Η Ελλάδα αναγνωρίστηκε ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 22ας Ιανουαρίου/3ης Φεβρουαρίου 1830. Εντούτοις, δεν υπήρξε το πρώτο ελληνικό κράτος των νεότερων χρόνων. Τριάντα χρόνια νωρίτερα, τον Μάρτιο του 1800 η Ρωσία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Μεγάλη Βρετανία αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα νέο κράτος, την Πολιτεία των Επτά Ηνωμένων Νήσων, το οποίο αποτελούσε για αρκετούς αιώνες τμήμα της Γαληνοτάτης Βενετικής Δημοκρατίας.
Στα τέλη του 18ου αιώνα, καταλύθηκε η Δημοκρατία της Βενετίας υπό την πίεση των νέων ιδεολογικών, πολιτικών και στρατιωτικών συνθηκών που δημιούργησε η Γαλλική Επανάσταση. Η βενετική ηγεσία δεν κατάφερε να συνειδητοποιήσει έγκαιρα τον κίνδυνο που αποτελούσαν οι Γάλλοι και οι ιδέες τους. Με την ελπίδα ότι θα παρέμεναν ακέραιες οι κτήσεις τους, οι Βενετοί τήρησαν ουδέτερη στάση στον γαλλο-αυστριακό πόλεμο το 1796. Σύντομα, όμως, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τα γαλλικά στρατεύματα του Ναπολέοντα. Τον Μάιο του 1797 ο Ναπολέων κατέλυσε το αριστοκρατικό πολίτευμα της Βενετίας εγκαθιδρύοντας ένα Προσωρινό Δημαρχείο υπό τον τελευταίο δόγη, τον Λουδοβίκο Μάνιν.
Παρότι η Βενετία είχε περάσει σε φάση παρακμής κατά τον 18ο αιώνα, εξακολουθούσε να διατηρεί τις υπερπόντιες κτήσεις της στο Ιόνιο Πέλαγος. Αυτές περιορίζονταν στα νησιά του Ιονίου, το Βουθρωτό, την Πάργα, την Πρέβεζα και τη Βόνιτσα. Κατανοώντας τη στρατηγική σημασία των βενετικών κτήσεων στο Ιόνιο, ο Ναπολέων απέστειλε στρατεύματα να καταλάβουν τα νησιά το καλοκαίρι του 1797. Με τη συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο της 17ης Οκτωβρίου 1797 επισημοποιήθηκε η γαλλική κυριαρχία στα νησιά του Ιονίου.
Το 1798-1799, η Ρωσία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία σύναψαν συμμαχία έχοντας ως στόχο τον περιορισμό της γαλλικής ναυτικής δράσης στη Μεσόγειο. Ο ενωμένος ρωσο-οθωμανικός στόλος εισήλθε στη Μεσόγειο το φθινόπωρο του 1798 και άρχισε αμέσως τις επιχειρήσεις εναντίον των Γάλλων στα Επτάνησα. Μέχρι τον Μάρτιο του 1799 οι ρωσο-οθωμανικές δυνάμεις κατάφεραν να συντρίψουν και το τελευταίο προπύργιο αντίστασης των Γάλλων στην Κέρκυρα. Στις 20 Φεβρουαρίου/4 Μαρτίου 1799 υπογράφτηκε στη ρωσική ναυαρχίδα «Άγιος Παύλος» η συνθηκολόγηση της κατάληψης της νήσου.
Μετά την κατάλυση της γαλλικής κυριαρχίας στα Επτάνησα, έμενε να λυθεί το ζήτημα της διοικητικής οργάνωσης των νήσων. Στο τραπέζι των συζητήσεων έπεσε η ιδέα της δημιουργίας ενός νέου κράτους, η οποία επισημοποιήθηκε από τους αρχηγούς του ρωσικού και του οθωμανικού στόλου τον Μάιο του 1799. Οι ναύαρχοι πρότειναν τη συγκρότηση μιας γερουσίας με έδρα την Κέρκυρα, η οποία θα αναλάμβανε την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία και θα αποτελείτο από δεκατέσσερις αιρετούς αντιπροσώπους: τρεις από την Κέρκυρα, τη Ζάκυνθο και την Κεφαλλονιά, δύο από τη Λευκάδα, έναν από τους Παξούς, την Ιθάκη και τα Κύθηρα.
Έπειτα από διαρκείς διαπραγματεύσεις, Ρωσία και Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέγραψαν στις 21 Μαρτίου 1800 στην Κωνσταντινούπολη συνθήκη, η οποία προέβλεπε τη συγκρότηση της Επτανήσου Πολιτείας. Τη συνθήκη αναγνώρισαν η Μεγάλη Βρετανία και στη συνέχεια και άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Η Πολιτεία των Επτά Ηνωμένων Νήσων αποτελούσε ένα ενιαίο κράτος υπό την επικυριαρχία και την προστασία της Υψηλής Πύλης κατά το πρότυπο της Δημοκρατίας της Ραγούζας (Ντουμπρόβνικ) και όχι των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, όπως επιθυμούσε η οθωμανική πλευρά. Το νέο κράτος ήταν αυτοδιοίκητο και τη διακυβέρνησή του ανέλαβαν οι πρόκριτοι και οι επιφανείς άνδρες του τόπου. Η κυβέρνηση της Επτανήσου Πολιτείας όφειλε να καταβάλει κάθε τρία χρόνια 75.000 γρόσια στην Πύλη ως ένδειξη της αναγνώρισης της επικυριαρχίας του σουλτάνου. Μέσα στο 1800 ανακοινώθηκε το σύνταγμα του νέου κράτους και καθιερώθηκε η σημαία του.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης