Γράφει ο Μανώλης Κασσώτης
Τα παιδιά που έτυχε να ζήσουν στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και τώρα βλέπουν στην Ουκρανία σκοτωμένους μέσα στους δρόμους και σε σπίτια, θέατρα, μουσεία, εκκλησίες, νοσοκομεία και σιδηροδρομικούς σταθμούς, που είχαν καταφύγει για να προστατευθούν, στο μυαλό τους έρχονται παρόμοιες εικόνες που οι ίδιοι έζησαν. Τα παιδιά, οι γυναίκες και γενικά οι άοπλοι πολίτες δεν πήγαν στο μέτωπο για να πολεμήσουν, ο πόλεμος ήρθε και τους βρήκε μέσα στα σπίτια τους. Το ίδιο συνέβη και σ’ αυτούς που βίωσαν τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Από τις 10 Ιουνίου 1940 που μπήκε η Ιταλία στον Πόλεμο τα Δωδεκάνησα, που βρίσκονταν υπό Ιταλική κατοχή, βρέθηκαν στο στόχαστρο Συμμαχικών ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων. Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς και την απόβαση του Ρόμελ στην Βόρειο Αφρική οι Συμμαχικές επιχειρήσεις σταμάτησαν για λίγο. Αλλά, μετά την Μάχη του Ελ Αλαμέιν, την συνθηκολόγηση της Ιταλίας με τους Συμμάχους και την κατάληψη της Δωδεκανήσου από τους Γερμανούς, οι Συμμαχικές επιδρομές επανήλθαν δριμύτερες.
Στην Κάρπαθο, κύριοι στόχοι των Συμμαχικών επιχειρήσεων ήταν το αεροδρόμιο στον Αφιάρτη και το λιμάνι στα Πηγάδια όπου μέναμε. Τα αεροπλάνα ξεκινούσαν από την Αίγυπτο, βομβάρδιζαν το αεροδρόμιο και στην συνέχεια το λιμάνι, τις περισσότερες φορές έκαναν και δεύτερη βόλτα, αν είχαν αρκετά καύσιμα για να επιστρέψουν στην βάση τους. Από την θάλασσα οι επιδρομές γινόντουσαν με αντιτορπιλικά και μια φορά με υποβρύχιο. Στις νυχτερινές επιθέσεις τα αντιτορπιλικά έριχναν φωτοβολίδες που φώτιζαν το λιμάνι και την γύρω περιοχή σαν να ήταν μέρα, με κύριο στόχο τα πλοία και τις λιμενικές εγκαταστάσεις, αλλά πλήττονταν και κατοικήσιμες περιοχές.
Όσοι το επέτρεπαν οι δουλειές τους, εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και μετακόμιζαν σε στάβλους σε απόμακρες περιοχές. Άλλοι πάλι, που δεν είχαν τέτοια επιλογή, για ζήσουν τις οικογένειες δούλευαν στο λιμάνι και σε καΐκια.
Στο Rifugio
Υπήρχαν και αυτοί που κατασκεύαζαν υπόγεια καταφύγια (rifugi τα έλεγαν οι Ιταλοί), για να προφυλάξουν τις οικογένειές του από τους βομβαρδισμούς. Ό πατέρας μου με τον Ηλία Ορφανό έφτιαξαν ένα στο χωράφι μας, που το σχεδίασε ένας Ιταλός στρατιωτικός τεχνικός ειδικός σε οχυρωματικά έργα. Το λάξευσαν με τον κασμά ο Νικολής της Αρχοντούλας με άλλους δυο εργάτες, κάτω από ένα υπερυψωμένο χωράφι του Μιχάλη Αντιμησιάρη. Εκεί που έσκαψαν, το υπέδαφος ήταν πορώδες, σαν συμπιεσμένη άμμο.
Το καταφύγιο κατέβαινε ένα μέτρο κάτω από την επιφάνεια του χωραφιού και είχε ύψος δυο μέτρα. Από την είσοδο άρχιζε ένας διάδρομος μήκους πέντε μέτρων και πλάτους ενός μέτρου. Από την δεξιά μεριά στο τέλος του διαδρόμου υπήρχε ένας θάλαμος μήκους πέντε μέτρων και πλάτους δύο μέτρων και στις δυο πλευρές του θαλάμου τοποθέτησαν ξύλινους πάγκους, για τους ηλικιωμένους και τα παιδιά. Υπήρχε και δεύτερος θάλαμος, στην αριστερή μεριά του διαδρόμου μήκους δυο μέτρων, που οδηγούσε σε έξοδο, για την περίπτωση που κάποια βόμβα έκλεινε την κεντρική είσοδο. Σύμφωνα με τον ίδιο τεχνικό, το καταφύγιο μπορούσε να αντισταθεί σε μισού τόνου βόμβα.
Στο άκουσμα της σειρήνας που είχαν τοποθετήσει οι Ιταλοί στο Διοικητήριο, εκτός από τις δυο οικογένειες κατέφευγε στο καταφύγιο όλη η γειτονιά, γύρω στα 50 άτομα στριμώχνονταν σε 15 τετραγωνικά μέτρα. Εκτός από τις επικλήσεις και τις προσευχές στον Χριστό και στην Παναγία άκρα ησυχία επικρατούσε στο καταφύγιο.
Στο άκουσμα της έκρηξης κάποιας βόμβας άκουγες μια κραυγή, σαν προσευχή, να βγαίνει από 50 στόματα: «Χριστέ μου, Παναγιά μου, βοήθα μας!!!».
Πολλές φορές, όταν ο κόσμος άκουγε το βομβαρδισμό στο αεροδρόμιο έτρεχε στο καταφύγιο, προτού σημάνει ο συναγερμός. Άλλοτε πάλι τις νύχτες, όταν οι βομβαρδισμοί γινόντουσαν πιο συχνοί, μας έστρωναν και κοιμόμασταν πάνω στους πάγκους μέσα στο καταφύγιο.
Σε ένα απ’ αυτούς τους βομβαρδισμούς η Καλλιόπη Νιοτή-Καφεζή με τα τρία της παιδιά, την 7χρονη Φλώρα, τον 5χρονο Μανώλη και τον 2χρονο Γιώργο, μαζί με άλλους συγγενείς κατέφυγε στο καταφύγιο της γειτονιάς της. Αλλά, μόλις διαπίστωσε ότι τα αδέλφια της, ο 17χρονος Παντελής και ο 12χρονος Δημητράκης δεν ήταν εκεί, πήγε να τους γυρεύει. Αλλά μόλις βγήκε από το καταφύγιο τους είδε να έρχονται τρέχοντας προς τα εκεί και ησύχασε. Όμως την ίδια στιγμή, έπεσε κοντά στο καταφύγιο μια βόμβα που σκότωσε την ίδια και το Δημητράκη, και τραυμάτισε σοβαρά τον Παντελή.
Την ίδια μέρα, ξεκίνησαν από το σπίτι τους ο 12χρονος Γιάννης και ο 8χρονος Γιώργος Οικονομίδης, να πάνε να συναντήσουν τον 16χρονο αδελφό τους Νικόλα που δούλευε στο μαγειρείο και ήταν ώρα για να σχολάσει. Όταν άρχισε ο βομβαρδισμός ο Γιώργος έπεσε μπρούμητα στο έδαφος για να μη τον βρει αδέσποτο βλήμα. Όμως, το ταρακούνημα του εδάφους που προκλήθηκε από την έκρηξη της βόμβας του διέλυσε τα εντόσθια προκαλώντας τον ακαριαίο θάνατο του. Με την ίδια βόμβα τραυματίστηκαν και τα αδέλφια του, ο Γιάννης επέζησε, αλλά ο Νικόλας πέθανε μετά από μερικές μέρες.
Το “Αιθιοπία”
Στις 8 Ιανουαρίου 1943, μέσα στο λιμάνι μαζί με δυο τρία άλλα καΐκια βρισκόταν και το «Αιθιοπία» των αδελφών Γιώργου και Νίκου Λιτού, από το Μεσοχώρι, όταν ξαφνικά παρουσιάστηκαν τα αεροπλάνα. Ο Γιώργος παράλυσε από τον φόβο και έμεινε μέσα στο καΐκι. Ο Νίκος, από ένστικτο, έπεσε στην θάλασσα για να σωθεί. Ο Γιώργος δεν έπαθε τίποτε, αλλά οι σφαίρες των αεροπλάνων βρήκαν τον Νίκο μέσα στην θάλασσα και τον σκότωσαν. Όλα τα Πηγάδια έκλαψαν τον άδικο χαμό του.
Ιταλοί αιχμάλωτοι
Μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας και την επικράτηση των Γερμανών στην Κάρπαθο, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν τους Ιταλούς αιχμαλώτους για να τους στείλουν στην Κρήτη και απ’ εκεί στον Πειραιά, με τελικό προορισμό την Γερμανία, σε στρατόπεδα αναγκαστικής εργασίας. Έτσι, ένα πρωί μόλις ξυπνήσαμε, βρήκαμε μέσα στο χωράφι μας κάτω από τα ελαιόδεντρα κατασκηνωμένο ένα Ιταλικό λόχο του τάγματος Regina. Ήταν πολύ φιλικοί με τα παιδιά της γειτονιάς που τους κάναμε παρέα.
Μετά από δυο τρεις μέρες ήρθε ένα φορτηγό πλοίο, και τους πήρε μαζί με ολόκληρο το Τάγμα στην Κρήτη. Δυο μέρες αργότερα το πλοίο επέστρεψε να πάρει το τάγμα Siena, πάλι στο χωράφι μας και στις ίδιες σκηνές κατασκήνωσε ένας άλλος λόχος. Το επόμενο πρωί πήραν τους αιχμαλώτους στο λιμάνι και με βάρκες τους μπάρκαραν στο πλοίο. Στο χωράφι έμεινε μόνο ένας στρατιώτης για να επιβλέπει τις σκηνές.
Ενωρίς το απόγευμα, μόλις είχε τελειώσει η επιβίβαση των αιχμαλώτων, σήμανε συναγερμός και από ένστικτο έτρεξα στο καταφύγιο. Από κοντά μου και ο Ιταλός στρατιώτης. Είχαμε φτάσει στη μέση του χωραφιού, όταν εμφανίστηκαν τρία-τέσσερα αεροπλάνα να πετούν σε χαμηλό ύψος και να πολυβολούν, ενώ τα αντιαεροπορικά, από την Ακρόπολη και την Φανερωμένη, έβαλλαν εναντίον τους. Με κατέλαβε πανικός βλέποντας τα αεροπλάνα να πετούν 20 μόλις μέτρα πάνω από το κεφάλι μου. Ο Ιταλός στρατιώτης με έσπρωξε μπρούμυτα στο έδαφος και, για να προστατευθώ από τις σφαίρες έπεσε από πάνω μου, βάζοντας ασπίδα το σώμα του.
Τα αεροπλάνα άρχισαν να πυροβολούν το πλοίο στο λιμάνι, χωρίς να γνωρίζουν ότι ήταν γεμάτο Ιταλούς αιχμαλώτους, θέλαν να στερήσουν από τους Γερμανούς ένα θαλάσσιο μεταφορικό μέσο. Μετά από λίγο επανήλθαν και για δεύτερη φορά βομβάρδισαν το πλοίο. Οι στρατιώτες πάγωσαν από τον φόβο τους, χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν. Ορισμένοι πήδηξαν θάλασσα, και όσοι δεν γνώριζαν κολύμπι πνίγηκαν. Συνολικά 12 στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους και 72 τραυματίστηκαν. Στο ημερολόγιό του, ένας στρατιωτικός ιερέας που ανέβηκε στο πλοίο μετά τον βομβαρδισμό, περιγράφει την μακάβρια εικόνα που αντίκρυσε στην κουβέρτα του πλοίου, γεμάτη αίματα, νεκρούς και τραυματίες.
Επειδή δεν επαρκούσε για όλους τους τραυματίες το νοσοκομείο, έστησαν και ένα άλλο εκστρατείας.
Στο χωράφι του Νικήτα Λυριστάκη, τοποθέτησαν μια τεράστια άσπρη τέντα με ένα μεγάλο κόκκινο σταυρό για να φαίνεται από τα αεροπλάνα. Σ’ αυτό έβαλαν τους ελαφριά τραυματισμένους, πάνω σε ράντσα. Μόλις τελείωσε ο συναγερμός βγήκαμε από το καταφύγιο και τα παιδιά της γειτονιάς μαζευτήκαμε στην αυλή του σπιτιού μας, που έβλεπε στον κεντρικό δρόμο που ερχόταν από το λιμάνι προς το στρατιωτικό νοσοκομείο. Εμείς τα παιδιά, μαζί με τους μεγάλους, παρακολουθούσαμε με δέος την μεταφορά των τραυματιών, οι πιο πολλοί πάνω σε αυτοσχέδια φορεία.
Ξαφνικά, πάγωσαν τα παιδιά και από καμιά δεκαπενταριά παιδικά στόματα βγήκε μια κραυγή που έμοιαζε με λυγμό: «Ο Γιάννης μας!!!». Πάνω σ’ ένα πρόχειρο ξύλινο φορείο, που το κρατούσαν τέσσερις λιμενεργάτες, σφάδαζε από τον πόνο ένας στρατιώτη. (Στην γειτονιά μας, οι Ιταλοί είχαν επιτάξει το σπίτι της Καλλιόπης Χατζηγεωργιάδη και έστησαν τσαγκαράδικο όπου δούλευε ένας στρατιώτης και έφτιαχνε τις μπότες των στρατιωτών. Giovanni ήταν το όνομα του, αλλά εμείς Γιάννη τον λέγαμε. Ήταν πολύ φιλικός με τα παιδιά και για να περάσουμε την ώρα μας συγκεντρωνόμαστε μέσα στο τσαγκαράδικο. Όπως τώρα υποθέτω, η παρουσίαση των παιδιών τον βοηθούσε να ξεχνά τον πόλεμο. Ιδιαίτερα αγαπούσε τον νεογέννητο αδελφό μου Γιάννη, ίσως επειδή είχαν το ίδιο όνομα, ή επειδή του θύμιζε κάποιο συγγενικό του παιδί στην Ιταλία). Αργότερα κάπως ηρεμήσαμε, όταν μάθαμε ότι ο Giovanni τραυματίστηκε στο πόδι και βρισκόταν εκτός κινδύνου.
Οι βομβαρδισμοί και σκοτωμοί του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που συνέβησαν στην Κάρπαθο, δεν μπορούν να συγκριθούν με αυτούς που βλέπουμε στην Ουκρανία, αλλά οι εικόνες δεν διαφέρουν από αυτές που αποτυπώθηκαν στην παιδική μνήμη αυτών που τα έζησαν.