Γράφει η Μαρία Ν. Αγγέλη *
Πού την ήβρες ξένε / αυτήν τη νιά; / Την ξανθομαλλούσα τη ρονταριά; / Από την πόλη ερχόταν και από τα χωριά. / Τα βασιλικά της επότιζε και τα αγιοσμαρί της εδρόσιζε. / Βρε παλικαράκι και αν δεν μ’ αγαπάς / Τι συχνοδιαβαίνεις και δε με ρωτάς; / Στείλε προξενήτρες στη μάνα μου / και προξενητάδες στον μπάρμπα μου. (Δημοτικό τραγούδι)
Στην ελληνική επαρχία, αλλά και στις πόλεις, υπήρχαν άτομα μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες του 20 ου αιώνα, κυρίως γυναίκες, που αναλάμβαναν να παντρέψουν δυο νέους με προξενιό ή συνοικέσιο. Η αυστηρότητα των ηθών και τα έθιμα της εποχής και ιδιαίτερα της περιοχής, όπως για παράδειγμα του Ξηρομέρου, δεν επέτρεπαν την επικοινωνία και την άμεση γνωριμία των ζευγαριών.
Αναλάμβαναν τότε οι προξενήτρες κυρίως, αλλά και οι προξενητάδες να «προξενήσουν» με το προξενιό τη γνωριμία και το γάμο! Ενεργούσαν με δική τους πρωτοβουλία επειδή τους άρεσε να «κάνουν το καλό», ταιριάζοντας νέους, που κατά την εκτίμησή τους μπορούσαν να αποτελέσουν ένα πετυχημένο ζευγάρι.
Ενεργούσαν επίσης κατόπιν επιθυμίας των γονιών ή συγγενών της μιας ή της άλλης πλευράς. Κάποιοι ενεργούσαν και με την προσμονή αμοιβής μετά την επιτυχία του προξενιού. Στο Ξηρόμερο, όπως προκύπτει από την έρευνα, οι προξενήτρες ή οι προξενητάδες δεν απαιτούσαν
αμοιβή, αρκούνταν στην ηθική ικανοποίηση ότι ταίριαξαν ένα ζευγάρι και σε κάποια μικροδώρα που έπαιρναν από την οικογένεια.
Προξενήτρες-προξενητάδες ήταν συνήθως άτομα με πείρα, με εχεμύθεια, με πειστικότητα και διπλωματία. Επίσης, έξυπνα και ετοιμόλογα. Οι γονείς συζητούσαν μαζί τους τα προσόντα της νύφης και του γαμπρού αντίστοιχα, και φυσικά την προίκα της υποψήφιας! Αν κατέληγαν σε συμφωνία προχωρούσαν στη διαδικασία των αρραβώνων και του γάμου.
Συνήθως η προξενήτρα πήγαινε στα σπίτια αργά το βραδάκι για να μη γίνει αντιληπτή από τη γειτονιά και διαρρεύσει το προξενιό. Καθησύχαζε την οικογένεια την οποία επισκεπτόταν με τη φράση: «έρχομαι για καλό σκοπό» και στη συνέχεια εξηγούσε το σκοπό της επίσκεψης. Μετά το καθιερωμένο κέρασμα άρχιζε η συζήτηση και τα σχετικά με το συνοικέσιο.
Η διπλωματία, η ευφράδεια λόγου, η ικανότητα να αναδεικνύει τα προτερήματα και να υπεκφεύγει όταν έπρεπε, χαρακτήριζαν την καλή προξενήτρα ή τον καλό προξενητή. «Οι προξενήτρες» παινεύονταν για τα επιτυχημένα ζευγαρώματα που είχαν κάνει και ανταμείβονταν γι’ αυτό με κάποια μικροδώρα από τις οικογένειες.
Για παράδειγμα αναφέρω: μια ποδιά κουζίνας, κάλτσες, μαντήλι κεφαλής και μαντήλι χειρός κ.ά. Χαρακτηριστική η έκφραση: «Μου στρένε τα
προξενιά»! Δηλαδή στεργιώνουν, έχουν επιτυχία και ζευγαρώνουν τα άτομα… Αισθανόταν ικανοποίηση για την επιτυχία τους.
Οι προξενήτρες είχαν το ρόλο του διαμεσολαβητή. Λειτουργούσαν με την ιδιότητα του φίλου, του συγγενή ή του γείτονα της μιας ή της άλλης πλευράς. Οι προξενήτρες που αναλάμβαναν και διεκπεραίωναν το προξενιό γνώριζαν καλά τις οικογένειες, του υποψήφιου γαμπρού και της νύφης. Επομένως και την δυνατότητα που είχε η οικογένεια της νύφης να προικίσει το κορίτσι, καθώς και την απαίτηση της προίκας που είχε η οικογένεια του γαμπρού.
Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων έπρεπε να είναι προσεκτικές και εχέμυθοι για να μη διαρρεύσει τίποτα στην τοπική κοινωνία πριν «δώσουν τα χέρια», «δώσουν λόγο» οι δυο οικογένειες. Τότε το προξενιό είχε «πετύχει». Ακόμα και στις περιπτώσεις που δεν «πετύχαινε» το προξενιό η εχεμύθεια της προξενήτρας ή του προξενητή προστάτευε τις οικογένειες από τα σχόλια και το κουτσομπολιό…
Η μη αποδοχή της πρότασης της προξενήτρας γινόταν με εύσχημο τρόπο, συνήθως με τις φράσεις «καλός και άξιος, μα δεν έχουμε καιρό», «αν είναι της τύχης να γίνει, θα γίνει» κ.λπ. Για να αποφύγουν τις επιπτώσεις από τη δυσαρέσκεια της προξενήτρας. Μπορούσε να διαδώσει οτιδήποτε για την κόρη τους και να γίνει πιστευτή.
Και φυσικά μια δυσφήμηση θα έβλαπτε ανεπανόρθωτα ίσως, το καλό όνομα της υποψήφιας νύφης. «Κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα»! λέει η γνωστή παροιμία. Επίσης με τον εύσχημο τρόπο απέφευγαν να προσβάλουν την οικογένεια που είχε στείλει την προξενήτρα.
Ιδανικό ήταν, κατά την άποψη των προξενητριών, οι μελλόνυμφοι να είναι συγχωριανοί, επιβεβαιώνοντας τη λαϊκή ρήση ότι: «το καλό αρνί πουλιέται στον τόπο του» ή «παπούτσι από τον τόπο σου, ας είν’ και μπαλωμένο». Αυτά όμως δεν ισχύουν πάντα…
Το προξενιό τελείωνε με τη συνάντηση των ανδρών συμπεθέρων σε ουδέτερο σπίτι, όπου παρουσία της προξενήτρας ή του προξενητή «έδιναν τα χέρια», ήταν το λεγόμενο «λογοδόσιμο».
«Πάνε οι άντρες να τα σάσ(ου)νε!», ήταν η λαϊκή έκφραση που έλεγαν οι γυναίκες στην προκειμένη περίπτωση. Έκλεινε το προξενιό με το λογοδόσιμο χωρίς να παρίσταται η νέα, η υποψήφια νύφη. Εκείνη φρόνιμη περίμενε την απόφαση. Αποφάσιζαν οι άνδρες της οικογένειας για το δικό της μέλλον και τη δική της οικογένεια…
Πόσα «πετυχημένα» προξενιά δημιούργησαν αποτυχημένους γάμους… Πόσα καλά και υπάκουα κορίτσια υπήρξαν θύματα
«πετυχημένων» προξενιών…
Για να μην αδικήσω και τους νέους της εποχής ανάλογη συμπεριφορά και αντιμετώπιση αντιμετώπιζαν και οι ίδιοι. Έπρεπε πολλές φορές να δεχτούν την απόφαση του πατέρα που ήταν για το καλό τους, σύμφωνα πάντα με την εκτίμηση του γονιού…
Με ένα τραγούδι θρύλο, τον «Χαραλάμπη», σύμφωνα με το οποίο ήθελαν να παντρέψουν τον απαθανατιζόμενο άνθρωπο με το ζόρι, ενώ αυτός διαμαρτύρεται και αναρωτιέται, αν γίνεται «με το ζόρι παντρειά;».
Το δημώδες άσμα δεν μας πληροφορεί αν ο Χαραλάμπης αρκέστηκε στη διαμαρτυρία «Δεν τη θέλω – θα την πάρεις./ Άλλα λόγια πέστε, ρε παιδιά./ Τι καμώματα είναι τούτα,/ με το ζόρι παντρειά;», ή αν, τελικά, πείστηκε από τα προτερήματα (!) της νύφης: «Έλα, βρε Χαραλάμπη, κι είναι νοικοκυρά, ζυμώνει, μαγειρεύει το μήνα μια φορά» ή υπέκυψε στο δέλεαρ «να φάμε και να πιούμε και να χορέψουμε» και
μαζί με τον Ησαΐα χόρεψε και έναν τσάμικο…
Ο «Χαραλάμπης» σατιρίζει κωμικές καταστάσεις, που σχετίζονταν με το γάμο… Οι δύο νέοι, γαμπρός και νύφη, αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα των οικογενειών και ο γάμος γίνεται με βάση το συμφέρον των οικογενειών και όχι την επιθυμία των προσώπων. Είναι το μέσο για τη διαιώνιση του πατρικού ονόματος και τη μεταβίβαση της γονικής περιουσίας, ως κληρονομιά στα αγόρια και ως προίκα στα κορίτσια.
Με δεδομένο ότι τα παιδιά ήταν οι κληρονόμοι της πατρικής περιουσίας, ο γάμος καθοριζόταν από την ταξική θέση των νεόνυμφων και ήταν γάμος συναλλαγής. Γινόταν μεταξύ προσώπων της ίδιας τάξης, «ο φτωχός φτωχήν επήρε και ο θεός πολλά καλά τους έδωσε».
Οι φτωχοί ήλπιζαν είτε στη γενναιοδωρία του θεού, είτε στη βελτίωση της κοινωνικής θέσης των παιδιών τους με έναν καλό γάμο. «Σε πλούσιο σπίτι το παιδί σου βάλε και προίκα μη γυρεύεις», έλεγε ο λαός, κατανοώντας την παντοδυναμία του πλούτου. Σπανιότατος, όμως, ένας τέτοιος γάμος.
Σε ερώτησή μου, αν κάποια κοπέλα ήταν φτωχή τι γινόταν, μια υπέργηρη Ξηρομερίτισσα συνομιλήτριά μου είπε με σιγουριά και αποδοχή της κατάστασης: «έπαιρνε το φτωχόνε! Σπάνια να έπαιρνε ένα πλούσιο». Σε τέτοια περίπτωση είχανε να μολογάνε στο χωριό για την μεγάλη τύχη που είχε η φτωχή. Γινόταν μύθος και παραμύθι… σαν αυτό της σταχτοπούτας!
Αναφέρονται επίσης και περιπτώσεις που μετά το γάμο, αν ο γαμπρός ανακάλυπτε ότι η νύφη δεν ήταν αγνή (!) τότε έπρεπε ο πατέρας της να δώσει επιπλέον προίκα, το λεγόμενο «απανωπροίκι», για να χρησιμοποιήσω μια ξηρομερίτικη σύνθετη λέξη. Με το «απανω-προίκι», «αποκαθιστούσε» τη χαμένη τιμή της κόρης του! Γλύτωνε και από τον εξευτελισμό την κόρη αλλά και την οικογένειά του…
Η προίκα έπρεπε να είναι ανάλογη της κοινωνικής θέσης του γαμπρού. Περιλάμβανε κτήματα, άλλα ακίνητα, ζώα, χρηματικό ποσό, έπιπλα, οικιακά σκεύη, είδη ιματισμού και ένδυσης, και τιμαλφή που δώριζαν οι γονείς στη νύφη.
Η προίκα για τις φτωχές λαϊκές οικογένειες ήταν δυσβάσταχτη και γι’ αυτό η γέννηση του κοριτσιού θεωρούνταν συμφορά. Ο θεσμός αυτός καταργήθηκε το 1983. Πριν μερικές δεκαετίες…
«Ο τρόπος με τον οποίο τελούνταν τα συνοικέσια αποτελεί μια, εκ πρώτης όψεως, παράδοξη σελίδα του βίου των νεοελλήνων», σημειώνει ο Ηρακλής Κακαβάνης.
«Το διπλωματικό αυτό έργο έφερναν σε πέρας οι πασίγνωστες εξ επαγγέλματος προξενήτρες, σπανίως στέλνονταν προξενητάδες. Σπάνιοι ήταν οι γάμοι με άμεση συνεννόηση των οικογενειών (χωρίς προξενιά). Τα καθήκοντα της προξενήτρας δεν ήταν τυχαία. Έργο της ήταν να εξυψώσει τα υλικά, σωματικά και ηθικά προτερήματα του νέου και να εξάρει την ομορφιά της νύφης (αφού ο δυστυχής γαμπρός δεν μπορούσε να δει τη νύφη).
Έπρεπε να φέρει σε πέρας το έργο της χωρίς να μπορεί κανείς να την κατηγορήσει μετά ότι είπε ψέματα. Εκεί κρινόταν η επιδεξιότητά της και η πονηριά της. Το πετύχαινε αυτό, είτε λέγοντας μισές αλήθειες, είτε με το διφορούμενο τρόπο που μιλούσε. Έλεγε η προξενήτρα ότι «ο γαμπρός αν πάρει έχει στάρι, αν πάρει έχει κριθάρι» (αν πάρει, παράφραση της λέξης αμπάρι) και οι γονείς της νέας υπέθεταν ότι ο γαμπρός
έχει αμπάρια γεμάτα σιτάρι και κριθάρι». (Ηρακλής ΚΑΚΑΒΑΝΗΣ, «Καθ’ οδόν: Για το γάμο του «Χαραλάμπη»… https://www.rizospastis.gr/story.do?id=4940282).
Στο λογοτεχνικό έργο «Η τιμή και το χρήμα» του Κ. Θεοτόκη ακόμα και ο έρωτας των νέων δεν μπορεί να νικήσει το θεσμό της προίκας. Ανάθεμα τα τάλαρα»! μονολογεί απογοητευμένη η νέα κοπέλα που δεν έχει την απαραίτητη προίκα…
Σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες μια νέα κι ένας νέος που αγαπιούνταν, επέβαλαν τη θέλησή τους στην οικογένεια. Αν δεν το κατάφερναν ακολουθούσε η εκούσια απαγωγή, το λεγόμενο «κλέψιμο», «κλεψά» των νέων, ο «κλεφτόγαμος».
Τότε η οικογένεια, κυρίως της ανυπάκουης κόρης, βρισκόταν προ τετελεσμένου γεγονότος, το οποίο αποδεχόταν ή δεν αποδεχόταν και διέκοπτε εντελώς τις σχέσεις με το νεόνυμφο ζευγάρι…
Ακόμη και τα αγνά προγαμιαία ειδύλλια, οσάκις υπήρχαν και αποκαλύπτονταν, έπρεπε να επισημοποιηθούν μέσα από διαδικασία προξενήτρας, έπρεπε «Να την ζητήσει την νύφη ο γαμπρός», όπως έλεγαν, για να μην υπάρχουν και τα σχόλια της κλειστής και συντηρητικής κοινωνίας της εποχής. (Θοδωρής Γεωργάκης, «Φκήσου με μανούλα μου τώρα στ’ ώριο μου στεφάνι…», https://aromalefkadas.gr).
Αναφέρονται και κωμικοτραγικές περιπτώσεις προξενιών «πετυχημένων» που κατάφεραν να οδηγήσουν σε γάμο αταίριαστα ζευγάρια. Σε κάποια εποχή που ο νέος ή η νέα δεν είχαν δει ο ένας τον άλλον, αλλά αρκέστηκαν στην περιγραφή της προξενήτρας ή του προξενητή, βρίσκονταν προ εκπλήξεως στο γάμο, όταν αντίκριζαν το ταίρι τους.
Μπορεί να έβλεπαν μια άσχημη νύφη, ένα μεστωμένο γαμπρό κ.λπ.
Η ελληνική ταινία με επίσημο τίτλο «Της Κακομοίρας» το 1963 αναπαριστά μια τέτοια περίπτωση προξενιού. Στις καρδιές του κόσμου η ταινία έμεινε ως ο «Μπακαλόγατος», χάρη στο θρυλικό Ζήκο που ενσάρκωσε, με μεγάλη επιτυχία, ο Κώστας Χατζηχρήστος. Είναι μια κωμική, αλλά και ρεαλιστική περίπτωση της προξενήτρας που προξενεύει το γέρο μπακάλη, τον κυρ Παντελή με τη νέα και ωραία Λίτσα…
Ο Ζήκος, «ο μπακαλόγατος», αποτελεί τον αντίλογο στο αταίριαστο αυτό προξενιό και λέει στη Δέσποινα (Μαρίκα Νέζερ), την προξενήτρα: «Εσύ κατόρθωσες και τελείωσες ένα συνοικέσιο του αίσχους. Αίσχος είναι, βέβαια, γιατί αυτή είναι κοπελίτσα κι αυτός είναι κοτζάμ γορίλας. Θα του τα φορέσει!».
Με αρκετή δόση χιούμορ, η ταινία σκιαγραφεί την πραγματικότητα που επικρατούσε στην ελληνική κοινωνία, ιδίως στην επαρχία.
Ο υπέργηρος ξηρομερίτης Σπ. Μπαρμπαρούσης καταγράφει τον αρραβώνα μιας κοπέλας, της Σταθούλας από τον Αετό, με το Στέργιο από τα Βλυζιανά. Άλλη του έδειξαν για αρραβωνιαστικιά και άλλη παρουσιάστηκε στο γάμο. Εκείνη μια πανύψηλη «νταρντάνα» δεν είχε καμιά σχέση τουλάχιστον εξωτερικά με την «αρραβωνιαστικιά».
Ωστόσο αυτός ο γάμος του Στέργιου Αγγέλη με τη Σταθούλα κύλησε ομαλά, αφού η ίδια ήταν μια εξαιρετική γυναίκα που ανέστησε με αξιοπρέπεια τέσσερα παιδιά!
«Ο Στέργιος πήγε με τον αδελφό του στον Αετό και είδε μια κοπέλα την οποία αρραβώνιασε την ίδια βραδιά. Στο διάστημα μέχρι το γάμο, λοιπόν, δεν ξαναπήγε να δει τη νύφη και κανονίστηκαν τα στέφανα. Όταν πήγε να γίνει ο γάμος οι Αετινοί πυροβολούσαν αβέρτα με τις αραβίδες στον αέρα.
Στην εκκλησία όμως πήγαν άλλη κοπέλα για νύφη, που ήταν άσχημη και τόσο ψηλή που έφτανε ως τον πολυέλαιο. Την αδελφή της δεν την παρουσίασαν μην τη δει ο γαμπρός και ο αδελφός του, που είχαν πάει στους αρραβώνες, και τη γνωρίσουν.
Όταν είδαν τη νύφη δεν τους άρεσε, αλλά δεν τολμούσαν να φύγουν ή να πουν τίποτα, γιατί έξω έπεφταν αβέρτα ντουφεκιές. Έτσι έγιναν τα στέφανα και έφεραν τη νύφη στα Βλυζιανά και «γέμισε το χωριό άνθρωπο», που λένε.
Την αδελφή της ύστερα την πάντρεψαν στον Αστακό. Ο Στέργιος απέκτησε μαζί της δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Από τη γυναίκα αυτή δεν ήταν άλλη καλύτερη για οικογένεια, γιατί ήταν εργατική και τίμια, τέλειος άνθρωπος». (Σπύρος Γ. Μπαρμπαρούσης, Στα
Βλυζιανά στα χρόνια τα παλιά, Αθήνα 2015, σ.75-76).
Ο ρόλος της προξενήτρας έδωσε έμπνευση για να γραφούν διάφορα τραγούδια και σενάρια. Έτσι έχουμε την ελληνική ταινία «Η Προξενήτρα» το 1966 στη μεγάλη οθόνη. Η Γεωργία Βασιλειάδου υπήρξε η «εθνική» προξενήτρα του ελληνικού κινηματογράφου. Ωστόσο στον ελληνικό και ξένο κινηματογράφο έχουμε αρκετές περιπτώσεις που αναφέρονται στο προξενιό και το ρόλο της
προξενήτρας…
Στα νεότερα χρόνια, από τις τελευταίες δεκαετίες του 20 ου αιώνα υπήρχε μεγαλύτερη ελευθερία στη σχέση των δύο φύλων, άρχισαν να πλέκονται ειδύλλια και οι γονείς βρίσκονταν προ τετελεσμένων γεγονότων.
Σήμερα οι γάμοι γίνονται στη βάση μιας προσωπικής γνωριμίας, μετά από αίσθημα. Η διαμεσολάβηση των προξενητριών και των προξενητάδων έγινε περιττή. Μια ιδιαίτερη σελίδα στο Γάμο και το βίο των νεοελλήνων έχει κλείσει…
Το τραγούδι «ο ναύτης το ναυτόπουλο», στίχοι του Λ. Παπαδόπουλου που τραγούδησε η Βίκυ Μοσχολιού (1978) αποδίδει την απόφαση της νέας να πάρει αυτόν που αγαπά… Η ηρωίδα στο διάλογο που έχει με τη μητέρα της, απαρνείται τους σταθερούς γαμπρούς που της προτείνονται (το φούρναρη και το ράφτη) για το ναυτόπουλο που έχει ερωτευτεί…
Κορούλα μου, νυφούλα μου, πώς θα πορευτείς; / αχ πώς θα πορευτείς; / Μεγάλη θα `ναι η χάρη μας / να πάρεις τον φουρνάρη μας / να τον παντρευτείς, να νοικοκυρευτείς / γλυκό ψωμί κορούλα μου, κοντά του να γευτείς / Μανούλα μου, καρδούλα μου, δεν τον αγαπώ
αχ δεν τον αγαπώ / ψωμί κι ελιά καλύτερα / παρά να κλαίω ύστερα / για το προξενιό, φιλί με το στανιό
Ας πάρει άλλη μάνα μου, τον όμορφο τον νιο. / Κορούλα μου, νυφούλα μου, πώς θα πορευτείς; / αχ πώς θα πορευτείς;
Ο ράφτης σε λιμπίζεται / στα μάτια σου ορκίζεται / Να τον παντρευτείς, να νοικοκυρευτείς / γλυκό ψωμί κορούλα μου, κοντά του να γευτείς /
Μανούλα μου, καρδούλα μου, άλλον αγαπώ / αχ άλλον αγαπώ / το ναύτη τον ναυτόπουλο, / τ’ ανέμου τ’ αρχοντόπουλο / το μελαχρινό, στο λέω και πονώ / που με κρατάει στα μπράτσα του και πάω στον ουρανό!
- Η Μαρία Ν. Αγγέλη είναι ερευνήτρια, και συγγραφέας και κάτοχος Διδακτορικού Διπλώματος στην Κοινωνική Λαογραφία