ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. (https://www.neakriti.gr/) Το όνομά του κοσμεί τις μαρκίζες δεκάδων αιθουσών θεάματος των ΗΠΑ – Η ιστορία του παραμένει άγνωστη για πολλούς

Είναι άγνωστη η ακριβής χρονιά της γέννησής του και το πόσο κόπο κατέβαλε, το 9χρονο (κατά την επικρατέστερη άποψη) αγόρι, για να επιβιώσει σε ξένους αφιλόξενους τόπους και να διακριθεί. Δεν έχει γίνει γνωστή η πραγματική διάσταση της υπόθεσης, που έγινε η αιτία να «πεταχτεί» από την παγκόσμια ιστορία του θεάματος.

Επρόκειτο όμως για ένα εξαιρετικά εργατικό, φυγόπονο και ευφυή Έλληνα μετανάστη, που όσο κι αν η ιστορία του μνημονεύεται πια μόνο σε μερικές πανεπιστημιακές εργασίες, αφιερωμένες κατά κανόνα στη μετανάστευση, το όνομά του κοσμεί τα τελευταία 91 χρόνια τις πολυτελέστερες θεατρικές αίθουσες των ΗΠΑ.

Και όσο κι αν βόλεψε τους Αμερικανούς να οικειοποιηθούν, ως γλωσσικό ευφυολόγημα, το “Pantages” (η αγγλική απόδοση της λέξης «καλσόν»), που κοσμεί την προμετωπίδα μιας σειράς θεατρικών αιθουσών στην αμερικανική ήπειρο, η λέξη θα αντιστοιχεί πάντα στο όνομα ενός δαιμόνιου ομογενούς των αρχών του 20ού αι.: του Αλέξανδρου Πανταζή. Του ανθρώπου που – κατά μία έννοια – απενοχοποίησε και – κατά πολλές – καθιέρωσε θεάματα, που στην απολύτως συντηρητική Αμερική του 19ου αι. κάθε άλλο παρά συνυφασμένα με την τέχνη ήταν.

Ξεκινώντας από την αρχή

Η ανατολή του 20ού αιώνα βρίσκει την Ελλάδα βαριά τραυματισμένη από τη σταφιδική κρίση και από την ατυχή έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου (1897). Ειδικά οι αγρότες αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα οικονομικά προβλήματα και γι’ αρκετούς από αυτούς η μετανάστευση είναι μονόδρομος. Έτσι δημιουργείται το πρώτο μεγάλο κύμα φυγής από την καθημαγμένη χώρα.

Σύμφωνα με το βιβλίο «Οι Ελληνοαμερικανοί: Ιστορία της ελληνικής ομογένειας στις ΗΠΑ» του Μπάμπη Ι. Μαρκέτου, μόνο στο χρονικό διάστημα 1901-1910, 167.519 άτομα εγκαταλείπουν την Ελλάδα για τη μακρινή ήπειρο. Ωστόσο, έχει προηγηθεί μια άλλη φουρνιά Ελλήνων μεταναστών, οι οποίοι λιγότερο μαζικά και καθόλου οργανωμένα έχουν ήδη εγκατασταθεί σε άλλους τόπους, αναζητώντας τύχη καλύτερη από αυτή που προοιωνίζεται μια Ελλάδα που ακόμα δίνει μάχες με το «οθωμανόπληκτο» παρελθόν της.

Ανάμεσα σε αυτούς τους τελευταίους είναι κι ένα 9χρονο αγόρι από την Άνδρο (κατά άλλες πηγές γεννήθηκε στην Αθήνα), που έχει ξενιτευτεί με τον πατέρα του στο Κάιρο. Οι δυο τους εργάζονται σε ένα καφενείο, αλλά πάνω στον τρίτο χρόνο ο μικρός αισθάνεται ότι δεν τον χωρά ο τόπος. Η πολύβουη αφρικανική πρωτεύουσα δεν έχει πια τίποτε να του προσφέρει και στο μεταξύ η μακρινή αμερικανική ήπειρος, για την οποία τόσα έχει ακούσει από πελάτες του μαγαζιού, φαντάζει στο μυαλό του ως τόπος «γεμάτος θάματα, τόπος γεμάτος δώρα…».

Η ιστορία του αγοριού, που διατρέχει πολλούς χρόνους έκτοτε, φτάνει στο παρόν μισή, ή καλύτερα διάτρητη. Πρώτον, διότι είναι άγνωστο πότε ακριβώς γεννήθηκε. Παιδί περιπλανώμενο τότε, σε εποχές ιστορικών αλλαγών και πληθυσμιακών ανακατατάξεων, υιοθέτησε ό,τι συγκράτησε για το έτος γέννησής του από τα ακούσματα του πατέρα του. Άλλωστε, ληξιαρχείο και κρατικά αρχεία δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή. Ως επικρατέστερο έτος γέννησής του φέρεται το 1867 και αυτό θεωρείται ως δεδομένο για την εξιστόρηση. Επιπλέον, είναι άγνωστη η ύπαρξη μητέρας και πού, αν υπάρχουν αδέρφια και πού. Τέλος το βασικότερο στοιχείο όμως που παραμένει ανεξιχνίαστο είναι αν ο πατέρας του αγοριού αποκαλεί τον γιό του «Περικλή» ή «Αλέξανδρο».

Κάποιοι λένε πως η ιστορία τον μνημονεύει ως «Αλέξανδρο», αλλά ο ίδιος βαφτίστηκε «Περικλής» και πως μόνος του αποφάσισε να αλλάξει το όνομά του, επειδή τότε, στα μικράτα του, έμαθε την ιστορία του Μεγαλέξανδρου και γοητεύτηκε τόσο από τον Μακεδόνα στρατηλάτη, που αποφάσισε έτσι, αυθαίρετα, να συστήνεται στο εξής με το όνομα εκείνου. Παίρνοντας, λοιπόν, και αυτό ως δεδομένο. Το όνομα «Αλέξανδρος».

Το μεγάλο ταξίδι

Το σίγουρο είναι ότι το 1879 ο 12χρονος Αλέξανδρος παρατάει στο Κάιρο και πατέρα και σχολείο και επιβιβάζεται σε ένα γαλλικό εμπορικό, όπου για τα επόμενα δύο χρόνια ζει εκτελώντας εργασίες μούτσου και «οργώνοντας» τις θάλασσες. Και έρχεται η εποχή που στον Παναμά γράφεται ένα από τα μεγαλύτερα κατασκευαστικά κεφάλαια της Ιστορίας. Η γαλλική “Lesseps” έχει ξεκινήσει τη διάνοιξη της διώρυγας, που θα ενώσει τον Ατλαντικό Ωκεανό με τον Ειρηνικό και όλα τα χέρια από κάθε γωνιά της Γης είναι ευπρόσδεκτα. Ο Αλέξανδρος ρίχνει στην προσπάθεια τα δικά του, νεαρά αλλά δουλεμένα χεράκια. Άλλωστε, έχει αποφασίσει από καιρό ότι ήρθε πια η στιγμή να αναζητήσει την τύχη του μακριά από τη θάλασσα. Για εκείνον, η ζωή δεν είναι τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από γοητευτικά νεύματα και ακόμη ανεξερεύνητες εμπειρίες.

Στον Παναμά δουλεύει αγόγγυστα, αλλά από τη μια οι τροπικοί πυρετοί, που συρρικνώνουν το εργατικό δυναμικό, και από την άλλη η κακοδιαχείριση, η διαφθορά και η κλοπή εκ μέρους της κατασκευάστριας εταιρείας τινάζουν το έργο στον αέρα. Όταν πια το 1904 οι εργασίες στη διώρυγα ξεκινήσουν εκ νέου – αυτή τη φορά με αμερικανικά κεφάλαια – ο Αλέξανδρος θα είναι μακριά και θα γράφει τη δική του ιστορία.

Στο Σαν Φρανσίσκο

Μετά τον Παναμά o Αλέξανδρος έχει ανηφορίσει στο Σαν Φρανσίσκο και ως κλασικός μετανάστης βρίσκει δουλειά στην εστίαση. Πλένει χιλιάδες πιάτα και σερβίρει σε αντίστοιχες χιλιάδες πελατών. Τώρα ονειρεύεται ένα δικό του εστιατόριο. Δουλεύει και αποταμιεύει. Είναι καλοφτιαγμένος, το κορμί του έχει δουλευτεί σκληρά στον Παναμά, και το μυαλό και η καρδιά του σφύζουν από ζωή και θέληση. Ενισχύει τα εισοδήματά του παίρνοντας μέρος σε αγώνες μποξ. Το κυνήγι των ονείρων του τον φτάνει ίσαμε το παρθένο βασίλειο των χρυσοθήρων, τον Καναδά, στα σύνορα με την Αλάσκα. Πρώτα Κλοντάικ κι έπειτα Ντόσον, στην περιφέρεια του Γιούκον. Όπου υπάρχει προοπτική, εκεί τον συναντάς. Αλλά η δουλειά τού χρυσοθήρα απαιτεί υπομονή και οι νέοι δε φημίζονται γι’ αυτήν…

Έτσι, αποσύρεται από το κυνήγι του χρυσού και πιάνει δουλειά σε ένα μπαρ, όπου ερωτεύεται την «ωραία του Γιούκον», τη διάσημη χορεύτρια Κέιτ Ρόκγουελ, και παίρνει τα πρώτα μαθήματα στο θέαμα. Μαρτυρίες κάνουν λόγο για θυελλώδη σχέση με κακή εξέλιξη. Χρόνια μετά, η Ρόκγουελ τον κατηγορεί ότι χρηματοδότησε με τη δουλειά και τις οικονομίες της το πρώτο επιχειρηματικό του βήμα και πως εκείνος δε στάθηκε ικανός να το διατηρήσει. Ποιος ξέρει…

Το πρώτο απόκτημα – Με ημερήσια έσοδα 3.000 δολάρια

Ο Αλέξανδρος έχει εντοπίσει το πεδίο που θα τον κάνει πλούσιο. Το ξημέρωμα του 20ού αι. η μακρινή ήπειρος παρουσιάζει αφενός μια ζωηρή κινητικότητα ξένων πληθυσμών, που έχουν μετοικίσει εδώ αναζητώντας καλύτερη τύχη, και αφετέρου μια ποικιλία ψυχαγωγικών θεαμάτων, κάποια από τα οποία έχουν «γεννηθεί» στην Ευρώπη κι έχουν διασχίσει τον Ατλαντικό, βρίσκοντας και εδώ το κοινό τους, το οποίο ωστόσο περιορίζεται σε «πολίτες τρίτης κατηγορίας». Το βαριετέ (Vaudeville) και το μπουρλέσκο (Burlesque) είναι δρώμενα επί σκηνής, τα οποία οι Αμερικανοί ταυτίζουν σχεδόν με τη χυδαιότητα. Το πρώτο είδος είναι γνωστό στην Ευρώπη από τον 15ο αι. ως τραγούδι των δρόμων και έχει εξελιχθεί τον 19ο αι. σε ποικιλία θεαμάτων, με κωμικά σκετς, τραγούδια, ταχυδακτυλουργικά κ.ά. Το θέαμα που προσφέρει ενδέχεται να περιέχει και στοιχεία τσίρκου με ανθρώπους που ακροβατούν ή ζώα που μιμούνται ανθρώπινες συμπεριφορές. Το δεύτερο είναι χιουμοριστικό είδος ψυχαγωγίας με στοιχεία παρωδίας και συχνά-πυκνά στριπτίζ σόου.

Στο σινεμά (που έχει ξεπηδήσει μέσα από αυτά τα δύο είδη) οι Γάλλοι πρωτοπορούν από την εκπνοή του 19ου αι., αλλά στις ΗΠΑ το είδος πάει με πιο αργούς ρυθμούς μέχρι τις αρχές του 20ού αι.. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, η μεγάλη οθόνη αντιμετωπίζεται από το αμερικανικό κοινό περισσότερο με θυμηδία παρά με διάθεση εξερεύνησης του καινούργιου.

Είτε βοηθούμενος οικονομικά από τη σύντροφό του, Κέιτ, είτε όχι, ο νεαρός Πανταζής αποφασίζει να κάνει το πρώτο άλμα, αγοράζοντας, στο Ντόσον Σίτι, μια παρακμιακή αίθουσα θεαμάτων, την οποία με πολλή προσωπική φροντίδα μετατρέπει σε ελκυστικό χώρο παρουσίασης πότε βαριετέ και πότε μπουρλέσκου. Από αυτόν τον χώρο επαίρεται πως κερδίζει περί τα 3.000 δολάρια ημερησίως για τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Μόνο που οι κακές κατοπινές επενδύσεις του κατευθύνουν την επιχείρηση σε πτώχευση.

Όταν πια διαβλέπει την «καταστροφή» του, με ό,τι έχει καταφέρει να σώσει μετακομίζει στο Σιάτλ και αγοράζει το ήδη υπάρχον Crystal Theater. Είναι ανεκπαίδευτος, απελέκητος, τα Αγγλικά του είναι χειρότερα από τα αδύναμα Ελληνικά του, αλλά είναι αποφασισμένος να πετύχει. «Οι αγράμματοι άνθρωποι διαθέτουν μια άριστη, σωτήρια εντέλει, μνήμη», θα προσπαθήσουν αργότερα πολλοί να ερμηνεύσουν την τεράστια επιτυχία του δαιμόνιου Έλληνα μετανάστη.

Πάντως, το 1904 ο Πανταζής βρίσκεται στη 2η οδό του Σιάτλ με την πρώτη αποκλειστικά δική του αίθουσα, στην οποία δίνει το όνομά του. Ένα εντυπωσιακό “Pantages Vaudeville” δεσπόζει πάνω από τη μαρκίζα του θεάτρου.

Έντεκα χρόνια μετά, εγκαινιάζει έναν δεύτερο δικό του χώρο, στη διασταύρωση των δρόμων 3rd και University. Στην επόμενη δεκαετία, τα αμερικανικά θέατρα της Δυτικής Ακτής θα χωρίζονται σε “Pantages Theater” και σε όλα τα υπόλοιπα.

Στο μεταξύ, το σινεμά έχει βρει πια τον «σεμνό» δρόμο του, και ο δαιμόνιος επιχειρηματίας, εκτός από νούμερα βαριετέ και μπουρλέσκου, εισάγει στο πρόγραμμα των αιθουσών και προβολή κινηματογραφικών ταινιών. Επιπλέον, έχει αποκτήσει μόνιμο συνεργάτη για το χτίσιμο των αιθουσών του. Είναι ο Εβραίος από τη Σκοτία αρχιτέκτονας Β. Marcus Priteca, με τον οποίο φτάνουν κάποτε να συνεννοούνται με τα μάτια. Ο Priteca ξέρει ότι ο πελάτης του θέλει πολυτελή θέατρα με μελετημένη ακουστική, προσεγμένα στην παραμικρή τους λεπτομέρεια και παίρνει τη δουλειά εργολαβικά.

Το 1926, ο Πανταζής μετρά 30 δικές του αίθουσες βαριετέ και μπουρλέσκου και διαχειρίζεται άλλες 42. Στο μεταξύ, έχει παντρευτεί τη μουσικό Lois Mendenhall κι έχει αποκτήσει δύο γιους και δύο κόρες (η μία είναι υιοθετημένη), παιδιά στα οποία έχει δώσει μόνο αμερικανικά ονόματα. Είναι τα αγόρια Rodney και Lloyd και τα κορίτσια Carmen και Dixie. Η Ελλάδα γι’ αυτόν είναι κακή θύμηση με φτώχια και πείνα. Από καιρό έχει ρίξει μαύρη πέτρα.

Ο δρόμος προς την κορυφή

Τρέχοντας προς την επιτυχία, ο Αλέξανδρος Πανταζής απομονώνεται όλο και περισσότερο. Είναι από τη φύση του μοναχικός και ο δύσκολος ανήφορος τον οδηγεί σε ακόμη περισσότερη δουλειά και ακόμη μεγαλύτερη απομόνωση. «Δεν έχω συνεργάτες. Έχω μόνο τη γυναίκα και τα παιδιά. Μόνος μου σκηνοθετώ τα πάντα. Μόνος μου αποφασίζω για τα πάντα. Αν σταματήσω, χάθηκα. Αυτός είναι ο δικός μου τρόπος», θα δηλώσει κάμποσα χρόνια μετά σε κάποιον δημοσιογράφο, που τον ρωτά για τη συνταγή της επιτυχίας του.

Εργατικός, διορατικός, με μια εντυπωσιακή επιχειρηματική σοφία, ο Αλέξανδρος Πανταζής όχι μόνο εξαφανίζει τους ανταγωνιστές του, αλλά σκαρφαλώνει ολοένα και περισσότερο στη σκάλα της επιτυχίας. Είναι όμως και σκληρός και ανελέητος εργοδότης, γεγονός που συχνά τον φέρνει σε δικαστικές αίθουσες αντιμέτωπο με συνεργάτες του.

Στο έργο του “American Zeus: The life of Alexander Pantages, Theater Mogul”, ο καθηγητής Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον, Τάσος Λαγός, αναφέρει πως ο Πανταζής υπέγραφε ένα συμβόλαιο, ακολούθως ψαλίδιζε την αμοιβή κατά 25% και έθετε τελεσίγραφο στον καλλιτέχνη: «Μπορείς να μείνεις μαζί μας ή να φύγεις».

Στο ίδιο βιβλίο αναφέρεται και ένα περιστατικό που αποδεικνύει την τακτική του. Βασικός ανταγωνιστής του Πανταζή στη σκηνή του Σιάτλ είναι κάποιος επιχειρηματίας ονόματι Considine, και κάποτε ένας σπουδαίος βιολιστής έρχεται να παίξει στο θέατρο του Considine. Ο Πανταζής «σκυλιάζει». Στέλνει στον σταθμό ένα όχημα για να φορτώσει τα βιολιά Stradivarius του σολίστα, προκειμένου να του παραδοθούν στο ξενοδοχείο. Αλλά τα όργανα καταλήγουν στα χέρια του Πανταζή, ο οποίος τηλεφωνεί στον καλλιτέχνη, λέγοντάς του πως αν δεν εμφανιστεί στο δικό του θέατρο θα αρχίσει να κόβει χορδές. Έως ότου φτάσει στην τρίτη χορδή του πρώτου βιολιού, η συμφωνία κλείνει.

Το 1924, στα 59 του χρόνια, ο αγράμματος μπόμπιρας από την Άνδρο είναι εκατομμυριούχος μεγιστάνας του θέματος στην Αμερική, αλλά αυτή την εποχή έχει να διαχειριστεί δύο νέα δεδομένα: τη ραγδαία άνοδο του κινηματογράφου, την οποία απηχεί η αναπτυσσόμενη βιομηχανία του Χόλιγουντ κι έχει στριμώξει στον τοίχο το βαριετέ, και τη συντελούμενη οικονομική ύφεση, που οδηγεί στο κραχ του ’29. Η αυτοκρατορία του Πανταζή κινδυνεύει. Τότε εμφανίζεται ο πατέρας τού μετέπειτα προέδρου Κένεντι, Τζόζεφ. Είναι πολιτικός, επενδυτής, στυγνός επιχειρηματίας και ζητά από τον Έλληνα να αγοράσει για λογαριασμό της εταιρείας του, της Radio Keith Orpheum (RKO), το σύνολο των αιθουσών του αντί 14 εκατ. δολαρίων. Εκείνος αρνείται.

Τον Ιούνιο του ’29, η σύζυγος του Πανταζή, Lois, προκαλεί ένα τροχαίο με νεκρούς και τραυματίες. Το όνομα του πάλαι ποτέ πανίσχυρου επιχειρηματία βρίσκεται για πρώτη φορά στην καρδιά της κακής δημοσιότητας. Η περιουσία του φυλλορροεί. Αποδέχεται τότε την πρόταση του Κένεντι, αλλά κατά το ήμισυ. Θα του πουλήσει έξι από τις συνολικά 15 αίθουσές του, αντί του ποσού των 5 εκατ. δολαρίων. Δύο από τις εναπομείνασες της Δυτικής Ακτής θα καταλήξουν στη Warner Brothers.

Από τα παλάτια στη φυλακή – «Ο Κένεντι με παγίδεψε!»

Σε λίγες μέρες ξεσπάει το μέγα σκάνδαλο. Στις 9 Αυγούστου του ’29, ο Αλέξανδρος Πανταζής συλλαμβάνεται με την κατηγορία του βιασμού ανήλικης χορεύτριας. Η 17χρονη Eunice Pringle καταγγέλλει ότι, κατά τη διάρκεια μίας συνέντευξης στο γραφείο του, το «μεγάλο αφεντικό» του θεάματος τη βίασε. Λίγο μια ανόητη προσπάθεια εκ μέρους του περιβάλλοντος του καταγγελλόμενου να επηρεαστούν κάποιοι μάρτυρες, κάτι ο εχθρικός εισαγγελέας, κάτι ο αυστηρός δικαστής, λίγο και η φήμη του Πανταζή ότι «τρέφει ιδιαίτερη αδυναμία στις μικρούλες» είναι αρκετά για να τον καταποντίσουν. «Λάδι στη φωτιά» ρίχνει και η εφημερίδα του William Hearst, “Examiner. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι όλα είναι σκευωρία και μάλιστα στημένη από τον Τζόζεφ Κένεντι, για να βάλει στο χέρι τις υπόλοιπες αίθουσές του, και η “Examiner” σε αυθεντικό ρόλο (ιερο)“εξεταστή” θάβει όλο και πιο βαθιά τον επιχειρηματία.

Ο Πανταζής δικάζεται, καταδικάζεται και οδηγείται στη φυλακή, όπου παραμένει για επτά μήνες. Αλλά το Εφετείο θα τον δικαιώσει. Προηγουμένως, δύο καρδιακές προσβολές τον στέλνουν στο νοσοκομείο και γίνονται η αιτία να αποφυλακιστεί με εγγύηση 100.000 δολαρίων και να παραμείνει ελεύθερος έως τη μέρα της δεύτερης δίκης. Αυτή τη φορά ο λαμπρός δικηγόρος του, Jerry Giesler, θα καταρρίψει τον λόγο της Pringle, αποδίδοντας στις κατηγορίες της «ταπεινά κίνητρα» και αμφισβητώντας το «ηθικόν» του χαρακτήρα της. Προσπαθεί να αποδείξει ότι η νεαρή στοχεύει στο χρήμα και ότι αποσκοπεί σε μια γενναία αποζημίωση, γεγονός που, όπως αναφέρει, αποδεικνύεται και από τη χρονική στιγμή της καταγγελίας της. Δηλαδή, λίγες μέρες μετά το μοιραίο δυστύχημα που προκάλεσε η σύζυγος του επιχειρηματία και ταυτόχρονα με το εχθρικό κλίμα στο οποίο βρέθηκε ο ίδιος.

Ο Πανταζής αθωώνεται, καταβάλλει περισσότερα από 250.000 δολάρια για νομική και ιατρική υποστήριξη, και επιστρέφει καταρρακωμένος στο σπίτι του. Στις 21 Νοεμβρίου του 1935, επανεμφανίζεται στο προσκήνιο πιο αποφασισμένος από ποτέ. Με μια δημοσίευση στον Τύπο ανακοινώνει ανανέωση της εταιρείας του με την προσθήκη δύο καινούργιων αιθουσών. Δηλώνει: «Οι δύσκολες μέρες τελείωσαν. Η τραγωδία του δικαστηρίου είναι πια παρελθόν και ο Αλέξανδρος Πανταζής επιστρέφει εξ ολοκλήρου στον χώρο του θεάματος! Δοκίμασα χρυσό, πετρέλαιο, εξορύξεις και άλλες επενδύσεις. Η δουλειά μου, όμως, είναι το θέατρο και είναι υπέροχο που επιστρέφω σε αυτό».

Αυτή τη φορά δεν αρκεί η θέληση για να πετύχει. Η καρδιά του είναι ήδη αρκετά ταλαιπωρημένη. Τον προδίδει στις 17 Φεβρουαρίου του 1936. Ο Αλέξανδρος Πανταζής φεύγει στον ύπνο του. Στην τελευταία του κατοικία τον συνοδεύει το μισό Χόλιγουντ. Τα παιδιά του ανακοινώνουν ότι η περιουσία που άφησε ο πατέρας τους είναι μόλις 5.026 δολάρια.

Η γοητευτική ιστορία του αποφασιστικού πιτσιρίκου, που – αβοήθητος και μάλιστα απελέκητος ων – εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει από το μηδέν έναν κολοσσό, δεν είναι μοναδική στα χρονικά της ελληνικής μετανάστευσης. Το εντυπωσιακό είναι πώς η ιστορική αμνησία κατάπιε το όνομα “Pantages”, που αναγράφεται ακόμη, έναν αιώνα μετά, στις όψεις των πολυτελών αιθουσών της Αμερικής. Στην πλειονότητα των επίσημων ιστοσελίδων των συνεχιστών του θεάματος, στα χέρια των οποίων κατέληξαν οι αίθουσες αυτές, η ιστορία των “Pantages” ξεκινά από την εταιρεία RKO του Κένεντι! Ένας «ποταπός» μετανάστης, του οποίου η είσοδος απαγορευόταν (μαζί με τους σκύλους!) σε πολυτελή αμερικανικά καταστήματα εστίασης των αρχών του 20ού αι., που «έβαλε τα γυαλιά» στους ντόπιους επιχειρηματίες της εποχής και που τελικά σύρθηκε για βιασμό στη φυλακή, ασχέτως με την κατοπινή αθώωσή του, φαίνεται πως είναι μαύρο στίγμα στη λαμπρή πορεία του θεάματος της δυτικής όχθης. Το αντιμεταναστευτικό αφήγημα των εντύπων του Hearst πρόσφερε κι αυτό σπουδαία συνδρομή στην πορεία προς την αμνησία. Ούτε κι όταν για δέκα ολόκληρα χρόνια (1949-1959) το πολυτελές “Pantages Theater” του Λος Άντζελες φιλοξενεί τη λαμπρή τελετή απονομής των βραβείων Όσκαρ, σκέφτηκε κάποιος να «ξεθάψει» το όνομα του ιδρυτή της αίθουσας.

Έτσι, οι επόμενες γενιές ερμήνευσαν απλά το “Pantages” ως «καλσόν», θεωρώντας το μάλιστα και ευφάνταστο ως τίτλο αλυσίδας αιθουσών θεάματος, και βοήθησαν τη λήθη να κάνει απερίσπαστη της δουλειά της.

-Advertisement / Διαφήμιση-

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.