Γράφει ο Δημήτριος Μπενέκος*
Η αναφορά και η αποσαφήνιση γεγονότων ως και των πολιτικών συσχετισμών που οδήγησαν στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων στις 21 Φεβρουαρίου 1913 αποτελούν βασικό θέμα έρευνας, όχι μόνο της νεότερης Ηπειρωτικής ιστορίας, αλλά και της ευρύτερης Ελληνικής, Βαλκανικής και γενικότερα της Ευρωπαϊκής ιστορίας.
Οι πληροφορίες των αποφασιστικής σημασίας στρατιωτικών επιχειρήσεων αντλούνται από πολεμικές εκθέσεις και αρχεία, από στρατιωτικές πηγές, από επιτελικούς χάρτες και ανακοινωθέντα καθώς και από ρεπορτάζ ξένων και Ελλήνων πολεμικών ανταποκριτών στις εφημερίδες της εποχής και σε πολεμικά ημερολόγια που σκιαγραφούν άμεσα και με παραστατικότητα γεγονότα της καθημερινότητας.
Επίσης σημαντικές μαρτυρίες προέρχονται από αυτόπτες μάρτυρες και στην προκειμένη περίπτωση από τους Μπιζανομάχους σε επιστολές με περιγραφές σκηνών από τις μάχες και αναφορές στις αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν στο οχυρό Μπιζάνι καθώς και από έγγραφα ξένων διπλωματών που υπηρετούσαν την εποχή εκείνη στα Ιωάννινα ή βρέθηκαν εκεί ως παρατηρητές των κυβερνήσεών τους.
Όπως γίνεται κατανοητό δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το αρχειακό αυτό υλικό, ιδιαίτερα όταν αποσαφηνίζουν λιγότερο γνωστές ιστορικές πτυχές και μάλιστα όταν τα γεγονότα των πολέμων του 1912-13 οδήγησαν στην ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος μεγάλων τμημάτων της Μακεδονίας και της Ηπείρου, αλλά ταυτόχρονα οδήγησαν και στον αποκλεισμό άλλων ελληνικών εδαφών, μετά από ποικίλες παρεμβάσεις των τότε ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων.
Επειδή στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για ζήτημα εθνικού ενδιαφέροντος θεωρείται σκόπιμο να γίνει μία πολύ σύντομη ιστορική αναφορά στα Ιωάννινα. Το 1430 το «κάλλιστον άστυ», το «ακμάζον», όπως αποκαλούνται τα Ιωάννινα αναγκάζονται να δηλώσουν υποταγή στους Οθωμανούς και εξασφαλίζουν προνόμια, που είναι γνωστά ως «ο ορισμός του Σινάν Πασά».
Το 1611, με το ατυχές επαναστατικό κίνημα του επισκόπου Τρίκκης Διονυσίου, γνωστού ως «Σκυλοσόφου», οι Γιαννιώτες χάνουν τα προνόμια τους και διώκονται από το κάστρο της πόλης.
Παρόλα αυτά με την πάροδο των ετών τα Ιωάννινα αναπτύσσονται και γνωρίζουν ιδιαίτερη οικονομική, κοινωνική και πνευματική πρόοδο, διαμορφώνοντας μία γνήσια ηπειρώτικη παράδοση, η οποία προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες στον Ελληνισμό.
Πολυάριθμοι απόδημοι Ηπειρώτες και Γιαννιώτες, που ευημερούν στο εξωτερικό, προσφέρουν πακτωλούς χρημάτων για την παιδεία και την Ελευθερία της Ελλάδας.
Οι περίφημες σχολές των Ιωαννίνων προσφέρουν σημαντικότατες υπηρεσίες στον Ελληνισμό και από αυτές εκπορεύεται σε μεγάλο βαθμό ο φωτισμός του Γένους. Δίκαια η λαϊκή μούσα τα ύμνησε ως «Γιάννενα πρώτα στα άρματα, τα γρόσια και τα γράμματα».
Μετά το συνέδριο του Βερολίνου το 1878, όπου τα σύνορα της Ελλάδας καθορίστηκαν στον ποταμό Άραχθο, η Τουρκική κυβέρνηση και ο τουρκικός πληθυσμός της Ηπείρου, αντιλαμβανόμενοι αυξανόμενο τον κίνδυνο της απώλειας της Ηπείρου, έλαβαν πιεστικά μέτρα κατά των Ηπειρωτών, όπως εφαρμογή στρατιωτικού νόμου, στρατοδικεία, ενίσχυση στρατού και χωροφυλακής, ελέγχους, απαγόρευση κυκλοφορίας ελληνικών εντύπων κλπ., άλλα παράλληλα με αυτά η ρουμανική, αλβανική και ιταλική προπαγάνδα ήταν σε πλήρη συνεργασία με τους Τούρκους στην Ήπειρο.
Όμως οι Hπειρώτες δεν έμειναν αδρανείς, ανέλαβαν δράση. Στις 25 Μαρτίου 1906 ιδρύεται από τον υπομοίραρχο Σπυρομήλιο και με τη συνεργασία εξεχόντων Ηπειρωτών το Ηπειρωτικό Κομιτάτο, το οποίο εκτός των πληροφοριών με τις οποίες ενημέρωνε το ελεύθερο κράτος μέσω του ελληνικού προξενείου των Ιωαννίνων, άρχισε να μυεί, να οργανώνει και να εξοπλίζει μυστικά ομάδες σε όλη την Ήπειρο.
Η ψυχολογική προετοιμασία για κάτι που επρόκειτο να συμβεί καλλιεργούνταν εντός και εκτός Ηπείρου.
Χαρακτηριστική και άκρως ερμηνευτική η σημασία που είχαν για το έθνος τα Ιωάννινα φαίνεται ξεκάθαρα τη δήλωση του τότε βασιλιά Γεωργίου Α΄ στην εφημερίδα «Κήρυξ της Νέας Υόρκης» πώς: «Τα Ιωάννινα είναι το κέντρο του Ελληνισμού εν Ηπείρω.
Εξ αυτής προήλθον αι πρώται προσπάθειαι, δι’ ων η χώρα μου εγένετο ανεξάρτητον έθνος. Όλαι αι σκέψεις, όλαι αι ελπίδες συγκεντρώνονται εις την απόκτησίν των…»
Ας επιστρέψουμε όμως στα γεγονότα. Οι επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού στην Ήπειρο, που άρχισαν τον Οκτώβριο του 1912, είχαν ως αντικειμενικό σκοπό την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, της πέμπτης πιο καλά οχυρωμένης πόλης του κόσμου, γεγονός που έκανε τον Τούρκο στρατάρχη Σεφτίκ πασά να δηλώσει με έπαρση στους δημοσιογράφους των ευρωπαϊκών εφημερίδων πως «ακόμη κι αν έρθουν όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις των βαλκανικών χωρών δεν θα μπορέσουν να καταλάβουν τα Ιωάννινα.»
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, όμως, είναι συνδεδεμένη άρρηκτα με το οχυρό που λέγεται Μπιζάνι, μία φύσει και θέσει ισχυρή αμυντική τοποθεσία, ένα απροσπέλαστο περιχαρακωμένο φυσικό φρούριο σε σειρά λόφων και υψωμάτων, ενισχυμένο με ένα δαιδαλώδες σύνολο αλληλοϋποστηριζόμενων οχυρωματικών έργων, που οργάνωσε ο Γερμανός Στρατάρχης φον Γκολτς, γνωστός και ως Γκόλτς πασάς και τελειοποιήθηκαν από τον ικανότατο Βεχίπ μπέη, τον αδελφό του διοικητού των Ιωαννίνων Εσσάτ πασά. Η πόλη ήταν απόρθητη, αν δεν έπεφτε το Μπιζάνι.
Και οι λόφοι του Μπιζανίου ήταν οχυρωμένοι με σύγχρονα πυροβολεία χωμένα στο βουνό, αόρατα από τις επιχωματώσεις, τα βράχια και τους θάμνους που τα κάλυπταν και από τα οποία φαινόταν μόνον οι λάμψεις των στομίων των τηλεβόλων όταν κανονιοβολούσαν. Κατά τα άλλα, το Μπιζάνι ήταν τόπος θανάτου και όπως έλεγαν η Μπιζανομάχοι «όποιος έμπαινε εκεί δεν έβγαινε ζωντανός.»
Ο Αμερικανός εθελοντής συνταγματάρχης Τόμας Χάτσισον μόλις αντίκρισε το Μπιζάνι το περιέγραψε με το οξυδερκές μάτι του στρατιωτικού: «Από τη στιγμή που είδα αυτά τα οχυρά με τις οροσειρές σε κάθε πλευρά, την πλατιά άδενδρη πεδιάδα μπροστά μας, ήξερα τότε ότι ήταν το Γιβραλτάρ της Τουρκίας στην Ευρώπη και ότι ο ελληνικός στρατός θα έχανε χιλιάδες άνδρες και θα ξόδευε χιλιάδες δολάρια και θα έπαιρνε μήνες για να τα καταλάβει ή να τα καταστρέψει…»
Με την συναισθηματικά φορτισμένη προτροπή «εμπρός για τα Γιάννενα» το ζήτημα γίνεται πανεθνική υπόθεση. Υπόθεση του ελεύθερου, του υπόδουλου και του ομογενειακού Ελληνισμού. Τις τάξεις του στρατού πύκνωσαν εθελοντές από την Αμερική, Μακεδονία, Ήπειρο, Κρήτη, νησιά του Αιγαίου, Σμύρνη, Κύπρο και Αίγυπτο.
Ο Λόχος των Αμερικανών
Το 1912 συγκροτείται στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών ο ιερός λόχος Φιλαδέλφειας γνωστός ως λόχος των Αμερικανών.
Με την οικονομική συνδρομή των εκεί Ηπειρωτών μίσθωσαν στη Νέα Υόρκη το επιβατικό πλοίο «Βέρνια», αγόρασαν 4 πεδινά κανόνια, στολές, οπλισμό και πολεμοφόδια και το Νοέμβριο του 1912 έφτασαν στην Ήπειρο και ενσωματώθηκαν στο ανεξάρτητο σύνταγμα Κρήτης.
Ο Γιαννιώτης Κωνσταντίνος Τσιάνος, ένας από τον λόχο των Αμερικανών θυμάται: «Το 1912 ήρθαμε από τη Φιλαδέλφεια της Αμερικής 225 νέοι, κυρίως από την Ήπειρο και Μακεδονία και ως εθελοντές λάβαμε μέρος στις επιχειρήσεις στο Μπιζάνι.
Στη Φιλαδέλφεια ο κόσμος έβγαινε στα παράθυρα και μας χαιρετούσε. Στη Νεάπολη της Ιταλίας μας έγινε επίσημη υποδοχή με μουσική από τους Ιταλούς. Στον Πειραιά μας υποδέχτηκαν με τιμές και στην Φιλιππιάδα της Ηπείρου ενσωματωθήκανε στον ελληνικό στρατό.
Το τουρκικό πυροβολικό στο Μπιζάνι μας προξένησε σοβαρές απώλειες. Το χιόνι ήταν πολύ και το κρύο τσουχτερό. Παίρναμε για συσσίτιο 11 σπυριά ελιές και μία ρέγγα. Δεν είχαμε ούτε νερό. Λιώναμε το χιόνι και πίναμε…»
Και ο ποιητής Βουγιουκλάκης, με λιτότητας στίχων δημοτικού τραγουδιού υμνεί τη γενναιότητα των ανδρών του συντάγματος Κρήτης που έπεσαν στο Μπιζάνι:
Κρήτη στα μαύρα να ντυθείς, μεγάλη μου πατρίδα / Έτσι το γράφει τύχη μας, στην Ήπειρο το είδα.
Το τιμημένο αίμα σου κακό θεριό βυζάνει / Στ’ απόρθητο, το τρομερό, το ξακουστό Μπιζάνι.
Θα γράψω γράμματα χρυσά στα ματωμένα βράχη, / Εδώ χόρεψαν Κρητικοί την πιο μεγάλη μάχη!
Πώς βλέπουν όμως τα γεγονότα ξένοι διπλωμάτες και παρατηρητές; Ο Γενικός πρόξενος της Αυστροουγγαρίας στα Ιωάννινα Μπιλίνσκι τηλεγραφεί στην Πρεσβεία του και μεταξύ άλλων λεπτομερειών γράφει πως «ο αιφνιδιασμός του τουρκικού στρατού από τους Έλληνες, που επιτέθηκαν κυκλωτικά από δύσβατα εδάφη συνέβαλε στην άλωση των Ιωαννίνων.
Το απόγευμα της 20ης Φεβρουαρίου με παρακάλεσε ο Εσσάτ πασάς να μεσολαβήσω με τους άλλους προξένους στην ανώτατη ελληνική στρατιωτική διοίκηση για την παράδοση της πόλης και για αποφυγή της ανωφελούς αιματοχυσίας και τη διακοπή των εχθροπραξιών.
Στις 21.02.1913 γύρω στις 9:00 το πρωί μπήκε στα Γιάννενα ο στρατηγός Σούτσος με ένα σύνταγμα ιππικού…»
Ο Ρώσος πρόξενος Στσελκούνοφ που παρακολουθούσε με τα κιάλια την άτακτη φυγή των τούρκων στρατιωτών γράφει: «Στις 20 Φεβρουαρίου συνέβη τελικά το γεγονός που από καιρό με φρίκη και αγωνία περίμεναν οι Τούρκοι της πόλης» και αναφέρει πως μαζί με τους συναδέλφους του προξένους παρέστη στη σύνταξη της πρότασης παράδοσης των Ιωαννίνων στους Έλληνες.
Τις περιγραφές των τρομακτικών βομβαρδισμών του τουρκικού πυροβολικού στο Μπιζάνι θα μας μεταφέρουν σκηνές φρίκης από το μέτωπο, όπως τις γνώρισαν από κοντά αυτόπτες μάρτυρες.
Ο Γιαννιώτης των χρόνων εκείνων Αθανάσιος Τσεκούρας γράφει με γλαφυρό ύφος: «Έτσι την έλεγαν τότε: ‘Σκύλλα’! Και δεν ήταν το συμπαθητικό σπιτίσιο ζωντανό που ξέρουμε. Ούτε η Σκύλλα που λέει ο παλιός μύθος, το τέρας με τα 12 ποδάρια και τα έξι κεφάλια.
Δεν τους έμοιαζε σε τίποτα. Δεν είχε σώμα σαν και εκείνα. Ήταν άσαρκη. Έτρωγε όμως σάρκες όπως και εκείνες. Δεν είχε ούτε ψυχή. Ήταν άψυχη, κατάκρυα, παγερή.
Έστελνε όμως αράδα ανθρώπινες ψυχές στον άλλο κόσμο. Δεν αλύχταγε σαν τις σκύλες τις γνωστές μας. Μονάχα μούγκριζε σαν μπουμπουνητό και ξέρναγε φωτιά και καυτό σίδερο, που έκανε στάχτη αυτόν που θα τολμούσε να ζυγώσει τη φωλιά της.
Η Σκύλλα η μπιζανίτικη δεν ήταν ζωντανό. Ήταν τόπος οχυρωμένος με όπλο πολεμικό. ‘Ήταν κανόνι. Και δεν ήταν ένα. Ήταν πολλά. Ήταν τόσα όσο και μία πυροβολαρχία. Κι όλα τους ταχυβόλα, τα πιο τέλεια κανόνια της εποχής. Και την είχανε κρυμμένη αριστοτεχνικά.
Αγνάντευε από τη φωλιά της σχεδόν όλο το αριστερό του μπιζανίτικου τοπίου. Το αγνάντευε και το φύλαγε. Μύτη δεν μπορούσε να σκάσει προς τα εκεί. Το έβλεπε η Σκύλλα και το κομμάτιαζε αλύπητα.
Και η κρυψώνα της – άγνωστο πού – καλά κουκουλωμένη και απλησίαστη σε μάτι και σε κιάλι, της έδινε τη δύναμη να σκοτώνει χωρίς να σκοτώνεται, να εξολοθρεύει χωρίς να εξολοθρεύεται, να βλέπει και να σκορπά το θάνατο χωρίς να βλέπεται. Χάρη σε αυτά τα όπλα της έφαγε πολλά ελληνικά κορμιά η Σκύλλα στο Μπιζάνι το 1912-13.
Πολύ σωστά και ταιριαστά τη βάφτισαν Σκύλλα. Ο νονός της δεν ήταν ένας. Ήταν πολλοί. Ήταν όλοι οι μαχητές του Μπιζανιού. Από φαντάρο ίσαμε στρατηγό και αρχιστράτηγο. Και εμείς οι σκλάβοι Σκύλλα τη λέγαμε. Και οι Τούρκοι έτσι την έλεγαν.
Και όταν έγινε γνωστή η κρυψώνα της και δεν έλειπε παρά το χτύπημα της από τα δικά μας κανόνια για να φαγωθεί και αυτή.
Και φαγώθηκε. Με το φάγωμα της Σκύλλας το Μπιζάνι μπορεί να πλευροκοπηθεί, να πέσει. Ο δρόμος για τα Γιάννενα ανοίγεται πλατύς…»
Ο Αμερικανός συνταγματάρχης Χάτσισον, που βρέθηκε κάτω από τον καταιγισμό των πυρών του πυροβολικού γράφει: «Τα κανόνια του Μπιζανίου άρχισαν και η μία οβίδα με την άλλη έπεφταν γύρω μας και πάνω μας και σε κάθε πλευρά κατά εκατοντάδες. Η έκρηξη των οβίδων και οι κρότοι από τα όπλα φαίνονταν σαν να είχε ανοίξει η κόλαση και όλη την ημέρα εκείνο το χαλάζι από σιδερικά συνεχιζόταν…»
Και, τέλος, η Έλεν Λεν, σύζυγος του γνωστού πολεμικού ανταποκριτή του περιοδικού Ιλουστρασιόν Ζαν Λεν, συμπληρώνει το φρικιαστικό σκηνικό των θανατηφόρων βομβαρδισμών της «Σκύλλας» με ανατριχιαστικές εικόνες ώριμες για χολιγουντιανή πολεμική ταινία. «Ένα τρίξιμο όμοιο με γκρέμισμα σιδερένιο κτιρίου.
Φλόγες, αστραπές κάνουν το βουνό να λάμπει. Η γη τινάζεται σαν σε σεισμό. Θα έλεγες πως μπράτσα πανίσχυρα την αδράχνουν και την ταρακουνούν σαν κάτι ανάλαφρο. Ένας συνεχής βόμβος, ένα υπόκωφο βουητό διαπερνάει τα φυλλοκάρδια!
Όμοιος με αυτόν που κάνουν τα κύματα της μεγάλης φουσκοθαλασσιάς, όταν χυμούν στα βράχια της ακτής. Σαν παγιδευμένο σκυλί το Μπιζάνι ξερνάει τη λύσσα του ηττημένου. Και οι οβίδες παίρνουν τους στρατιώτες στο κατόπι, επίμονες, φανατισμένες ξεριζώνουν τη γη, τα δέντρα, τα βράχια.
Προλαβαίνουν και τους στρατιώτες, τους σηκώνουν από το χώμα ελαφρούς σαν φύλλα και τους ξαναφήνουν να πέσουν στο κενό, μάζες αδρανείς, σώματα χωρίς ψυχή, σάρκες ξεσχισμένες χωρίς κόκκαλα στριφογυρίζουν στον αέρα μέσα σε μία θύελλα από αίμα, χώμα και καπνό…»
Το ελληνικό πυροβολικό με ευστοχία κατορθώνει να κάνει τη Σκύλλα να βουβαθεί. Όταν, λοιπόν, η Σκύλλα βουβάθηκε, όταν ο υπόκωφος βρυχηθμός της δεν ακουγόταν πια, όταν σταμάτησε να τρώει ανθρώπινες σάρκες και ακούστηκε και ο τελευταίος επιθανάτιος ρόγχος της εκδηλώθηκε η τελική επίθεση που άνοιξε το δρόμο για την πόλη των θρύλων που κατά την εξαίρετη γαλλίδα λογοτέχνιδα Γκυ Σαντεπλέρ, σύζυγο του Γάλλου προξένου στα Ιωάννινα, «η πόλις που εκοιμήθη τουρκικά και οθωμανικά εξύπνησεν ελληνική και χριστιανική.»
Το πρωί της 21ης Φεβρουαρίου 1913 ο διάδοχος Κωνσταντίνος στέλνει στην Αθήνα το ακόλουθο τηλεγράφημα: «Αλωθέντος υπό του ελληνικού στρατού ολόκληρου του δυτικού μετώπου των φρουρίων των Ιωαννίνων και κυκλοθείσης της γραμμής των ερυμάτων Μπιζάνι και Καστρίτσας, ο
Εσσάτ-πασάς μοι εδήλωσεν ότι ο στρατός του παραδίδεται αιχμάλωτος πολέμου. Λεπτομερείας της μέγιστης νίκης του ανδρείου στρατού μας τηλεγραφήσω προσεχώς.»
Τα Γιάννενα είναι πλέον ελεύθερα και οι Πανέλληνες, που τα έκαναν δική τους υπόθεση, τραγούδησαν τον θρίαμβο συλλογικά: ΤΑ ΠΗΡΑΜΕ ΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ.
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων υπήρξε παγκόσμια είδηση. Στην Ευρώπη, την Αμερική, ακόμη και στην Αυστραλία αποτέλεσε κύριο άρθρο με φωτογραφίες από την είσοδο του ελληνικού στρατού στην πόλη. Με σημαιοστολισμούς, δοξολογίες και εκδηλώσεις γιόρτασαν επίσης οι ελληνικές παροικίες της Αμερικής, της Αλεξάνδρειας, Σόφιας, Λονδίνου και Κύπρου.
Το γεγονός ξεσήκωσε θύελλα ενθουσιασμού στους κύκλους των μορφωμένων, επιστημόνων και φιλολόγων της Ευρώπης. Και από το Βερολίνο, ο μέγας κλασικός φιλόλογος φον Βιλλαμόβιτς, ευθύς μόλις πληροφορήθηκε την απελευθέρωση των Ιωαννίνων έγραψε επινίκιο χαιρετισμό σε γλώσσα ομηρική.
[Δίης εν Τομαρίοις δρυός ακρεμόνεσσι πελειάς άδει γαβριόωσ’ ύμνον ελευθερίης… ] (μετάφραση) Στους πρόποδες του Τόμαρου, στα ακρινά κλωνάρια / της Ιερής βελανιδιάς κάθεται περιστέρι, / και ψάλλει υπερήφανο της λευτεριάς τραγούδι. /
«Δία, θεέ Πελασγικέ, προστάτη της Δωδώνης, / κοίταξε τώρα γύρω σου, όλος χαρά γεμάτος, / ποια είναι η παλικάρια στη σύγχρονη Ελλάδα.» / Κι όλοι γιορτάζουνε στη γη με ύμνους για τη νίκη / Όσοι είναι φίλοι του Διός και φίλοι των Ελλήνων.
- Ο Δημήτριος Μπενέκος είναι τέως αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας
B”H My dear Dimitri (Benekos), It’s a pleasant surprise that I receive your article as having been published in the other Dimitri’s publication —- before I could see it, for I comb Anamniseis as an early morning exercise! With gladness I congratulate you for the detailed presentation of Ioannina’s bright past —- in grossia contributed by expatriates, commerce, and intellectual acumen. The further disclosure that you originate in the city embellishes your historic piece. My observation that there’s no Jewish content in the city’s history that you present under Ottoman rule invokes wonder; perhaps reserving its own chapter of research, especially in light of the minority’s brilliant past until WW II. However, I am immensely proud that our America was involved so strategically in the city’s evolution to becoming liberated from Ottoman rule! Congratulations, again, dear friend, and with warm regards to Ariadne and you, Asher 🙏😀🇬🇷🎶🔯