Γράφει η Έλενα Ντάκουλα *
Δύο γράμματα, το Β και το Ε, συναντώνται και συνυπάρχουν αρμονικά μέσα σ’ έναν κύκλο, σχηματίζοντας ένα όμορφο σήμα και ταυτόχρονα μία ενότητα με πολλαπλούς συμβολισμούς και κοινό παρανομαστή την μαγική λέξη «αγάπη». Η βαθιά αγάπη που έδενε μαζί δύο ωραίους, όχι μόνο στην μορφή αλλά και στην ψυχή, ανθρώπους, τον Βασίλη και την Ελίζα Γουλανδρή, καθώς και η μεγάλη αγάπη που έτρεφαν για την τέχνη αλλά και τη χώρα τους, αντικατοπτρίζεται στο λογότυπο του ομώνυμου Ιδρύματος.
Μέσα από το συναίσθημα της αγάπης αλλά και τις ποικίλες εκφάνσεις της τέχνης, αναδεικνύεται η ομορφιά και αυτή την ομορφιά υπηρέτησε με πράξεις πολιτιστικής, κοινωνικής και ανθρωπιστικής προσφοράς, το αγαπημένο, καλλιεργημένο και κομψό αυτό ζευγάρι, οι «Εραστές της Τέχνης», όπως τους είχε χαρακτηρίσει κάποτε ο αείμνηστος Αλέκος Φασιανός.
Ο ευθυτενής, ευγενής, με το αριστοκρατικό παρουσιαστικό, Βασίλης Γουλανδρής (1913- 1994), γόνος της γνωστής Ανδριώτικης εφοπλιστικής οικογένειας, και η πανέμορφη, χαρισματική Ελίζα Καραδόντη (1917-2000), με καταγωγή από την Κυνουρία Αρκαδίας, γνωρίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1940 στη Νέα Υόρκη. Εκείνη, είχε πάει εκεί για σπουδές, ενώ εκείνος είχε διαδεχθεί τον πρόωρα χαμένο αδελφό του, Γιάννη, στα ηνία των οικογενειακών ναυτιλιακών επιχειρήσεων.
Παντρεύτηκαν το 1950 και τα πρώτα χρόνια του γάμου τους έμειναν στην Αμερική, διάγοντας μία πολύ ευτυχισμένη ζωή. Όπως αναφέρει σε μία συνέντευξη η Πρόεδρος του ΔΣ του Ιδρύματος, κ. Fleurette Καραδόντη, «δεν υπήρχε Ελίζα χωρίς τον Βασίλη, αλλά ούτε και Βασίλης χωρίς την Ελίζα».
Αν και ανάμεσα στις παρέες τους βρίσκονταν επιχειρηματίες, πολιτικοί, διανοούμενοι και επιφανή ονόματα του ελληνικού και διεθνούς τότε jet set, εκείνοι παρέμεναν ευπροσήγοροι και προσηνείς. Οι φιλικές συναναστροφές με κύκλους καλλιτεχνών τους παρακινούσαν ν’ εμπλουτίζουν συνεχώς τις γνώσεις τους για την τέχνη και να πυκνώνουν τις επισκέψεις στα μουσεία και τις γκαλερί, με το ενδιαφέρον τους να επικεντρώνεται περισσότερο στην ζωγραφική (κυρίως της Ecole de Paris).
Η επιθυμία για συλλογή έργων τέχνης δεν άργησε να γεννηθεί. Το 1956, αγόρασαν το πρώτο έργο, τη «Θεία Μορφή» του El Greco, από την γκαλερί Wildenstein & Co. Αυτή ήταν η αρχή για την συγκρότηση μίας σημαντικής και αξιόλογης συλλογής, εστιασμένης στην μοντέρνα και σύγχρονη τέχνη, δηλαδή στη τέχνη των χρόνων μετά το 1870. Σ’ αυτήν, περιλαμβάνονται κορυφαία έργα διάσημων καλλιτεχνών, όπως του Paul Cezanne, Pablo Picasso, Paul Gauguin, Claude Monet, Vincent van Gogh, Joan Miro, Edgar Degas, August Rodin κ.ά.. Η τέχνη ήταν στην καθημερινότητά τους, με τα έργα να στολίζουν τα σπίτια τους στα διάφορα μέρη του κόσμου, έχοντας στη καρδιά τους τη θέση των … παιδιών που ποτέ δεν απέκτησαν.
Μεγάλοι έμποροι τέχνης τους βοηθούσαν στις αναζητήσεις τους, αλλά όπως έλεγε ο Anatole France, «στην τέχνη και στην αγάπη το ένστικτο είναι αρκετό» και αυτό το ένστικτο τους οδηγούσε στην τελική απόφαση για την κάθε αγορά, η οποία στηριζόταν επίσης στις γνώσεις τους για τον καλλιτέχνη και το έργο του καθώς και στην κοινή τους αισθητική. Διαθέτοντας δε ιδιαίτερα ανεπτυγμένο καλλιτεχνικό αισθητήριο, ανακάλυπταν και πρόβαλαν νέους, ταλαντούχους Έλληνες εικαστικούς, υποστηρίζοντάς τους, στο ξεκίνημά τους.
Όσο η συλλογή αυξανόταν, άρχισε να εκκολάπτεται η ιδέα για την δημιουργία ενός μουσείου για την στέγασή της αλλά και για να είναι προσιτή στο ευρύ κοινό, ως ένα κοινωνικό και πνευματικό αγαθό.
Μέσω του νεοσυσταθέντος κοινωφελούς μη κερδοσκοπικού οργανισμού, με την επωνυμία «Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή», ανεγέρθηκε το 1979, στη Χώρα της ΄Άνδρου το πρώτο για την Ελλάδα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, αρχικά για να στεγαστεί η συλλογή του Ανδριώτη γλύπτη Μιχάλη Τόμπρου και σταδιακά έργα της προσωπικής συλλογής του ζεύγους Γουλανδρή.
Η θετική απήχηση αυτής της προσπάθειας, καθώς και η μεγάλη προσέλευση φιλότεχνων οδήγησαν στην επέκταση του Μουσείου και στις 20 Ιουλίου 1986, εγκαινιάστηκε η υπερσύγχρονη Νέα Πτέρυγα, όπου κάθε καλοκαίρι οργανώνονται εκθέσεις, διεθνούς ακτινοβολίας, διακεκριμένων καλλιτεχνών.
Ο Βασίλης Γουλανδρής επιθυμούσε ν’ αναδείξει τον γενέθλιο τόπο του και κατάφερε, με την αμέριστη συμπαράσταση της συζύγου του, να προικοδοτήσει την Άνδρο με μία κοιτίδα πολιτισμού, τα χρόνια που το νησί ήταν σχεδόν άγνωστο. Εκτός από το ήδη αναφερθέν μουσείο, με δωρεά του Ιδρύματος καλύφθηκαν το 1981 τα έξοδα κατασκευής του Αρχαιολογικού Μουσείου Άνδρου. Για αυτές τις σημαντικές δωρεές του, τιμήθηκε με το Αργυρούν Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών (1981).
Εξίσου ευαισθητοποιημένος σε κοινωνικά θέματα πρόσφερε αθόρυβα και ανώνυμα οικονομική βοήθεια σε σχολεία, εκκλησίες, γηροκομεία, κοινότητες του νησιού, αλλά και μεμονωμένα σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Η δε σύζυγός του, εκδηλώνοντας έμπρακτα την έγνοια της για τον συνάνθρωπο και ιδιαίτερα για την τρίτη ηλικία, επιμελήθηκε την ανέγερση της «Εστίας Αθηνών», μίας υποδειγματικής μονάδας φροντίδας ηλικιωμένων, εντός του Γηροκομείου Αθηνών (1989).
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το ζευγάρι άρχισε ν’ οραματίζεται ένα δεύτερο μουσείο στο κέντρο της Αθήνας που θα στέγαζε το σύνολο της συλλογής, αποτελούμενη από 800 περίπου έργα μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης, ξένων και Ελλήνων καλλιτεχνών, τα οποία χρονολογούνται την περίοδο 1880-1980.
Το εγχείρημα συνάντησε πολλά εμπόδια και δυσκολίες και οι εμπνευστές του δεν ευτύχησαν να δουν την υλοποίησή του, ενόσω ήταν εν ζωή. Όμως 25 χρόνια μετά τον θάνατο του Βασίλη και 19 χρόνια μετά τον θάνατο της Ελίζας, χάρη στις άοκνες προσπάθειες της ομάδας του Ιδρύματος, το Μουσείο άνοιξε πανηγυρικά τις πόρτες του, τον Οκτώβριο του 2019.
Το ιδιόκτητο νεοκλασικό κτίριο, σε σχέδια του Α. Βικέλα, συνυπάρχει αρμονικά με τις νέες προσθήκες και μαζί με την όμορφα διαμορφωμένη πλατεία του Αγίου Σπυρίδωνα, αποτελεί ένα «κόσμημα» για την περιοχή. Στους 11 ορόφους του, έκτασης 7.250 τ.μ., εκτός από την μόνιμη συλλογή, φιλοξενούνται περιοδικές εκθέσεις Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, βιβλιοθήκη, παιδικό εργαστήριο, πωλητήριο καθώς και ένα αμφιθέατρο 187 θέσεων.
Περιφερόμενος στους καλαίσθητους χώρους του Μουσείου και απολαμβάνοντας την υπέροχη συλλογή, ο επισκέπτης νιώθει μία ευγνωμοσύνη για αυτούς τους δύο φιλότεχνους και φιλοπάτριδες ανθρώπους που άφησαν μία τέτοια πολιτιστική παρακαταθήκη στη χώρα τους και έδωσαν τη δυνατότητα στους ΄Ελληνες να απολαμβάνουν, στον τόπο τους, αριστουργήματα της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης, χωρίς να χρειάζεται να ταξιδεύσουν εκτός συνόρων.
- Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα https://justanumber.gr/ και αναδημοσιεύεται με την συγκατάθεση της αρθρογράφου.