Στις 31 Αυγούστου 1944 η Γερμανία βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Στις 9 Ιουλίου 1943 οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν και κατέλαβαν την Σικελία και έπεσε ο Μουσολίνι, στις 3 Σεπτεμβρίου αποβιβάστηκαν στην Νότια Ιταλία και συνθηκολόγησε η Ιταλία και στις 4 Ιουνίου 1944 οι Σύμμαχοι κατέλαβαν την Ρώμη. Επίσης, στις 6 Ιουνίου 1944 οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στην Βόρειο Γαλλία (Νορμανδία), στις 15 Αυγούστου στην Νότια Γαλλία και στις 25 Αυγούστου απελευθέρωσαν το Παρίσι. Στο μεταξύ, στο Ανατολικό μέτωπο, οι Ρώσοι προχωρούσαν και έφτασαν 900 χιλιόμετρα από το Βερολίνο.
Η Γερμανία, θέλοντας να εξοικονομήσει δυνάμεις για την άμυνα της Γερμανίας, αποφάσισε να εγκαταλείψει το Αιγαίο και την ηπειρωτική Ελλάδα. Οι γερμανικές δυνάμεις στο Αιγαίο αποτελούνταν από 12.000 στην Κρήτη, 8.000 στη Ρόδο, 1.300 στη Κω, 800 στην Κάρπαθο και 200 στην Κάλυμνο. Μεταξύ αυτών υπήρχαν και Ιταλοί, ορισμένοι φασίστες που έμειναν πιστοί στο Μουσολίνι και πολλοί άλλοι που, μη έχοντας άλλη επιλογή, περίμεναν την επικράτηση των Συμμάχων και την επιστροφή τους στα σπίτια τους.
Η αποχώρηση από τα νησιά του Αιγαίου γινόταν αεροπορικώς, κυρίως μέχρι την Θεσσαλονίκη και απ’ εκεί σιδηροδρομικώς για την Γερμανία. Η αποχώρηση από την Κάρπαθο προέβλεπε τέσσερες αποστολές, 200 περίπου ανδρών εκάστη, για την Ρόδο και απ’ εκεί, αν υπήρχαν τα μέσα, αεροπορικώς για την Θεσσαλονίκη. Τα πλοία της κάθε αποστολής έφταναν στο διάστημα της νύχτας από την Ρόδο στον Βρόντη. Με το ξημέρωμα άρχιζε η μεταφορά των στρατιωτών από την αποβάθρα των Πηγαδίων στον Βρόντη, από όπου με το σκοτείνιασμα ξεκινούσε η νηοπομπή και με το ξημέρωμα της άλλης μέρας έφτανε στην Λίνδο της Ρόδου. Οι πρώτες δυο αποστολές, στις 4 και 14 Σεπτεμβρίου 1944, εκτελέστηκαν χωρίς πρόβλημα.
Η τρίτη αποστολή ξεκίνησε με το σκοτείνιασμα από τον Βρόντη στις 24 Σεπτεμβρίου 1944, όπως είχε προγραμματιστεί. Αλλά στις 05.45 το πρωί της ίδιας μέρας ξεκίνησαν από την Αλεξάνδρεια τα βρετανικά αντιτορπιλικά Terpsichore και Termagant με προορισμό να περάσουν από το στενό της Κάσου, μεταξύ Κρήτης και Καρπάθου, για να βομβαρδίσουν γερμανικές θέσεις στην βόρεια Κρήτη.
Αλλά στις 18.42, όταν έφτασαν κοντά στην Κάρπαθο, είδαν φώτα να αναβοσβήνουν κάθε 4 δευτερόλεπτα από το Πρασονήσι της Ρόδου. Μετά από σχετική έρευνα, το ραντάρ του Terpsichore εντόπισε 9 μίλια βορείως των Πηγαδίων, μια νηοπομπή αποτελούμενη από ένα καΐκι, δυο F-boats (μοτοζάτερες) και δυο R-boats (βοηθητικά πολεμικά πλοία).
Στις 18.59, μόλις τα αντιτορπιλικά έριξαν Star Shells (φωτοβολίδες) και φώτισαν τη γύρω περιοχή, η νηοπομπή που βρισκόταν δυο μίλια από την ακτή διασκορπίστηκε και κατευθύνθηκε προς την ακτή. Τα αντιτορπιλικά πλησίασαν και από κοντινή απόσταση επιτέθηκαν εναντίον της νηοπομπής. Τα γερμανικά πλοία ανταποκρίθηκαν με εύστοχα Oerlikons και Bofors πυρά, χωρίς να προκαλέσουν καμιά σοβαρή ζημιά.
Το μεγάλο καΐκι, που ήταν φορτωμένο με βενζίνη, πήρε φωτιά, ακολούθησε τρομερή έκρηξη από τα πυρομαχικά και βυθίστηκε σε λίγα λεπτά. Το ένα από τα δύο βοηθητικά πλοία, που ήταν φορτωμένο με εφόδια, πήρε και αυτό φωτιά και μέσα σε λίγα λεπτά βυθίστηκε. Την ίδια τύχη είχαν και οι δυο μοτοζάτερες. Μόνο το άλλο βοηθητικό πλοίο έφτασε στην ακτή και σώθηκε, πήρε τους τραυματίες και έβαλε πλώρη για τα Πηγάδια. Τα αντιτορπιλικά επέστρεψαν στο στενό της Κάσου και συνέχισαν την αποστολή τους.
Αφηγείται ο Μανώλης Π. Μανωλιός: «Μαζί με το θείο μου Σταύρο Μαργαρίτη πήγαμε να βρούμε τους Γερμανούς πάνω στην Ακρόπολη, που ’μέναν στο Στάβλο μας. Απαγορευόταν να πάνε οι πολίτες γιατί υπήρχαν οχυρώσεις, αλλά οι στρατιώτες μάς άφηναν, τους κάναμε παρέα και ανταλλάζαμε πράγματα. Μόλις είχε σκοτεινιάσει όταν έξω από το Τραγοπήδημα είδαμε φωτιές και λάμψεις και ακούσαμε κανονιές, και σε λίγο είδαμε τα φώτα ενός αυτοκινήτου που κατέβαινε από την Δαματρία. Φοβηθήκαμε, πήγαμε να φύγουμε, αλλά δεν προφθάσαμε και κρυφτήκαμε μέσα σ’ ένα σκίνο, σε λίγο πέρασε ο Vogeler που πήγαινε στην Ακρόπολη».
Μόλις ο Vogeler είδε τις λάμψεις και άκουσε τις εκρήξεις κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο, κατέβηκε από την Δαματρία και πήγε στην Ακρόπολη, απ’ όπου είχε καλύτερη θέα και μπορούσε να εκτιμήσει την κατάσταση, και όταν τελείωσαν οι κανονιοβολισμοί κατέβηκε στο λιμάνι. Δεν υπήρχε κατάλληλο πλοίο και επιστράτευσε μια βάρκα και έστειλε έναν λοχία με δυο στρατιώτες να ερευνήσουν την περιοχή.
Προτού η βάρκα φτάσει στο Βρόντη συνάντησε το βοηθητικό πλοίο με τους τραυματίες. Φθάνοντας στα Πηγάδια τους δόθηκαν οι πρώτες βοήθειες και τους μετάφεραν στο στρατιωτικό νοσοκομείο στις Μενετές. Μεταξύ αυτών ήταν ο δεκανέας Fritz, ο βασανιστής της Gestapo, που επέζησε, αλλά από το φόβο του έπαθε νευρικό κλονισμό, δεν ήθελε να αντικρίσει τη θάλασσα.
Το πρωί της επόμενης, ο Vogeler επιστράτευσε τις βάρκες που υπήρχαν στα Πηγάδια και τις έστειλε από την Αχάτα μέχρι τα Άπελλα, από όπου μάζεψαν τα πτώματα 30 περίπου Γερμανών. Μεταξύ αυτών ήταν ο Mayer, ο λοχίας της Gestapo, του οποίου κόπηκαν και τα δύο του πόδια. Τους νεκρούς τους έθαψαν σ’ ένα χωράφι, αριστερά στο δρόμο που πηγαίνει από τα Πηγάδια στις Μενετές, κοντά στη διασταύρωση για το αεροδρόμιο. Το 1960 η υπηρεσία των Γερμανικών στρατιωτικών νεκροταφείων ξέθαψε τους νεκρούς και ενταφίασε τα οστά τους στο Γερμανικό στρατιωτικό νεκροταφείο στον Διόνυσο Αττικής.
Για την πραγματοποίησης της τέταρτης και τελευταίας αποστολής, οι Γερμανοί της Ρόδου, με μεγάλη δυσκολία μπόρεσαν να αντικαταστήσουν τα πλοία που καταστράφηκαν στην τρίτη αποστολή. Οι Γερμανοί είχαν να τακτοποιήσουν ορισμένα προβλήματα προτού εγκαταλείψουν την Κάρπαθο.
Μεταξύ των άλλων πούλησαν τέσσερα αυτοκίνητα, τα δυο που ήταν σε καλή κατάσταση προς 10.000 λιρέτες το ένα και τα άλλα δύο προς 5.000, και ένα μουλάρι μαζί με ένα κάρο προς 1.000 λιρέτες (αυτή την εποχή η χρυσή λίρα ισοδυναμούσε με 1.000 λιρέτες). Επίσης πούλησαν τρόφιμα στους εμπόρους της Speza για να κάμουν τη διανομή, και άλλα χάρισαν σε γνωστούς και φίλους τους. Δυο μέρες προτού φύγουν οι Γερμανοί, ένα αεροπλανάκι προσγειώθηκε στο μικρό αεροδρόμιο στο Πλατύολο με έναν ανώτερο αξιωματικό, που φεύγοντας πήρε τις εισπράξεις και ορισμένα έγγραφα και έδωσε τις τελευταίες οδηγίες στον Vogeler, που μεταξύ των άλλων προέβλεπε την ανατίναξη του λιμανιού των Πηγαδίων.
Ο Vogeler είχε την πληροφορία ότι μεταξύ των Γερμανών στρατιωτών υπήρχε πυρήνας αντιναζιστών αποφασισμένων να χρησιμοποιήσουν ένοπλη βία εναντίον του. Για να αποτρέψει τη στάση, ο Vogeler έφερε να μένει κοντά του, μαζί με τον ιπποκόμο του Walter, τον αρχηγό των αντιστασιακών. Μετά τα γεγονότα της 24 Σεπτεμβρίου, η στάση πήρε μεγάλες διαστάσεις και απειλείτο ένοπλη σύγκρουση. Ο Vogeler κάλεσε τους αντιστασιακούς και τους μίλησε: «Όλοι θέλουμε να επιστρέψουμε στη Γερμανία σώοι και αβλαβείς. Για να τα καταφέρουμε και εγώ χρειάζομαι την βοήθειά σας και εσείς τη δική μου, διαφορετικά δεν υπάρχει ελπίδα να γυρίσει κανείς μας ζωντανός». Τα πνεύματα ησύχασαν, αλλά επειδή δεν τους είχε εμπιστοσύνη, δεν τους ανακοίνωσε την ημέρα της αναχώρησης. Τελικά 12 Γερμανοί λιποτάκτησαν και έμειναν πίσω.
Δυο τρεις μέρες προ της 4ης Οκτωβρίου 1944 ο Vogeler κάλεσε στα Πηγάδια τον Χριστόφορο Σακελλαρίδη, γραμματέα της Μητρόπολης, τον Νίκο Ορφανίδη, Podesta στο Απέρι, και άλλους προκρίτους του νησιού. Μαζί μ’ αυτούς κάλεσε και τους Ιταλούς αξιωματούχους και τους συνέστησε: α) να αποφύγουν τις ακρότητες, β) να δείξουν μετριοπάθεια, και γ) να συνεργαστούν και να τα βρουν μεταξύ τους. Επίσης είπε στους Πηγαδιώτες που έμεναν ακόμη στα Πηγάδια ότι έπρεπε να τα εγκαταλείψουν γιατί, φεύγοντας οι Γερμανοί, επρόκειτο να ανατινάξουν το λιμάνι. Οι περισσότεροι πήγαν στην Δαματρία και οι υπόλοιποι στην Άφωτη αναμένοντας την αποχώρηση των Γερμανών και την ανατίναξη του λιμανιού, και ο Vogeler έβαλε σκοπούς στα πιο επίκαιρα σημεία των Πηγαδίων για να μη μπορούν να πλησιάσουν στο λιμάνι. Το πρωί της 5ης Οκτωβρίου έφτασε η νηοπομπή στη Λίνδο.
Μόλις ξημέρωσε η 5η Οκτωβρίου οι Πηγαδιώτες από την Δαματρία είδαν ότι τα γερμανικά πλοία είχαν φύγει από το Βρόντη και σιγά σιγά, οι πιο τολμηροί, άρχισαν να κατεβαίνουν στο λιμάνι. Ευτυχώς το λιμάνι δεν είχε ανατιναχθεί. Την ίδια ώρα ο Βασίλης Δασκαλάκης με το άλογο του πρώην συνταγματάρχη Imbriani πήγε στις Μενετές και τους επιβεβαίωσε πως έφυγαν οι Γερμανοί.
Μερικές μέρες αργότερα ο Vogeler πέρασε από στρατοδικείο επειδή δεν ανατίναξε το λιμάνι των Πηγαδίων. Επικαλέστηκε τεχνικά προβλήματα και το στρατοδικείο, επηρεασμένο από τη δύσκολη αποστολή που έφερε εις πέρας, τον αθώωσε.
Μετά από μερικά χρόνια, στις 18/11/1949, δημοσιεύθηκε στην Ροδιακή εφημερίδα «Πρόοδος» άρθρο του Ν.Τ. στο οποίο, μεταξύ των άλλων αναφέρεται ότι το ένα μεταγωγικό είχε αναχωρήσει και μόλις το άλλο έλυνε τον κάβο και έφευγε κατέβη στο λιμάνι, ο Γ.Ν., που ήταν κριμένος και παρακολουθούσε, και με ένα ψαλίδι (!) έκοψε το σύρμα και αποφεύχθηκε η εκτίναξη του λιμανιού.
Ευτυχώς διασώθηκε η επιστολή του Χριστοφόρου Σακελλαρίδη προς τον Vogeler, που αποκαθιστά την ιστορική αλήθεια, και μεταξύ των άλλων αναφέρει: «Εξεδήλωσες τον ανθρωπισμό σου όταν φεύγοντας από το νησί μας δεν ανατίναξες το λιμάνι και το τηλεγραφείο και απεφεύχθη μεγάλη καταστροφή».
The Germans withdraw from Karpathos
By Manolis Cassotis
On August 31, 1944, Germany found itself in a very difficult position. On July 9, 1943, the Allies landed and occupied Sicily and Mussolini fell, on September 3, landed in Southern Italy and Italy capitulated, and on June 4, 1944, the Allies occupied Rome. Also, on June 6, 1944, the Allies landed in Northern France (Normandy), on August 15 in Southern France, and on August 25, they liberated Paris. Meanwhile, on the Eastern Front, the Russians were advancing and had reached 900 kilometers from Berlin.
Germany, wanting to save forces for the defense of Germany, decided to abandon the Aegean and mainland Greece. The German forces in the Aegean consisted of 12,000 in Crete, 8,000 in Rhodes, 1,300 in Kos, 800 in Karpathos and 200 in Kalymnos. Among them were Italians, some fascists who remained loyal to Mussolini and many others who, having no other choice, awaited the Allies’ victory and their return to their homes.
The departure from the Aegean islands was by air, mainly to Thessaloniki and from there by rail to Germany. The departure from Karpathos involved four missions, approximately 200 men each, to Rhodes and from there, if the means were available, by air to Thessaloniki. The ships of each mission arrived during the night from Rhodes to Vrontis. At dawn, the transport of the soldiers began from the dock of Pigadia to Vrontis, from where the convoy set off at dusk and arrived at Lindos, Rhodes, at dawn the next day. The first two missions, on 4 and 14 September 1944, were carried out without problems.
The third mission began at nightfall on September 24, 1944, as planned. But at 05.45 on the morning of the same day, the British destroyers Terpsichore and Termagant departed from Alexandria, destined to pass through the Strait of Kasos, between Crete and Karpathos, to bombard German positions in northern Crete.
But at 18.42, when they arrived near Karpathos, they saw lights flashing every 4 seconds from Prasonisi, Rhodes. After a relevant investigation, Terpsichore’s radar detected 9 miles north of Pigadia, a convoy consisting of a caique, two F-boats (landing transport boats) and two R-boats (auxiliary warships).
At 18.59, as soon as the destroyers fired Star Shells and illuminated the surrounding area, the convoy, which was two miles from the coast, dispersed and headed towards the coast. The destroyers approached and attacked the convoy from close range. The German ships responded with well-aimed Oerlikons and Bofors fire, without causing any serious damage.
The caique, which was loaded with gasoline, caught fire, a terrible explosion from the ammunition followed and sank in a few minutes. One of the R-boats, which was loaded with supplies, also caught fire and sank in a few minutes. The two F-boats had the same fate. Only the R-boat reached the shore and was saved, took the wounded and set sail for Pigadia. The destroyers returned to the Strait of Kasos and continued their mission.
Manolis P. Manolios recounts: “Together with my uncle Stavros Margaritis, we went to find the Germans on the Acropolis, who were staying in our Stable. It was forbidden for civilians to go because there were fortifications, but the soldiers let us, we kept them company and exchanged things. It had just gotten dark when outside Tragopidima (Vrontis) we saw fires and flashes and heard cannons, and soon we saw the lights of a car coming down from Damatria. We were scared, we went to leave, but we didn’t make it, and we hid in bushes, soon Vogeler passed by who was going to the Acropolis.”
As soon as Vogeler saw the flashes and heard the explosions he understood what it was about, he went down from Damatria and went to the Acropolis, from where he had a better view and could assess the situation, and when the cannonade ended, he went down to the harbor. There was no suitable ship, and he mobilized a rowboat and sent a sergeant with two soldiers to search the area.
Before the rowboat reached Vrontis, it met the auxiliary warships with the wounded. Upon reaching Pigadia, they were given first aid and taken to the military hospital in Menetes. Among them was Corporal Fritz, the Gestapo torturer, who survived, but suffered a nervous breakdown from fear, not wanting to face the sea.
The next morning, Vogeler mobilized the rowboats that were in Pigadia and sent them from Ahata to Apella, from where they collected the bodies of about 30 Germans. Among them was Mayer, the Gestapo sergeant, whose legs were cut off. The dead were buried in a field, on the left side of the road that goes from Pigadia to Menetes, near the intersection to the airport. In 1960, the German military cemetery service exhumed the dead and buried their bones in the German military cemetery in Dionysos, Attica.
For the fourth and final mission, the Germans on Rhodes were able, with great difficulty, to replace the ships destroyed in the third mission. The Germans had to sort out several problems before abandoning Karpathos.
Among other things, they sold four trucks, the two that were in good condition for 10,000 lire each and the other two for 5,000, and a mule together with a cart for 1,000 lire (at that time the gold British pound was equivalent to 1,000 lire). They also sold food to the merchants of Speza to distribute and gave others to their acquaintances and friends. Two days before the Germans left, a small plane landed at the small airport in Platyolo with a senior officer, who, on leaving, took the receipts and some documents and gave the last instructions to Vogeler, who, among other things, had to blow up the port of Pigadia.
Vogeler had information that among the German soldiers there was a core of anti-Nazis determined to use armed force against him. To prevent the uprising, Vogeler brought to live with him, along with his subordinate NCO Walter, the leader of the resistance. After the events of September 24, the uprising took on large dimensions and an armed conflict was threatened. Vogeler called the resistance fighters and spoke to them: “We all want to return to Germany safe and sound. To achieve this, I need your help, and you need mine, otherwise there is no hope of any of us returning alive.” The spirits calmed down, but because he did not trust them, he did not announce the day of departure. Eventually, 12 Germans deserted and stayed behind.
Two or three days before October 4, 1944, Vogeler summoned to Pigadia Christoforos Sakellaridis, secretary of the Metropolis, Nick Orphanidis, Podesta in Aperi, and other prominent Karpathians. Along with them, he summoned the Italian officials and recommended that they: a) avoid extremes, b) show moderation, and c) cooperate and find common ground among themselves. He also told the Pigadiotian residents who were still living in Pigadia that they had to abandon the town because, when the Germans leave, they were going to blow up the port. Most of them went to Damatria and the rest to Afoti, waiting for the Germans to leave and blow up the port, and Vogeler set up guards at the most important points in Pigadia so that they could not approach the port. On the morning of October 5, the convoy arrived in Lindos.
As soon as dawn broke on October 5, the Pigadiotans from Damatria saw that the German ships had left Vrontis and slowly, the more daring ones, began to descend to the port. Fortunately, the port had not been blown up. At the same time, Vasilis Daskalakis with the horse of the former colonel Imbriani went to Menetes and confirmed to them that the Germans had left.
A few days later, Vogeler was court-martialed for failing to blow up the port of Pigadia. He cited technical problems and the military court, influenced by the difficult mission he had accomplished, acquitted him.
After a few years, on 18/11/1949, an article by N.T. was published in the Rhodes newspaper “Proodos” in which, among other things, it is mentioned that one of the transports had departed and as soon as the other was untying the cable and leaving, G.N., who was hiding and watching, went down to the dock, and with a pair of scissors (!) cut the wire and the port was avoided from being blown up.
Fortunately, the letter of Christophoros Sakellaridis to Vogeler has been preserved, which restores the historical truth, and among other things states: “You demonstrated your humanity when, while leaving our island, you did not blow up the port and the telegraph office, and a great disaster was avoided.”