Του Φώτη Καλιαμπάκου
Για δύο, αντί για τις πριν από την πανδημία καθιερωμένες τρεις, εμφανίσεις επανέρχεται στη Νέα Υόρκη η κορυφαία Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστόνης. Ο ερχομός μιας από τις σημαντικότερες ένθεν του Ατλαντικού ορχήστρες, σε συνδυασμό με αυτήν της Φιλαρμονικής της Βιέννης που προηγήθηκε, και στην οποία αναφερθήκαμε εκτενώς από τις στήλες των Αναμνήσεων, επιβεβαιώνει με εμφατικό τρόπο την επάνοδο της κανονικότητας σε έναν από τους κορυφαίους καλλιτεχνικούς θεσμούς των ΗΠΑ και όχι μόνο!
Λεωνίδας Καβάκος
Στην πρώτη της συναυλία στο Stern Auditorium του Carnegie Hall η ορχήστρα θα συμπράξει με το Λεωνίδα Καβάκο, ο οποίος θα ερμηνεύσει και την νεοϋορκέζικη, μετά την παγκόσμια στο Λονδίνο και την Αμερικανική στη Βοστόνη, πρεμιέρα του Δεύτερου Κοντσέρτου για βιολί και ορχήστρα με το όνομα: «Θραύσματα Σιωπής» (“Shards of Silence”, “Scherben der Stille”) της πολυβραβευμένης Νοτιοκορεάτισσας Unsuk Chin. Η συναυλία είναι η τρίτη και η τελευταία για φέτος εμφάνιση για το Λεωνίδα Καβάκο στην ιστορική αίθουσα, στα πλαίσια της πρόσκλησής του ως Perspective Artist. Και ενώ για την τελευταία του εμφάνιση πριν από λίγες μέρες τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί πολύ καιρό πριν, για τη συναυλία της Δευτέρας υπήρχαν ακόμα τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές κάποια διαθέσιμα. Η πρώτη συναυλία θα περιλάβει επίσης το γνωστό έργο του Charles Ives: “The Unanswered Question” και το αριστούργημα του Hector Berlioz “Symphonie fantastique”.
Επίκαιρο όσο ποτέ το ζοφερό αριστούργημα του Alban Berg.
Γραμμένη κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου η όπερα «Wozzeck» του Αυστριακού συνθέτη Alban Berg (1885-1935) βασισμένη στο ημιτελές θεατρικό έργο “Woyzeck” του Karl Georg Büchner (1813-1837). Το έργο εξετάζει τις φοβερές συνέπειες του πολέμου στις ζωές αλλά και τους χαρακτήρες των ανθρώπων και πώς αυτοί οδηγούνται σε απάνθρωπες συμπεριφορές, όχι μόνο στο πεδίο της μάχης. Η όπερα θα παρουσιαστεί σε μορφή συναυλίας (concertante).
Του έξοχου καστ θα ηγηθούν ο Δανός βαρύτονος Bo Skovhus στον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο και η διακεκριμένη Αμερικανίδα σοπράνο Christine Goerke στον τραγικό ρόλο της Marie. Εκτός από τις εμφανίσεις της στη ΜΕΤ η Goerke είχε εντυπωσιάσει και στην προηγούμενη αντίστοιχη εμφάνισή της με τη Συμφωνική στη Βοστόνης στην οποία αναφερόμαστε εκτενώς στη συνέχεια του άρθρου. Τις συναυλίες θα διευθύνει ο διακεκριμένος μόνιμος μουσικός διευθυντής της Συμφωνικής της Βοστόνης, ο Λετονός Andris Nelsons.
Ο πιο ταλαντούχος αρχιμουσικός της γενιάς του;
Η πρώτης μας εντύπωση από τον Andris Nelsons ήταν σε μια συγκλονιστική παράσταση και μία ίσως την κορυφαία συναυλία που ο υπογράφων έχει παρακολουθήσει όλα αυτά τα χρόνια στο Carnegie Hall. Στα πλαίσια του αφιερώματος «Βιέννη 1900 – Πόλη των Ονείρων» το 2014, στο οποίο είχαν ενταχθεί και συναυλίες του Λεωνίδα Καβάκου, η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης είχε παρουσιάσει μια μεγάλη σειρά συναυλιών και, υπό την ιδιότητά της ως Ορχήστρα της Κρατικής Όπερας της Βιέννης. Ο Nelsons είχε διευθύνει δύο από αυτές. Μια συμφωνική συναυλία με έργα Haydn και Brahms και την «βιβλικών διαστάσεων» ερμηνεία, της «Σαλώμης» Richard Strauss!
Μετά από εκείνη τη «Σαλώμη» οι πολύπειροι και πολύ απαιτητικοί Philharmoniker έπλεκαν σε ασυνήθιστα γι’ αυτούς υψηλούς τόνους το εγκώμιο του νεαρού Λετονού αρχιμουσικού Andris Nelsons, ενώ ο επί πολλές δεκαετίες κριτικός των New York Times Anthony Tommasini έγραφε ότι ο χορός των Επτά Πέπλων της συγκεκριμένης συναυλίας ήταν ο καλύτερος που είχε ακούσει στη ζωή του!
Λίγους μήνες πριν από εκείνο το νεοϋορκέζικο θρίαμβο με τους Βιεννέζους είχε ανακοινωθεί η ανάληψη από τον τριανταεπτάχρονο τότε Nelsons της καλλιτεχνικής διεύθυνσης της Συμφωνικής της Βοστόνης, μιας από τις καλύτερες ορχήστρες της Αμερικανικής Ηπείρου. Την ίδια χρονιά ο ραγδαία ανερχόμενος μαέστρος ενέτεινε τη συνεργασία του με τη Φιλαρμονική της Βιέννης, ανέλαβε τις συναυλίες του αείμνηστου Claudio Abbado στο φεστιβάλ της Λουκέρνης, ενώ το όνομά του συμπεριλήφθηκε με αξιώσεις, αν και τελικά δεν επελέγη, ανάμεσα στους υποψήφιους να αναλάβουν τη Φιλαρμονική του Βερολίνου. Ανέλαβε όμως μία άλλη σπουδαία ορχήστρα της Γερμανίας, την περίφημη Gewandhaus της Λειψίας, η οποία από τότε άρχισε να επισκέπτεται τακτικά και τη Βοστόνη.
Λίγες εβδομάδες αργότερα ο Nelsons ηγήθηκε της Συμφωνικής της Βοστόνης στη Νέα Υόρκη, για πρώτη φορά από την ανάληψη της ορχήστρας στην τακτική τριήμερη ετήσια εμφάνιση της στο Carnegie Hall. Και πάλι ο Nelsons επέδειξε και πάλι την «εκλεκτική συγγένεια» που έχει με το έργο του Richard Strauss, αυτή τη φορά με το αυτοβιογραφικό συμφωνικό ποίημα του συνθέτη: Heldenleben.
Στο πρόγραμμα της δεύτερης βραδιάς εκείνης της χρονιάς δέσποζε ακριβώς εκρηκτική ερμηνεία της Δεκάτης συμφωνία του Shostakovich, την ίδια περίοδο με την ηχογράφηση, την αμερικανική πρεμιέρα της οποίας είχε διευθύνει ο Δημήτρης Μητρόπουλος στον ίδιο χώρο στις 14 Οκτωβρίου του 1954. Στο τέλος εκείνης της περιοδείας και η Έκτη συμφωνία του Γκούσταβ Μάλερ σε μια πολύ συνεκτική ερμηνεία. Επίσης για πρώτη φορά στις ΗΠΑ στις 11 Δεκεμβρίου του 1947 υπό τον Μητρόπουλο.
Ο αρχιμουσικός, ο οποίος λόγω του χαρακτηριστικού πόντιουμ της συγκεκριμένης ορχήστρας φαινόταν σαν να διευθύνει από ψηλά, ασκούσε κυρίαρχο έλεγχο στο μουσικό γίγνεσθαι. Η διεύθυνση του ήταν πολύ λεπτομερής, με έντονες κινήσεις που ορισμένες φορές θύμιζαν το μέντορα του Mariss Jansons, και η υψηλού επιπέδου αναλυτική προσέγγιση στα έργα αναδείκνυε κάθε λεπτομέρεια, όχι όμως με τρόπο που να διαταράσσει το σύνολο, ενώ εκπληκτική ήταν η συνοχή των έργων και κυρίως η ισορροπία μεταξύ των διαφόρων ομάδων των οργάνων σε ένα σπάνιο αποτέλεσμα.
Μοναδική ίσως ένσταση σε αυτή την οπωσδήποτε εντυπωσιακή, ολοκληρωτική θα λέγαμε, προσέγγιση θα ήταν ότι ενίοτε η έμφαση σε κάθε λεπτομέρεια τείνει να επιβραδύνει τη φυσική ροή των έργων που θα παρείχε αυθόρμητα η ορχήστρα, αν της επέτρεπε την ελευθερία που προσδοκούν οι ορχήστρες αυτού του επιπέδου, τουλάχιστον στα από τεχνικής πλευράς απλούστερα έργα. Έτσι στα δύο έργα της κλασσικής περιόδου που επίσης παρουσιάστηκαν τότε, το τελευταίο κονσέρτο για πιάνο του Μότσαρτ και το Κονσέρτο για βιολί του Μπετόβεν, ο λυρισμός των έργων έρρεε πιο αβίαστα από τους δύο σολίστες, τον Νεοϋορκέζο πιανίστα Richard Goode και τον Γερμανό βιολονίστα Christian Tetzlaff σε σχέση με την ορχήστρα.
Αυτές οι εμφανίσεις συνδύασαν με μοναδικό τρόπο και ανέδειξαν, σίγουρα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τα προηγούμενα χρόνια, την τεχνική αρτιότητα της ορχήστρας με τις εκφραστικές της δυνατότητες, τον λυρισμό και την εκφραστικότητα, ιδίως των εξαίσιων εγχόρδων που δικαιολογούν και τη φήμη της ως της πιο «Ευρωπαϊκής» ορχήστρας της Αμερικής. Ιδιαίτερα στο αργό μέρος της συμφωνίας του Mahler και στο κονσέρτο του Beethoven ο ήχος των εγχόρδων και ιδιαίτερα των πρώτων βιολιών έκοβε την ανάσα, ενώ ο εξάρχων Malcolm Lowe διακρίθηκε στα σολιστικά μέρη των έργων των Strauss, Shostakovich και Mahler.
To Φθινόπωρο του 2015 ο Nelsons επανέλαβε το θρίαμβο του στις όπερες του Richard Strauss, αυτή τη φορά, όχι με τη Φιλαρμονική της Βιέννης, αλλά με τη «δική» του πια Συμφωνική της Βοστόνης. Και αυτή η συναυλία ήταν ένας θρίαμβος με την Αμερικανίδα σοπράνο Christine Goerke εξαιρετική στον ομώνυμο ρόλο, αλλά την ορχήστρα να είναι και πάλι η πραγματική πρωταγωνίστρια, με τον Nelsons να πιστώνεται και πάλι το εκπληκτικό αποτέλεσμα, αυτή τη φορά μάλιστα ίσως ακόμα περισσότερο, γιατί η πάντα τεχνικά εντυπωσιακή Boston Symphony δεν είναι ορχήστρα όπερας και δεν θα περίμενε κανείς να έχει τη στιλιστική εξοικείωση στα έργα του Strauss με τη Φιλαρμονική της Βιέννης.
Στις επόμενες εμφανίσεις στη Νέα Υόρκη η ορχήστρα παρουσίασε κατά κόρον έργα του Σοστακόβιτς, ανάμεσά τους την Έκτη και την Εβδόμη συμφωνία, στα πλαίσια της ακόμα συνεχιζόμενης ηχογράφησης όλων των συμφωνιών του συνθέτη για την Deutsche Grammophon, με τον τίτλο: «Στη σκιά του Στάλιν», στην οποία και θα επανέλθουμε. Εν τω μεταξύ έχουν ηχογραφηθεί επίσης όλες οι συμφωνίες από την Τετάρτη ως την Ενδεκάτη (που δυστυχώς για τον υπογράφοντα, δεν παρουσιάστηκε στη Νέα Υόρκη) ενώ οι δύο δίσκοι με την Τετάρτη και την Ενδεκάτη και τη Δεκάτη κέρδισαν συνολικά τρία βραβεία Grammy! Με την Ορχήστρα της Λειψίας από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού ο Nelsons ηχογραφεί μια πλήρη σειρά των συμφωνιών του Anton Bruckner.
Την άνοιξη του 2018 σε μια πολύ δημοφιλή και sold-out συναυλία, η ορχήστρα ανέλαβε να ερμηνεύσει, και πάλι σε μορφή συναυλίας, την Δεύτερη πράξη από το αριστούργημα του Richard Wagner: «Τριστάνος και Ιζόλδη», με τον κορυφαίο τενόρο Jonas Kaufmann, ο οποίος θεωρείται ήδη διακεκριμένος ερμηνευτής σε άλλους ρόλους του βαγκνερικού ρεπερτορίου, όπως τον Πάρσιφαλ, δεν είχε όμως μέχρι τότε αναμετρηθεί με τον Τριστάνο. Μαζί του συνέπραξε η σοπράνο Camilla Nylund ως Ιζόλδη και η μέτζο-σοπράνο ως Mihoko Fujimura ως Brangäne. Η ορχηστρική επίδοση ήταν, και πάλι, εντυπωσιακή με τον Nelsons, ίσως και την ακουστική του χώρου να μην είναι αμέτοχη σε αυτό, σε αντίθεση με τις οπερατικές αίθουσες, να επιτυγχάνει εντυπωσιακή ακρίβεια και κρυστάλλινη καθαρότητα, δραματικότητα, σε μια πάντως, και αυτό ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της, πολύ αναλυτική προσέγγιση του έργου, που με απόλυτη ισορροπία μεταξύ των γκρουπ των οργάνων, αναδείκνυε κάθε λεπτομέρεια. Σε κάποια σημεία πάντως δίνονταν η αίσθηση ότι αυτή η τεχνική τελειότητα και απόλυτη κυριαρχία του αρχιμουσικό στο μουσικό γίγνεσθαι, κάποιες στιγμές και η ένταση, λειτουργούσε κατά κάποιο τρόπο εις βάρος της ατμόσφαιρας. Η Nylund και η Fujimura ανταποκρίθηκαν άριστα στις προκλήσεις των ρόλων τους και ήταν εντυπωσιακές, χωρίς να προβληματίζονται από την ένταση ή ίσως τον «όγκο» της ορχήστρας. Αντίθετα ο Kaufmann έδειχνε είχε κάποιες δυσκολίες με αυτό και φαινόταν ότι έκανε μεγαλύτερη προσπάθεια. Ερμηνευτικά όμως, η διαφοροποίηση των καταστάσεων, η σχέση του με το κείμενο, και κυρίως η τρυφερότητα και η αισθαντικότητά του στις ερωτικές σκηνές ήταν εξόχως γοητευτική σε μία μαγική ερμηνεία.
Η «συνέχεια» κατά κάποιο τρόπο αυτής της συναυλίας ,όταν και η ορχήστρα και πάλι με τον εξαιρετικά δημοφιλή Γερμανό τενόρο θα ερμηνεύσει την Τρίτη πράξη του βαγκνερικού αριστουργήματος, ματαιώθηκε λόγω της πανδημίας.
Στην τελευταία εμφάνιση πριν από την πανδημία στο Carnegie Hall ο Nelsons πάντα με μεγάλη ακρίβεια επέλεξε ιδιαίτερα αργά τέμπι κάτι που βοήθησε σε μια πολύ ατμοσφαιρική παράσταση και στην εκ νέου ανάδειξη των αρετών της ορχήστρας και ιδιαίτερα και πάλι των εγχόρδων.
Στο πρώτο μέρος αυτής της συναυλίας, στο έργο: «Aerial» του Αυστριακού συνθέτη HK Gruber (ο Nelsons φροντίζει να υπάρχουν πάντα και νέα έργα στα προγράμματα των εμφανίσεων της Συμφωνικής της Βοστόνης στη Νέα Υόρκη) απαιτούνταν η παρουσία ενός σαξοφωνίστα. Και ενώ η Συμφωνική, ως κλασσική ορχήστρα, δεν έχει μία τέτοια θέση, έχει όμως μια μόνιμη συνεργασία όταν χρειάζεται. Ο σαξοφωνίστας αυτός, τον οποίο είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε και στον οποίο θα επανέλθουμε, προερχόμενος από το χώρο της μουσικής Jazz όπου διαπρέπουν και άλλα μέλη της οικογένειάς του, η οποία διευθύνει και το Φεστιβάλ της Utah, από την οποία και κατάγεται, ονομάζεται Gregory Floor, είναι ελληνικής καταγωγής αλλά και ιερέας της Ορθόδοξης Εκκλησίας!