ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Αν και παρήλθε ένα τέταρτο του αιώνα από τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου του Ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου, εν τούτοις οι μνήμες παραμένουν νωπές, διότι σχετίζονται με τις συνέπειες ενός καλομελετημένου σχεδίου.
Την εποχή εκείνη ήμουν αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Η Φωνής της «Ομόνοιας» και στη Γενική Συνδιάσκεψη της Οργάνωσης της 10ης Απριλίου 1994 στους Αγίους Σαράντα είχα εκλεγεί γενικός Γραμματέας της Ομόνοιας. Αν και η ημέρα αυτή ήταν ηλιόλουστη και ανοιξιάτικη, εν τούτοις ήταν μια από τις παγερές ημέρες λόγο της επίθεσης στο συνοριακό φυλάκιο της Επισκοπής και της εν ψυχρώ εκτέλεσης ενός αξιωματικού και ενός φρουρού.
Το αλβανικό καθεστώς χωρίς καν να αρχίσουν οι έρευνες απέδωσε το έγκλημα σε «επίθεση Ελλήνων μοναρχοφασιστών» και προέβη σε αντίποινα εις βάρους των Βορειοηπειρωτών.
Κλιμάκια της Αστυνομία και των μυστικών υπηρεσιών λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 18η Απριλίου 1994 έκαναν έφοδο χωρίς ένταλμα και παρουσία εισαγγελέα σε εκατοντάδες σπίτια των ηγετών της Ομόνοιας και προσήγαγαν για ανακρίσεις πάνω από 600 στελέχη της Ομόνοιας και αχτιβιστές σε όλες τις περιοχές όπου δρούσε η «Ομόνοια».
Η Ομόνοια καταδίκασε τις προσαγωγές και τη σύλληψη των πέντε ηγετών της Ομόνοιας και στο πρωτοσέλιδο της Φωνής της Ομόνοιας χαρακτηρίσαμε τη 18η Απριλίου 1994 Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου.
Για να είμαι ειλικρινής όταν γράφαμε το πρωτοσέλιδο δεν μπορούσαμε ποτέ να συλλάβουμε τις συνέπειες αυτού του προγκρόμ.
Πρόκειται για την κορύφωση ενός καλοστημένου σχεδίου εκφοβισμού και εξόντωσης του Ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου από τις πατρογονικές εστίες.
Τα πρώτα σημάδια αυτού του σχεδίου φάνηκαν το 1992 αμέσως μετά τον αποκλεισμό της Ομόνοιας από την αλβανική βουλή δια του νόμου που απαγόρευε την ίδρυση κομμάτων σε εθνική βάση. Οι πέντε βουλευτές της Ομόνοιας και η κοινοβουλευτική τους ομάδα είχαν μετατραπεί σε ρυθμιστικό παράγοντα στην πρώτη βουλή που αναδείχτηκε μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος και αποτελούσαν αφ ενός μεν την καλύτερη ασπίδα για τον ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου, αφ ετέρου δε εμπόδιο για την υλοποίηση των σχεδίων του Σαλί Μπερίσα για την καταστολή κάθε προσπάθειας για τη διασφάλιση και κατοχύρωση των διεθνώς αναγνωρισμένων δικαιωμάτων των Βορειοηπειρωτών.
Ο αποκλεισμός της Ομόνοιας από τη Βουλή προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων τόσο στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στον ΟΗΕ, όσο και στην Ουάσινγκτον.
Μην έχοντας άλλη επιλογή η Ομόνοιας προέβη στην ίδρυση του Κόμματος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και κατάφερε να εισέλθει από το παράθυρο – που λέει και ο λαός – στη νέα αλβανική βουλή με τρεις μόνο βουλευτές.
Το θέμα τέθηκε στο Συμβούλιο της Ευρώπης το οποίο υιοθέτησε τη Συμφωνία Πλαίσιο για τις Εθνικές Μειονότητες, η οποία κατοχύρωνε τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θρησκευτικές ελευθερίες των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου και αποτελούσε τροχοπέδη στην υλοποίηση των σχεδίων του Σαλί Μπερίσα.
Γι αυτό εξ άλλου αρνούνταν πεισματικά να επικυρώσει τη Συμφωνία Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Οι προκλήσεις και τα επεισόδια εις βάρος των Ελλήνων δεν έλλειψαν ποτέ.
Η άνανδρη επίθεση της 10η Απριλίου 1994 στο συνοριακό φυλάκιο της Επισκοπής ακόμη και σήμερα 25 χρόνια παραμένει ανεξιχνίαστη διότι οι αλβανικές αρχές αντί να εντείνουν τις έρευνες για τη σύλληψη των πραγματικών δολοφόνων προτίμησαν το προγκρόμ εις βάρος του ελληνισμού.
Οι αλβανικές αρχές εκμεταλλεύτηκαν αυτό το ειδεχθές έγκλημα για να ενοχοποιήσουν τον ελληνισμό και την ίδια την Ελλάδα. Μία εβδομάδα μετά εισέβαλαν στα γραφεία της Ομόνοιας στους Αγίους Σαράντα και του Αργυροκάστρου χωρίς την άδεια και παρουσία εισαγγελέα και άρπαξαν τα αρχεία της οργάνωσης.
Το βράδυ της 18ης Απριλίου 1994 εξαπέλυσαν προγκρόμ σε όλες της περιοχές όπου δρούσαν τα στελέχη και τα μέλη της ομόνοιας και οδήγησαν στον ανακριτή περισσότερους από 600 Βορειοηπειρώτες.
Οι διαμαρτυρίες της Ομόνοιας και της Ελλάδας προκάλεσαν διεθνή κατακραυγή και το καθεστώς του Σαλί Μπερίσα υποχρεώθηκε να περιορίσει τον αριθμό των κρατουμένων στα πέντε ηγετικά στελέχη της Ομόνοιας και συγκεκριμένα των Θεόδωρου Βεζιάν, πρόεδρου του Παραρτήματος Αργυροκάστρου, Βαγγέλη Παπαχρήστου και Παναγιώτη Μάρτου, προέδρων των παραρτημάτων Αγίων Σαράντα και Δελβίνου, αντίστοιχα και των Ηρακλή Σύρμου και Κώστα Κυριακού των ηγετών του Συνδέσμου Πολιτικών Κρατουμένων. Ο Ηρακλής και ο Κυριάκος είχαν καταδικαστεί για κατασκοπία από το καθεστώς του Εμβέρ Χότζα και είχαν απελευθερωθεί όταν κατέρρευσε σα χάρτινος πύργος το δικτατορικό καθεστώς.
Το καθεστώς του Σαλί Μπερίσα χαρακτήρισε τρομοκράτες τους ηγέτες της ομογένειας και με τη βοήθεια των φιλοκυβερνητικών μέσων ενημέρωσης κατάφερε να ενοχοποιήσει την «Ομόνοια» και να δημιουργήσει κλίμα τρόμου και ανασφάλειας.
Η Ομόνοια και το Κόμμα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με την υποστήριξη της Ελλάδας και της Πανηπειρωτικής Ομοσπονδίας της Αμερικής αποτάθηκαν στους διεθνείς οργανισμούς και ο ύπατος Αρμοστής του ΟΑΣΕ, Μαξ Βαν Ντερ Στουλ ανέλαβε το ρόλο του διαμεσολαβητή.
Παρά τις διαμαρτυρίες το καθεστώς Μπερίσα κρατούσε στη φυλακή τα ηγετικά στελέχη χωρίς επίσημο κατηγορητήριο παραβιάζοντας κάθε αρχή του διεθνούς δικαίου για τα μέλη των εθνικών μειονοτήτων.
Το καθεστώς επέλεξε την 15η Αυγούστου 1994 για να ξεκινήσει τη δίκη εις βάρος των ηγετών της Ομόνοιας, η οποία κράτησε πολλούς μήνες και κατέληξε σε δίκη παρωδία.
Οι μέρες και οι μήνες που μεσολάβησαν από το προγκρόμ μέχρι και την απελευθέρωση των πέντε στελεχών της Ομόνοιας υπήρξαν από τις δυσκολότερες στη νεότερη ιστορία του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου, διότι προκάλεσαν τη μαζική φυγή των Βορειοηπειρωτών και το μαρασμό του τόπου.
Το λέμε και το υπογραμμίζουμε αυτό διότι μέχρι και το Δεκαπενταύγουστο του 1994 έφευγαν μόνο οι νέοι που αναζητούσαν εργασία στην Ελλάδα, ενώ οι οικογένειές τους παρέμεναν στα πάτρια εδάφη. Την περίοδο εκείνη οι Βορειοηπειρώτες είχαν αποκτήσει ένα κουμπόδεμα – που λέει ο λαός – και μάλιστα αρκετοί είχαν επιστρέψει και ασχολήθηκαν με το εμπόριο, την γεωργία και την κτηνοτροφία. Οι κάρτες καταγραφής αλλοδαπών οι οποίες είχαν εκδοθεί κυρίως στους Έλληνες της Βορείου Βορείου Ηπείρου αποτελούσαν εγγύηση για όσους ήθελαν να επιστρέψουν.
Η απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης και κυρίως των υπουργών Εξωτερικών και Δημοσίας Τάξεως Κάρολου Παπούλια και του Στέλιου Παπαθεμελή, αντίστοιχα, για το κλείσιμο των συνόρων ανήμερα της έναρξης της Δίκης Παρωδίας και η κατάργηση των Καρτών των Βορειοηπειρωτών είχε διαμετρικά αντίθετες συνέπειες για τον ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου.
Οι Βορειοηπειρώτες που είχαν πάει για να γιορτάσουν το Δεκαπενταύγουστο με τις οικογένειές τους εγκλωβίστηκαν στα σύνορα. Το κλίμα ανασφάλειας είχε κορυφωθεί και υποχρεώθηκαν για μια ακόμη φορά να περάσουν τα ίδια μονοπάτια που πέρασαν στα τέλη του 1990, αρχές 1991 για να επιστρέψουν στις δουλειές τους. Με τη μόνη διαφορά που αυτή τη φορά πήραν μαζί τους τις γυναίκες και τα παιδιά και έριξαν «μαύρη πέτρα» που λέει και ο λαός.
Η Βόρειο Ήπειρος δέχτηκε το μεγαλύτερο πλήγμα. Τα χωριά ερήμωσαν, τα σχολεία έκλειναν το ένα μετά το άλλο και ο τόπος μαράζωνε από μέρα σε μέρα.
Τα πρώτα σημάδια ομαλοποίησης της κατάστασης εκδηλώθηκαν λίγες εβδομάδες μετά την απελευθέρωση των πέντε στελεχών της Ομόνοιας και λίγες ημέρες πριν την ιστορική επίσκεψη του προέδρου της Δημοκρατίας, του αείμνηστου Κωστή Στεφανόπουλου στα Τίρανα.
Αν και ο Βορειοηπειρώτης πρόεδρος της Δημοκρατίας συμμερίστηκε τις προτάσεις της Ομόνοιας για την παροχή κινήτρων στους εν Ελλάδι εργαζόμενους Βορειοηπειρώτες για την επιστροφή τους στις πατρογονικές εστίες, εν τούτοις οι υποσχέσεις για την παροχή άτοκων στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων παρέμειναν υποσχέσεις.
Οι Βορειοηπειρώτες μην έχοντας άλλα περιθώρια άρχισαν ένας – ένας να αγοράζουν σπίτια στην Ελλάδα και να δημιουργούν επιχειρήσεις.
Η κατάρρευση των παρατραπεζών στις αρχές του 1997 και οι εξεγέρσεις που ακολούθησαν, σε συνδυασμό με την αρπαγή των καλάσνικοφ και των πυρομαχικών από τα αλβανικά στρατόπεδα ενέτειναν το κλίμα ανασφάλειας και προκάλεσαν το τρίτο μεγάλο κύμα φυγής των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου.
Η τρικυμιώδης πενταετία από το 1992 έως και το 1997 προκάλεσε ανεπανόρθωτες ζημιές στη Βόρειο Ήπειρο. Η περίοδος αυτή παρείχε το έναυσμα στην Πανηπειρωτική Ομοσπονδία Αμερικής να αναλάβει πρωτοβουλίες και να αναδείξει τον ηγετικό της ρόλο.
Ο αγώνας αυτός και τα επιτεύγματα των Ηπειρωτών και κατ΄ επέκταση της ομογένειας της Αμερικής έχουν καταγραφεί στo βιβλίο του αείμνηστου Ηλία Μπέτζιου με τίτλο «Πανηπειρωτική Ομοσπονδία Αμερικής – Ο Εθνικός Αγώνας των Ηπειρωτών της Ξενιτειάς».
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο «στη μνήμη των αγωνιστών για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου που πέθαναν στις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως του τυράννου Εμβέρ Χότζα».
Στον πρόλογο του βιβλίου ο συγγραφέας γράφει: «Στο βιβλίο τούτο δεν πρόκειται να γράφω τη βιογραφία μου, ούτε κανενός άλλου συμπατριώτη μου, αλλά την ιστορία μιας εθνικής οργάνωσης, η οποία επί ενενήντα χρόνια αγωνίζεται για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου. Την υπηρέτησα κι εγώ πάνω από πενήντα χρόνια σε έναν ατελείωτο και πολυδάπανο αγώνα, που, όπως έφθασαν σήμερα τα πράγματα, αυτός ο αγώνας δεν δικαιώθηκε ποτέ.
Ξεκινήσαμε με ένα όνειρο. Την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου και την ένωσή της με την Ελλάδα. Στο πέρασμα του χρόνου παραιτηθήκαμε των εδαφικών διεκδικήσεων, συνεχίσαμε με την αυτοδιάθεση και καταλήξαμε στις διαμαρτυρίες και στις παραστάσεις στον ΟΗΕ ζητούντες την αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία.
Σήμερα τα πράγματα άλλαξαν γιατί βρισκόμαστε σε μια εποχή που η Αλβανία γίνεται μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, του ΝΑΤΟ. Πώς αλλάζουν οι καιροί….», αναφέρει μεταξύ άλλων στον πρόλογό του ο συγγραφέας.
Στη συνέχεια, αναφέρεται στις αλλαγές που συντελέστηκαν στην Αλβανία μετά την κατάρρευση του σταλινικού καθεστώτος και την ίδρυση της Ομόνοιας και στο γεγονός ότι οι Ελληνες της Αλβανίας έχουν τη δική τους φωνή.
«Εμείς – οι Ηπειρώτες της Αμερικής γι’ αυτούς πλέον, είμαστε ‘οι αγωνιστές του παλιού καιρού’ που όχι μόνο δεν μας χρειάζονται πια, αλλά τώρα γινόμαστε και ‘εμπόδιο’ στην πολιτική τους δραστηριότητα», είχε υπογραμμίσει ο συγγραφέας, εκφράζοντας ταυτόχρονα την ανησυχία του διότι δεν γνωρίζουν τους αγώνες «που έκαναν οι παλαιοί για να έχουν αυτοί σήμερα το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα έκφρασης, ακόμα και τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση της Αλβανίας».
«Εμείς πλέον μένουμε στην ιστορία ενός μεγάλου και πολυετούς αγώνα, αλλά με την συνείδησή μας αναπαυμένη, γιατί κάναμε το καθήκον μας και δεν θα πάψουμε όσο ζούμε να κρατάμε στην καρδιά μας την ελπίδα πως ‘πάλι με χρόνια, με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι’», καταλήγει ο συγγραφέας στον πρόλογό του.
Η ιστορία της Πανηπειρωτικής Ομοσπονδίας πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο σπουδής για όλους όσους ασχολούνται με τους συλλόγους και την ίδια την Πανηπειρωτική Ομοσπονδία, ούτως ώστε να αντλούν διδάγματα για το μέλλον.