Παραδοσιακά Καρπαθιακά δίστιχα – 8ο (Also in English)

0
Το Μεσοχώρι της Καρπάθου, το χωριό του Μανώλη και Νίκου Διάκου. Mesochori of Karpathos, the village of Manolis and Nick Diakos.

Με το παρόν 8ο δημοσίευμα συνεχίζουμε με Καρπαθιακά δίστιχα που το πέρασμα του χρόνου δεν τα απαλείφει και διατηρούνται ζωντανά.

Κι αν δεν ξυπνήσω ….

Πριν από δυο τρεις αιώνες κάποιος περιηγητής περνώντας από την Κάρπαθο συνάντησε κάποιο Καρπάθιο που νυχτοξημερωνόταν για να τα βγάλει πέρα και όταν τον ρώτησε πως τα πήγαινε με την δουλειά του, εκείνος του απάντησε: «Καλά τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα, πληρώνω τα χρέη μου και δανείζω κιόλας». Με το πληρώνω τα χρέη μου ήθελε να πει ότι συντηρούσε και φρόντιζε τους γέρους γονείς του, και με το δανείζω ότι φρόντιζε για τα παιδιά του που θα τον φρόντιζαν τους γονείς τους στα γερατειά τους.

Σύμφωνα με το Καρπάθικο έθιμο της εποχής, ο πρωτογιός ή πρωτοκόρη, που έπαιρναν και την περιουσία των γονέων τους, είχαν την υποχρέωση να τους φροντίζουν στα γερατειά τους. Δίπλα στο οικογενειακό σπίτι υπήρχε ένα πιο μικρό, το γεροντομήρι,  που έμεναν οι γέροι γονείς υπό την προστασία και φροντίδα των παιδιών τους.

Η κατάσταση άλλαξε όταν οι Καρπάθιοι άρχισαν να μεταναστεύουν, και ιδιαίτερα πηγαίνοντας στην Αμερική όπου έμεναν για πολλά χρόνια. Κάθε μήνα στέλναν την επιταγή για την αξιοπρεπή συντήρηση των γονιών τους, αλλά για τις καθημερινές και τις άλλες τους ανάγκες έπρεπε να φροντίζουν μόνοι τους.      

Ο Νίκος Διάκος. Nick Diakos

Κάποτε, ο Μανώλης Διάκος από το Μεσοχώρι αρρώστησε σοβαρά και στο νοσοκομείο της Ρόδου που τον πήρε η γυναίκα του οι γιατροί αποφάνθηκαν ότι έπρεπε να χειρουργηθεί, αλλά με κανένα τρόπο δεν ήθελε να μπει στο χειρουργείο αν δεν ερχόταν ο πρωτογιός του από την Αμερική.

Μόλις ο Νίκος Διάκος το έμαθε, παράτησε την επιχείρηση και τις δουλειές του στην Αμερική  και έφτασε στην Ρόδο, και μπαίνοντας στο δωμάτιο του πατέρα του του ’σφιξε το χέρι προσπαθώντας να κρατήσει τα δάκρυα του. Έλαμψε το πρόσωπο του πατέρα από χαρά, αλλά τα μάτια του ήταν γεμάτα παράπονο. Έσκυψε ο γιός γεμάτος αγάπη, φύλησε τον σεβάσμιο πατέρα και του ψιθύρισε:

Πατέρα ήρτα, ειμ’ εδώ, μόνο κουράγιο κάμε,

και μέχρι να γενείς καλά, εις το πλευρό σου θα ’μαι.

Ήρτα που το παράγγειλες, να δεις το πρωτογιό σου,

να νυχτοξημερώνετε εις το προσκέφαλο σου.

Όταν το βλέμμα του πατέρα αντάμωσε το βλέμμα του γιου και ενώ τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα του, ανασηκώθηκε λίγο, αντρειώθηκε και απάντησε:

Ούλα σου τα παράτησες, κι ήφηες τόσα μίλια;

ναν η ευχή μου φυλακτό στα είκοσι σου ’αχτήλια.

Μετά γύρισε το κεφάλι του προς την γυναίκα του και της είπε:

Φώναξε τώρα του γιατρού να κόψει και να ράψει,

κι αν δεν ξυπνήσω, ο Νικολής, ήρτε για να με θάψει.


Traditional Karpathian couplets – 8th

By Manolis Cassotis

With this 8th publication we continue with Karpathian couplets that the passage of time does not erase and are kept alive.

And if I don’t wake up ….

Two or three centuries ago, a traveler passing through Karpathos met a Karpathian who worked day and night to make ends meet, and when he asked him how he was doing with his work, he replied: “I am doing well, we support ourselves, I pay my debts and lend also”. With the “I pay my debts”, he meant that he supports and care of his old parents, and with the I lend, that he cared for his children who would care for their parents in their old age.

According to the Karpathian custom of the time, the first son or daughter, who also received the property of their parents, had the obligation to take care of them in their old age. Next to the family house was a smaller house called “gerontomiri”, where the old parents lived under the protection and care of their children.

The situation changed when the Karpathians began to migrate, and especially going to America where they lived for many years. Every month they sent the check for the decent maintenance of their parents, but for their daily and other needs they had to take care of themselves.

Once, Manolis Diakos from Mesochori became seriously ill, and at the hospital in Rhodes where his wife took him the doctors decided that he needed to be operated, but he did not want to go into the operating room unless his firstborn son came from America.

As soon as Nick Diakos found out, he gave up his business and job in America and arrived in Rhodes and entering his father’s room he shook his hand trying to hold back his tears. The father’s face shone with joy, but his eyes were full of complaint. The son bent down full of love, embraced the venerable father and whispered to him (all couplets in free translation):

Father, I came, I’m here, let’s just have courage,

and until you get well, I will be by your side.

I came, as you desire, to see your firstborn,

to spend the nights in your headrest.

When the father’s gaze met the sons, and while the tears were rolling down his cheeks, he raised himself a little, became stronger, and answered:

Everything, you gave up, and flew so many miles,

may my blessing be a talisman in your twenty fingers.

Then he turned his head to his wife and said to her:

Now call the doctor to cut and sew,

and if I don’t wake up, Nick is here to bury me.

-Advertisement / Διαφήμιση-

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.