Στο διάστημα της Ιταλοκρατίας 14 Ιταλοί υπηρέτησαν ως Delegato di Governo (Διοικητές) στην Κάρπαθο: Capetano Tozati, Capetano Nita, Cav. Tenente Paparo, Magiore Monteniaro, Tenente Falioniere, Cav. Tenente Dagliesposte, Tenente De Marzio, Tenente Maloniesse, Tenente Pietra Belle, Tenente Pagure, Tenente De Lougis Mario, Capetano Lombardo, Capetano Roberto Antico, Cavalao Giovanni Di Stefani. Όπως φαίνεται από τις προσωπογραφίες των δύο τελευταίων που ακολουθούν, η συμπεριφορά τους έναντι των Καρπαθίων υπήρξε διαφορετική.
Roberto Antico
Μετά που ο De Vecchi ανάλαβε πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής Δωδεκανήσου, διόρισε διοικητή της Καρπάθου τον προσωπικό του φίλο και μέλος του Φασιστικού Κόμματος λοχαγό Roberto Antico. Ο Antico, γιος του Ercole (Ηρακλή) Antico και της Mari Efitsia γεννήθηκε το 1888 στη Cagliari της Σαρδηνίας, και ισχυριζόταν ότι καταγόταν από δόγηδες και ναυάρχους της Γένοβας, γι αυτό και οι Ιταλοί τον προσφωνούσαν βαρόνο. Στην πολιτική του καριέρα χρησιμοποιούσε τον τίτλο του Διδάκτορα Νομικής.
O Antico υπήρξε αξιωματικός του ιταλικού στρατού και πήρε μέρος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην Κάρπαθο φορούσε στολή αξιωματικού του ιππικού, με στιβάνια και σπιρούνια. Οι μπότες του γυάλιζαν, το σπαθί του κρεμόταν αριστερά στη μέση του. Οι γροθιές ήταν πάντα κοντά στους γοφούς του και στη δεξιά χούφτα του έσφιγγε το μαστίγιο. Όταν περπατούσε στο δρόμο είχε μαζί του ένα λυκόσκυλο που πήγαινε δυο-τρία μέτρα μπροστά του (Όταν οι μητέρες θέλαν να φοβερίσουν τα παιδιά τους, τους έλεγαν «έρχεται ο Antico με τον σκύλο του»). Ήταν σκληρός και αλαζονικός, είχε ύφος υπεροπτικό, ανθρώπου απόλυτα ικανοποιημένου με τον εαυτό του.
Η γυναίκα του Antico υπερηφανευόταν και αυτή για την ευγενική της καταγωγή και οι Ιταλοί την αποκαλούσαν κοντέσα. Όταν πήγαινε για μπάνιο στην παραλία του Άμμου, την συνόδευαν δυο τρεις αξιωματικοί. Ήταν ευτραφής και όταν έκανε μπάνιο έμοιαζε με φάλαινα, γι αυτό και οι Ιταλοί αξιωματικοί που την συνόδευαν από πίσω της, την αποκαλούσαν κοροϊδευτικά «γοργόνα». Ήταν όμως αρκετά μορφωμένη και ασχολούνταν με την ιταλική και ξένη λογοτεχνία.
Στους Καρπάθιους ο Antico συμπεριφερόταν σκαιά, οι αυθαίρετες διαταγές και αποφάσεις του ήταν νόμος απαραβίαστος. Για ασήμαντες αφορμές έβαζε δυσβάστακτα πρόστιμα σε φτωχούς βιοπαλαιστές. Κάποτε, μέρα της Πρωτομαγιάς, ήλθε από τη Ρόδο με το Fiume, το πλοίο της γραμμής και πηγαίνοντας από το λιμάνι προς τα Διοικητήρια πέρασε μπροστά από ένα μαγαζί και ο ιδιοκτήτης του βγήκε να τον καλωσορίσει. Ο Antico, βλέποντας πάνω απ’ την πόρτα το στεφάνι του Μάη, χωρίς να τον ευχαριστήσει για το καλωσόρισμα, του έβαλε πρόστιμο 50 φράγκα για τον «εορτασμό της Κομουνιστικής Πρωτομαγιάς». Μέσα σ’ ένα μήνα, τον Σεπτέμβριο του 1939, έβαλε πρόστιμα 50.000 ιταλικές λιρέτες που ισοδυναμούσαν με 500 χρυσές λίρες.
Έπιανε όσους υποψιαζόταν ότι ήταν εναντίον της Ιταλίας, τους αφαιρούσε τις επαγγελματικές τους άδειες, και αν ήταν δάσκαλοι τους έπαυε και μετά τους απέλαυνε ή τους έστελνε σε εξορία και πολλές φορές στη φυλακή. Ο Antico πήρε στην υπηρεσία του δυο σπιούνους, έναν δασοφύλακα και την Παρασκευή, μια Φραγκολεβαντίνα από τη Ρόδο, που μιλούσε τα ελληνικά και ήταν παντρεμένη με ένα Ιταλό, τον Fais. Ο δασοφύλακας πληροφορούσε τον Antico για ό,τι συνέβαινε στα χωριά και η Παρασκευή τον κρατούσε ενήμερο για ό,τι έλεγαν οι Πηγαδιώτες εναντίον των Ιταλών.
Εκτός απ’ αυτούς τους δυο, ο Antico είχε και άλλους σπιούνους στην υπηρεσία του. Στη γειτονιά κοντά στα Διοικητήρια έμεναν οι Ηλίας Ορφανός, Γιώργος Κασσώτης, Αριστείδης Ματσάκης και Μιχάλης Αντιμησιάρης που δεν είχαν γράψει τα παιδιά τους Balilla. Ήταν καλοκαίρι και κάθε βράδυ με τις οικογένειές τους αποσπέριζαν στου Αντιμησιάρη την αυλή. Ο Antico έδωσε στον Μιχάλη Χ. ένα ζευγάρι λαστιχένια παπούτσια για να μη ακούγονται τα βήματά του και δυο κιλά αλεύρι για πληρωμή, και τον έστελνε κάθε βράδυ να παρακα(θ)ίζει στο πίσω μέρος της αυλής του Αντιμησιάρη για να ακούσει εάν και τι έλεγαν εναντίον της Ιταλίας. Ευτυχώς το έμαθε ο Maresciallo Attilio Moreni, ένας έντιμος αστυνομικός, και τους συνέστησε να είναι προσεκτικοί.
Di Stefani
Με την αποχώρηση του De Vecchi από τα Δωδεκάνησα έφυγε και o Antico από την Κάρπαθο, τον οποίον το 1941 αντικατέστησε ο Φραγκολεβαντίνος Giovanni Di Stefani, που μιλούσε καλά ελληνικά. Ο Di Stefani ήταν γύρω στα εξήντα, παντρεμένος με μια Νισυριά, με την οποία απέκτησαν δυο κόρες, την Elena και τη Iolanta. Ο Di Stefani και οι κόρες του ήταν καθολικές, η γυναίκα του ήταν ορθόδοξη και πήγαινε την Κυριακή στην εκκλησία της Βαγγελίστρας.
Η Elena ήταν μελαχρινή και πολύ σοβαρή κοπέλα αρραβωνιασμένη με έναν Ιταλό λοχαγό. Ο αρραβώνας τους έγινε στα Διοικητήρια με προσκαλεσμένους πολλούς Ιταλούς και μερικούς Καρπάθιους. Ο γάμος τους δεν πρόφτασε να γίνει, γιατί ένα μήνα αργότερα έπεσε η Ιταλία και έφυγε ο λοχαγός. Η Iolanta ήταν ξανθιά και πιο ελεύθερη στις κοινωνικές της σχέσεις.
Ο Di Stefani ήταν ο αντίποδας του Antico, γνώριζε τη γλώσσα και τη νοοτροπία των Ελλήνων, έδειχνε κατανόηση και ανέπτυξε καλές σχέσεις με τους Καρπάθιους. Σε όσους είχε εμπιστοσύνη, τους συμβούλευε πως να αντιμετωπίζουν ορισμένες κυβερνητικές διατάξεις και τους φανατικούς φασίστες. Βοήθησε πολλούς Καρπάθιους με τρόφιμα με τα λεγόμενα bonο, με τα οποία, όταν τα παρουσίαζαν στους εμπόρους της Spezza, έπαιρναν ένα-δυο κιλά αλεύρι ή μακαρόνια ή ότι άλλο υπήρχε στο δελτίο τροφίμων και έγραφε στο bonο. Είχε όμως ένα μεγάλο ελάττωμα, είχε ακόρεστο πάθος για νεαρά κορίτσια και μερικά ενέδιδαν στο πάθος του για να τους δώσει το bono.
Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κάρπαθο έστειλαν τον Di Stefani στη Ρόδο και απ’ εκεί στη Σύμη. Αλλά μόλις έφτασε ο Di Stefani στη νέα του θέση, κατέλαβαν οι Άγγλοι προσωρινά τη Σύμη και φεύγοντας τον πήραν μαζί τους στη Μέση Ανατολή.
Η οικογένεια του Di Stefani έμεινε για ένα διάστημα στην Κάρπαθο σε ένα σπίτι στη Βωλάδα, όπου υπέφεραν και αυτοί από την έλλειψη τροφίμων. Η γυναίκα του είχε το παράπονο ότι ο άνδρας της βοήθησε πολλούς με τρόφιμα, και τώρα στην ανάγκη τους δεν ήλθε κάποιος απ’ αυτούς να τις βοηθήσει. Μετά από λίγο η οικογένεια του Di Stefani μετακόμισε στη Ρόδο, η Elena έπιασε δουλειά σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο, η δε Iolanta έγινε ερωμένη Γερμανών αξιωματικών.
Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κάρπαθο, οι Ιταλοί της Ρόδου που συνεργάζονταν μαζί τους έστειλαν στη θέση του Di Stefani ένα Ιταλό φασίστα, που οι Γερμανοί δεν είχαν σε μεγάλη υπόληψη, και άρχισε να συμπεριφέρεται σαν τον Antico. Πήγε στην αποθήκη της Spezza όπου υπήρχαν 60 τσουβάλια αλεύρι, με ένα φορτηγό τα μετέφερε στο Διοικητήριο και τα στοίβαξε ένα γύρω από τα παράθυρα. Με αυτό τον τρόπο ήθελε να προστατευθεί από τις σφαίρες των συμμαχικών αεροπλάνων που βομβάρδιζαν την Κάρπαθο.
Σε δύσκολη κατάσταση βρέθηκαν οι έμποροι της Spezza (Νικήτας Λυριστάκης, Αλέξης Μανωλάκης, Ηλίας Ορφανός και Γιώργος Κασσώτης). Τον προηγούμενο μήνα, το καΐκι που έφερνε τα τρόφιμα της Spezza έπεσε σε νάρκη και βούλιαξε κοντά στην Χάλκη. Σχεδίαζαν με τα 60 τσουβάλια να κάνουν διανομή από ένα κιλό το άτομο σε όσους δικαιούνταν.
Μη έχοντας άλλη επιλογή αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν στους Γερμανούς. Στην μαύρη αγορά αγόρασαν δυο μπουκάλια λικέρ και έστειλαν τους Ηλία Ορφανό και Γιώργο Κασσώτη στις Μενετές, όπου είχε την έδρα του ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής της Καρπάθου λοχαγός Bethege.
Με ένα φορτηγό και με τον Ιταλομαθή δεκανέα Fritz της Gestapo και τους δυο εμπόρους κατέβηκε στα Πηγάδια. Φθάνοντας στο γραφείο του Ιταλού Διοικητή στο Διοικητήριο, ο Bethege βρήκε την πόρτα κλειστή, της έδωσε μια κλωτσιά και την άνοιξε. Πλησίασε την έδρα του Ιταλού Διοικητή και κτυπώντας τον με το μαστίγιό του άρχισε να βρίζει αυτόν και τα Θεία με το «Porca Madonna». Το αλεύρι επέστρεψε στην αποθήκη και έγινε η διανομή.
Roberto Antico and Giovanni Di Stefani, life and politics of two Italian Governors of Karpathos
By Manolis Cassotis
During the Italian occupation, 14 Italians served as Delegato di Governo (Governors) in Karpathos: Capetano Tozati, Capetano Nita, Cav. Tenente Paparo, Magiore Monteniaro, Tenente Falioniere, Cav. Tenente Dagliesposte, Tenente De Marzio, Tenente Maloniesse, Tenente Pietra Belle, Tenente Pagure, Tenente De Lougis Mario, Capetano Lombardo, Capetano Roberto Antico, Cavalao Giovanni Di Stefani. As can be seen from the personalities of the last two, their behavior towards the Karpathians was different.
Roberto Antico
After De Vecchi took over as political and military commander of the Dodecanese, he appointed his friend and member of the Fascist Party, Captain Roberto Antico, as commander of Karpathos. Roberto, son of Ercole (Hercules) Antico and Mari Efitsia, was born in 1888 in Cagliari, Sardinia, and claimed descent from doges and admirals of Genoa, which is why the Italians addressed him as Baron. In his political career, he used the title of Doctor of Laws.
Antico was an officer in the Italian army and took part in WWII. In Karpathos he wore a cavalry officer’s uniform, with cuirass and spurs. His boots were polished, his sword hung on the left side of his waist. His fists were always close to his hips and in his right hand he clenched his whip. When he walked on the street, he had a wolfhound with him that walked two or three meters in front of him(When mothers wanted to scare their children, they would tell them “Antico is coming with his dog”). He was cruel and arrogant, he had the air of a haughty man, completely satisfied with himself.
Antico’s wife also prided herself of her noble origin and the Italians called her a countess. When she went to bathe on the beach of Ammos, she was accompanied by two or three officers. She was overweight and when she bathed, she looked like a whale, which is why the Italian officers who accompanied her, behind her back, mockingly called her a “mermaid”. However, she was quite educated and was interested in Italian and foreign literature.
To the Karpathians, Antico behaved badly, his arbitrary orders and decisions were inviolable law. For trivial reasons, he imposed unbearable fines on poor subsistence workers. Once, on May Day, he came from Rhodes on the Fiume, the liner ship, and on his way from the port to the Administration building, he passed in front of a shop and the owner came out to welcome him. Antico, seeing the May wreath above the door, without thanking him for the welcome, fined him 50 francs for “celebrating Communist May Day”. Within a month, in September 1939, he imposed fines of 50,000 Italian lire, equivalent to 500 British gold pounds.
He arrested those he suspected of being against Italy, took away their professional or business licenses, and if they were teachers, he dismissed them and then deported them or sent them into exile and often to prison. Antico took into his service two spies, a forest guard and Paraskevi, a Franco-Levantine from Rhodes who spoke Greek and was married to an Italian, Fais. The forest guard informed Antico about what was happening in the villages and Paraskevi kept him informed about what the Pigadotans were saying against Italy.
Apart from these two, Antico had other spies in his service. In the neighborhood near the Administration building lived Elias Orfanos, George Cassotis, Aristides Matsakis and Micheal Antimisiaris who did not enrolled their children in Balilla. It was summer and every night they would visit Antimisiaris’s yard with their families. Antico gave Michalis H. a pair of rubber shoes so that his footsteps would not be heard and two kilograms of flour as payment and sent him every night to sit in the back of Antimisiaris’ yard to hear if they were talking against Italy. Fortunately, Maresciallo Attilio Moreni, an honest policeman, found out about it and advised them to be careful.
Di Stefani
Following the departure of De Vecchi from the Dodecanese, Antico also left Karpathos, and in 1941 he was replaced by the Francolevantine Giovanni Di Stefani, who spoke good Greek. Di Stefani was around sixty years old and married to a Nisyrian woman, with whom he had two daughters, Elena and Iolanta. Di Stefani and his daughters were Catholic, his wife was Orthodox and every Sunday she went to the Vangelistra’s church.
Elena was dark-haired and very serious girl, engaged to an Italian captain. The engagement took place in the Administration building with many Italians and some Karpathians. Their wedding did not take place, because a month later Italy fell, and the captain left. Iolanta was blonde and more free in her social relationships.
Di Stefani was the antithesis of Antico, he knew the language and mentality of the Greeks, showed understanding and developed good relations with the Karpathians. To those he trusted, he advised them on how to deal with certain government regulations and fanatical fascists. He helped many Karpathians with food with the so-called bono, with which, when they presented them to the merchants of Spezza, they received a kilogram or two of flour or pasta or whatever else was available and written on the bono. However, he had a big flaw, he had an insatiable passion for young girls, and some gave in to his passion to give them a bono.
When the Germans occupied Karpathos, they sent Di Stefani to Rhodes and from there to Symi. But as soon as Di Stefani arrived at his new position, the British temporarily occupied Symi and took him with them to the Middle East.
The Di Stefani family moved for a while in a house in Volada where they also suffered from the lack of food. His wife complained that her husband had helped many with food, and now in their need none of them came to help them. After a while Di Stefani’s family moved to Rhodes, Elena got a job in a military hospital, and Iolanta became the mistress of German officers.
When the Germans occupied Karpathos, the Italians of Rhodes who were collaborating with them sent an Italian fascist in Di Stefani’s place, whom the Germans did not hold in high esteem, and he began to behave like Antico. He went to the Spezza warehouse where there were 60 sacks of flour, transported them with a truck to the Administration building and stacked them around the windows. In this way he wanted to protect himself from the bullets of the Allied planes that were bombing Karpathos.
The merchants of Spezza (Nikitas Lyristakis, Alexis Manolakis, Elias Orfanos and George Cassotis) found themselves in a difficult situation. The preview month, the boat carrying Spezza’s food hit a mine and sank near Halki. They were planning to distribute one kilogram of flower per person to those who were eligible, with the 60 sacks.
Having no other choice, they decided to protest to the Germans. They bought two bottles of liqueur on the black market and sent Elias Orphanos and George Cassotis to Menetes, where the German military commander of Karpathos, Captain Bethege, was based.
With a truck and with the Italian-speaking Gestapo Corporal Fritz and the two merchants Bethege went to Pigadia. Arriving at the Italian Commander’s office in the Administration building, he found the door closed, kicked it open and opened it. Bethege approached the Italian Commander’s desc and, hitting it with his whip, began to curse him and the Virgin Mary with “Porca Madonna”. The flour was returned to the warehouse and the distribution took place.