Ο Λουκάς Σαμαράς, ο μοναδικός μεταπολεμικός εικαστικός καλλιτέχνης ο οποίος δημιούργησε ένα εξαιρετικά ποικιλόμορφο έργο στο οποίο το ίδιο του το ευλύγιστο σώμα, το γενειοφόρο πρόσωπο και τα προσωπικά του αντικείμενα βρίσκονταν στο επίκεντρο σε αμέτρητες μεταβαλλόμενες μορφές, πέθανε την Πέμπτη στο σπίτι του στο Μανχάταν. Ήταν 87 ετών. Ο θάνατός του, από επιπλοκές μιας πτώσης, ανακοινώθηκε από τον Arne Glimcher, τον ιδρυτή της γκαλερί Pace, η οποία αντιπροσώπευε τον Λουκά Σαμαρά για περισσότερες από πέντε δεκαετίες.
Ο Λούκας Σαμάρας είχε φιλοτεχνήσει με δυο έργα του εξώφυλλα της Athensv Voice τον Ιανουάριο του 2004 και τον Μάιο του 2021.
Μαθητής των Allan Karpow, Roy Lichtenstein και Robert Watts και φίλος των Robert Whitman, George Brecht και George Segal έγινε λυδία λίθος αυτού που έγινε αργότερα γνωστό ως performance art, βασισμένη στη φιλοσοφία της κατεδάφισης των τεχνητών φραγμών μεταξύ της τέχνης και της καθημερινής ζωής.
Το «βιογραφικό» του περιλαμβάνει τέσσερις συμμετοχές στην Documenta, τη φημισμένη έκθεση που πραγματοποιείται κάθε πέντε χρόνια στο Κάσελ της Γερμανίας, και το ελληνικό περίπτερο της Μπιενάλε της Βενετίας το 2009.
«Η Νέα Υόρκη ήταν μια πρόκληση»
O Λουκάς Σαμαράς γεννήθηκε το 1936 στην Kαστοριά. Στην παιδική του ηλικία οι μνήμες του πολέμου ήταν ο μικρόκοσμός του, μέχρι που έφυγε για τη μητρόπολη του 20ού αιώνα. Ένα πρωινό του 1948 έφτασε με τη μητέρα του στη Nέα Yόρκη. O πατέρας του, που είχε μεταναστεύσει αρκετά χρόνια πριν, τους περίμενε για να τους μεταφέρει στο σπίτι τους στο Nιου Τζέρσεϊ. Aπό εκεί κάθε απόγευμα χάζευε με τις ώρες τους «μαγικούς ουρανοξύστες» της πόλης, ώσπου «οι φρικτές αναμνήσεις», όπως τις ονομάζει, της παιδικής του ηλικίας αποσύρθηκαν βαθιά στο υποσυνείδητό του, για να γίνουν αναμνήσεις «κάποιου άλλου».
«H Nέα Yόρκη ήταν μια πρόκληση», είχε πει σε συνέντευξη του στην Athens Voice το 2004. «Zούσαμε από την άλλη μεριά του ποταμού Xάντσον. Aπό εκεί κοίταζα τη μαγική πόλη. Mετά το σχολείο πήγαινα στο Mανχάταν και δούλευα στο μαγαζί του πατέρα μου. Περπατούσα στους δρόμους και σκεφτόμουν, Θεέ μου, εάν κάποτε αποκτήσω χρήματα, θα αγοράσω αυτό τον ουρανοξύστη».
«Έσπρωξε τον αμερικανικό κόσμο της τέχνης σε νέες κατευθύνσεις»
«Αναδυόμενος στα τέλη της δεκαετίας του 1950 εν μέσω μιας γενιάς καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων ο Claes Oldenburg, ο Allan Kaprow και η Carolee Schneemann, που έσπρωξαν τον αμερικανικό κόσμο της τέχνης σε νέες τολμηρές κατευθύνσεις μετά τις αυστηρές αρχές του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, ο Λουκάς Σαμαράς ήταν ένα μπαλαντέρ ακόμη και μέσα σε ένα πλήθος που ξεσηκωνόταν» σημειώνουν οι New York Times.
Τα γλυπτά που έκαναν τον Σαμαρά διάσημο τη δεκαετία του ’60 είχαν τη μορφή έτοιμων αντικειμένων που συμπλήρωνε με καρφίτσες, ξυράφια και θραύσματα. Το πιο διάσημο από αυτά είναι τα «Κουτιά» του στις αρχές της δεκαετίας του ’60, μια ομάδα από δοχεία με καπάκια που μοιάζουν να «ικετεύουν» τους θεατές να τα ανοίξουν και να τα κλείσουν, ενώ παράλληλα αποτρέπουν τυχόν περίεργους χειριστές.
Αλλά μέχρι το τέλος της καριέρας του, ο Σαμαράς είχε στραφεί προς πολλές κατευθύνσεις. Δημιούργησε walk-in εγκαταστάσεις που καλύπτονταν από αντανακλαστικές επιφάνειες. Φωτογράφιζε φωτογραφίες τις οποίες επεξεργαζόταν χρησιμοποιώντας τόσο αναλογικά όσο και ψηφιακά μέσα. Δημιούργησε ακόμη και μια σειρά από NFTs.
Φωτογραφία: Jim Wilson/New York Times Co./Getty Images
Σε πολλά έργα του, ο Σαμαράς επιστράτευσε το ίδιο του το σώμα, τραβώντας επανειλημμένα φωτογραφίες Polaroid του εαυτού του σε πόζες που μερικές φορές ήταν ερωτικά φορτισμένες. Φαινόταν να ενδιαφέρεται ασυνήθιστα για τις εικόνες του εαυτού του, γεγονός που οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν ότι το έργο του αφορούσε τον ναρκισσισμό και άλλες αυτοαναφορικές νοοτροπίες – μια ερμηνεία που επιδεινώνεται από το γεγονός ότι ο Σαμαράς είχε τη συνήθεια να παίρνει συνεντεύξεις από τον εαυτό του.
Σε μια σειρά “αυτοσυνεντεύξεων” που πραγματοποίησε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, έθεσε στον εαυτό του την πιο σημαντική ερώτηση σχετικά με το έργο του: Γιατί ενδιαφέρεστε τόσο πολύ για τον εαυτό σας; Απάντησε: «Χρησιμοποιώ τον εαυτό μου και επομένως δεν χρειάζεται να περάσω από όλα τα είδη δοκιμασιών, όπως το να βρίσκω μοντέλα και να προσποιούμαι την καλλιτεχνική απόσταση ή να βρίσκω εργάτες ή να βρίσκω κάποιο σύμβολο γεωμετρίας. Χρησιμοποιώ τον εαυτό μου επίσης επειδή είναι ακόμη ανορθόδοξο να χρησιμοποιεί κανείς τον εαυτό του».
© Rose Hartman/Getty Images/Ideal Image
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, μετά από αυτό που ο ίδιος αποκάλεσε «ένα ψευδομεταμορφωτικό είδος επιφοίτησης», περιόρισε ριζικά τον ήδη στενό κοινωνικό κύκλο γύρω…από τον εαυτό του. Μειώνοντας τις επαφές με φίλους και συγγενείς, έγινε σχεδόν ερημίτης σε ένα νέο διαμέρισμα και στούντιο στον 62ο όροφο ενός πολυώροφου κτιρίου της δεκαετίας του 1980 στο κέντρο του Μανχάταν, όπου ζούσε μόνος του, συνήθιζε να κρατάει τις κουρτίνες κλειστές και έτρωγε το ίδιο γεύμα, σούπα, σχεδόν κάθε μέρα. «Δεν μπορείς να ζεις σε μια συνεχή κατάσταση έκστασης«, εξήγησε για την απόφασή του. «Χρειάζεσαι τόσα κιλά πόνου, τόσα κιλά απογοήτευσης, τόσα κιλά δυσαρέσκειας και ούτω καθεξής».