Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δημιούργησε σοβαρό επισιτιστικό πρόβλημα για όλη την Ευρώπη που δεν ήταν αυτάρκης και εισήγαγε μεγάλες ποσότητες τροφίμων από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αργεντινή και την Αυστραλία. Εκτός από τις πολεμικές επιχειρήσεις που μείωσαν την Ευρωπαϊκή παραγωγή, και ο συμμαχικός αποκλεισμός περιόρισε τις εισαγωγές.
Επιπλέον, η Γερμανία κατάσχεσεμεγάλες ποσότητες τροφίμων σ’ όλες τις χώρες που κατέλαβε για τις ανάγκες του στρατού και των κατοίκων της. Η Ιταλία αν και σύμμαχος της Γερμανίας βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Ενώ η παραγωγή της δεν επαρκούσε για τις ανάγκες της, η γερμανική πλεονεξία δεν άφηνε μεγάλα περιθώρια για Ιταλικές εισαγωγές από την Ευρώπη.
Στην Ιταλία ο κόσμος συνωστιζόταν μπροστά στο φούρνο για μια φρατζόλα ψωμί και ένα βιβλιαράκι μαγειρικής συμβούλευε πώς να φτιάχνουν νόστιμα και υγιεινά φαγητά με λίγα λιπαρά, λίγο ρύζι, λίγα ζυμαρικά, λίγο αλεύρι και λίγη ζάχαρη.
Speza
Από την αρχή του πολέμου, οι Ιταλοί εφάρμοσαν στην Ιταλία και στα Δωδεκάνησα την Speza, διανομή τροφίμων με το Δελτίο. Η Ιταλία εισήγαγε τρόφιμα από Ρουμανία, Τουρκία, Ουγγαρία, Βουλγαρία και στην αρχή του πολέμου από τη Σοβιετική Ένωση.
Στα Δωδεκάνησα, εκτός από τους ντόπιους οι Ιταλοί είχαν να τροφοδοτήσουν 50.000 στρατιωτικούς και 11.000 Ιταλούς υπαλλήλους και πολίτες. Επειδή χρειάζονταν μεγάλα κεφάλαια οι Ιταλοί ανέθεσαν την Speza στους τοπικούς εμπόρους.
Στην Κάρπαθο ανάθεσαν στους εμπόρους Ηλία Ορφανό, Νικήτα Λυριστάκη, Γεώργιο Κασσώτη και Αλέξη Μανωλάκη, που δημιούργησαν το συνεταιρισμό OLKA (από τα αρχικά Ορφανός, Λυριστάκης, Κασσώτης και Αλέξης).
Ο κάθε έμπορος έπρεπε να επενδύσει 250.000 ιταλικές λιρέτες (2.500 χρυσές λίρες). Οι Ιταλοί αποθήκευαν τα εισαγόμενα τρόφιμα στη Ρόδο απ’ όπου τα αγόραζαν οι έμποροι και τα έφερναν με καΐκια στην Κάρπαθο.
Τα δημαρχεία Καρπάθου και Κάσου έφτιαξαν οικογενειακές καταστάσεις, βάση των οποίων η Finanza εφοδίαζε την κάθε οικογένεια με το δελτίο της Speza. Αν ο οικογενειάρχης είχε κάποια δική του παραγωγή, η Finanza του κρατούσε το δελτίο για μερικούς μήνες ή και για όλο τον χρόνο. Ο κάθε οικογενειάρχης κατέθετε το δελτίο του στον έμπορο του χωριού του, εκείνος τα παρουσίαζε στους εμπόρους της OLKA, που του έδιναν τα αναλογούντα τρόφιμα για να κάμει τη διανομή.
Η Finanza έλεγχε την τιμή που οι έμποροι της OLKA πλήρωναν και την ποσότητα που έφερναν από τη Ρόδο και κανόνιζε την χοντρική και λιανική τιμή. Με βάση τα αποθέματα που υπήρχαν, η Finanza κανόνιζε τα είδη και την ποσότητα των τροφίμων που θα διανέμονταν κάθε μήνα. Πάντοτε κρατούσαν αποθέματα, ποτέ δεν ήταν σίγουροι ότι το καΐκι με τα τρόφιμα της Speza θα έφθανε τον άλλο μήνα.
Μεταφορά
Επειδή δεν υπήρχε αυτοκίνητο για τη μεταφορά των τροφίμων από το λιμάνι στην αποθήκη, οι σιδηρουργοί Νικολής Παχούντης και Μιχάλης Λαθουράκης έφτιαξαν από μια καρότσα. Οι καρότσες ήταν ξύλινες με σιδερένιες ρόδες, η μια μετέφερε 18 τσουβάλια αλεύρι των 100 κιλών και η άλλη 12. Οι δυο πισινές ρόδες ήταν σταθερές, ο άξονας τους ήταν στερεωμένος πάνω στην καρότσα, ενώ ο άξονας των δυο μπροστινών τροχών ήταν περιστρεφόμενος και κατευθύνονταν από ένα σιδερένιο τιμόνι. Η μεταφορά των τροφίμων στα κάτω χωριά γινόταν με μουλάρια και στα πάνω χωριά με βάρκες και μουλάρια.
Στην αρχή, η Speza περιελάμβανε αλεύρι, μακαρόνια, ρύζι, λάδι, ζάχαρη, σαπούνι, καφέ και φωτιστικό πετρέλαιο σε προσιτές τιμές. Όταν η χρυσή λίρα ανταλλασσόταν προς 100 λιρέτες, και το μεροκάματο του εργάτη ήταν 5 λιρέτες, το κιλό το αλεύρι πουλιόταν προς μια λιρέτα.
Όσο προχωρούσε ο πόλεμος ο συμμαχικός αποκλεισμός γινόταν πιο στενός, τα τρόφιμα λιγόστευαν και οι τιμές ανέβαιναν. Προς το τέλος του πολέμου, η Speza περιορίστηκε σε δυο-τρία κιλά αλεύρι το μήνα έως και καθόλου, όταν το καΐκι που έφερνε τα τρόφιμα το βούλιαζαν συμμαχικά πολεμικά πλοία ή αεροπλάνα. Η χρυσή λίρα ανέβηκε στις 1000 λιρέτες, και το μεροκάματο του εργάτη στις 50 λιρέτες, όμως το κιλό το αλεύρι έφτασε στις 50 λιρέτες.
Ναυάγιο
Όπως αφηγούνται οι Γιώργος Κασσώτης και Ηλίας Ορφανός, οι έμποροι της Speza εκτός από τον εκμηδενισμό των κεφαλαίων τους υποβάλλονται και σε μεγάλους κινδύνους: «Είχε μπει ο Αύγουστος του 1943, όταν ο Di Stefani, ο Ιταλός διοικητής της Καρπάθου, κάλεσε στο Διοικητήριο τους τέσσερις εμπόρους της Speza και μας πληροφόρησε ότι μόλις έφτασε στη Ρόδο ένα φορτίο τρόφιμα για τη Speza. Mας συμβούλευσε να συγκεντρώσουμε όσο περισσότερα χρήματα μπορούσαμε, να πάμε στη Ρόδο και να αγοράσουμε όσο πιο πολλά τρόφιμα μας επέτρεπαν, γιατί με τον συμμαχικό αποκλεισμό θα ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο να έλθει άλλο φορτίο. Συγκεντρώσαμε 1.500.000 λιρέτες, που λόγω του πληθωρισμού η αξία τους είχε πέσει στις 2.500 χρυσές λίρες, και σαν πιο νεότεροι ο κλήρος έπεσε σε μας να πάμε στη Ρόδο».
«Δεν υπήρχε άλλο μέσο, έπρεπε να πάμε αεροπορικώς. Μ’ ένα φορτηγό μας πήραν στον Αφιάρτη απ’ όπου θα έφευγε ένα στρατιωτικό αεροπλάνο. Ήταν αεροπλανάκι με ένα πάγκο στη κάθε πλευρά, χωρούσε γύρω στα 15 άτομα. Όταν το αεροπλάνο πήρε θέση για να απογειωθεί είδαμε τον πιλότο που έκανε το σταυρό του, αλληλοκυταχθήκαμε, η κατάσταση ήταν σοβαρή, προσευχηθήκαμε και μεις να μη μας πετύχει κανένα εγγλέζικο αεροπλάνο. Πετούσαμε χαμηλά, 50 μέτρα πάνω απ’ τη θάλασσα. Πέρασε κοντά μια ώρα, που μας φάνηκε αιώνας, μέχρι να φτάσουμε στο αεροδρόμιο των Μαριτσών στη Ρόδο. Άλλη λαχτάρα μας περίμενε, εγγλέζικα αεροπλάνα βομβάρδιζαν το αεροδρόμιο και από το αεροπλάνο μας πήγαν στο Rifugio.
Μόλις τελείωσε ο συναγερμός μας πήραν στην πόλη και τακτοποιηθήκαμε σ’ ένα ξενοδοχείο. Το άλλο πρωί μας πήραν στις αποθήκες, ξοδέψαμε όλα τα χρήματα και αγοράσαμε ότι μας επέτρεψαν, προτιμούσαμε αλεύρι και μακαρόνια. Σε μια βδομάδα τελειώσαμε και φορτώσαμε ένα καΐκι για την Κάρπαθο. Την άλλη μέρα γυρίσαμε και μεις αεροπορικώς χωρίς επεισόδιο, αλλά με μεγάλο καρδιοκτύπι. Τη νύχτα ξεκίνησε και το καΐκι για την Κάρπαθο. Σκόπευε να φθάσει στην Αλιμιά πριν ξημερώσει και με το σκοτείνιασμα της άλλης μέρας θα συνέχιζε για την Κάρπαθο. Το καΐκι πηγαίνοντας για την Αλιμιά πέρασε δίπλα από έναν ύφαλο, αλλά την ίδια στιγμή μια νάρκη που έπλεε μέσα στη θάλασσα κτύπησε πάνω στον ύφαλο και από την έκρηξη βούλιαξε το καΐκι. Εμείς χάσαμε τη συρμαγιά και, το χειρότερο, χάθηκαν τα τρόφιμα της Speza».
Μετά από το ναυάγιο, η τροφοδοσία της Καρπάθου χειροτέρευσε, όπως συνεχίζουν οι Κασσώτης και Ορφανός: «Λίγες μέρες μετά το ναυάγιο ήλθαν οι Γερμανοί, έφυγε ο Di Stefani και τον αντικατέστησε ένας Ιταλός φασίστας που συμπεριφερόταν σαν σατραπίσκος. Μόλις ανέλαβε καθήκοντα ήλθε στην αποθήκη και βρήκε 70 τσουβάλια αλεύρι περίσσευμα από την προηγούμενη διανομή. Σε λίγο έστειλε ένα αυτοκίνητο και πήρε στο Διοικητήτιο και τα 70 τσουβάλια, όπως μας είπαν, τα στίβαξε πίσω από τα παράθυρα για να μη περνούν οι σφαίρες από τις βολές των αγγλικών αεροπλάνων. Δεν είχαμε άλλη διέξοδο παρά να παραπονεθούμε στον Γερμανό στρατιωτικό διοικητή της Καρπάθου, λοχαγό Bethege που έμενε στις Μενετές».
«Γνωρίζαμε ότι οι Γερμανοί αγαπούσαν το καλό ποτό και αυτή την εποχή δεν χώνευαν τους Ιταλούς. Ποτά δεν είχε κανένας απ’ εμάς τους τέσσερις εμπόρους, αλλά μάθαμε ότι κάποιος στη Βωλάδα είχε δυο-τρια μπουκάλια λικέρ που δεν τα δήλωσε και τα έκρυψε για μια ώρα ανάγκης. Τα ανταλλάξαμε με τρόφιμα. Πήγαμε στις Μενετές και εξηγήσαμε στο Bethege ότι ο Ιταλός διοικητής πήρε τ’ αλεύρι της Speza και δεν είχαμε να κάνουμε διανομή».
«Μας έβαλε σ’ ένα αυτοκίνητο, πήρε μαζί του και τον δεκανέα της Gestapo Fritz, που γνώριζε τα Ιταλικά, και κατεβήκαμε στα Πηγάδια. Πήγαμε στα Διοικητήρια, αυτός μπροστά και οι άλλοι ακολουθούσαμε, και ανεβήκαμε στο γραφείο του διοικητή. Ο Bethege έδωσε μια κλωτσιά στην κλειστή πόρτα και την άνοιξε διάπλατη. Πλησίασε τον Ιταλό και κτυπώντας το μαστίγιό του πάνω στο γραφείο άρχισε να τον βρίζει στα Ιταλικά (porka M…). Σε μια ώρα το αλεύρι επέστρεψε στην αποθήκη και έγινε η διανομή της Speza, δυο κιλά αλεύρι το άτομο».
Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κάρπαθο ο επισιτισμός του νησιού χειροτέρεψε. Την άνοιξη του 1944 η κατάσταση ήταν τραγική. Η Speza περιορίστηκε στα τρια κιλά αλεύρι το μήνα και είχαν περάσει δυο μήνες χωρίς να γίνει διανομή, γιατί οι αποθήκες της Ρόδου είχαν αδειάσει. Τον Οκτώβριο του 1944 που έφυγαν οι Γερμανοί, έδωσαν αρκετά τρόφιμα στους γνωστούς τους από τα αποθέματα του στρατού, και τα υπόλοιπα, που δεν μπορούσαν να τα πάρουν μαζί τους, τα πούλησαν στους εμπόρους της Speza προς 70 λιρέτες το κιλό το αλεύρι.
Ευτυχώς δυο εβδομάδες μετά που έφυγαν οι Γερμανοί ήρθαν οι Άγγλοι και ένα μήνα αργότερα οργάνωσαν την διανομή των τροφίμων με το Δελτίο, που ερχόντουσαν από την Αλεξάνδρεια με το φορτηγό «Κορυτσά». Το Δελτίο περιελάβανε για κάθε άτομο 10 κιλά αλεύρι ή σιτάρι και από ένα κιλό λίπος και ζάχαρη τον μήνα.
Η Αμερική παραχωρούσε τα τρόφιμα δωρεάν, και οι Άγγλοι τα τρόφιμα σε προσιτές τιμές για να καλύψουν τα έξοδα μεταφοράς και διανομής. Το αλεύρι το διέθεταν προς 5 λιρέτες το κιλό, την εποχή που η χρυσή λίρα εξαργυρωνόταν προς 1000 λιρέτες, η χάρτινη αγγλική προς 400 και το δολάριο προς 100, την ίδια εποχή το μεροκάματο του εργάτη στην ελεύθερη αγορά ήταν 50 λιρέτες, ενώ οι Άγγλοι πλήρωναν 90.
Κάποτε το σιτάρι που έφερε το Κορυτσά είχε πάρει υγρασία και θάγκινε αλλά τρωγόταν. Οι ιθύνοντες της Καρπάθου αντί για να πάνε οι ίδιοι να παραπονεθούν, έστειλαν τις γυναίκες τους στον λοχαγό Bonington, αρμόδιο των πολιτικών υποθέσεων, και του πρότειναν να τους δώσει το σιτάρι, που δεν «τρωγόταν», μισοτιμής για να ταΐσουν τις κότες τους. Ο Bonington, που ο πόλεμος συνεχιζόταν και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, τους είπε: «Γι’ αυτό σιτάρι που θέλετε να ταΐσετε τις κότες σας, άνθρωποι πεθαίνουν».
SPEZA: Food Distribution in the War Years
By Manolis Cassotis
WWII created a serious food problem for all of Europe which was not self-sufficient and imported large quantities of food from the United States, Argentina and Australia. In addition to war operations reducing European production, the Allied blockade also limited imports. In addition, Germany confiscated large quantities of food in all the countries it occupied for the needs of the army and its inhabitants. Italy, although an ally of Germany, found itself in a difficult position. While its production was not sufficient for its needs, German greed did not leave much room for Italian imports from Europe. In Italy people crowded in front of the oven for a loaf of bread and a cookbook advised how to make delicious and healthy food with little fat, little rice, little pasta, little flour and little sugar.
Speza
From the beginning of the war, the Italians implemented in Italy and the Dodecanese the From the beginning of the war, the Italians implemented in Italy and the Dodecanese the Speza, food distribution with the Bulletin. Italy imported food from Romania, Turkey, Hungary, Bulgaria and at the beginning of the war from the Soviet Union. In the Dodecanese, in addition to the locals, the Italians had to feed 50,000 military personnel and 11,000 Italian officials and civilians. Because they needed large funds the Italians entrusted Speza to local merchants. In Karpathos, they entrusted the merchants Ilias Orfanos, Nikita Lyristakis, Georgios Kassotis and Alexis Manolakis, who created the cooperative OLKA (from the initials Orfanos, Lyristakis, Kassotis and Alexis). Each merchant had to invest 250,000 Italian lire (2,500 gold pounds). The Italians stored the imported food in Rhodes where merchants bought it and brought it by boat to Karpathos.
The town halls of Karpathos and Kasos drew up family bulletins, based on which Finanza supplied each family with a Speza card. If the head of the family had some production of his own, Finanza kept his card for a few months or even for the whole year. Each family head submitted his card to the merchant of his village, he presented them to the OLKA merchants, who gave him the corresponding food to make the distribution. Finanza checked the price OLKA merchants paid and the quantity they brought from Rhodes and arranged the wholesale and retail price. Based on the stocks available, Finanza arranged the types and quantity of food to be distributed each month. They always kept some food, never sure if Speza’s food boat would arrive next month.
Transportation
Since there was no car to transport the food from the port to the warehouse, the blacksmiths Nicholas Pahuntis and Michael Lathourakis each made one cart. The carts were wooden with iron wheels, one carried 18 sacks of flour of 100 kg and the other 12. The two rear wheels were fixed, their axle was fixed to the cart, while the axle of the two front wheels was rotating and steered from an iron helm. Food was transported to the lower villages by mules and to the upper villages by boats and mules.
At first, Speza included flour, pasta, rice, oil, sugar, soap, coffee and kerosene at affordable prices. When the gold pound was exchanged for 100 lire, and the laborer’s daily wage was 5 lire, the kilo of flour was sold for lire. As the war progressed the Allied blockade grew tighter, food became scarcer, and prices rose. Towards the end of the war, Speza was reduced to two to three kilos of flour a month or none when the boat bringing in the food was sunk by Allied warships or planes. The golden pound rose to 1000 lire, and the laborer’s daily wage to 50 lire, but the kilo of flour reached 50 lire.
Shipwreck
As George Kassotis and Elias Orfanos narrate, the merchants of Speza, in addition to the annihilation of their funds, were also exposed to great risks: “It was August 1943, when Di Stefani, the Italian governor of Karpathos, called the four Speza merchants and informed us that a shipment of food for Speza has just arrived in Rhodes. He advised us to collect as much money we could, go to Rhodes and buy as much food as they allowed us, because with the Allied blockade it would be very difficult, if not impossible, for another shipment to arrive. We collected 1,500,000 lire, which due to inflation had dropped in value to 2,500 gold ponds, and as the younger the lot fell to us to go to Rhodes.”
“There was no other means, we had to go by air. They took us in a truck to Afiarti, from where a military plane would leave. It was a small plane with a bench on each side, it could hold around 15 people. When the plane got into position to take off, we saw the pilot making his cross, we looked at each other, the situation was serious, we prayed that no English plane would hit us. We were flying low, 50 meters above the sea. It was close to an hour, which seemed like a century to us, until we arrived at Maritsa airport in Rhodes. Another longing awaited us, English planes were bombing the airport and from the plane they took us to the Rifugio.
As soon as the alarm was over, we were taken to the city and settled in a hotel. The next morning, they took us to the warehouses, we spent all the money and bought what we were allowed, we preferred flour and spaghetti. In a week we finished and loaded a boat for Karpathos. The next day we also flew back without incident, but with a big heartbeat. At night the boat to Karpathos left. It intended to reach Alimia before dawn and with the darkness of the next day it would continue to Karpathos. The boat on its way to Alimia passed by a reef, but at the same moment a mine floating in the sea hit the reef and the explosion sank the boat. We lost our capital and, worst of all, Speza’s food was lost.”
After the shipwreck, the supply of Karpathos got worse, as Kassotis and Orfanos continue: “A few days after the shipwreck the Germans came, Di Stefani left and was replaced by an Italian fascist who behaved like a satrap. As soon as he took office he came to the warehouse and found 70 sacks of flour left over from the previous distribution. In a short time, he sent a car and took all 70 sacks to the Headquarters, as we were told, he put them behind the windows so that the bullets from the British airplanes would not pass through. We had no other way out but to complain to the German military commander of Karpathos, Captain Bethege who lived in Menetes”.
“We knew that the Germans loved a good drink and at that time they did not swallow the Italians. None of the four merchants had drinks, but we learned that someone in Volada had two or three bottles of liquor that he did not declare and hid them for a time of need. We exchanged them for food. We went to Menetes and explained to Bethege that the Italian commander took Speza’s flour, and we had nothing for distribution to do.”
“He put us in a car, took with him the Gestapo corporal Fritz, who knew Italian, and we went down to Pigadia. We went to the Commandery, he in front and the others following, and we went up to the commander’s office. Bethege kicked the closed door open wide. He approached the Italian and, beating his whip on the desk, began to curse him in Italian (porka M…). In an hour the flour returned to the warehouse and Speza was distributed, two kilos of flour per person”.
When the Germans occupied Karpathos, the island’s food supply worsened. In the spring of 1944, the situation was dire. Speza was limited to three kilos of flour per month and two months had passed without distribution, because the warehouses of Rhodes had been emptied. In October 1944 when the Germans left, they gave enough food to their acquaintances from the army reserves, and the rest, which they could not take with them, they sold to the merchants of Speza for 70 lire per kilo of flour.
Fortunately, two weeks after the Germans left, the English arrived and a month later they organized the distribution of food with the cards, which was coming from Alexandria with the “Koritsa” cargo ship. The card included for each person 10 kilos of flour or wheat and one kilo each of fat and sugar per month. America provided food for free, and the British provided food at affordable prices to cover transportation and distribution costs. Flour was available at 5 lire a kilo, at the time when the gold pound was redeemable at 1000 lire, the paper English pound at 400 and the dollar at 100, at the same time the laborer’s wages in the free market was 50 lire, while the English paid 90.
Once, the wheat brought by “Koritsa” had become damp but was still eatable. The Karpathian prominent men, instead of going to complain themselves, sent their wives to Captain Bonington, in charge of civil affairs, and proposed that he give them half-price the wheat, which could not be “eaten,” to feed their chickens. Bonington, as the war continued in other countries of Europe, told them: “That wheat you want to feed your chickens, people are dying for.”