ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Πλούσια σε συγκινήσεις και σε μηνύματα ήταν η παρουσίαση του μυθιστορήματος του Νίκου Κατσαλίδα «Ο νυχτοπαρωρίτης», η οποία έλαβε χώρα το βράδυ της Δευτέρας 20 Ιανουαρίου 2020 στο «Polis art cafe» στο αίθριο της Στοάς του Βιβλίου στην Αθήνα.
Πρόκειται για το καινούργιο μυθιστόρημα του Νίκου Κατσαλίδα το οποίο εκδόθηκε από τις εκδόσεις “Φίλντισι” και κυκλοφόρησε στις αρχές του έτους και το οποίο αναμφίβολα αποτελεί πολύτιμο πετραδάκι στην Βορειοηπειρωτική Γραμματεία.
Το βιβλίο παρουσίασαν ο ποιητής, θεατρολόγος και κριτικός Δρ. Κωνσταντίνος Μπούρας, ο σύμβουλος Δημόσιας Διπλωματίας και ποιητής Νίκος Βλαχάκης, ενώ αποσπάσματα διάβασε ο ηθοποιός Κώστας Γιαλίνης.
Ο συγγραφέας κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας με τις «Αναμνήσεις» εξέφρασε την ικανοποίησή του για την ανταπόκριση του κοινού, καθώς επίσης και για τον Δρ. Κωνσταντίνο Μπούρα και τον Νίκο Βλαχάκη που προλόγισαν το βιβλίο με μοναδικό τρόπο και έδωσαν το έναυσμα στο κοινό να διαβάσει το βιβλίο και να μάθει περισσότερα για τη ζωή του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος του Πέτρου Πρωτομάστορα ενός από τους εναπομείναντες φαντάρους του Έπους του ’40 ο οποίος ζει στις ακτές της βόρειας ηπειρωτικής ενδοχώρας, στα πέτρινα χρόνια, άστεγος, βολεύεται σ’ ένα παγκάκι, με μόνη περιουσία του μια ξεθωριασμένη χλαίνη.
«Ο νυχτοπαρωρίτης» είναι ένα ονειρικό ποιητικό μυθιστόρημα, απ’ τα σπάνια του είδους, που κινείται ανάμεσα στον μύθο και την ιστορία, περιγράφοντας τον εσωτερικό κόσμο ενός αλλοπαρμένου με στοιχεία ρεαλισμού, σουρεαλισμού και μαγικού ρεαλισμού μέσα από τα οποία διαφαίνονται βαθιά μηνύματα.
Αφήγημα για δια βίου μάθηση
Η ομιλία του Δρα Κωνσταντίνου Μπούρα κέντρισε το ενδιαφέρον του ακροατηρίου αφ’ ενός μεν διότι χαρακτήρισε το βιβλίο «αφήγημα κατάλληλο δια βίου μάθησιν», αφ’ ετέρου δε διότι το κείμενο θα μπορούσε να μεταφερθεί στο θέατρο δίχως καμιά προσαρμογή.
Μετά παράκλησης αναγνωστών και φίλων των «Αναμνήσεων» που παρακολούθησαν την εκδήλωση αναδημοσιεύουμε το πλήρες κείμενο της βιβιλιοκρισίας του Δρ. Κωνσταντίνου Μπούρα.
«Το βιβλίο που θα έπρεπε να μπει στην ύλη των αναγνωστικών και της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας στη Δημοτική, Μέση, Ανώτερη κι Ανωτάτη Εκπαίδευσή μας. Ένα αφήγημα κατάλληλο δια βίου μάθησιν. Αποφεύγω να το πω «μυθιστόρημα», γιατί ξεφεύγει από την γραμμική ή ελικοειδή γραμμή που θα αναμέναμε στα αμήχανα χρόνια της ανοικοδόμησης μετά την καταστροφική μανία του μετανεωτερικού Σίβα, που ισοπέδωσε τα πάντα κι όλες οι βεβαιότητές μας κατακρημνίστηκαν, οι αξίες μας καταποντίστηκαν, οι ιδέες μας συναπαρτίζουν τώρα μια θολή αμαλγαματοποιημένη κουλτούρα που δεν μοιάζει με Πολιτισμό [τουλάχιστον όχι με Πι κεφαλαίο].
Ο Βορειοηπειρώτης και διεθνής παν-έλληνας [από τον Πάνα] Νίκος Κατσαλίδας γίνεται με το ώριμο αυτό πόνημά του διδάσκαλος ήθους, γλώσσας και ρυθμολογίας. Είναι τόσο βιωμένος ο λόγος του που απομένει απλώς η αποθησαύριση και κατάταξή στα ειδολογικά ερμάρια της σύγχρονης λογιοσύνης μας (που δεν είναι όμως – φευ – κι αγιοσύνη, στοιχείο που υπερχειλίζει στη συγκεκριμένη θεματολογία και φαινομενολογία).
Ποιητικό πόνημα, λόγος χορευτικός, διανόημα υψιπετές, χαρμόσυνη ανάληψη ευθυνών, υπεύθυνη επανάληψη κι ανά-χάραξις τού παραδοσιακώς βιωμένου, με τέτοιον τρόπο που ωχριά και ο εικαστικός και ο μουσικός παλμός πολλών εκστασιασμένων λογογράφων και εικονογράφων.
Γιατί ο Νίκος Κατσαλίδας διακρίνεται από την χαρακτηριστική εκείνη ιδιότητα όλων των σημαντικών, των μεγάλων και σημαδιακών λογοτεχνών: απεικονίζει τη φύση και τα εσωτερικά τοπία των ανθρώπων με τέτοια καυστική μελάνη που δεν ξεχνάς ποτέ τα εικαστικά ποιήματά του. Και δεν δυσκολεύομαι διόλου να αντιδιαστείλω ετούτη την ποιητικότητα γραφή από τον άμουσο πεζό ή ψευδοποιητικό λόγο των συγχρόνων του (των συγχρόνων μας) που θαρρούν πως συν-γραφή είναι απλώς το copy-paste ιδεών και ιδεολογημάτων χωρίς καμία πρωτοτυπία. Άμουσοι, ανεγκέφαλοι κι ανελεύθεροι, οι περισσότεροι, απαρνιούνται την δημοτική μας παράδοση θαρρώντας πως ψήλωσαν απότομα μετά την παπαγαλία ξένων πονημάτων σε γλώσσες με άλλη δομή και ρυθμολογία. Έτσι καταντούν οι περισσότεροι να μιμούνται «μιμήσεις ζωής» που δεν έχουν ζωή καμία, αφού ο λόγος δεν είναι βιωμένος, μήτε καν νεκραναστημένος.
Ο Νίκος Κατσαλίδας, αντιθέτως, εδώ τολμάει το αδιαχώρητο: συμπυκνώνει σε έναν τόμο όλη την ποίηση, τους οραματισμούς, την γραφιστική περιπέτεια της ζωής του. Μύθοι και πνευματικά τολμήματα, αναμνήσεις και παροράματα, σχέδια και προπλάσματα, μακέτες και επιτευχθείσες εικονο-λογο-πλασίες [αναγκαστικά νεολογίζω κι εγώ]… όλα αυτά συνδυάζονται με έναν αποκλειστικά πρωτότυπο και πρωτοποριακό τρόπο σε μια νυχτωδία πολύκοσμης μοναξιάς, όπου τα πολιτικά ιδεώδη δεν επαρκούν για να ζωντανέψουν την ουτοπία και να της επιτρέψουν να περπατήσει στη γη, σε αυτήν εδώ τη γη, έστω και με υποστυλώματα.
Τα λόγια σώνονται, οι λέξεις δεν επαρκούν όταν πρέπει και θέλεις να μιλήσεις για ένα έργο Τέχνης που μόνον οι φιλόλογοι του μέλλοντος, σε συνδυασμό με τις σοφές μηχανές, θα μπορέσουν να αξιολογήσουν κι αξιοποιήσουν επαρκώς, γιατί είναι τόσο πλούσιο σε όλα τα κειμενικά κι εξωκειμενικά του υποστρώματα που δεν αρκεί μία απλή, γραμμική ή «λοξή» ανάγνωση, αλλά χρειάζεται η καθημερινή αποσπασματική επανάληψη, σαν δέηση, μάντρα ή στοχασμός ελευθέρου τινός νοός.
Ο Νίκος Κατσαλίδας διαλογίζεται φωναχτά ακολουθώντας φωναχτά τα σολωμικά «κινήματα της ψυχής» ενός «νυχτοπαρωρίτη» ήρωα, ενός δραματικού προσώπου που ξέφυγε λες από την Ελληνική Μυθολογία κι έγινε παγκόσμιο, με όλη την φιλάνθρωπον έννοιαν τού Δυτικού Διαφωτισμού.
Έγνοια του ποιητή-πεζογράφου είναι να μιλήσει για εκείνα που καίνε την ψυχή του και παγώνουν τον πνευματικό-κοινωνικό του ορίζοντα και τον εμποδίζουν να επιδράσει σημαντικά στην Ύλη, σε τέτοιο βαθμό που να την μετατρέψει πάλι σε Ενέργεια, βγαλμένη από τα συμπαντικά ρεύματα του Ηρακλείτου.
Αυτός ο πόθος ο διακαής κι αποκρυσταλλωμένος είναι που κραυγάζει μέσα απ’ όλο αυτό το εκτενές κείμενο και κραυγάζει στο όνομα μιας άλλης Ελευθερίας που δεν θυμούμαστε πια μήτε το όνομά της μήτε καν τη θωριά της την λυτρωτική.
Το αίτημα αυτού του εγνωσμένου λογοτεχνικού εγχειρήματος είναι ο οραματισμός, η απαίτηση κι η διεκδίκηση της Απελευθέρωσης του κοιμισμένου ανθρώπινου γένους που υπνοβατεί σε μια απέραντη παγωμένη ερημιά, σαν χιονισμένη έρημος, εκεί που δεν μπορείς να ζεσταθείς μήτε και να ξεπαγιάσεις, μόνον περιφέρεις τη γύμνια της αγνοίας σου ως θλιβερό τρόπαιο, σαν πινακίδα σε παλαιά φθαρμένη ξενοδοχεία «μην ενοχλείτε». Κανείς δεν φαίνεται να ενοχλείται όμως από τους σύγχρονους «σαλούς» που μόνον εκείνοι γνωρίζουν πως ο Μεσαίωνας δεν πέρασε και τα σύγχρονα βασανιστήρια είναι πολύ πιο εκλεπτυσμένα από τα παρελθοντικά, τα εξιστορημένα…
Η ιστορική μνήμη δεν είναι ακριβώς το αίτημα εδώ, μήτε κι η μυθοποίηση του ρομαντικού ήρωα που ζει στις παρυφές της Ανθρωπότητας κάπου μεταξύ γελοιότητος και μεγαλείου. Το έργο αυτό είναι τραγικωμικό και δια των αντιθέσεων, με έντεχνη γνώση της αρμονικής αντιστίξεως επιτυγχάνει ο συγγραφέας του να διασωθεί από τις βιαστικές λεπίδες στον αναμεικτήρα της παγκοσμιοποιημένης μας, ιστορικής πλέον ιδεατής «πραγματικότητας» που τείνει να καταλάβει όλα τα κενά του αχρησιμοποίητου μυαλού μας.
Εμπνευσμένος ο λογοτέχνης Νίκος Κατσαλίδας, ονειροβατώντας κι εγώ ακολουθώ με την ελπίδα ή την ψευδαίσθηση πως αλλάζουμε κάτι στο χωροδικτύωμα του νοητικού σύμπαντος όπου βρεθήκαμε εγκλωβισμένοι σαν σε ιστό αράχνης κακιάς.
Το παραμυθικό στοιχείο είναι τόσο έντονο σε αυτήν την αιρετική αλλά όχι κι αποξενωτική αφήγηση που ο Νίκος Κατσαλίδας μπορεί άνετα να διεκδικήσει τη σκυτάλη από τους μεγάλους παραμυθάδες της Ανατολής. Εξάλλου Βόρειος Ήπειρος κι Ελλάδα εξακολουθούν να βρίσκονται στο μεταίχμιο δύο κόσμων κι αν δεν πέφτουν στο χάσμα ανάμεσό τους είναι γιατί τους σώζει το αλεξίπτωτο της υψιπετούς ποιήσεως. Αυτή που θάλλει σε αφθονία μέσα σε αυτό το βιβλίο κι απειλεί να καταπλήξει όλους τους κοιμισμένους και να γεμίσει τη σκοτεινιά με Φως ανέσπερον. Μισότυφλοι είμαστε όλοι μας στα κουρέλια της σάρκας που ήτανε κάποτε κι αυτή πνεύματα κι όχι ναός απλός του πνεύματος, συλημένος.
Η μεταφυσική που ενυπάρχει και κυοφορείται σε αυτό το λογοτέχνημα είναι απολύτως γειωμένη και προσγειωμένη, ακριβώς όπως και στις παραλογές, στα αθάνατα δημοτικά μας τραγούδια, εκεί που η γλώσσα μας λάμπει λαγαρή σε όλο το μουσικό της ανάπτυγμα.
Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να μεταφερθεί στο θέατρο δίχως καμιά προσαρμογή. Η σκηνή το αναμένει…
Πρόλογος Νικολάου Βλαχάκη
Ο σύμβουλος Δημόσιας Διπλωματίας και ποιητής Νίκος Βλαχάκης, ο οποίος κλήθηκε να προλογίσει το βιβλίο εξέπληξε το κοινό με τον ποιητικό του λόγου ο οποίος κατά κοινή ομολογία ήταν εφάμιλλος του ποιητικού λόγου του διακεκριμένου Βορειοηπειρώτη συγγραφέα Νίκου Κατσαλίδα.
Μετά παράκλησης των αναγνωστών των “Αναμνήσεων” που ήταν παρόντες στην παρουσίαση του βιβλίου παραθέτουμε το πλήρες κείμενο του προλόγου του Νικολάου Βλαχάκη με τίτλο :
Νιώθω πάντοτε μια μυστική συγκίνηση όταν ο Νίκος Κατσαλίδας μου δίνει τα έργα του, ως μια πράξη μύησης σε ένα ποιητικό σύμπαν που όπως έχω πει και παλαιότερα είναι «οργιαστικό και φυσιοκρατικό».
«Ο ποιητής χρειάζεται, είναι αναγκαίος, για να καθαρίσει τη γλώσσα της φυλής» λέει ο Eliot. Ποια είναι όμως εκείνη η φυλή του ποιητή; Είναι η μικρή τοπική του κοινότητα όπου ανήκει; Είναι η μεγάλη ελληνική φυλή και το πεπρωμένο της που διασταυρώνεται με τις μικρές ανθρώπινες μοίρες, με τη μεγάλη ιστορία;
Είναι το καθήκον που ο ποιητής νιώθει μέσα του ότι πρέπει να εκπληρώσει, ακούγοντας την ηχώ των τραγουδιών και των ιστορήσεων, μιας γλώσσας που λαγαρή ξετυλίγεται μετασκευασμένη σαν ιδιαίτερο ποιητικό ιδίωμα. Συμβαίνει αυτό που ο μεγάλος γερμανός ποιητής Φρίντριχ Χέλντερλιν λέει: «Στη θέση της κοινότητας θα πω ένα τραγούδι… Μα το τραγούδι θα ΄ναι αλλιώτικο κι από της άρπας το μελώδημα, η χορωδία του λαού».
Αυτή η εσωτερική φωνή είναι που παροτρύνει το Νίκο, να γίνει το κύμβαλο της που θα την αρθρώσει. Μα πάλι γεννιέται το ερώτημα: να την καθαρίσει από τι; Υπάρχουν σημαινόμενα άραγε σ’ αυτή τη γλώσσα, που την μολύνουν, που την διαστρεβλώνουν;
Η γνωσιολογία των «ειδώλων του Francis Bacon: Είδωλα της Φυλής, Είδωλα του Θεάτρου, είδωλα του Σπηλαίου, Είδωλα της Αγοράς, είδωλα του Θεάτρου. Η εκκαθάριση αυτών των ειδώλων από τις παρερμηνείες τους, είναι το καθήκον του ποιητή. Ο Βacon λέει ότι: «η ανθρώπινη κατανόηση είναι σαν ένα ψευδές κάτοπτρο, το οποίο προσλαμβάνει ακτίνες ακανόνιστα, διαστρεβλώνει και αποχρωματίζει τη φύση των πραγμάτων από την ανάμειξη αυτής καθ’ αυτής της φύσης τους με αυτό το ίδιο το πράγμα.»
Το καθήκον λοιπόν του ποιητή είναι –κατά τη γνώμη μου- να αποδώσει στα πράγματα τις πρωταρχικές τους σημασίες μέσα από τη γλώσσα, μέσα από το γλωσσικό παίγνιο που ο ίδιος εγκαθιδρύει. Γίνεται μ΄ αυτόν τον τρόπο Δημιουργός με Δ κεφαλαίο. “Το ποιητικό ιδίωμα του Κατσαλίδα είναι στέρεα τοποθετημένο στον χώρο, καθίσταται όμως αχρονικό, κινούμενο στα όρια μιας ποιητικής νεωτερικότητας και μιας γλωσσικής λαϊκότροπης παράδοσης.
Αποτελεί έτσι αυτή η διάρρηξη του χωροχρόνου μέσα στην ποίησή του την πλατφόρμα με την οποία προσέρχεται σε μια νέα διαλεκτική σχέση με την ιστορία του τόπου του, τη μνήμη της πέτρας, την κατασκευή ενός οργιαστικού σχεδόν, φυσιοκρατικού σύμπαντος, που είναι γι’ αυτόν η γενέτειρά του».
Ο συγγραφέας κινείται σε μια διαλεκτική ανάμεσα στα είδωλα της φυλής και τα είδωλα του πλατωνικού Σπηλαίου. Στην πεζογραφική του δουλειά παρεμβάλλει πια και τα είδωλα της Αγοράς, της πολιτικής και κοινωνικής δηλ. Ιστορίας της Β. Ηπείρου μέσα από το ολοκληρωτικό καθεστώς της Χοτζικής Αλβανίας και τη ζοφερή πραγματικότητα των διώξεων.
Εικόνα: Αφήνοντας τους Αγίους Σαράντα προς την «ασημένια πόλη», το Αργυρόκαστρο ανάμεσα στα διάσελα μ’ ένα ολόγιομο φεγγάρι σαν τεράστιος δίσκος. Δίπλα έρεαν τα νερά ενός καναλιού σα μικρή υδάτινη ολότητα που ξεδιπλώνεται σε μια αιωνιότητα και μια νύχτα. Φανταστείτε λοιπόν ότι εκεί το συναπάντημα είναι με τον νυχτοπαρωρίτη, μια σκιά, σαν εξορισμένη συνείδηση.
Ο Νίκος Κατσαλίδας προσήλθε στην λογοτεχνική πραγματικότητα του αθηναϊκού κέντρου αφήνοντας την «άπειρο χώρα», την Ήπειρο και τις ψηλές κορυφές της λογοτεχνικής μας παράδοσης της υπερορίας, τις λαογραφικές παραδόσεις που είχε μελετήσει ο πατέρας του, τους μύθους και τους θρύλους της ευρύτερης Ηπείρου, όχι ως ο θορυβώδης παράκλητος -παρά το ογκώδες έργο του και την αναγνώριση του ήδη στην Αλβανία- αλλά ως ένας σιωπηλός πρωτομάστορας απιθώνοντας τα εργαλεία του στο πάτωμα ενός λογοτεχνικού εργαστηρίου, και κουβαλώντας ένα κιβούρι πέτρινης μνήμης που μέσα του είχε όλα εκείνα τα υλικά που μ’ αυτά παράγει τα έργα του.
Η τρέλα στη νεοελληνική λογοτεχνία
«Η Γυναίκα της Ζάκυνθος» του Διονύσιου Σολωμού αποτελεί το αρχετυπικό πρότυπο, της ψυχασθένειας που παράγει τη μεγάλη λογοτεχνία και που πάνω του έχουν δομηθεί αφηγήσεις προφητικών οραμάτων, και μεταφυσικών αναζητήσεων, αποτελεί το πρώτο υλικό στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Από εκεί και μετά μια σειρά Ελλήνων συγγραφέων έχουν ασχοληθεί με το θέμα της τρέλας. Από τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη, τον Βικέλα, τον Κ. Παρορίτη κ.α. έως σήμερα, τον Τίτο Πατρίκιο. Υπενθυμίζω εδώ την εξαιρετική και πρωτότυπη μελέτη του Γιάννη και Ευάγγελου Παππά: Η ΤΡΕΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΟΛΩΜΟ ΜΕΧΡΙ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ.
Η τρέλα όπως περιγράφεται από τον ίδιο τον Φουκώ δεν είναι μια μη ανορθολογική κατάσταση της ανθρώπινης νόησης, αλλά είναι μια άλλου είδους λογική, που το υποκείμενο στρέφεται στον κόσμο του, απομονώνεται ο ψυχισμός του, χρησιμοποιώντας κώδικες ερμηνευτικούς απλά διαφορετικούς, οι οποίοι φαινομενικά αντίκεινται στην κοινή λογική.
Η «ποιητική της αλλοφροσύνης» ως υπόστρωμα πάνω στο οποίο δημιουργείται η κατασκευή λογοτεχνικών προτύπων είναι κατά τη γνώμη μου αυτό που χαρακτηρίζει το νέο βιβλίο του Νίκου Κατσαλίδα. Ο φαντασιακός παραληρηματικός λόγος, η αντικανονικότητα και η παραβατική στα όρια της ορθοφροσύνης συμπεριφορά, το ονειρικό ως πραγματικό και ως αιωρούμενο ανάμεσα στην πραγματικότητα και την λογοτεχνική περιγραφή, αυτά είναι τα στοιχεία που θα ξεχώριζα ως βασικά γι’ αυτή την ποιητική.
Ο Πέτρος ο νυχτοπαρωρίτης είναι μια λογοτεχνική κατασκευή, ενός αποσυνάγωγου, αναχωρητή, πρώην μαχητή του ελληνοϊταλικού πολέμου, ενός υπαρκτού αλλά ταυτόχρονα αφηγηματικού προσώπου, που εν είδει εσωτερικού μονόλογου διεκτραγωδεί τα πάθη του. Είναι το υποκείμενο που καταφεύγει στην τρέλα ως μοναδικό μέσο διάσωσης του από την εφιαλτική πραγματικότητα ενός παρόντος που δεν έχει άλλο τρόπο να την αποφύγει παρά μόνο την προσφυγή στην άλλο-φροσύνη.
Τα σχέδια του για την κατασκευή της επιθαλάσσιας γέφυρας, για τον καθαρμό του κάστρου μέσα από μια πομπώδη περιφορά του ανάμεσα στις πόλεις και στα χωριά, κινούνται μεταξύ της παραφροσύνης και της ιδεοληψίας. Μεταξύ της απελπισίας και της αυτό-ματαίωσης.
Ο σουρεαλισμός του Νυχτοπαρωρίτη είναι αυτό που λέει ο Λογγίνος ότι διαβάζουμε στον Όμηρο, όπου τα άλογα των θεών μπορούν να πηδούν όσο μακριά μπορεί να δει το μάτι. Δε θα μας ξένιζε επομένως, λέει ο Λογγίνος, αν κάποιος αναφωνούσε: «Μα αν τα άλογα σπρώχναν προς τα εμπρός με διπλάσια δύναμη, θα βρίσκονταν πράγματι εκτός τόπου. Αυτός ο μη-τόπος του άλματος του ποιητή πέρα από τη λογική εξαίρει την περίεργη φύση του τεντωμένου σκοινιού, ενός σκοινιού δεμένου από την μια άκρη στο σώμα και από την άλλη στο τίποτε.
Το άλμα του ανθρώπου από ”στο κενό και στο συμβάν (Valery). Η μνημοσύνη, οδηγός του ποιητή που επιδιώκει να κατασκευάσει την ποιητική αλήθεια ως ου-τοπία.[1]
Ο μαγικός ρεαλισμός Σίγουρα είναι ένας μαγικός ρεαλισμός των μύθων και των αρχέγονων στοιχείων μιας αέναης και μυστικιστικής στο χωροχρόνο, βορειοηπειρωτικής οντολογίας.
Για τον Κατσαλίδα ποιητή ή πεζογράφο ισχύει πάντα η αριστοτελική ρήση:δῆλον οὖν ἐκ τούτων ὅτι τὸν ποιητὴν μᾶλλον τῶν μύθων εἶναι δεῖ ποιητὴν ἢ τῶν μέτρων” Αριστοτέλους Ποιητική ΙΧ, 9 1451B
Μα ισχύει κι εκείνη η πλατωνική ρήση στον Ίωνα (534 a7-534b2) που λέει: «Λέγουσι γαρ δήπουθεν προς υμάς οι ποιηταί ότι από κρηνών μελιρρύτων εκ Μουσών κήπων τίνων και ναπών δρεπόμενοι τα μέλη ημίν φέρουσιν ώσπερ ια μέλιτται και αυτοί ούτω πετόμενοι.»
Ο συγγραφέας
Ο Νίκος Κατσαλίδας γεννήθηκε στην Άνω Λεσινίτσα, περιοχής Θεολόγου των Αγίων Σαράντα. Είναι γιος του αειμνήστου λαογράφου Γρηγόρη Κατσαλίδα. Σήμερα ζει στην Αθήνα. Έκανε ανώτατες φιλολογικές σπουδές στα Τίρανα. Ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος με πολλές τιμητικές διακρίσεις και βραβεία. Είναι μέλος και επίτιμο μέλος λογοτεχνικών ενώσεων και σωματείων.
Υπηρέτησε ως φιλόλογος στην ιδιαίτερή του πατρίδα και στα χρόνια της μεταπολίτευσης ως λογοτεχνικός συντάκτης στον Τύπο της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας.
Αντιπροσωπευτικά του ποιήματα συμπεριλαμβάνονται σε διάφορες παγκόσμιες Ανθολογίες στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, βουλγαρικά, ρουμανικά, ισπανικά, ενώ ο ίδιος μετέφρασε στα αλβανικά πενήντα Έλληνες ποιητές και πεζογράφους.
Ένας από τους ιδρυτές της ΔΕΕΕΜ «Ομόνοια». Κατά το 2001-2002 χρημάτισε υπουργός Επικρατείας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Αλβανία.
Κατά το 2004-2008 διετέλεσε Μορφωτικός Σύμβουλος στην Αλβανική Πρεσβεία στην Αθήνα. Το 2001 απέσπασε το βαλκανικό βραβείο «Αίμος», στη Σόφια, για την ποιητική συλλογή «Τα εκατό εκατόφυλλα της Πούλιας».
Το 2002 του απονεμήθηκε η «Ασημένια πένα» από το Υπουργείο Πολιτισμού της Αλβανίας για τη μετάφραση του Ελύτη. Το 2018 του απονεμήθηκε από την Εταιρεία Μεταφραστών Βραβείο Ευποιίας για την μετάφραση του Ελύτη και Ουράνη.
Ο Νίκος Κατσαλίδας συμπεριλαμβάνεται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό της Αλβανικής Ακαδημίας και στην Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια Who is who (2012), ανάμεσα στις διάσημες προσωπικότητες. Το 2012, παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο της Αλβανικής Δημοκρατίας με το ανώτατο μετάλλιο τάξης γραμμάτων «Μεγάλος καλλιτέχνης».
Το μυθιστόρημα «Περί ομονοίας και άλλων δαιμονίων», 2019, ήταν στην Βραχεία λίστα βραβείου «The Athens Prize for Literature». Ο Νίκος Κατσαλίδας είναι τακτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.