Γράφει ο Μανώλης Κασσώτης
Μεταξύ των πληρωμάτων των πρώτων θαλασσοπόρων που διέσχισαν τον Ατλαντικό υπήρχαν αρκετοί Έλληνες. Αυτή την εποχή οι Έλληνες προτιμούν την Νότιο Αμερική επειδή η μεσογειακή τους νοοτροπία βρίσκεται πιο κοντά στο Λατινικό από το Αγγλοσαξονικό περιβάλλον. Αργότερα, Έλληνες καραβοκύρηδες με ιστιοφόρα περνούσαν τον Ατλαντικό.
Ξεκινούσαν από το Αιγαίο και το Ιόνιο, διέσχιζαν την Μεσόγειο και από το Γιβραλτάρ ακολουθούσαν τη Δυτική ακτή της Αφρικής και όταν έφταναν στο πιο στενό σημείο του Ατλαντικού περνούσαν τον ωκεανό μέχρι να φτάσουν στην Βραζιλία. Απ’ εκεί, συνέχιζαν κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Νοτιοαμερικανικής Ηπείρου, μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους.
Ο πρώτος γνωστός Δωδεκανήσιος καραβοκύρης που με το ιστιοφόρο του διέσχισε τον Ατλαντικό ήτο ο Μανώλης Χατζηδάκης από την Κάσο που έφτασε στην Νότιο Αμερική γύρω στο 1870 και αργότερα το 1878.
Ό δεύτερος γνωστός Δωδεκανήσιος καραβοκύρης που διέσχισε τον Ατλαντικό ήταν ο Σάββας Νικολάου Σάββας από το Καστελλόριζο που έφτασε στην Βραζιλία το 1883 και το 1889.
Άλλος Δωδεκανήσιος καραβοκύρης ήταν ο καπετάν Νικολής του Γιάννουκα από τη Χάλκη που το 1896 πέρασε τον Ατλαντικό με ένα τρικάταρτο ιστιοφόρο μήκους 40 μέτρων. Αυτός πέρασε από τα νησιά της Καραϊβικής και κατέληξε στο Tarpon Springs της Φλώριδας.
Ο Μανώλης Χατζηδάκης
Ο Μανώλης Χατζηδάκης γεννήθηκε στην Κάσο γύρω στο 1840 και μόλις τελείωσε το Δημοτικό πήγε στην Σύρο και συνέχισε στο εκεί Γυμνάσιο. Από την Σύρο πήγε στον Πειραιά όπου φοίτησε στην εκεί ναυτική σχολή και μετά την αποπεράτωση της πρακτικής εξάσκησης πήρε το δίπλωμα του καπετάνιου σε ηλικία 22 ετών και τον επόμενο χρόνο απέκτησε ιστιοφόρο.
Στην αρχή ταξίδευε στην Ανατολική Μεσόγειο και γύρω στο 1870 έκαμε το πρώτο του ταξίδι στην Νότιο Αμερική μεταφέροντας φωσφορούχα λιπάσματα. Σ’ αυτό το ταξίδι πήρε μαζί του τον αδελφό του Νικόλα. Ενώ το ιστιοφόρο βρισκόταν στο Montevideo της Ουρουγουάης και περίμενε να ξεφορτώσει, το λίπασμα πήρε φωτιά και κάηκε το καΐκι. Ο Μανώλης επέστρεψε στην Σύρο, αλλά ο Νικόλας έμεινε στο Montevideo όπου έπιασε δουλειά ως πιλότος.
Ο Μανώλης δεν έχασε το θάρρος του, απέκτησε καινούργιο ιστιοφόρο, το 75 τόνων «Ελλάς», με το οποίο έκανε ταξίδια στην Μεσόγειο ενώ ο νους ήταν στην Νότιο Αμερική, αλλά δεν ήταν εύκολο να βρει πλήρωμα. Τελικά βρήκε πέντε θαλασσόλυκους που αψηφούσαν τους κινδύνους και ήταν έτοιμοι να τον ακολουθήσουν: οι Κασιώτες Φίλιππος Χατζηγεωργίου, Σκουλούδης Β. Ρεθυμιάς, οι αδελφοί Μιχάλης και Σκουλούδης Παπαγεωργίου και ο Χαλκίτης Πέτρος Μελαχρινός.
Αγιασμός
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1877, μετά από τον καθιερωμένο αγιασμό, το «Ελλάς» ξεκίνησε από την Ερμούπολη για το υπερπόντιο ταξίδι του, όπως περιγράφει αυτόπτης μάρτυρας: «Κόσμος πολύς μαζεύτηκε στην προκυμαία. Οι συγγενείς φίλησαν το πλήρωμα κλαίοντες. Ενώ ακουγόταν η ομοβροντία των ‘γκρα’ των πέντε ναυτικών, ο ναυτόπαις ύψωνε την σημαία επί του κεντρικού ιστού. Όλα τα πλοία μέσα στο λιμάνι είχαν σημαιοστολιστεί, ακόμα και τα ξένα ατμόπλοια πήραν μέρος στο πανηγύρι, υψώνοντας τις σημαίες τους αντιχαιρετώντας την Ελληνική του «Ελλάς», την οποίαν ανεβοκατέβαζε ο ναυτόπαις με μεγάλη χαρά».
Το «Ελλάς», φεύγοντας από την Ερμούπολη, πέρασε από τα Κυκλαδονήσια, δίπλα από την Κρήτη και μπήκε στο Λιβυκό πέλαγος. Με άσχημο καιρό πέρασε τον κόλπο της Μεγάλης Σίρτης και μπήκε στη μικρή Σίρτη κοντά στην πόλη Γκαβές της Τυνησίας. Δεν μπήκε μέσα στο λιμάνι, υπήρχε ο φόβος των πειρατών και άλλων κακοποιών στοιχείων. Μετά από επτά μέρες, μόλις κόπασε η τρικυμία, φάνηκε να έρχεται από το λιμάνι μια βάρκα με τέσσερις οπλισμένους. Ο καπετάν Μανώλης, προειδοποιώντας τους, πυροβόλησε και σκότωσε ένα γλάρο που πετούσε ψηλά πάνω από το καΐκι. Οι κωπηλάτες πήραν το μήνυμα και άλλαξαν πορεία προς την ακτή. Το «Ελλάς» σήκωσε άγκυρα και την επομένη, ακολουθώντας την ακτή της Τυνησίας, έφθασε απέναντι της πόλης Σφαξ, για λόγους ασφαλείας δεν πλησίασε.
Στην Τύνιδα
Την Κυριακή στις 2 Οκτωβρίου, μετά από δυο ημερών ήσυχο ταξίδι, το «Ελλάς» μπήκε στο λιμάνι της Τύνιδας και έριξε άγκυρα μεταξύ Δωδεκανησιακών σπογγαλιευτικών. Ήταν ακόμη πρωί και ο καπετάν Μανώλης με τους αδελφούς Παπαγεωργίου πήγαν στην Ελληνική εκκλησία. Ακολούθησε γεύμα στο οποίο παρευρέθηκαν άλλοι δέκα πλοίαρχοι και αρκετοί Έλληνες έμποροι και πρόκριτοι της Τύνιδας. Στην Τύνιδα έμειναν δέκα μέρες περιμένοντας να φυσήξει ευνοϊκός άνεμος.
Στις 12 Οκτωβρίου, το «Ελλάς» βγήκε από το κόλπο της Τύνιδας και μετά από δυο μέρες έφτασε στην Bone της Αλγερίας όπου έκατσαν δυο μέρες. Συνέχισαν προς τα δυτικά και με ενδιάμεσο σταθμό στην Philippeville, έφτασαν στο Αλγέρι στις 20 Οκτωβρίου. Στο λιμάνι έτυχε να βρίσκεται Κεφαλλονίτικο πλοίο, του οποίου ο καπετάνιος κάλεσε το πλήρωμα του «Ελλάς» και με τη λύρα του Φίλιππα Χατζηγεωργίου διασκέδασαν μέχρι το ξημέρωμα.
Στον Γιβραλτάρ
Την 1η Νοεμβρίου αναχώρησαν από το Αλγέρι και στις 5 Νοεμβρίου έφτασαν στον Γιβραλτάρ, και μετά από δυο μέρες ξεκίνησαν προς τον Ατλαντικό. Μπαίνοντας στον Ωκεανό ο άνεμος εξακολουθούσε να είναι ευνοϊκός, αλλά, στις 11 Νοεμβρίου, ο καιρός χάλασε, μαύρα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό και η θάλασσα άλλαξε χρώμα.
Έρχεται κακοκαιρία
Ο καπετάν Μανώλης κατάλαβε ότι ερχόταν κακοκαιρία και διέταξε: «μαζέψετε τα πανιά, κρατήσετε μόνο το μικρό φλόκο». Το πλοίο παλεύει με τα μανιασμένα κύματα, ο καπετάν Μανώλης, στο πηδάλιο, προσπαθεί αλλά δεν μπορεί να το κουμαντάρει, το «Ελλάς» είναι έρμαιο της τρικυμίας. Τα κύματα φέρνουν το πλοίο κοντά στην Αφρικανική ακτή, η παλίρροια κινδυνεύει να το ρίξει πάνω στα βράχια, σωτηρία δεν υπάρχει. Ξαφνικά ακούγεται παράξενος θόρυβος σαν να ’ρχεται από τα βάθη του Ωκεανού ορμητικό ποτάμι, είναι η άμπωτις που απομακρύνει το πλοίο από την ακτή, η κακοκαιρία όμως συνεχίζεται. Ο καπετάν Μανώλης διατάσσει: «περιτυλίξτε και δέστε σφικτά όλα τα πανιά, αφήστε τον φλόκο και δεθείτε», ο ίδιος δέθηκε δίπλα στο τιμόνι και οι ναύτες στην θέση τους. Τα κύματα μπαίναν από την πλώρη και βγαίναν από την πρύμη. Για μερικά λεπτά το «Ελλάς» έπλεε υποβρυχίως.
Ξαφνικά η τρικυμία μετατράπηκε σε καταιγίδα. Τα κατάρτια τρίζουν, η θάλασσα “βογγά”, τα κύματα χοχλάζουν, κεραυνοί σκίζουν τους ουρανούς και φωτίζουν τα πέλαγα. Τα κύματα θεόρατα “αγγίζουν” τα σύννεφα. Την μια στιγμή ο ιερός θυμός της στέλνει το «Ελλάς» να μετεωρίζεται στην κορφή πελώριου κύματος και την άλλη το γκρεμίζει στο βάραθρο που αυτό το ίδιο κύμα άνοιξε, καθώς υψώθηκε μεσούρανα. Φρίκη καταλαμβάνει το πλήρωμα που γίνεται ανυπόφορη όταν πλακώνει η νύχτα. Πέντε ολόκληρα μερόνυχτα μένουν πάνω στην κουβέρτα, βρεγμένοι, ταλαιπωρημένοι κοντά στα όρια της ψυχικής και σωματικής τους αντοχής.
«Πότζι – αλά – μπάντα!».
Κάποτε ο καιρός καταλαγιάζει. «Άνοιξε ο ουρανός» κι ο καπετάν Μανώλης, από τις θέσεις των άστρων, υπολόγισε και προσδιόρισε το στίγμα του πλοίου. «Ο αέρας, τα ρεύματα και τα κύματα μας έφεραν απέναντι στη πόλη Mogador στην δυτική ακτή του Μαρόκο, κατοικία αγρίων Μαροκινών. Αν κάποιος ναυαγήσει στα αφιλόξενα αυτά παράλια και κατά κακή του τύχη σωθεί, συλλαμβάνεται και θανατώνεται βασανιζόμενος, προ πάντων υπό των γυναικών», είπε ο καπετάν Μανώλης και διάταξε: «Πότζι – αλά – μπάντα!». Είναι η κατά πρύμνη αναστροφή του πλοίου και ο χειρισμός λέγεται «όρσα λαμπάντα», επειδή το πλοίο δέχεται τον άνεμο από εμπρός.
Για να βεβαιωθεί για την θέση του πλοίου διατάζει: «Ένας στο άλμπουρο». Σαν αίλουρος ανέβηκε ο Φίλιππος στο μεγάλο κατάρτι και μετά από μισή ώρα φωνάζει: «Βουνό!». «Έχει χιόνι;», ρωτά ο καπετάνιος. «Ναι», απαντά ο ναύτης. Ήταν ο χιονοσκέπαστος Άτλας, που φαίνεται από μακριά όταν βρίσκεσαι κοντά στην Mogador. Είχε δίκιο ο καπετάν Μανώλης.
Μετά από μια ώρα ακούγεται η φωνή του Φίλιππα: «Καπνός!». «Βλέπεις κανένα πύργο;», ρωτά ο καπετάνιος. Μετά από μια ώρα ξανακούστηκε η φωνή του Φίλιππα: «Πύργος!». Ικανοποιημένος ο καπετάνιος έγνεψε στον Φίλιππα να κατέβει και διέταξε: «Μολάρετε την μαΐστρα», δηλαδή να ανοίξουν το μεγάλο πανί, για να μπορέσει το «Ελλάς» να υπερνικήσει την δύναμη των κυμάτων και να υπακούσει στο πηδάλιο του πλοίου. Αλλά και τα τρία πανιά δεν μπορούν να εξουδετερώσουν την δύναμη των κυμάτων. Πάλι ο καπετάν Μανώλης διατάσσει: «Μολάρετε όλες τις μούδες». Τώρα το «Ελλάς» πλησίστιο υπακούει στο πηδάλιο, όπως το γυμνασμένο άλογο υπακούει στην πιο μικρή πίεση των γονάτων του καβαλάρη.
Στο λιμάνι
Στις 17 Νοεμβρίου, μετά από δέκα μέρες στον ωκεανό, το «Ελλάς» μπήκε στο λιμάνι της Mogador. Στην είσοδο του λιμανιού υπάρχουν μερικά νησάκια και ύφαλοι που το προστατεύουν από τα κύματα του Ατλαντικού, αλλά χρειάζεται μεγάλη τέχνη για να μπεις στο λιμάνι, χωρίς την βοήθεια πλοηγού. Μόλις το «Ελλάς» αγκυροβόλησε, κοντά σ’ ένα απ’ αυτά τα νησιά, αισθάνθηκαν, ξαφνικά, ότι πεινούσαν. Δεν είχαν φάγει μαγειρεμένο φαγητό, αφ’ ότου ξεκίνησαν από τον Γιβραλτάρ. Ετοίμαζαν τα μαγειρικά τους σκεύη, όταν πλησίασε το «Ελλάς» μια βάρκα από ένα αγγλικό ατμόπλοιο (είχε καταφύγει κι αυτό στο λιμάνι για να προφυλαχτεί από την κακοκαιρία) με ένα μεγάλο τσουκάλι γεμάτο ζωμό και πάνω από δυο οκάδες βοδινό κρέας. Ο καπετάν Μανώλης ανταπέδωσε τη χάρη προσφέροντας ένα πακέτο καπνό για το πλήρωμα και ένα κουτί Συριανά λουκούμια για τον καπετάνιο.
Τρεις μέρες πέρασαν μέχρι να κοπάσει η κακοκαιρία, αλλά το «Ελλάς» έμεινε άλλες επτά μέρες στην Mogador για να ξεκουραστεί το πλήρωμα, και στις 25 Νοεμβρίου το «Ελλάς» ξανανοίχτηκε στον Ωκεανό.
Στις Καναρίους νήσους
Μετά από τρεις μέρες, με ευνοϊκό άνεμο, έπιασαν τις Καναρίους νήσους. Ο λιμενάρχης στην Santa Cruz θαύμασε όταν έμαθε τον προορισμό ενός τόσου μικρού πλοίου. Μεταξύ των άλλων τους επισκέφθηκαν ο αρχιεπίσκοπος Don Pablo Lasorda με την ανεψιά του Dona Isabella Lasorda, τελευταία απόγονο της βασίλισσας Isabella της Καστίλης. Από τις Καναρίους νήσους ταξιδεύοντας νοτιοανατολικά, στις 3 Δεκεμβρίου, το «Ελλάς» έφτασε στο αρχιπέλαγος Cape Verde, δυτικά της Senegal, απ’ όπου αναχώρησαν στις 7 Δεκεμβρίου.
Ο αέρας ήταν βόρειος, αρκετά ισχυρός, μέχρι στις 7 Δεκεμβρίου, οπότε το γύρισε βορειοανατολικός που κράτησε μέχρι τα Χριστούγεννα. Μόλις πέρασαν τον Ισημερινό, ο αέρας σταμάτησε ξαφνικά και άρχισε να πέφτει δυνατή βροχή, σαν να άνοιξαν οι ποταμοί του Ουρανού. Η νηνεμία και οι δυνατές βροχές συνεχίστηκαν για δυο τρεις εβδομάδες ώστε ο πλοίαρχος αναγκάστηκε να περιορίσει την κατανάλωση της γαλέτας, υπήρχαν όμως ψάρια που ψάρευαν, αρκετές οκάδες την ημέρα.
Στις 6 Ιανουαρίου φάνηκε στον ορίζοντα μεγάλο ατμόπλοιο, που όταν πλησίασε το «Ελλάς» σταμάτησε, νόμισε ότι επρόκειτο για ναυαγούς. Ο καπετάν Μανώλης καθησύχασε τους Αμερικάνους, τους έδωσε εκατό οκάδες φρέσκα ψάρια και ζήτησε λίγο αλεύρι. Ο πλοίαρχος τους έδωσε ολόκληρο τσουβάλι. Για μερικές ώρες την ημέρα ο καιρός συνέχισε να είναι άστατος με δυνατές οι βροχές.
Στις 17 Ιανουαρίου, το “Ελλάς” πλέοντας προς την Νοτιοαμερικανική ήπειρο, φάνηκε ένα υπερωκεάνιο που πήγαινε για το Montevideo και, όταν έφτασε πιο κοντά, έστειλε βάρκα για να περισυλλέξει τους «ναυαγούς». Ο καπετάν Μανώλης τους καθησύχασε και τους πρόσφερε πάνω από εκατό οκάδες φρέσκα ψάρια και τους παρακάλεσε να μεταφέρουν ένα γράμμα στον αδελφό του Νικόλα στο Montevideo. Ο πλοίαρχος κάλεσε τον καπετάν Μανώλη να επισκεφτεί το υπερωκεάνιο όπου του πρόσφεραν ένα ολόκληρο αρνί και δεκάδες μπουκάλια κρασί. Την επομένη φύσηξε ευνοϊκός άνεμος που κράτησε για 19 μέρες.
«Καπετάν Μανώλη!!!».
Το πρωί στις 5 Φεβρουαρίου, ενώ το «Ελλάς» έπλεε με ευνοϊκό άνεμο, φάνηκε στο ορίζοντα να έρχεται πλοηγίδα, από την οποία, μόλις πλησίασε, ακούστηκε φωνή: «Καπετάν Μανώλη!!!». Το Ιταλικό υπερωκεάνιο, μόλις έφτασε στο Montevideo, ενημέρωσε το λιμεναρχείο για το «Ελλάς» και έδωσε το γράμμα του Καπετάν Μανώλη στον αδελφό του. Η είδηση γέμισε χαρά τους Έλληνες, αλλά όταν πέρασε μια εβδομάδα χωρίς να φανεί το «Ελλάς», ο καπετάν Νικόλας άρχισε να ανησυχεί. Υπέθεσε ότι, λόγω της νηνεμίας, υπήρχε κίνδυνος να τους λείψουν τα τρόφιμα. Οι Έλληνες πλοηγοί παρακάλεσαν το λιμεναρχείο να στείλει πλοηγίδα προς συνάντηση τους με δώδεκα Έλληνες ναύτες. Οι δυο αδελφοί έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας. Ο Νικόλας έφερε μαζί του τα γράμματα που έστειλαν στο πλήρωμα οι συγγενείς τους από την Ελλάδα.
Στις 8 Φεβρουαρίου το «Ελλάς» έφτασε στον προορισμό του. Όλα τα πλοία που βρισκόντουσαν στο λιμάνι είχαν σημαιοστολιστεί και πολύς κόσμος κατέβηκε στην παραλία για να τους υποδεχθεί. Από το Buenos Aires της Αργεντινής ήρθε ο Έλληνας πρόξενος και άλλοι ομογενείς, οι εφημερίδες του Montevideo έγραψαν μακροσκελή άρθρα.
Κι ενώ βρίσκονταν σε γεύμα προς τιμή του καπετάν Μανώλη, έφεραν τηλεγράφημα στο Έλληνα πρόξενο που ανέφερε: «η Αργεντινή προσφέρει στον πλοίαρχο του ‘Ελλάς’ τον βαθμό του πλοιάρχου του Πολεμικού Ναυτικού, ενεργήσετε να γίνει η προσφορά μας δεχτή». Μόλις ο πρόξενος το ανακοίνωσε η Ουρουγουάη αντέδρασε: «Αν ο πλοίαρχος πρόκειται να δεχθεί ξένη υπηρεσία, η Ουρουγουάη προτίθεται να αγοράσει το ‘Ελλάς’ και να ονομάσει τον Μανώλη Χατζηδάκη υποναύαρχο του Πολεμικού Ναυτικού». Αλλά, επανήλθε η Κυβέρνηση της Αργεντινής: «Σε περίπτωση που ο πλοίαρχος του ‘Ελλάς’ δεχθεί τη θέση του πλοιάρχου, η Κυβέρνηση θα του δωρίσει 5.000 στρέμματα καλής γης στην Παταγονίας». Ο καπετάν Μανώλης ζήτησε χρόνο για να απαντήσει.
Στην Αργεντινή
Τελικά, αφού πούλησε τα εμπορεύματα του, ο καπετάν Μανώλης αποδέχθηκε την πρόταση της Αργεντινής. Διορίστηκε πλοίαρχος πολεμικού ακταιωρού, με στόχο την πάταξη του λαθρεμπορίου που διεξαγόταν από το Buenos Aires μέχρι το ακρωτήριο Cabo de Hornos
της Tierra del Fuego. Ο καπετάν Μανώλης προσέλαβε τους τέσσερις ναύτες του πληρώματος του, με βοηθό τον αδελφό του Νικόλαο, και 50 άλλους Έλληνες ναυτικούς από τη Νότιο Αμερική (Κασιώτες, Κεφαλλονίτες, Κρητικούς). Τον Σκουλούδη τον πήρε μαζί του, του έμαθε την ναυτική τέχνη και έγινε πλοηγός. Αυτός με δέκα άλλους Έλληνες αγόρασαν πλοηγίδα με την οποία έβγαιναν στο πέλαγος και όταν ερχόταν πλοίο το οδηγούσαν στο Buenos Aires.
Επί οκτώ χρόνια, ο καπετάν Μανώλης καταδίωκε τους λαθρέμπορους δεκαπλασιάζοντας τα έσοδα του τελωνείου των ειδών λαθρεμπορίου. Η Αργεντινή, τον παρασημοφόρησε και τον διόρισε λιμενάρχη του Buenos Aires. Πέντε χρόνια αργότερα έφερε την οικογένεια του κοντά του. Το ίδιο έκαμαν και οι άλλοι ναύτες του «Ελλάς» εκτός του Σκουλούδη Παπαγεωργίου που επέστρεψε στην Κάσο. Αυτός διέσωσε τις πληροφορίες για το υπερπόντιο ταξίδι του «Ελλάς».
Όταν πέθανε ο καπετάν Μανώλης, η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη την οποία παρακολούθησε ο Υπουργός Ναυτικών. Άγημα του πολεμικού ναυτικού ακολούθησε το φέρετρο του και τα ελληνικά καταστήματα του Buenos Aires έκλεισαν.
Μανώλης Κασσώτης.
By Sailboat, Cassian Captain Manolis Hatzidakis Crossed the Atlantic
Among the crews of the first sailing boats to cross the Atlantic were several Greeks. At that time the Greeks prefer South America because their Mediterranean mentality is closer to the Latin than the Anglo-Saxon environment. Later, Greek captains with their sailing ships and Greek sailors crossed the Atlantic. They started from the Aegean and the Ionian seas, crossed the Mediterranean and from Gibraltar followed the West coast of Africa, and when they reached the narrowest point of the Atlantic, they crossed the ocean until they reached Brazil. From there, they continued along the eastern coast of the South American, until they reached their destination.
The first known Dodecanese mariner who crossed the Atlantic with his sailboat was Manolis Hatzidakis from Kasos, who arrived in South America around 1870 and later in 1878. The second known Dodecanese mariner who crossed the Atlantic was Captain Savvas Nikolaou Savvas from Kastellorizo, who arrived in Brazil in 1883 and 1889. Another Dodecanese was Captain Nicolis Giannoukas from Chalki, who, in 1896, crossed the ocean in a three-masted sailing ship 40 meters long. He passed through the Caribbean islands and ended up in Tarpon Springs, Florida.
Manolis Hatzidakis
Manolis Hatzidakis was born in Kasos around 1840 and as soon as he finished primary school he went to Syros and continued at high school. From Syros he went to Piraeus, where he studied at the naval academy, and after completing the practical training he got the captain’s diploma at the age of 22 and the following year he acquired a sailboat.
At first, he traveled in the Eastern Mediterranean and around 1870 he made his first voyage to South America carrying phosphoric fertilizers. On this trip he took his brother Nikolas. While the sailboat was in Montevideo, Uruguay waiting to unload, the fertilizer caught fire and burned the boat. Manolis returned to Syros, but Nikolas stayed in Montevideo where he became a pilot.
Manolis did not lose his courage, he acquired a new sailing ship, the 75 ton “Hellas”, with which he made trips to the Mediterranean, his mind was on South America but it was not easy to find crew. Finally, he found five other sea wolves who defied the dangers and were ready to follow him: the Cassians Philippos Hatzigeorgiou, Skouludis V. Rethymias, the brothers Michalis and Skouludis Papageorgiou and the Chalkian Petros Melachrinos.
Blessing
On September 7, 1877, after the customary blessing, “Hellas” set off from Ermoupolis for its overseas journey, as described by an eyewitness: “A lot of people gathered at the quayside. Relatives crying kissed the crew. The young sailor raised the flag on the central mast while the others fired their rifles in chorus. All ships in the harbor had raised their flag. Even the foreign steamships took part in the festival, greeting the Greek flag of “Hellas”, which the young sailor hoisted and lowered with great joy.
“Hellas”, leaving Ermoupolis, passed through the Cyclades, next to Crete and entered the Libyan sea. In bad weather they crossed the Gulf of Greater Sirte and entered Little Sirte near the town of Gaves in Tunisia. They did not enter the port, there was fear of pirates and other malicious elements. After seven days, as soon as the storm abated, a boat with four armed men was seen coming from the harbor. Captain Manolis, warning them, shot and killed a seagull flying high above the boat. The rowers got the message and changed course for the shore. “Hellas” lifted anchor and the next day, following the coast of Tunisia, it arrived opposite the city of Sfax, but for security reasons it did not approach.
In Tunis
On Sunday, October 2, after two days of favorable travel, “Hellas” entered the port of Tunis and dropped anchor among the Dodecanese sponge divers’ boats. It was still morning and Captain Manolis and the Papageorgiou brothers went to the Greek church. A meal followed, attended by ten other captains and several Greek merchants and prefects of Tunis. They stayed in Tunis for ten days, waiting for a favorable wind.
On October 12, “Hellas” left the Gulf of Tunis and after two days arrived in Bone, Algeria where they stayed for two days. They continued west and, with a stopover at Philippeville, reached Algiers on October 20. There happened to be a Kefalonian ship in the harbor, whose captain invited the crew of “Hellas” and with the lyre of Philip Hatzigeorgiou they had fun until dawn.
In Gibraltar
On the 1st of November they left Algiers and on the 5th of November they reached Gibraltar, and two days later they started for the Atlantic. On entering the Ocean the wind was still favorable but on November 11th the weather changed. Dark clouds covered the sky and the sea changed color.
Bad weather is coming
Captain Manolis understood that bad weather was coming and ordered: “gather the sails, keep only the small jib”. The ship struggles with the raging waves. Captain Manolis, at the helm, tries, but cannot command it. “Hellas” is the waif of the storm. The waves bring the ship close to the African coast. The tide is in danger of tossing it onto the rocks. There is no salvation. Suddenly a strange noise is heard as if coming from the depths of the Ocean, a rushing river. It is the ebb that moves the ship away from the shore. The bad weather, however, continues. Captain Manolis orders: “furl and fasten all the sails, let go of the jib and tie up the rest of the sails”, he tied himself next to the steering wheel and the sailors in their place. The waves entered from the bow and exited from the stern. For a few minutes “Hellas” sailed underwater.
Suddenly the storm turned into a hurricane. The masts creak, the sea roars, the waves roar, lightnings tear the skies and light up the seas. The waves appear to “touch” the clouds. At one moment her holy anger sends “Hellas” flying at the top of a huge wave and at the next it collapses into the chasm, which this same wave opened as it rose in the sky. Horror grips the crew that becomes unbearable when night falls. For five days and nights they stay on the deck, wet, suffering close to the limits of their mental and physical endurance.
«Potzi – ala – banda!».
Eventually the weather calms down. “The sky opened” and Captain Manolis, from the positions of the stars, calculated and determined the position of the ship. “The wind, the currents, and the waves brought us across to the town of Mogador on the west coast of Morocco, home of wild Moroccans. If someone is shipwrecked on these inhospitable shores and by bad luck is saved, he is arrested and tortured to death, above all by the women”, said Captain Manolis and ordered: “Potzi – ala – banda!”. It is the stern reversal of the ship and the maneuver is called “orsa lampada” because the ship receives wind from the front.
To make sure of the ship’s position he orders: “One on the starboard”. Like a cat, Philippa climbed the big mast and after half an hour he shouted: “Mountain!”. “Is there snow?” the captain asks. “Yes,” replies the sailor. It was the snow-capped Atlas, visible in the distance when you are near Mogador. Captain Manolis was right.
After an hour, Philippa’s voice is heard: “Smoke!”. “Do you see any towers?” asks the captain. After an hour Philippa’s voice was heard again: “Tower!”. Satisfied, the captain motioned to Philippa to get off and ordered: “Releasse maistra”, that is, to unfurl the big sail, so that “Hellas” could overcome the force of the waves and obey the ship’s rudder. But all three sails cannot neutralize the force of the waves. Captain Manolis orders again: ” Releasse all the sails.” Now “Hellas” with all the sails released obeys the rudder, as the trained horse obeys the slightest pressure of the rider’s knees.
In the port
On the 17th of November, after ten days at sea, the “Hellas” entered the port of Mogador. At the entrance of the harbor there are some islets and reefs that protect it from the waves of the Atlantic, but it takes great skill to enter the harbor without the help of a navigator. As soon as “Hellas” anchored near one of these islets, they suddenly felt that they were hungry. They had not eaten cooked food since they started from Gibraltar. They were preparing their cooking utensils, when a boat from an English steamer approached the “Hellas” (it had also taken refuge in the harbor to protect itself from the bad weather) with a large bucket full of broth and more than five pounds of beef. Captain Manolis returned the favor by offering a packet of tobacco for the crew and a box of Syrian delights for the captain.
Three days passed before the bad weather abated, but “Hellas” remained at Mogador for another seven days to rest the crew, and on 25 November “Hellas” sailed again.
In the Canary Islands
After three days, with favorable wind, they reached the Canary Islands. The harbor master at Santa Cruz was amazed to learn the destination of such a small ship. Among others who visited them were Archbishop Don Pablo Lasorda with his niece Dona Isabella Lasorda, last descendant of Queen Isabella of Castile. From the Canary Islands traveling southeast, on December 3rd, “Hellas” reached the Cape Verde archipelago, west of Senegal, from where they departed on December 7th.
The wind was coming from the north, quite strong, until December 7th, when it turned to northeast which lasted until Christmas. As soon as they crossed the equator, the wind suddenly stopped and heavy rain began to fall, as if the rivers of Heaven had opened. The calm and heavy rains continued for two-three weeks, so the captain had to cut down on the galettes, but several pounds of fish were caught every day.
On the 6th of January a large steamer was seen on the horizon, and when it approached “Hellas” it stopped, they thought it was shipwrecked. Captain Manolis reassured the Americans, he gave them three hundred pounds of fresh fish and asked for some flour. The captain gave them a whole sack. For a few hours during the day the weather continued to be unsettled with heavy rain.
On the 17th of January, the “Hellas” sailing towards South American, sighted an ocean liner bound for Montevideo and, when got closer, sent a boat to pick up the “castaways”. Captain Manolis reassured them and offered them three hundred pounds of fresh fish and asked them to carry a letter to his brother Nicolas in Montevideo. The master invited Captain Manolis to visit the ocean liner where he was offered a whole lamb and dozens of bottles of wine. The next day a favorable wind blew that lasted for 19 days.
«Captain Monoli!!!».
On the morning of February 5th, while “Hellas” was sailing with a favorable wind, a sloop was seen coming on the horizon, from which, as soon as it approached, a voice was heard: “Captain Manoli!!!”. The Italian ocean liner, as soon as it arrived in Montevideo, informed the port authority about “Hellas”, and gave Captain Manolis’ letter to his brother. The news filled the Greeks with joy, but when a week passed without “Hellas” being seen, Captain Nicholas began to worry. He assumed that, because of the stillness, there was a danger that they would run out of food. The Greek navigators begged the port authority to send a boat to meet them with twelve Greek sailors. The two brothers were sailing in a sea of happiness. Nicholas brought with him letters sent to the crew by their relatives from Greece.
On February 8, “Hellas” reached its destination. All the ships in the harbor were decorated with flags and many people came down to the port to welcome them. From Buenos Aires, Argentina came the Greek consul and other expatriates, Montevideo newspapers wrote long articles.
And while they were at a dinner in honor of Captain Manolis, they brought a telegram to the Greek consul that said: “Argentine offers the captain of ‘Hellas’ the rank of captain of the Navy, see that our offer is accepted.” As soon as the consul announced it, Uruguay reacted: “If the captain is going to accept foreign service, Uruguay intends to buy ‘Hellas’ and name Manolis Hatzidakis rear admiral of the Navy.” But the Argentine came back: “In the event that the captain of ‘Hellas’ accepts the position of captain, the Government will donate 5,000 acres of good land in Patagonia.” Captain Manolis asked for time to answer.
In Argentina
Finally, after selling his goods, Captain Manolis accepted Argentine’s offer. He was appointed captain of a warship, with the aim of suppressing the smuggling that was carried on, from Buenos Aires to Cape Cabo de Hornos in Tierra del Fuego. Captain Manolis hired the four sailors of his crew, assisted by his brother Nikolas, and 50 other Greek sailors from South America (Cassians, Cephalonian, Cretans). He took Skouludis with him, taught him nautical art and became a navigator. He and ten other Greeks bought a boat with which they went out to sea and when a ship came, to take it to Buenos Aires.
For eight years, Captain Manolis pursued the smugglers, increasing the revenue of the customs office on contraband goods tenfold. Argentina decorated him and appointed him port master of Buenos Aires. Five years later he brought his family to Argentina. The other sailors of “Hellas” did the same, except Skouludis Papageorgiou who returned to Kasos. He saved the information about “Hellas” trip.
When Captain Manolis died, his funeral was at public expense attended by the Minister of Marine. A naval vigil followed his coffin, and the Greek shops of Buenos Aires were closed.
Manolis Cassotis.