Οι πόλεμοι, εκτός από θανάτους και καταστροφές, δημιουργούν και έλλειψη τροφίμων, με αποτέλεσμα εκατομμύρια άνθρωποι να πεθαίνουν. Σ’ αυτή την τραγική κατάσταση βρέθηκαν τα Δωδεκάνησα μαζί και η Κάρπαθος στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μαζί με την έλλειψη εισαγομένων τροφίμων, οι Καρπάθιοι είχαν να αντιμετωπίσουν και την Finanza (Ιταλική Οικονομική Αστυνομία) που ήλεγχε την περιορισμένη ντόπια παραγωγή, κυρίως σιτηρά, λάδι και κρέας.
Για να θερίσει ο γεωργός έπρεπε να πάει η Finanza να υπολογίσει την παραγωγή, και όταν αλώνευε έπρεπε η Finanza να ζυγίσει τον καρπό, και ανάλογα έπαιρνε μέρος της παραγωγής. Επειδή οι παραγωγοί έβρισκαν τρόπο να κρύψουν μέρος της παραγωγής τους, η Finanza σφράγιζε τους νερόμυλους και ανεμόμυλους, και μόνο με την παρουσία της Finanza επιτρεπόταν το άλεσμα. Ας αφήσουμε τη λαϊκή μούσα και παράδοση να περιγράψει την κατάσταση.
Οι Ιταλοί οι άχαροι, τους νερομύλους κλείσαν,
και λεύτερα ν’ αλέθουσι, κανένα δεν αφήσαν.
Και τότες πιάσαμε κρυφά τους χερομύλους πάλι,
κι αυτοί οι κόποι ήτανε ακόμη πιο μεγάλοι.
Τα χέρια μας ξεφούσκωσαν και κάμασι σημάδια,
κι είχαμε και το κίνδυνο να μη φανεί η βάρδια.
Επιάστηκαν τα χέρια μας από το μυλιτάρι,
τη μέλαζη ν’ αλέθουμε να κάνουμε βδομάρι.
Η μια το δρόμο ’πο μακρά καλά παρατηρούσε,
κι η άλλη το χερόμυλο καλά τον εγυρνούσε.
Προτού μαζέψει τις ελιές του ο κτηματίας, περνούσε η Finanza από το λιόφυτό του, και στο λιοτρίβι τον περίμενε να μετρήσει το λάδι και να πάρει το μερδικό της.
Αφηγείται ο Θεόφιλος Λαγωνικός: «Επειδή η Finanza έκανε έρευνα μέσα στα σπίτια για αδήλωτα τρόφιμα, πολλοί έσκαφαν και τα έβαζαν μέσα στο χώμα. Αλλά επειδή κάθε νιόσκαφτο χωράφι ή αμπέλι έδεινε υποψίες στη Finanza, εγώ έσκαβα κοντά στις ρίζες των δέντρων, που ποτίζοντο κι ήταν πάντοτε σκαμμένα, για να κρύψω μερικά μπουκάλια λάδι».
Οι υπάλληλοι της Finanza επισκέπτονταν τις μάντρες και καταμετρούσαν τα αιγοπρόβατα. Μόνο με άδεια μπορούσε ο χασάπης να αγοράσει ζώο από το βοσκό για να το σφάξει. Ακόμα και τα οικόσιτα ζώα έπρεπε να δηλωθούν και μόνο με άδεια μπορούσε να τα σφάξει ο νοικοκύρης τους.
Αφηγείται ο Μηνάς Παπακώστας: «Μαζί με τον αδελφό μου σφάξαμε το γαμάλι μας και το πουλήσαμε στ’ Όθος και στις Πυλές. Μας πρόδωσαν στη Finanza και μας πήραν στην Καζάρμα στο Απέρι για ανάκριση. Μας έδωσαν ξύλο αλλά εμείς αρνηθήκαμε ότι σφάξαμε το γαμάλι. Είχαμε συννενοηθεί μ’ έναν συγχωριανό μας που είχε ένα αδήλωτο γαμάλι στη Λάστο να το φέρει και να το παρουσιάσουμε σαν το δικό μας. Στο μεταξύ οι Ιταλοί έβαλαν πάνω έναν Καρπάθιο που δούλευε μαζί τους και μας έπεισε να ομολογήσουμε γιατί θα μας έδιναν και άλλο ξύλο. Μόλις ομολογήσαμε μας έβαλαν φυλακή να μας στείλουν στη Ρόδο για να μας δικάσουν. Μέχρι νάρθει το πλοίο της γραμμής συνέπεσαν τα γεννέθλια της βασίλισσας της Ιταλίας και μας έδωσαν χάρη.
H Μαρία ήταν μεγάλη κανακαρά και είχε αρκετό λάδι, έμενε στα Πηγάδια αλλά είχε και σπίτι στο Απέρι, και κάθε βδομάδα έστελνε στον αδελφό της Ζώρζη, που ’μενε εκεί, ένα μπουκάλι λάδι για ν’ ανάβει το καντήλι κάθε μέρα. Μια μέρα ένας περαστικός, που περνούσε απ’ έξω από το σπίτι της Μαρίας στο Απέρι, άκουσε τον Ζώρζη να προσεύχεται μπροστά στο εικονοστάσι: «… άκουσε Παναγία μου, τώρα είναι πόλεμος και το λάδι είναι λαδάκι, μια φορά την εβδομάδα θα σ’ ανάβω και καλά σου είναι».
Όπως αφηγείται ο Μανώλης Χουβαρδάς, οι Ιταλοί δεν ήλεγχαν την παραγωγή λαχανικών που αντάλλασσαν με τρόφιμα: «Το απόγευμα πηγαίναμε με το μουλάρι στο Όθος, στις Πυλές και στην Αρκάσα, παίρναμε βόλτα τα περβόλια και τους λαχανόκηπους και φορτώναμε το μουλάρι με ότι λαχανικά είχαν: ντομάτες, πατάτες, σκόρδα, κρεμμύδια, μελιτζάνες, πιπεριές, μπάμιες.
Την επομένη σηκωνόμαστε από την αυγή και πηγαίναμε στον Αφιάρτη όπου παίρναμε βόλτα τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Μας περίμεναν οι μάγειροι και οι τροφοδότες κάθε στρατιωτικής μονάδας για να κάνουμε την ανταλλαγή. Για κάθε κιλό λαχανικά μας έδιναν ένα κιλό αλεύρι, μακαρόνια ή ρύζι. Την ίδια μέρα γυρίζαμε πίσω στα ίδια χωριά και για κάθε κιλό λαχανικά που μας είχαν δώσει τους δίναμε μισό κιλό αλεύρι, μακαρόνια ή ρύζι. Ξαναφορτώναμε το μουλάρι με ό,τι λαχανικά είχαν για την άλλη μέρα. Μ’ αυτό τον τρόπο οικονομούντο αυτοί κι εμείς. Τα τρόφιμα που μας έμεναν τα κρατούσαμε για την οικογένειά μας ή τα ανταλλάσσαμε με κάτι που είχαμε ανάγκη».
Όσο προχωρούσε ο πόλεμος η κατάσταση χειροτέρευε όπως φαίνεται από την μαντινάδα και τις αφηγήσεις που ακολουθούν.
Πενήντα φράγκα το κιλό ανέβηκε τ’ αλεύρι,
κι αυτό με χίλια βάσανα ο κόσμος το γυρεύει.
Αφηγείται ο Γιώργος Αλ.: «Ένας Ιταλός στρατιώτης μας έδωσε ένα σκατολέτο. Μ’ αυτό και με λίγο ψωμί θα περνούσε η οικογένειά μας όλη την ημέρα. Όταν κάτσαμε να φάμε ήλθε ένας επισκέπτης και του είπαμε να πλησιάσει στο τραπέζι. Αυτός από ευγένεια είπε πως δεν πεινούσε και δεν τον ξαναρωτήσαμε. Ο πατέρας μου μοίρασε στον καθένα μας από ένα κομμάτι κρέας και μια μικρή φέτα ψωμί, δεν είχαμε τίποτε άλλο. Ο επισκέπτης που άδικα περίμενε να τον ξαναρωτήσουμε, πλησίασε στο τραπέζι και πήρε το ψωμί του Γιαννίκου μας που ’ταν ο πιο μικρός, ενώ αυτός έβαλε τα κλάματα».
Αφηγείται ο Μανώλης Κ.: «Η μάνα μου μ’ έστειλε να πάω να πάρω ένα μπουκάλι γάλα που δικαιούτο κάθε οικογένεια, απ’ αυτό που η Finanza κατάσχεσε από τους βοσκούς. Περίμενα μισή μέρα μέχρι νάρθει η σειρά μου και πεινούσα. Στο δρόμο που ερχόμουνα έπινα από μια γουλιά και μέχρι να φτάσω στο σπίτι μας ήπια το μισό. Σταμάτησα σε μια βρύση και απογέμισα το μπουκάλι».
Αφηγείται ο Γιώργος Ασ.: «Μια νύχτα μπήκα σ’ ένα σπαρμένο χωράφι και έκλεψα μερικές κεφαλές του σιταριού, τις έτριψα κι έβγαλα ένα κιλό σιτάρι, Μ’αυτό εξαγόρασα τα θέλγητρα της Βαγγελιώς του Λ.»..
Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κάρπαθο ο επισιτισμός του νησιού χειροτέρεψε, όπως αφηγείται ο Μηνάς Χ.: « Όλη την ημέρα δεν είχαμε να φάμε και περιμέναμε τον μεγάλο μου αδελφό που δούλευε στην κουζίνα με τους Γερμανούς για να μας φέρει κάτι να φάμε. Ένα βράδυ μας έφερε τα πατατόφυλλα, από τις πατάτες που καθάρισε για τους Γερμανούς. Τάβρασε η μάνα μου και χορτάσαμε την πείνα μας».
Αφηγείται ο Παναγιώτης Λ.: «Οι Γερμανοί είχαν την αποθήκη τους στο Κονάκι. Εγώ είχα φίλο έναν Γερμανό στρατιώτη, στην πολιτική του ζωή είχε φυλακιστεί για κλοπές και άλλα αδικήματα και του άρεσε το ποτό. Τη νύχτα μ’ έπαιρνε μαζί του στο Κονάκι και επειδή ήμουν πιο μικρός μ’ έβαζε μέσα από τον φεγγίτη, άνοιγα την πόρτα και κλέβαμε αλεύρι και άλλα φαγώσιμα. Τα ανταλλάσσαμε στ’ Απέρι και στη Βωλάδα με ρακί».
Αφηγείται ο Μανώλης Παναγιώτη Μανωλιός: «Όταν ήρθαν οι Γερμανοί μετακομίσαμε στο Απέρι, μαζί με άλλους Πηγαδιώτες. Με την βοήθεια όλης της οικογένειας, καθαρίσαμε, περικάψαμε και σκάψαμε μερικές πλαούλες στην Αχάτα, και σπείραμε λίγο κριθάρι. Μετά από το θέρισμα και το αλώνισμα μαζέψαμε γύρω στα 100 κιλά κριθάρι και, για περισσότερη ασφάλεια, σκάψαμε ένα λάκκο και το θάψαμε μέσα σ’ ένα πανοπίθι, μ’ αυτό θα περνούσαμε όλο το χρόνο».
«Στο μεταξύ, αυτοί που κάθονταν στο καφενείο, όταν εμείς καθαρίζαμε, περικαύγαμε, σκάβαμε, σπέρναμε, θερίζαμε και αλωνίζαμε, πήγαν και μας πρόδωσαν στην Αστυνομία, ισχυριζόμενοι ότι έπρεπε να παραδώσουμε το κριθάρι, και να γίνει διανομή σε όλο το χωριό! Έδωσα 10 κιλά κριθάρι στον Pricantieri (Σταθμάρχη), και το θέμα λύθηκε».
Επίσης οι Γερμανοί εφοδίασαν ορισμένους ψαράδες με δυναμίτες και μοίραζαν τα ψάρια στη μέση. Για να ζήσουν τις οικογένειές τους αρκετοί ψαράδες έχασαν τη ζωή τους.
Από το αρχείο του υπολοχαγού Hans Vogeler: «Μια μέρα, την καθορισμένη ώρα γύρισε η βάρκα από το ψάρεμα στο λιμάνι στα Πηγάδια όπου την περίμενε ο Γερμανός λοχίας που εφοδίασε τους ψαράδες με τους δυναμίτες για να κάμουν τη μοιρασιά. Λίγο πιο πέρα παρακολουθούσε αμίλητος ο Hans Vogeler. Μόλις τελείωσε η μοιρασιά πλησίασε έναν από τους ψαράδες και χωρίς οι άλλοι να πάρουν είδηση του είπε ότι αυτό που έκαμε να μη το ξανακάνει. Ο Vogeler παρατήρησε ότι ο ψαράς του φάνηκε πιο εύρωστος απ’ ότι τον γνώριζε. Μεσ’ στα ρούχα, στον κόρφο και στους ώμους του είχε κρύψει μερικά ψάρια».
Την άλλη μέρα που έφυγαν οι Γερμανοί ξεσηκώθηκαν οι Καρπάθιοι εναντίον των Ιταλών που άφησαν στη θέση τους. Οι Μενεδιάτες κατέβηκαν στα Πηγάδια και άνοιξαν την αποθήκη των Ιταλών χωρίς εκείνοι να μπορέσουν να αντιδράσουν. Όποιος πρόφτασε πήρε ότι μπόρεσε, οικονομήθησαν πολλοί Μενεδιάτες και μερικοί Πηγαδιώτες.
Αφηγείται ο Μιχάλης Ν.: «Μόλις οι Μενεδιάτες σπάσαν την πόρτα της αποθήκης, μπήκα κι εγώ και πήρα ένα τσουβάλι αλεύρι. Επειδή φοβόμουν μην έλθουν και μου το πάρουν, δεν το πήρα στο σπίτι μου, σήκωσα τα κεραμίδια της σκεπής του σπιτιού του Νικολή του Φαντάρου που είχε φύγει από τα Πηγάδια και το έκρυψα».
Όταν, στις 17 Οκτωβρίου 1944, οι Άγγλοι έφτασαν στην Κάρπαθο με τα αντιτορπιλικά Terpsichore και Cleveland έφεραν μαζί τους 30 τόνους γαλέτες και τις διένειμαν στον λιμοκτονούντα πληθυσμό της Καρπάθου και Κάσου.
WWII brought also starvation in Dodecanese
By Manolis Cassotis
Wars, in addition to death and destruction, also create food shortages, resulting in millions of people dying. Dodecanese, including Karpathos, found itself in this tragic situation during WWII.
Along with the lack of imported food, the Karpathians also had to contend with Finanza (Italian Economic Police) who controlled the limited local production, mainly grain, oil and meat. For the farmer, before the harvest, the Finanza had to come to estimate the production, and when he threshed to weigh the grain and took part of it. Because the farmers found ways to hide some of their production, the Finanza sealed the watermills and windmills, and only in the presence of the Finanza was grinding allowed. Let us let the folk muse (in free translation) and narrators describe the situation that prevailed.
The ungrateful Italians closed the water mills,
and free to grind, they left none.
And then again, we started using the handmills,
and now the work was even harder.
Our hands swelled with scars,
and had the risk of the police showing up.
Our hands were pressed by the handmill,
to grind the grain to make the flour.
One was watching the road for the police,
and the other turning the handmill.
Before the landowner picked his olives, Finanza would pass to inspect his oil trees, and wait for him in the olive press to measure the oil and take her portion.
Theophilus Lagonikos narrates: “Because Finanza search inside the houses for undeclared food, many dug and put it in the ground. But since every newly dug field or vineyard showed suspicion to Finanza, I dug near the roots of the trees, which were watered and always dug, to hide a few bottles of oil.
Finanza employees visited the paddocks to count the sheep and goats. Only with permit could the butcher buy an animal from the herdsman to slaughter. Even domestic animals had to be declared and only with a permit could their owner slaughter them.
Minas Papakostas narrates: “Together with my brother, we slaughtered our cattle and sold it in Othos and Pyles. We were betrayed to Finanza and taken to the police station in Aperi for interrogation. They beat us, but we denied that we slaughtered the cattle. We had arranged with a fellow villager who had an undeclared cattle in Lasto to bring it and present it as ours. In the meantime, a Karpathian who worked with the Italians convinced us to confess because they would beat us more. As soon as we confessed, they put us in prison to send us to Rhodes to be tried. By the time the boat was to come to take us the Queen of Italy’s birthday coincided, and they gave us a forgiveness.
Maria was a big landowner and had enough oil, she lived in Pigadia but also had a house in Aperi, and every week she sent her brother George, who lived there, a bottle of oil to light the candle every day. One day a passer-by, passing outside Maria’s house in Aperi, heard George praying in front of the icon: “… listen, my Holly Mother, it is war and is a big shortage of oil, once a week I will I light up your candle and you will be fine.”
As Manolis Houvardas narrates, the Italians did not imposed control over the production of vegetables that they exchanged for food: “In the afternoon we went with the mule to Othos, Pyles and Arkasa, we took a walk through the orchards and vegetable gardens and loaded the mule with whatever vegetables they had tomatoes, potatoes, garlic, onions, eggplants, peppers, okra. The next day we got up at dawn and went to Afiarti where we toured the military installations. The cooks and caterers of each military unit were waiting for us to make the exchange. For every kilo of vegetables, they gave us a kilo of flour, spaghetti or rice. On the same day we would go back to the same villages and for every kilo of vegetables they had given us we would give them half a kilo of flour, spaghetti or rice. We would reload the mule with whatever vegetables they had for the next day. In this way, they and we saved money. We kept the food we had left for our family or exchanged it for something we needed.”
As the war progressed the situation worsened as can be seen from the mandinada (in free translation).
The flour went up to fifty francs of a kilo,
and the people try very hard to find it.
George Al. narrates: “An Italian soldier gave us a can of meat. With this and some bread, our family would get through the whole day. When we sat down to eat a guest came and we told him to approach the table. He politely said he wasn’t hungry, and we didn’t ask him again. My father gave each of us a piece of meat and a small slice of bread, we had nothing else. The visitor, who expected us to ask him again, approached the table and took the bread of our youngest Giannikos, who started crying.”
Manolis K. narrates: “My mother sent me to get a bottle of milk that every family was entitled to, from what Finanza confiscated from the shepherds. I waited half a day for my turn, and I was hungry. On the way back I was drinking one sip at a time, and when I got closer to our house, I had drunk half of it. I stopped at a tap and filled up the bottle.”
George As. narrates: “One night I entered a field and stole some heads of wheat, rubbed them and took out a kilo of wheat. With this I bought the lures of Vagelio of L.”
When the Germans occupied Karpathos, the island’s food supply worsened, as Minas H. narrates: “All day long we had nothing to eat, and we waited for my older brother who worked in the kitchen with the Germans to bring us something to eat. One night he brought us the potato leaves, from the potatoes he cleaned for the Germans. My mother boiled them and we satiated our hunger.”
Panagiotis L. narrates: “The Germans had their storage house in Konaki. I had a German soldier friend, who in his civilian life had been imprisoned for theft and other offenses, and he liked to drink. At night he would take me to Konaki and because I was younger, he would put me through the skylight window to open the door, and we would steal flour and other edibles. We exchange them in Aperi and Volada for raki”.
Manolis Panagioti Manolios recounts: “When the Germans came, we moved to Aperi, together with other Pigadiotes. With the help of the whole family, we cleaned, pruned and dug some plots in Achata, and sowed some barley. After the reaping and threshing threshing we gathered around 100 kilos of barley and, for more safety, we dug a pit and buried it inside a ‘panopithi’ (big pottery jar), with this we would try to survive.”
“Meanwhile, those who were sitting in the cafes, when we were cleaning, burning, digging, sowing, reaping and threshing, went and betrayed us to the Police, claiming that we had to deliver the barley, and it should be distributed to the whole village! I gave 10 kilos of barley to Pricantieri (Staff sergeant), and the matter was settled.”
The Germans also supplied some fishermen with dynamite and divided the fish in half. To support their families, many fishermen lost their lives.
From the archive of Lieutenant Hans Vogeler we extract: “One day, at the appointed time, the boat returned from fishing in the harbor at Pigadia where the German sergeant was waiting for it, who supplied the fishermen with dynamite to make the division. A little further on, Hans Vogeler was watching without interfering. As soon as the distribution was over, he approached one of the fishermen and without the others hearing him, told him that what he had done should not be done again. Vogeler noticed that the fisherman seemed more robust than he had known him. He had hidden some fish inside his clothes, on his back and on his shoulders.”
The day after the Germans left, the Karpathians rose up against the Italians they left behind. The Menediates went down to Pigadia and broke into the Italians’ warehouse without them being able to react. Many Menediates and some Pigadiotes took whatever they could.
Michael N. narrates: “As soon as the Menediates broke into the warehouse, I also went in and took a sack of flour. Because I was afraid that they would come and take it from me, I did not take it home, I lifted the roof tiles of Nicholas Fantaros house who had left Pigadia and hid it.”
When, on October 17, 1944, the British arrived in Karpathos with the destroyers Terpsichore and Cleveland they brought with them 30 tons of galettes and distributed to the starving population of Karpathos and Kasos.