Γράφει η Έλενα Ντάκουλα
Μπαίνοντας στην “Μεγάλη Βρεταννία”, το εμβληματικό ξενοδοχείο-θρύλο, σημαντικό τοπόσημο της πόλης των Αθηνών, δύσκολα δεν νιώθει κάποιος να κατακλύζεται από συναισθήματα απόλαυσης, θαυμασμού, ευφορίας, συγκίνησης, δέους. Το παρελθόν του, άμεσα συνδεδεμένο με κορυφαία γεγονότα της νεότερης ιστορίας, η κομψή πολυτέλεια, η αρχοντιά, η κοσμοπολίτικη αλλά “ζεστή” ατμόσφαιρα, η ευγένεια του προσωπικού το έχει τοποθετήσει πολύ ψηλά στην λίστα με τα δημοφιλή και αγαπημένα στέκια των Αθηναίων.
Μερικές μέρες πριν, στο Grand Ball Room, παρουσιάστηκε η αναθεωρημένη και εμπλουτισμένη επανέκδοση του βιβλίου-λευκώματος “ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΑΝΝΙΑ. ΕΝΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΣΥΜΒΟΛΟ”, του Αγγελου Βλάχου. Αυτή ανατέθηκε από την διοικούσα οικογένεια, κ. Αθανάσιο Λασκαρίδη και κα Χλόη Λασκαρίδη, στον συγγραφέα-μελετητή, με αφορμή την επέτειο των εορτασμών των 150 λειτουργίας του ξενοδοχείου. Η εν λόγω έκοδση, η 4η από το 2003, είναι πιο πλήρης, πιο σύγχρονη, με πολλές φωτογραφίες. Απευθύνεται σ’ ένα καινούργιο κοινό που δεν διαβάζει τόσο τα κείμενα, αλλά κοιτάει τις φωτογραφίες, ανέφερε η εκδότρια, Αλεξάνδρα Βοβολίνη,
Η εκδήλωση, διέφερε, κατά πολύ, από τις συνηθισμένες παρουσιάσεις βιβλίων. Εκτός τον σύντομο χαιρετισμό της Υπουργού Τουρισμού Ολγας Κεφαλογιάννη, οι ομιλητές, ανακάλεσαν από τη μνήμη τους και αφηγήθηκαν προσωπικές ιστορίες, που συνδέονται άμεσα με την ζωή του ξενοδοχείου, τα τελευταία 50 χρόνια, και σήμερα αποτελούν πολύτιμα τεκμήρια μια και αυτές δεν βρίσκονται στα ιστορικά βιβλία, ή στο διαδίκτυο.
Στο πάνελ συμμετείχαν οι Αναστάσιος Χωμενίδης – Διευθύνων Σύμβουλος της Εταιρείας Ελληνικών Ξενοδοχείων ΛΑΜΨΑ Α.Ε., ο Απόστολος Δοξιάδης – Πρώην Διευθύνων Σύμβουλος & Πρώην Αντιπρόεδρος της Εταιρείας Ελληνικών Ξενοδοχείων ΛΑΜΨΑ Α.Ε., ο Παύλος Τσίμας – Δημοσιογράφος και Μέλος Δ.Σ. της Εταιρείας Ελληνικών Ξενοδοχείων, ο Δρ. Αγγελος Βλάχος, συγγραφέας του βιβλίου & Διευθύνων Σύμβουλος Ο.Λ.Κ. Α.Ε. και η Αλεξάνδρα Βοβολίνη, Εκδότρια/Εκδόσεις ΚΕΡΚΥΡΑ Α.Ε., Εconomia Publishing.
Την συζήτηση συντόνιζε ο δημοσιογράφος Απόστολος Μαγγηριάδης.
“Πιάνω το νήμα από κει που το άφησα 20 χρόνια πριν” ανέφερε ο κος Βλάχος, και συνέχισε: “Εκείνη, η πρώτη έκδοση, έκλεινε ως εξής:. Σε κάθε περίπτωση θεωρώ ότι η συζήτηση για το ξενοδοχείο δεν τελειώνει στο σημείο αυτό.”. Και η ιστορία τον δικαίωσε. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα “η ταξιδιωτική κινητικότητα διεθνώς εκτοξεύτηκε, η χώρα άλλαξε, το ξενοδοχείο αναδύθηκε ακόμη πιο μεγαλόπρεπα, χαράζοντας νέες τροχιές και εξακολουθεί να ηγεμονεύει στον αθηναϊκό τουρισμό.”
Το ξενοδοχείο “Μεγάλη Βρεταννία” είναι απόλυτα συνδεδεμένο με την κοινωνικο-πολιτιστική ζωή της αστικής, αριστοκρατικής Αθήνας. Οταν άνοιξε, οι Αθηναίοι έλεγαν ότι η είσοδος σ’ αυτό είναι η είσοδος στην Ευρώπη. Η θέση του είναι αντίστοιχη με την θέση που έχουν άλλα ξενοδοχεία σε Ευρωπαϊκές πόλεις. Αλλά το συγκεκριμένο, πρωτοπορεί! Είναι λίγο παλαιότερο από το Ritz (Παρίσι), το Carlton (Λονδίνο), το Palace (Μαδρίτη), το Sacher (Βιέννη).
Στα δωμάτιά του έχουν φιλοξενηθεί, αρχηγοί κρατών, βασιλείς, ανώτατοι άρχοντες, υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί καθώς και κορυφαίες, διεθνείς προσωπικότητες, από τους χώρους της πολιτικής, των γραμμάτων, των τεχνών, των επιχειρήσεων και της μόδας.
Στον Ελευθέριο Βενιζέλο, σταθερό και αφοσιωμένο πελάτη του ξενοδοχείου αλλά και προσωπικό φίλο του Θόδωρου Πετρακόπουλου, αναφέρθηκε ο κος Βλάχος και συγκεκριμένα στην μεγάλη του συμβολή για την μετατροπή της εταιρείας από προσωπική σε ανώνυμη. Με την σύμφωνη γνώμη των Πετρακόπουλου & Παλμύρας Παλφρουά – Λάμψα, μαζί με την συνδρομή των Ελληνικών Τραπεζών, ιδρύθηκε η “Ανώνυμη Εταιρεία Ελληνικών Ξενοδοχείων”. Επρόκειτο για μία προσπάθεια δημιουργίας μεγάλης αλυσίδας ξενοδοχείων πολυτελείας που δεν θα εξαντλούσε την δυναμική της στην Ελλάδα, αλλά στόχος ήταν η Ανατολική Μεσόγειος. (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια).
Τα γεγονότα του 1921 τορπίλισαν το φιλόδοξο αυτό όνειρο, αλλά το ξενοδοχείο “Μεγάλη Βρεταννία”, παρέμεινε στην κορφή των προτεραιοτήτων της κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου και στην δεκαετία του ’20.
Η σχέση του Βενιζέλου με τους ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου δημιούργησε προβλήματα στην οικογένεια, κατά τη διάρκεια του εθνικού διχασμού (1915-1917) και αναγκάστηκαν να φύγουν, προσωρινά, από την Αθήνα, προς αποφυγή των αντίποινων από τους αντιβενιζελικούς.
Στις μέρες του απόλυτου χάους που ακολούθησε μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο (20/07/74) και την νύχτα του ερχομού του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Αθήνα (24/07/74), αναφέρθηκε με συγκίνηση αλλά και περηφάνια ο Απόστολος Δοξιάδης, δισέγγονος του Ευστάθιου Λάμψα, τονίζοντας την άψογη λειτουργία του ξενοδοχείου, παρ’ όλες τις τότε αντίξοες συνθήκες.
“Το ξενοδοχείο τα έδωσε όλα και εξυπηρέτησε τους πελάτες του με υποδειγματικό τρόπο, όπως όφειλε να κάνει ένα ξενοδοχείο πολυτελείας και όπως συνεχίζει να κάνει μέχρι σήμερα. Εκείνες τις μέρες, κατοικούσαν (αναγκαστικά) μέσα σ’ αυτό πάνω από 700 άτομα. Με το αεροδρόμιο αλλά και τα εστιατόρια της Αθήνας κλειστά, όλοι αυτοί έπρεπε να βολευτούν σε δωμάτια αλλά και να ταϊστούν, εγχείρημα ιδιαίτερα δύσκολο, λόγω του ότι το ξενοδοχείο λειτουργούσε με το μισό προσωπικό μια και οι νέοι είχαν επιστρατευτεί.
Αξίζει ιδιαίτερη μνεία και η θυσία των καμαριέρων οι οποίες, δεν είχαν φύγει για τα σπίτια και τις οικογένειές τους και τα βράδια κοιμόντουσαν σε στρώματα στους διαδρόμους. Τελευταία μέρα, μάθαμε από έναν από τους πολλούς δημοσιογράφους που ήταν στο ξενοδοχείο, ότι έρχεται ο Καραμανλής. Ετοιμάσαμε ένα δωμάτιο στον 4ο όροφο, όπου και κατέλυσε όταν έφτασε, στις 4 τα ξημερώματα. Τότε συνειδητοποίησα ότι εφ’ όσον δεν υπήρχε κράτος, δεν υπήρχε και ασφάλεια. Μαζέψαμε την νυχτερινή βάρδια και τους τοποθετήσαμε σε διάφορες θέσεις, όπως κάναμε σε περιπτώσεις επισκέψεων αρχηγών κρατών, ευχόμενοι να μην γίνει κάτι, κατά τη διάρκεια της νύχτας, που θα απειλούσε την ζωή του Καραμανλή”.
Μέσα από αυτή την εξιστόρηση καταγράφονται στιγμές μεγάλης ιστορικότητας, οι οποίες συμπληρώθηκαν και από τις μνήμες του Παύλου Τσίμα.
“Εκείνες τις μέρες, όταν το ελληνικό κράτος είχε καταρρεύσει, έμενε στη “Μεγάλη Βρεταννία” ο Υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζόζεφ Τζον Σίσκο, ο οποίος έψαχνε εναγωνίως κάποιον από το καθεστώς για να συνεννοηθεί και να μάθει τι γινόταν στην Κύπρο”. Και συνεχίζει: “Την νύχτα, της 24ης Ιουλίου, είχαμε κατέβει στην πλατεία Συντάγματος μισό για να γιορτάσουμε και μισό για να βεβαιωθούμε ότι πράγματι γίνεται από που γίνεται. Δεν είχαμε ιδέα τι ακριβώς συνέβαινε. Το να είμαστε όμως εκεί, κοιτάζοντας μία την Βουλή και μία το ξενοδοχείο, περιμένοντας τον Καραμανλή, για να τον δούμε και να βεβαιωθούμε ότι αυτό που ακούσαμε στο ραδιόφωνο ήταν αλήθεια, είναι η πολύ ισχυρή ανάμνηση που έχω από το ξενοδοχείο.”
Ερωτώμενος ο κος Δοξιάδης, τι θυμάται από τις σημαντικές προσωπικότητες που πέρασαν από εκεί, αφηγήθηκε την συνάντησή του με την Πρωθυπουργό Ιντιρα Γκάντι, κατά τη διάρκεια επίσκεψή της στην χώρα μας (1983) και της παραμονής της στην Προεδρική σουϊτα του Ξενοδοχείου. Συζήτησαν για πολλή ώρα και κυρίως για τα ξενοδοχεία και τον τουρισμό που μόλις είχε αρχίσει στην Ινδία.
Η Ιντιρα Γκάντι, είχε εντυπωσιαστεί με 6 αλαβάστρινα σταχτοδοχεία με ένα σχέδιο πάνω τους – αντίγραφο από το παλάτι του Μίνωα – που ήταν στο τραπέζι. Του έδωσε να καταλάβει, όπως λέει χαριτολογώντας ο κος Δοξιάδης, ότι θα εκτιμούσε πάρα πολύ αν της τα προσέφερε. Εκείνος, της έκανε δώρο τα 3 και αφού παρήγγειλε άλλα τρία από τον τεχνίτη στην Κρήτη, τα έστειλε στην ινδική πρεσβεία για να της αποσταλούν. Το ίδιο απόγευμα, πληροφορήθηκε ότι η Ιντιρα Γκάντι είχε δολοφονηθεί, εκείνο το πρωϊ στις Ινδίες (31/10/1984). “Αυτή ήταν μία τραγική σύμπτωση. Ποτέ δε δεν έμαθα τι έγιναν εκείνα στα σταχτοδοχεία“.
Ιδιαίτερη δε έκπληξη έκανε η αναφορά του κου Δοξιάδη σ’ ένα γράμμα του 1919, που βρήκε πρόσφατα, με αποστολέα την Αγγλική Πρεσβεία και παραλήπτη την διεύθυνση του ξενοδοχείου. Διαβάζοντάς το, συνειδητοποίησε ότι το ξενοδοχείο, για 40 ολόκληρα χρόνια, χρησιμοποιούσε ως οικόσημό του το βασιλικό εθνόσημο του Ηνωμένου Βασιλείου και κανείς δεν το είχε αντιληφθεί. Τότε, σύμφωνα με εκείνο το γράμμα, τους επεστράφη η σφραγίδα του ξενοδοχείου, με την δέσμευση ότι θα αφαιρείτο απ’ αυτήν το οικόσημο της Αγγλίας, το οποίο αντικαταστάθηκε από τα γράμματα GB.
Από τις προσωπικές μνήμες και βιώματα δεν μπορούσε να λείψει η πολυτελής και πιο “διάσημη γωνιά” της Αθήνας, το θρυλικό “GB Corner”, με την art deco διακόσμηση, τα φημισμένα burgers, και την εκλεπτυσμένη, αλλά ζεστή ατμόσφαιρα, αγαπημένο στέκι πολιτικών, επιχειρηματιών αλλά και ανθρώπων της διανόησης, καθώς και τόπος καθημερινού περάσματος των πολιτικών συντακτών της δεκαετίας του ’80 γιατί εκεί γινόταν το off the record ρεπορτάζ, όπως θυμάται ο Παύλος Τσίμας.
Στο GB Corner, για να τον κεράσει burger, πήγαινε η γιαγιά τον εγγονό της, Αναστάσιο Χωμενίδη, μια φορά τον μήνα, μόλις έπαιρνε τη σύνταξή της. Και δεν θα την ξεχάσει να του λέει, συνωμοτικά, να μην το πει στον πατέρα του, γιατί θα θύμωνε, επειδή …. ήταν ακριβά!!!
Σε μικρή ηλικία βρέθηκε μία μέρα στο GB Corner και ο Αγγελος Βλάχος με τον πατέρα του, ο οποίος δείχνοντας του μία παρέα, που καθόταν λίγο πιο πέρα, του είπε “τους βλέπεις αυτούς; Είναι ο Ελύτης και ο Γκάτσος“. Αυτά τα ονόματα ο νεαρός τότε μαθητής τα είχε δει μόνο σε σχολικά βιβλία.
Σκηνές που σήμερα μας φαίνονται κάπως εξωπραγματικές, όπως δηλαδή το να καπνίζουν όλοι μέσα στους εσωτερικούς χώρους και το ξενοδοχείο να’ναι ντουμάνι, θυμάται η Αλεξάνδρα Βοβολίνη, καθώς όμως και το προνόμιο που είχε, ως οικογενειακοί φίλοι οι γονείς της με την οικογένεια Δοξιάδη, να παρακολουθεί με τις φίλες της την παρέλαση από το καλύτερο μπαλκόνι της Αθήνας.
Οι προσωπικές ιστορίες και τα βιώματα των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στο ξενοδοχείο δεν έχουν τέλος. Και είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ιδέα που ακούστηκε για γύρισμα μίας μίνι δραματοποιημένης σειράς με τις μυθιστορηματικές φυσιογνωμίες, όπως του Λάμψα και του Πετρακόπουλου, οι οποίοι τόλμησαν το ακατόρθωτο μέσα σε πολύ δύσκολες οικονομικές συνθήκες.
Μέχρι κάτι τέτοιο να πραγματοποιηθεί και μακάρι, αξίζει να παρακολουθήσει κάποιος το εξαιρετικό, βραβευμένο ντοκυμαντέρ στο ERTFLIXq “150 χρόνια Μεγάλη Βρεταννία“. Μέσα απ’ αυτό αναδεικνύεται η διαχρονική σχέση της Μεγάλης Βρεταννίας με την εξέλιξη της Αθήνας. Οπως τόνισε ο Αναστάσιος Χωμενίδης, “το ντοκυμαντέρ αυτό ήταν μία από τις πολλές δράσεις και επιτυχημένες εκδηλώσεις εξωστρέφειας. Είναι πολυσυλλεκτικό και απευθύνεται σε μία μεγάλη γκάμα ανθρώπων, χωρίς να προσβάλει και όσοι ασχολούνται με την ιστορία θα πρέπει οπωσδήποτε να το δουν”.
Μία συζήτηση για το ξενοδοχείο και τον τουρισμό γενικότερα, αναπόφευκτα φέρνει στην επιφάνεια και τους προβληματισμούς για την εξέλιξή του, για τα προβλήματα που επιφέρει ο υπερτουρισμός, τα σοβαρότατα θέματα υποδομών και καθαριότητας που αντιμετωπίζει η Αθήνα, που δεν είναι μόνο ευθύνη του δήμου αλλά και αδυναμία εξυπηρέτησης τόσο μαζικού κόσμου, καθώς και την κλιματική αλλαγή. Είναι θετικό ότι έχει ανοίξει αυτή η συζήτηση στη δημόσια σφαίρα και υπάρχει πλέον επίγνωση ότι τα πράγματα έχουν φτάσει σ΄ένα όριο και θα πρέπει να επανεξεταστούν θεμελιώδη θέματα του ελληνικού τουρισμού. Οπως χαρακτηριστικά είπε ο Αναστάσιος Χωμενίδης πρέπει να έχουμε υπόψη μας την φέρουσα ικανότητα. Να υπολογίζουμε “τι χωράει πού“.
Κατά γενική ομολογία, το ξενοδοχείο “Μεγάλη Βρεταννία” είναι one of the kind. Χωρίς να υποτιμούνται καθόλου τα ξενοδοχεία της ίδιας κατηγορίας, δεν έχει το ίδιο dna με κανένα απ’ αυτά και δεν απευθύνεται στον ίδιο κόσμο. Το μεγάλο πάντα στοίχημα θα είναι να μπορέσει να διατηρήσει αυτή τη φυσιογνωμία και την θέση του ανάμεσα στους κολοσσούς του κόσμου, παραμένοντας εσαεί η ναυαρχίδα της ελληνικής ξενοδοχίας.