Γράφει η Έλενα Ντάκουλα *
Επισκεφθήκαμε το Σπαθάρειο Μουσείο και μάθαμε την ιστορία των δημιουργών του ήρωα του Ελληνικού Θεάτρου Σκιών
Στη Βορ. Ηπείρου 27 στο Μαρούσι στεγάζεται το μόνιμο στέκι ενός σημαντικού ήρωα του Ελληνικού Θεάτρου Σκιών και της παραδοσιακής λαϊκής μας τέχνης, του Καραγκιόζη. Το Σπαθάρειο Μουσείο ιδρύθηκε το 1991 σε συνεργασία του Ευγένιου Σπαθάρη με τον Δήμο Αμαρουσίου και άρχισε να λειτουργεί συστηματικά τον Ιανουάριο του 1996. Στεγάζεται σ’ ένα νεοκλασικό ιδιόκτητο κτίριο του Δήμου και περιβάλλεται από έναν όμορφο κήπο.
Ο Σωτήρης και ο Ευγένιος Σπαθάρης και το Σπαθάρειο Μουσείο
Το Σπαθάρειο Μουσείο
Με το που μπαίνει κάποιος στο Μουσείο, εντυπωσιάζεται από την πληθώρα των φιγούρων που τον περιβάλλουν, τοποθετημένες μέσα σε γυάλινες, φωτισμένες προθήκες, με βάση την χρονολογία και το υλικό κατασκευής τους. Η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει τις πιο γνήσιες φιγούρες της τέχνης του θεάτρου σκιών, φτιαγμένες από χαρτόνι, καθώς και περίτεχνα σκαλισμένα σκηνικά.
Μέσα σε βιτρίνες, είναι τοποθετημένα τα πιο αντιπροσωπευτικά λαϊκά όργανα (μπουζούκι, βιολί, κιθάρα, τύμπανα, κλαρίνα) και τα εφέ που πλαισίωναν μία παράσταση όπως και εργαλεία και αξεσουάρ κατασκευής μίας φιγούρας. Στην δεύτερη ενότητα, οι γνωστοί ήρωες κατασκευασμένοι από δέρμα, ενώ η τρίτη εκπροσωπεί την αντικατάσταση του σκαλιστού χαρτονιού και του δέρματος από την ζελατίνι και αργότερα πλαστικό.
Η περιήγηση στο μουσείο ξυπνά παιδικές μνήμες αλλά ταυτόχρονα μας προκαλεί να παρατηρήσουμε με άλλο μάτι όλους αυτούς τους ήρωες, να θυμηθούμε ξανά τα ονόματά τους αλλά και τους ρόλους τους πίσω από τον μπερντέ.
Ο Καραγκιόζης ενσαρκώνει έναν αγαθό, φτωχό, τεμπέλη, ετοιμόλογο, μαλαγάνα, αλλά αισιόδοξο τύπο, με μεγάλη αίσθηση του χιούμορ και αυτοσαρκασμού αλλά και διάθεση να πειράζει και να κοροϊδεύει, τους πάντες, καταλήγοντας συχνά να τις αρπάζει… Παντρεμένος με την Αγλαϊα, μία φιλότιμη, υπάκουη νοικοκυρά, έχει αποκτήσει τρία παιδιά, τα Κολλητήρια. Γύρω του, ο θείος του ο μπάρμπα-Γιώργος απ’ τη Ρούμελη, ο παμπόνηρος, βιοπαλαιστής & καλός του φίλος, ο Χατζηαβάτης, ο μικρόσωμος Ζαχαρίας με το πελώριο κεφάλι και την τεράστια μύτη, ο αποκαλούμενος ειρωνικά «Μορφονιός», ο οποίος έχει βάλει στόχο να κατακτήσει την κόρη του πασά, την Βεζυροπούλα, ο Εβραίος ο Σολομών ή Σολωμός, όπως το αποκαλεί ο Καραγκιόζης, ο φαντασιόπληκτος ζακυνθινός διανοούμενος Διονύσης, ο άξεστος, τουρκοαλβανός στην καταγωγή Βεληγκέκας, φύλακας στο Σεράϊ και σύμβολο της ωμής βίας.
Δίπλα στην πόρτα της κεντρικής εισόδου του Μουσείου, βρίσκεται το πορτραίτο του Σωτήρη Σπαθάρη, φιλοτεχνημένο από τον ζωγράφο Νίκο Νάκη. Κοιτάζοντάς το σκέφτεσαι το πόσα οφείλει το ελληνικό θέατρο σκιών σ’ αυτόν τον γνήσιο, λαϊκό καλλιτέχνη με το σπάνιο λογοτεχνικό ταλέντο, χάρη στο οποίο γεννήθηκαν τα “Απομνημονεύματά” του, “ένα αληθινό μνημείο λόγου“, όπως τα αποκαλούσε ο ποιητής Αγγελος Σικελιανός. Αυτά αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης από πολλούς ιστορικούς τέχνης και επώνυμους εκπροσώπους του πνευματικού κόσμου, μια και σκιαγραφούν την κοινωνία μίας ολόκληρης εποχής αλλά ταυτόχρονα δίνουν πολλές πληροφορίες για την τεχνική, τις φιγούρες, τα σκηνικά και τις παραστάσεις του Θεάτρου Σκιών.
Ο Σωτήρης Σπαθάρης και ο Καραγκιόζης
Ο Σωτήρης Σπαθάρης γεννήθηκε το 1892 στη Σαντορίνη και σε ηλικία ενός έτους ήρθε με τους θετούς γονείς του στην Αθήνα και εγκαταστάθηκαν στο Μεταξουργείο. Ο πατέρας του, ο Ευγένιος, ένας καλοκάγαθος άνθρωπος, εργάτης στις ανασκαφές της Ακρόπολης, σακατεύτηκε από ένα σοβαρό ατύχημα που τον έστειλε για μήνες στο νοσοκομείο και μετά στην ανεργία. Τότε, όπως γράφει ο Σωτήρης Σπαθάρης, άρχισε και το δικό του δράμα. Τη συντήρηση της οικογένειας ανέλαβε η μητέρα του, Μαρία, που άρχισε να ξενοδουλεύει, ενώ εκείνος έπαιρνε τον πατέρα του από το χέρι και έβγαιναν στη ζήτεια από γειτονιά σε γειτονιά.
Ένα βράδυ, έξω από το συνοικιακό καφενείο του Κατσαπρίνη, παρακολούθησε μια παράσταση του Καραγκιόζη με τον καραγκιοζοπαίχτη Γιάννη Μπράχαλη. Εντυπωσιάστηκε τόσο που ξεχάστηκε και άργησε πολύ να γυρίσει σπίτι, με αποτέλεσμα η μητέρα του, που είχε ανησυχήσει, να τον ξυλοφορτώσει και να του απαγορεύσει να πάει ξανά σε παράσταση − την εποχή εκείνη το επάγγελμα του καραγκιοζοπαίχτη δεν είχε καθόλου καλό όνομα.
Ο μικρός Σωτήρης την απείλησε ότι αν επέμενε, εκείνος δεν θα έβγαινε πια με τον πατέρα του στη ζήτεια. Έτσι, έγινε ένας από τους φανατικότερους θεατές του Καραγκιόζη και γνώρισε διάφορους παίκτες, όπως τον Μίμαρο, τον Θεοδωρέλλο, τον Μπέκο. Πολλές φορές τα εισιτήρια τού τα πλήρωναν οι φίλοι του, γιατί γνώριζαν ότι ήταν φτωχόπαιδο, ενώ άλλες τα πλήρωνε ο ίδιος από τα θελήματα που έκανε στους καραγκιοζοπαίχτες. Μετά από λίγο καιρό άρχισε να δίνει παραστάσεις του Καραγκιόζη στο σπίτι του στο Μεταξουργείο στην οδό Άστρους, ενώ συμπλήρωνε το πενιχρό εισόδημα που κέρδιζε απ’ αυτές δουλεύοντας σαν οικοδόμος.
Ο πετροπόλεμος −παιχνίδι που συνηθιζότανε τα χρόνια εκείνα μεταξύ παιδιών των συνοικιών− ήταν η αφορμή να γνωριστεί με τον τραγουδιστή και σχεδιαστή Πέτρο Κυριακό, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή του αλλά και στην καριέρα του. Ο Κυριακός, τραγουδούσε κάθε βράδυ στις παραστάσεις του και συγχρόνως φρεσκάριζε τα σκηνικά. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι τον βοήθησε να μάθει γράμματα, απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει καλός καλλιτέχνης, όπως του έλεγε. Ο νεαρός Σωτήρης θέλοντας να μάθει πιο γρήγορα να διαβάζει πήγαινε και έκανε προπόνηση στα ονόματα των τάφων στους σταυρούς του Β’ Νεκροταφείου Αθηνών.
Οι παραστάσεις των δύο φίλων γνώριζαν μεγάλη επιτυχία μέχρι την ημέρα που η μητέρα τού Κυριακού έμαθε τις δραστηριότητες του γιου της και έγινε έξαλλη. Προτιμούσε να τον βάλει στον τάφο, παρά να τον δει καραγκιοζοπαίχτη, όπως έλεγε, και εκεί έληξε η συνεργασία των δύο φίλων.
Στη συνέχεια ο Σωτήρης Σπαθάρης έγινε βοηθός διαφόρων καραγκιοζοπαιχτών με τους οποίους περιόδευσε σε αρκετές πόλεις και νησιά. Πολλά περιστατικά απ’ αυτές τις περιοδείες περιγράφονται στα απομνημονεύματά του και μέσα από το πρίσμα των παραστάσεων διαφαίνονται οι συνήθειες και ζωή των λαϊκών, κυρίως, κοινωνικών στρωμάτων εκείνης της εποχής.
To 1913 παντρεύτηκε από έρωτα την αγαπημένη του Τριανταφυλλιά, με την οποία είχε γνωριστεί δύο χρόνια νωρίτερα. Η Μηλιά, έτσι την αποκαλούσε χαϊδευτικά, τον βοήθησε να ξεμπλέξει από κακές παρέες και στάθηκε στο πλευρό του υποστηρίζοντας με θέρμη την τέχνη του. «Σ’ αυτήν χρωστάω όλη την καλλιτεχνική μου ζωή», έλεγε συχνά για τη γυναίκα του, την οποία είχε πάνω απ’ όλα.
Έχοντας πλέον να συντηρεί δύο οικογένειες, δούλευε σε οικοδομές όλες τις μέρες της εβδομάδας και έδινε παραστάσεις μόνο τα Σαββατοκύριακα. Το 1921, όταν απολύθηκε από τον στρατό, άρχισε να παίζει στο Μαρούσι, στο καφενείο «Χρυσοσπάθη». Το 1924 γεννήθηκε ο γιος του Ευγένιος και την ίδια χρονιά έδινε παραστάσεις με τον Ιατρίδη στην μπιραρία του Σγουρού, στην Κηφισιά και στο Χαλάνδρι με τραγουδιστή το Τουρκάκι. Δύο χρόνια αργότερα έκανε με τον Ιατρίδη, μια μεγάλη περιοδεία στη Βόρεια Ελλάδα, όπου παρουσίασε πολλά δικά του έργα.
Όπου και αν πήγανε οι παραστάσεις συγκέντρωναν πολύ κόσμο, τα εισιτήρια εξαντλούνταν, οι καρέκλες, οι πάγκοι και οι μάντρες γέμιζαν και στο τέλος όλοι έφευγαν κατενθουσιασμένοι. Η απήχηση που είχε στα λαϊκά στρώματα ήταν μεγάλη γιατί, δεν χρειαζόταν να είναι κάποιος μορφωμένος ή εγγράμματος ώστε να παρακολουθήσει μία παράσταση. Μία από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες του ήταν «Tο δράμα του Αθανασόπουλου», βασισμένη στο φονικό του Αθανασόπουλου που είχε συγκλονίσει την κοινωνία του 1930.
Τα καλοκαίρια στις περιοδείες έπαιρνε μαζί τον Ευγένιο ο οποίος μυήθηκε από νωρίς στην τέχνη του Kαραγκιόζη. Η γνωριμία του με την ποιήτρια Έλλη Παπαδημητρίου και τον μικρό τότε Γιάννη Τσαρούχη, μεγάλο θαυμαστή του Καραγκιόζη, υπήρξε σταθμός στη ζωή του αλλά και του γιου του, Ευγένιου. Όπως δε είχε εξομολογηθεί ο μεγάλος ζωγράφος, γνώρισε τον Καραγκιόζη «όντας παιδί και η παιδική του αξιολόγηση τον βρήκε εξ ίσου ωραίο με το βερύκοκο». Ποτέ δεν ξέχασε όλα όσα οφείλει στο θέατρο σκιών και ειδικά στον Σωτήρη Σπαθάρη, από τον οποίον διδάχθηκε πολλά που αργότερα επηρέασαν σημαντικά την τέχνη και το έργο του. Στις δεκαετίες του 1930 και 1940 ο Σπαθάρης έγινε ο αγαπημένος καραγκιοζοπαίχτης των καλλιτεχνών και των διανοούμενων της Αθήνας. Βοηθοί του πάντα για τα σκηνικά και τα κουστούμια η γυναίκα και ο γιoς του.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έδινε παραστάσεις στα νοσοκομεία. Όταν τελείωσε ο πόλεμος και μετά από παρότρυνση του ζωγράφου και καθηγητή στο Κολλέγιο Αθηνών Νίκου Καρτσωνάκη (Νάκη), αποφάσισε να γράψει τα απομνημονεύματά του και όταν συγκέντρωσε τα χειρόγραφα τα έδειξε στον φίλο και ποιητή Αγγελο Σικελιανό. Ο Σικελιανός, εντυπωσιασμένος από το ήθος, την τέχνη του Σπαθάρη, αλλά και την μοναδικότητα των κειμένων δημοσίευσε μερικά αποσπάσματα, συνοδεύοντάς τα με πολύ θερμά λόγια και τον βοήθησε σημαντικά μέχρι να εκδοθούν τα θαυμάσια «Απομνημονεύματά» του (1960).
Αν και σταμάτησε να παίζει το 1947, όταν η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά, συνέχισε ν’ ασχολείται με τον αγαπημένο του Kαραγκιόζη ως τον θάνατό του το 1974, παρακολουθώντας με περηφάνια την επιτυχημένη επαγγελματική διαδρομή του γιου του Ευγένιου.
Η προσφορά του Σωτήρη Σπαθάρη στο θέατρο σκιών ήταν σημαντικότατη. Υπήρξε ένας από τους ιδρυτές του Πανελληνίου Σωματείου Καραγκιοζοπαιχτών (1924) και έμπνευση για τους μετέπειτα. Ήταν ο πρώτος που εισήγαγε στον Καραγκιόζη τη λεγόμενη διαφημιστική «ρεκλάμα», χαρακτηριστικό είδος λαϊκής ζωγραφικής. Επίσης, θεωρείται ο δημιουργός της «αποθέωσης» του έμψυχου, δηλαδή, θεατρικού επιλόγου των ηρωικών συνήθως έργων, που ερμηνεύονταν με κατεβασμένο τον μπερντέ από τον ίδιο τον καραγκιοζοπαίχτη και τους βοηθούς του.
Ο Ευγένιος Σπαθάρης και ο Καραγκιόζης
Ο γιος του, Ευγένιος Σπαθάρης (1924-2009), υπήρξε άξιος συνεχιστής της τέχνης τού πατέρα του την οποία λάτρεψε, έμαθε και σεβάστηκε από μικρό παιδί. Ανήσυχο πνεύμα και πολύπλευρο ταλέντο ανέβασε τον Καραγκιόζη πολύ ψηλά και του χάρισε μια περίοπτη θέση στον χώρο των παραδοσιακών ελληνικών θεαμάτων αλλά και στον χώρο της τέχνης και της τεχνικής.
Αρχικά, το όνειρό του ήταν να γίνει αρχιτέκτων, αλλά ο πόλεμος τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τις σπουδές του και αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στο θέατρο σκιών.
Η καριέρα του ξεκίνησε το 1942 και καθ’ όλη τη διάρκειά της έκανε πολλές περιοδείες και πραγματοποίησε αμέτρητες παραστάσεις με συμμετοχές σε φεστιβάλ και συνέδρια και συνεχείς εμφανίσεις στα «Κρυστάλλεια» της Πεντέλης, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, στα «Δημήτρια» της συμπρωτεύουσας, καθώς επίσης και στο εξωτερικό, αρχής γενομένης από το Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης. Ακολούθησαν ο Καναδάς, η Κούβα, η Κύπρος, οι Βρυξέλλες, το Παρίσι, το Κάιρο, η Ρώμη κ.ά.
Το 1962 ηχογράφησε όλες τις κλασικές παραστάσεις του Καραγκιόζη στην Κολούμπια και κυκλοφόρησαν σε δίσκους 45 στροφών, ενώ το τηλεοπτικό πρόγραμμα του πρωτοεμφανιζόμενου Πειραματικού Σταθμού Τηλεόρασης του ΕΙΡ (ΕΡΤ) το 1966, ξεκίνησε με μία παράσταση του Καραγκιόζη. Η συνεργασία με τη δημόσια τηλεόραση συνεχίστηκε έως το 1992.
Αξιολογότατη υπήρξε η δράση του και στον τομέα του θεάτρου, όπου σκηνοθέτησε και σκηνογράφησε, με τεράστια επιτυχία, σκηνές σε παραστάσεις που έχουν αφήσει ιστορία, όπως ο «Μέγας Αλέξανδρος» με το Ελληνικό Χορόδραμα (1950), «Καραγκιόζης Δικτάτορας» (1960), το «Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1972) κ.ά.
Το ταλέντο του μεγάλου καραγκιοζοπαίχτη εκφράστηκε και στον χώρο της ζωγραφικής, όπου διακρίθηκε ως ζωγράφος με πάρα πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στο ενεργητικό του, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. (Δείτε εδώ το εξώφυλλο που είχε φιλοτεχνήσει για την Athens Voice).
«Τελευταίο γνήσιο λαϊκό ζωγράφο που ξεπήδησε μέσα από το θεάτρο των σκιών», είχε γράψει γι’ αυτόν ο ζωγράφος και κουμπάρος του Γιάννης Τσαρούχης. Τα έργα του, με θέματα από τις καθημερινές εικόνες της ελληνικής παλιάς αθηναϊκής ζωής, ιστορικά γεγονότα με ήρωες της επανάστασης, σκηνές από τη μυθολογία ή το παραμύθι, διατηρούν τα έντονα χαρακτηριστικά της λαϊκής ζωγραφικής και διακρίνονται για τον ρεαλισμό και τα ζωντανά χρώματά τους.
Θα ήταν μεγάλη παράλειψη αν δεν αναφερθεί η εμφάνιση του Ε. Σπαθάρη με τον Καραγκιόζη του, σε διάφορες κινηματογραφικές ταινίες όπως στο «Πικρό ψωμί» (1950), στην «Κιβωτό» μαζί με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Μίνω Αργυράκη (κινούμενα σχέδια 1956), καθώς επίσης και σε πολλά ντοκιμαντέρ αφιερωμένα στην Ελλάδα. Ένας από τους πιο σημαντικούς σταθμούς της ζωής του, ήταν η παρουσία του στο θέατρο της Επιδαύρου, όπου είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον «Πλούτο» του Αριστοφάνη.
Ο χώρος της μουσικής δεν μπορούσε να μείνει εκτός των ενδιαφερόντων του και η συμμετοχή του στον τομέα αυτό υπήρξε εξαιρετική και μας άφησε τα τραγούδια «Για την Ελλάδα ρε γαμώτο», «Εμένα, φίλε, με λένε Καραγκιόζη», «Η εκδίκηση του Καραγκιόζη». Η φωνή του ταυτίστηκε με τον λαϊκό μας ήρωα, ο οποίος σατίριζε και σχολίαζε τα καλά και τα κακά αυτού του τόπου, υμνώντας την ψυχή και την εξυπνάδα του Έλληνα και όπως είχε πει ο ίδιος σε μία συνέντευξη θα ήθελε ο κόσμος να τον θυμάται, ως τη φωνή του Καραγκιόζη.
Αξιόλογη ήταν δε η συνεργασία του με τον Διονύση Σαββόπουλο στο Κύτταρο το 1973 και στο Ρεξ το 1992.
Τιμήθηκε με αναμνηστικές πλακέτες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό για την σημαντική και πολύχρονη προσφορά του στο θέατρο σκιών και έμεινε στην ιστορία ως ο Δάσκαλος του Ελληνικού Θεάτρου Σκιών.
Ο Ε. Σπαθάρης πέθανε τον Μάιο του 2009, σε ηλικία 85 ετών, μετά από νοσηλεία τεσσάρων ημερών στο ΚΑΤ, με βαρύτατες εγκεφαλικές κακώσεις που υπέστη όταν κατά τη διάρκεια μίας εκδήλωσης στο Γκαίτε, έχασε την ισορροπία του και έπεσε από τη σκάλα.
Το Θέατρο Σκιών και η Δημιουργία του Καραγκιόζη
Η ιστορία του θεάτρου σκιών, ενός από τα πιο ενδιαφέροντα θεατρική είδη, χάνεται κάπου στα βάθη στον αιώνων, αλλά σύμφωνα με μελετητές, ξεκίνησε σαν θρησκευτικό θέατρο και είναι δημιούργημα των λαών της μακρινής Ανατολής και συγκεκριμένα αυτών που ήταν υπό την επιρροή του ινδικού πολιτισμού (4ος αιώνας), ενώ στην Κίνα εμφανίζεται τον 11ο αιώνα, σαν μία διασκέδαση της αγοράς. Υπάρχουν δε ενδείξεις ότι στην Αρχαία Ελλάδα, κατά τη διάρκεια των Ελευσίνιων μυστηρίων, οι ιερείς χρησιμοποιούσαν σκιές για να παραστήσουν το βασικότερο μέρος της μυσταγωγικής τελετής, τα «δρώμενα».
Το πώς ταξίδεψε το θέατρο σκιών από την Ασία στη Μεσόγειο, καταλήγοντας στην Τουρκία και την Ελλάδα είναι πεδίο πολλών συζητήσεων και διαφωνιών ανάμεσα στους μελετητές της συγκεκριμένης τέχνης. Το πιθανότερο είναι να μεταφέρθηκε μαζί με τους τσιγγάνους, από την Ινδία.
Όσο για την καταγωγή του αγαπημένου Καραγκιόζη υπάρχουν διάφορες εκδοχές, βασισμένες σε προφορικές παραδόσεις, με την πιο διαδεδομένη να θεωρεί ως δημιουργό του τον Σεΐχ Κιουστερί που καταγόταν από την Προύσα και πέθανε εκεί το 1366. Σύμφωνα με τον θρύλο, ένας εργολάβος οικοδομών ο Χατζηαβάτης και ο πρωτομάστορας Καραγκιόζης έχτιζαν εκεί το σαράι του σουλτάνου Ορχάν. Το έργο όμως καθυστερούσε πολύ και ο σουλτάνος θεωρώντας υπεύθυνο τον Χατζηαβάτη, τον απείλησε με θάνατο. Αυτός, αναγκάστηκε να κατονομάσει ως υπαίτιο τον Καραγκιόζη ο οποίος από το πρωί μέχρι το βράδυ έλεγε αστεία και τα μαστόρια σταματούσαν την εργασία τους και γελούσαν. Ο σουλτάνος, όταν διαπίστωσε ότι ο Καραγκιόζης, παρ’ όλες τις φοβέρες, δεν άλλαζε στάση και μυαλά, διέταξε τον θάνατό του, προκαλώντας όμως την αγανάκτηση όλων. Μετανιωμένος και για να ηρεμήσει τα πνεύματα, έχτισε ένα ωραίο μνημείο κι έθαψε εκεί τον Καραγκιόζη. Όλη όμως η κατάσταση του προκάλεσε μεγάλη στεναχώρια και αρρώστησε βαριά. Τότε, ο Σεΐχ Κιουστερί, προκειμένου να τον παρηγορήσει και να τον διασκεδάσει, δημιούργησε τις φιγούρες των δύο ηρώων και έδινε παραστάσεις με τα χωρατά τού Καραγκιόζη. Μία παραλλαγή υποστηρίζει ότι όλο αυτό το έκανε ο Χατζηαβάτης.
Μία άλλη εκδοχή, που τοποθετείται χρονολογικά κάπου στον 18ο αιώνα, βασίζεται στον θρύλο του Μαυρομάτη, έναν Υδραίο που ζούσε στην Κίνα και όταν εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κωνσταντινούπολη πήρε μαζί του το θέατρο σκιών του και το προσάρμοσε στα ήθη των Τούρκων. Ονόμασε δε τον πρωταγωνιστή του Καρά-γκιοζ που στα τουρκικά σημαίνει μαυρομάτης. Λέγεται ότι ο βοηθός του, ο Γιάννης Μπράχαλης, είναι ο πρώτος καλλιτέχνης του είδους που έφερε τον Καραγκιόζη στην Ελλάδα, μεταξύ 1850 και 1860.
Η παλαιότερη, ιστορικά βεβαιωμένη, μαρτυρία για παράσταση Καραγκιόζη στον ελλαδικό χώρο, χρονολογείται το 1809, στην περιοχή των Ιωαννίνων. Αφορά παράσταση στην τουρκική γλώσσα, όπως περιγράφεται από τον ξένο περιηγητή Χόμπχαους, την οποία παρακολούθησε και ο λόρδος Βύρων.
Ο επίσημος ιδρυτής του ελληνικού Καραγκιόζη θεωρείται ο Πατρινός ψάλτης Δημήτριος Σαρδούνης (1859-192), γνωστός με το ψευδώνυμο Μίμαρος. Αυτός έκανε ριζικές αλλαγές στον Καραγκιόζη. Τον εξελλήνισε αλλά και τον εξευγένισε απαλλάσσοντάς τον από άσεμνες εκφράσεις, χυδαιότητες και βωμολοχίες και τον μετέτρεψε σε ελληνικό οικογενειακό θέατρο, κατάλληλο για μικρούς και μεγάλους. Ο Μίμαρος πέθανε σε ηλικία 37 ετών και τον διαδέχθηκαν οι τρεις βοηθοί και μαθητές του, Γιάννης Ρούλιας, Μέμος Χριστοδούλου και Θόδωρος Θεοδωρέλλος.
Το 1924 ιδρύεται στην Ελλάδα από τον Σωτήρη Σπαθάρη και Αντώνη Παπούλια ή Μόλλα το Σωματείο Ελλήνων Καραγκιοζοπαιχτών που αποτελείτο από 120 μέλη, μαθητές του Μίμαρου, του Ρούλα και του Μέμου.
Βιβλβιογραφία
- ΣΠΑΘΑΡΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ. ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΤΑ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ, Εκδόσεις ΑΓΡΑ, Αθήνα, 1992.
- Οδηγός Εκθεμάτων. Εκδ. Σπαθάρειο Μουσείο. Δήμος Αμαρουσίου, 1996.
* Το άρθρο αρχικά δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα https://justanumber.gr/ και αναδημοσιεύεται με την συγκατάθεση της αρθρογράφου.