηκε ο Μιχάλης βούτηξε με τα ρούχα που φορούσε και έπιασε το Σταυρό.
Περιφορά
Μόλις ο βουτηχτής έπιανε τον Σταυρό, τον έπαιρνε στο Δεσπότη να του φιλήσει το χέρι και να πάρει την ευλογία του. Η πομπή ξαναγύριζε στην Βαγγελίστρα για να τελειώσει η λειτουργία και να πάει ο Σταυρός στην θέση του, πάνω στην Αγία Τράπεζα, εκεί έμενε μέχρι τον άλλο χρόνο.
Αμέσως μετά το μεσημέρι γινόταν η περιφορά του Σταυρού στα Πηγάδια, από τους βουτηχτάδες και φίλους τους, έμπαιναν με τον Σταυρό στα σπίτια ψάλλοντας το «Εν Ιορδάνη…». Παλαιότερα, την επόμενη μέρα του Αγίου Ιωάννου, συνεχιζόταν η περιφορά και στο Απέρι. Το ποσόν που συγκέντρωναν μοιραζόταν εξ ίσου μεταξύ των βουτηχτάδων, διπλό μερδικό έπαιρνε αυτός που έπιασε τον Σταυρό.
Επτά δεκαετίες πέρασαν από την δεκαετία του 1950, πολλά άλλαξαν, όμως η εορτή των Φώτων συνεχίζεται με την ίδια λαμπρότητα και ενδιαφέρον. Ο Δεσπότης κατεβαίνει με πιο πολλούς παπάδες στα Πηγάδια, κάνει την λειτουργία και εν πομπή κατεβαίνει στο λιμάνι για να ρίξει τον Σταυρό στην θάλασσα.
Η συμμετοχή του κόσμου είναι μεγαλύτερη, τα Πηγάδια μεγάλωσαν και τα σημερινά μέσα κυκλοφορίας επιτρέπουν σε πολλούς να κατεβαίνουν από τα χωριά. Το 2005 η παρουσία του πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή και το 2007 του υφυπουργού Ιωάννη Βαλινάκη έδωσε αίγλη στην εορτή των Θεοφανείων.
Όμως κάτι λείπει από την παλιά γιορτή. Οι Πηγαδιώτες έχασαν την επαφή τους με την θάλασσα και τον δεσμό που είχαν με την γιορτή των Φώτων. Πριν από μισό αιώνα όλη η παραλία ήταν μια απέραντη «Παιδική Χαρά». Άρχιζε από την παραλία του άμμου στο Σιντριβάνι, συνεχιζόταν στις ξέρες κάτω από την Βαγγελίστρα και πιο πέρα στην Γλυφά, στην Καρέκλα και στου Παντελή το στέμμα, συνέχιζε πίσω από τα Διοικητήρια μέχρι το Γα(δ)αρόνησο και στις ξέρες κάτω από την Αστυνομία μέχρι τα Βρουλίδια και πέρα στον Άμμο. Μέσα σ’ αυτή την «Παιδική Χαρά» έβρισκες τα Πηγαδιωτάκια να παίζουν, να κολυμπούν, να ψαρεύουν με το καλάμι και τους κύρτους και τα βράδια να πηγαίνουν πυροφάνι.
Αυτά χάθηκαν, τα μπάζωσε η πρόοδος και ο «πολιτισμός». Σήμερα τα παιδιά περνούν την ώρα τους μπροστά στο κουτί της τηλεόρασης και στο κινητό τηλέφωνο. Χάθηκαν και οι ναυτοπρόσκοποι που έδιναν το δικό τους χρώμα σε κάθε εθνική και θρησκευτική γιορτή. Με τον Προσκοπισμό ασχολούνταν οι έφηβοι της εποχής, δεν υπήρχαν ντίσκο και το σπουδαιότερο δεν περίσσευε δραχμή για τέτοιου είδους διασκέδαση. Χάθηκαν και τα Καρπάθικα καΐκια που περίμεναν να αγιαστούν τα νερά για να αρχίσουν τα ταξίδια τους. Όμως η γιορτή των Φώτων έμεινε στην μνήμη μας, για να την μεταφέρουμε και να μείνει στο χαρτί.
Epiphany and “Throwing the Cross into the Sea”
The Epiphany, the triune appearance of God, is one of the greatest and oldest Christian holidays. The word Theophany is mentioned for the first time around 200 A.D. by Clement of Alexandria. The Consecration liturgy was written by Saint Basil in 377 when he went to worship in Jerusalem. With the predominance of Christianity, the celebration of the Epiphany began in Karpathos, as you can see from the Baptistery of the Potideion Basilica exposed in the former flower garden of the Administration building.
As it happens on all the islands and coasts of mainland Greece, the “Throwing the Cross into the sea” is closely linked to the feast of the Epiphany and the Sanctification of the waters. According to tradition, after the immersion of the cross, the waters were sanctified, the farmers washed their tools, and the sailors started their journeys. Some cleaned the icons with holy water to regain their divine power. The custom is so widespread that it must have started centuries ago. When Dodecanese sailors began to migrate in masse to the Bahamas, Tarpon Springs, Brazil, Argentina and Australia, they took the custom with them, as chroniclers of the time wrote: “As soon as the Greeks go to a foreign place and settle near the sea, they will begin the custom of throwing the cross into the sea.”
(In 1961, when I was serving in the Panama Canal Zone with the American army, Archbishop Iakovos visited the Greek community in Panama on Epiphany day and threw the Cross into the sea. The bottom was muddy, and the Cross got lost in the mud, they asked the Americans for help, and after some efforts a frogman found it. Along with the Archbishop’s blessings he gave him another similar cross).
In Karpathos
In Karpathos, the custom of “Throwing the Cross into the sea” dates around 1900 with the movement of the island’s inhabitants from the mountains to the coasts and when the population of Pigadia reached 300. Manolis Nicholas Lambros, who was born in 1897, remembered from his childhood throwing the cross into the sea. A 1913 photo of Pigadia shows a small dock from which the priest could throw the cross into the sea. George Cassotis, who arrived in Karpathos in 1923, reports that the holiday was established as one of the greatest and most important events of the island. A 1926 photo on the day of Epiphany shows a rough sea but the custom had to be kept. Another 1929 photo shows Metropolitan Germanos, the road from Pigadia to Aperi just finished but were no cars, he could only go down to Pigadia by mule, the presence of the Metropolitan reveals the importance of the celebration. Apparently, the custom came to Karpathos from residents of neighboring maritime islands or Karpathians mariners brought it from there.
The Celebration
After the liturgy of the Little Consecration, the priest with the chanters, the church curators and young boys visited every house in Pigadia, singing “In the Jordan river of your baptism, Lord…” and the priest consecrating the houses. They had two trays, one for the church and the other for the priest, each household contributed as much money as afforded. That same afternoon as Vespers was over the boys aged 6-10 would go out to sing the carols and make some spending money. The children who went for the first time started with the Epiphany carols because were short and easier to learn. The next year, when they would have grown up, they would sing the Christmas and St. Basil’s carols. On the contrary, the older children who would sing the carols for the last year, stopped with the carols of St. Basil, they considered it degrading to compete with the little ones.
On the day of the Epiphany, the Metropolitan with two or three priests came to Pigadia to perform the divine service at Vangelistra and “throw the Cross into the sea”. As soon as the service was over, the procession with the Metropolitan, the chanters, the cross, the “hexapteryga”, the officials and the congregation started for the port. All the way singing “In the Jordan river of your baptism, Lord…”. The sea boyscouts with their banner, sometimes some gendarmes, made up the honor guard.
The Cross
Arriving at the port, the procession with the Metropolitan took its place on the pier or on some large boat that happened to be in the port to “throw the Cross into the sea”. The little boats with the divers formed a “Π” in front of the Metropolitan, so that a square with dimensions of around ten meters would remain free in the sea, where the Cross would fall. In addition to the small boats, some divers were positioned on the pier. Usually, the Cross was thrown right in front of the Customs House, where the sea was 3-4 meters deep, formerly further inside where the sea was shallower. It was rarely thrown to the outside of the port, where the depth reached 5-6 meters. The Cross was bronze, but hollow inside. It was about 40 centimeters long and 30 centimeters wide, its thickness was about 2 centimeters. On its circumference it had “wings”, which, if you weren’t careful, cut like a knife.
It was considered a great achievement, honor, and blessing for the diver to catch the Cross. Like the good socker players, the famous divers, like Sotiris G. Niotis in the 1940s, made a name for themselves. The divers were mainly fishermen at the time, who formed groups or “companies” as they called them. There was a great struggle at the bottom, each “company” was trying to catch the Cross and not be taken by someone else. The winner was the one who took the Cross out of the sea. In 1949 some divers came from Spoa, then all the Pigadiotan “companies” united, it would be derogatory for them to catch the Cross a “foreigner”.
Sometimes inexperienced divers fell into the sea before their time, they thought that with the first “In Jordan…” the Metropolitan would throw the Cross into the sea. Once, as soon as the Cross left the Metropolitan’s hands, Pantelis G. Niotis fell first into the sea and caught Cross as it was entering the water. But with the force of the falling Cross, “wings” injured his fingers, the Cross escaped him and someone else caught it. Another time, Michalis G. Niotis, who stopped diving, was dressed controlling the oars of the boat for the other divers. When the Cross falls into the sea, it does not sink vertically but moves sideways. This year the Cross took a big incline, went under the boat, and came out on the outside. As soon as Michalis realized he dived with his clothes on catching the Cross.
The Tour
As soon as the diver caught the Cross, he went to the Metropolitan to kiss his hand and receive his blessing. The procession returned to Vangelistra to finish the service and for the Cross to go on the Holy Altar and remain until next year. In the afternoon the tour of the Cross took place in Pigadia with the divers and their friends, entering the houses with the Cross singing “En Jordan…”. In the past, on the day after, St. John’s Day, the tour continued in Aperi as well. The amount they collected was divided equally between the divers, the one who caught the Cross getting a double share.
Seven decades have passed since the 1950s, much has changed, but the celebration of Epiphany continues with the same brilliance and interest. The Metropolitan comes to Pigadia with more priests, conducts the service and goes in procession to the harbor to throw the Cross into the sea. The participation of the people is greater, Pigadia has grown, and today’s means of transport allow many people to come from the villages. In 2005 the presence of Prime Minister Kostas Karamanlis at the feast, and in 2007 of Deputy Minister John Valinakis added glamor to the celebration of Epiphany.
But something is missing from the old feast of Epiphany. The Pigadiotes lost their contact with the sea and the link with the feast of Epiphany. Half a century ago the entire beach was a “Children’s playground”. It started from the sand beach in the Fountain, continued to the rocks below Vagelistra and further to Glyfa, Karekla and Pantelis’ crown, continued behind the Administration building to the islet Gadaroniso and the rocks below the Police station to Vroulidia and from there to Ammos. In this “Children’s playground” you could find children playing, swimming, fishing with rods and “kyrtous” and in the evenings going “pyrofani”.
These activities are lost, buried under by progress and “civilization”. Today children spend their time in front of the TV box and their cell phones. Lost are the sea boyscouts who gave their own color to every national and religious celebration. The teenagers of that time were involved in Scouting, there were no discos and, most important, no spare money for this kind of entertainment. The Karpathian sailing boats waiting for the waters to be blessed to begin their journeys are also gone. But the feast of Epiphany remained in our memory, to transfer it and remain on paper.
By Manolis Cassotis.