Γράφει η Σάντυ Τσαντάκη
Ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Κάθε φορά που βλέπουμε μια φωτογραφία με κόσμημα του δημιουργού που ταξίδεψε την Ελλάδα από την μία άκρη του χάρτη στην άλλη, νιώθουμε εθνικά υπερήφανοι. Το συναίσθημα είναι μοναδικό.
Αρκεί να παρατηρήσεις την Nικόλ Κίντμαν σε πρόσφατο editorial. Την Κέιτ Μος ως επαναστάτρια με αιτία. Και Lalaounis στον λαιμό. Την Ελίζαμπεθ Τέιλορ τότε. Την Μελίνα Μερκούρη πάντα. Την Τζένιφερ Άνιστον σήμερα. Την Αριάνα Χάφινγκτον σαν αρχαία Ελληνίδα θεά. Την Όπρα Γουίνφρεϊ σε κοντινό πορτρέτο με τα αγαπημένα της, διαχρονικά, χρυσά κοσμήματα. Και φυσικά τον Αριστοτέλη Ωνάση με την Τζάκι. Τα διάσημα σκουλαρίκια με την ονομασία Apollo ή «Απόλλων 11», εμπνευσμένα από την αποστολή της NASA στη Σελήνη, το δώρο των γενεθλίων της όταν έγινε 40 χρονών…
Τι έχει αλλάξει από τότε; Πολλά και τίποτα. Με αφορμή πρόσφατο δημοσίευμα στους Financial Times, θυμόμαστε τον «χρυσό» Έλληνα που άνοιξε τον δρόμο και για τους υπόλοιπους κοσμηματοποιούς που αφηγούνται σήμερα ιστορίες με ελληνικότητα και λάμψη. Η αλήθεια είναι ότι δεν διαβάζεις καθημερινά στον διεθνή Τύπο για Έλληνες πρωταγωνιστές της επιχειρηματικότητας που έχουν φύγει από τη ζωή κι έχουν αφήσει τόσο έντονο αποτύπωμα. Διεθνώς.
Ούτε υπάρχουν πολλές οικογενειακές επιχειρήσεις της μόδας, του κοσμήματος, της πολυτέλειας, που έχουν αντισταθεί και δεν έχουν ενδώσει σε κολοσσούς, αυτοκρατορίες της υψηλής κοσμηματοποιίας, δεν έχουν εξαγοραστεί από «καλές νεράιδες», παραμένοντας μία από τις λίγες «οικογενειακές» εταιρίες κοσμημάτων, με εξωστρέφεια, Plan B στην εποχή της κρίσης, συμφιλίωση του παρελθόντος με το παρόν και το μέλλον, όπως κι αν μεταφράζεται αυτό.
«Greek Gold» και Lalaounis πάνε μαζί. Συνειρμικά. Για δεκαετίες. Από τη μια είναι η κληρονομιά και από την άλλη, το στόρι, το παραμύθι, η ελληνική μυθολογία σε «νέες» περιπέτειες, η οικογενειακή παράδοση της ελληνικής αργυροχρυσοχοϊας, η Ελλάδα που θέλουμε να βλέπουμε, να εξάγουμε, η Ελλάδα που αναγνωρίζουν οι ξένοι. Κι εμείς.ADVERTISING
Ο Ηλίας Λαλαούνης υπήρξε ένας παραμυθάς. Ένας διορατικός επιχειρηματίας που «αντέχει» ακόμη και σήμερα, έβαλε τις βάσεις για να μπορεί να αναμετρηθεί, μέσα από τις διαδόχους του, με τα ιερά τέρατα του χώρου, στην παγκόσμια αγορά των 280 δισ. δολαρίων, με την LVMH, την Richemont και την Kering να θέτουν τους κανόνες του παιχνιδιού.
Η βιομηχανία κοσμημάτων έχει αλλάξει τις τελευταίες δεκαετίες κι αυτό είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Τι μάθαμε από τους Financial Times στο αφιέρωμα που μιλούν ειδικοί από τον κόσμο της πολυτέλειας διεθνώς για τον ελληνικό οίκο κοσμημάτων; Όχι κάτι που δεν γνωρίζαμε ήδη. Αλλά έχει πάντα ενδιαφέρον να βλέπεις πως σε αισθάνεται κάποιος που δεν έχει τα ίδια βιώματα με σένα. Και κάπως έτσι, συγκρίνουν την εξέλιξη του οίκου και τον σεβασμό στο «αρχείο» του, με την στρατηγική που ακολουθείται από τον Louis Vuitton, τον οίκο Chanel ή τον Hermes.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως στη δεκαετία του 80, τη δεκαετία της υπερβολής, της «Δυναστείας», της εξτραβαγκάντσας, τα χρυσά κοσμήματα ήταν εξαιρετικά δημοφιλή και ειδικά τα σχέδια του Ηλία Λαλαούνη αποτελούσαν τα απόλυτα μπεστ-σέλερ.
Κατόρθωσε να ενώσει μια γενιά από τεχνίτες στην Ελλάδα για να εμπνεύσει και άλλους σύγχρονους κοσμηματοποιούς. Τότε και τώρα. Να πειραματιστεί, να δημιουργήσει περισσότερες αντανακλάσεις, να τοποθετήσει σε κασετίνες περιδέραια σετ με σκουλαρίκια, δαχτυλίδια και βραχιόλια, που όμοια τους δεν μπορούν να ξαναγίνουν αφού ήταν όλα χειροποίητα.
Συλλογές μέσα στις συλλογές, αναμνήσεις μέσα στις αναμνήσεις, ιστορίες που γεννούν ιστορίες, μύθους που αντικατοπτρίζουν μύθους, κοσμήματα που περνάνε από γενιά σε γενιά. Με αγάπη και φως.
Αν και «έφυγε» από τη ζωή το 2013, οι τέσσερις κόρες του, Δήμητρα, Αικατερίνη, Ιωάννα και Μαρία, ήδη από το 1998, ερμηνεύουν διαφορετικούς ρόλους, εντός και εκτός συνόρων. Σαν χρυσοχόος και κοσμηματοποιός τρίτης γενιάς, υπήρξε διορατικός, ξεκίνησε τη διαδρομή του από την οικογενειακή επιχείρηση στην Άμφισσα και ήδη στη δεκαετία του 40, ως απόφοιτος της Νομικής και των Οικονομικών με αγάπη για την ιστορία, εργάστηκε με επιτυχία για τον Ζολώτα, τον οίκο κοσμημάτων του θείου του, αν και γνώριζε πάντα ότι ήθελε να κάνει κάτι δικό του.
Όταν αυτονομήθηκε, απελευθερώθηκε. Έδειξε την αγάπη του για τον ελληνικό πολιτισμό. Δημιούργησε κοσμήματα με βαθύτερη ανάγνωση. Και διάρκεια στον χρόνο. Αφηγήθηκε ιστορίες με χρυσό που δεν είχαν ανάγκη από πολύτιμους λίθους απαραίτητα για να ακουστούν, εκκωφαντικά, παντού, και σε διαφορετικές γλώσσες. Για να αλλάξει την «πλοκή» της κοσμηματοποιίας για πάντα. Xωρίς να αντιγράψει εκθέματα μουσείου. Εμπνεύστηκε από την αρχιτεκτονική, τη «δική του» Ελλάδα, το ελληνικό φως. Παντρεύτηκε την Λίλα Αλτζιτζόγλου και τίμησε τον θεσμό της οικογένειας και της παράδοσης.
Κι αν η ζωή του γυριζόταν σε ταινία; Mπορούμε να φανταστούμε ήδη το τρέιλερ. «Χρυσή» εποχή της Ελλάδας. Jackie και Αριστοτέλης Ωνάσης, βιτρίνες με θέα την Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ελβετία, το Χονγκ Κονγκ, την Ιαπωνία, την Αμερική, απονομή παρασήμου της Λεγεώνος της Τιμής από τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, Αθήνα, Νέα Υόρκη, Μύκονο, Σαντορίνη, Κέρκυρα…
Χρυσός και διαμάντια. Διαφημιστικές καμπάνιες με πρόσωπα οικεία, αρχαίες Ελληνίδες θεές, μέλη της οικογένειας Λαλαούνη που ποζάρουν σαν μοντέλα.
Κόκκινο χαλί. Κοσμήματα φωτογενή και αναγνωρίσιμα, 18.000 κοσμήματα με ιστορικές, και συναισθηματικές, αναφορές, μόνο στο Μουσείο Κοσμημάτων Ηλία Λαλαούνη. Κοσμήματα που βλέπεις και αυτομάτως σκέφτεσαι την Ελλάδα.
Συμπυκνωμένη σοφία αξίας πολλών καρατίων… Όπως έλεγε και ο Ηλίας Λαλαούνης, «Κάθε κόσμημα, έχει μια ιστορία να πει. Είναι κόσμημα με ψυχή».
18.000 ψυχές λοιπόν; Aρκεί να τα φορέσουμε και να ακούσουμε τι μπορούν να μας ψιθυρίσουν.
Πηγή: www.mononews.gr