Οι τοίχοι του κοντέινερ που στεγάζει τις κοινόχρηστες κουζίνες στη δομή φιλοξενίας του Ελαιώνα είναι διακοσμημένοι με πολύχρωμες εικόνες γυναικών να προετοιμάζουν και να μαγειρεύουν φαγητό. Τις εικόνες υπογράφει ο ταλαντούχος Μπουκάκα από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, ο οποίος αποφάσισε να δώσει χρώμα στη δομή, όπου διαμένει και ο ίδιος. Έργα του παρουσιάζει επίσης σε έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης.
Ο Νέβες Μπουκάκα Ταντού είναι αυτοδίδακτος καλλιτέχνης. Μυήθηκε στην αφρικανική τέχνη έξω από το πολιτιστικό κέντρο στην Κινσάσα, από καλλιτέχνες που συγκεντρώνονταν εκεί για να ζωγραφίσουν και να πουλήσουν τα έργα τους. Ο δεκάχρονος τότε Μπουκάκα επηρεασμένος από τη μητέρα του που είχε καταλάβει την αγάπη του για τη ζωγραφική και του είχε υποσχεθεί ότι θα τον βοηθούσε να φοιτήσει σε σχολή εικαστικών, αλλά και συντετριμμένος από το θάνατό της, πήγαινε καθημερινά έξω από το πολιτιστικό κέντρο για να παρατηρήσει τους καλλιτέχνες και να τους βοηθήσει σε μικροδουλειές. Καθάριζε τα πινέλα τους, τους έδινε τις μπογιές για να ζωγραφίσουν και ταυτόχρονα παρατηρούσε τις κινήσεις τους.
Όπως περιγράφει ο ίδιος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, δίπλα στους καλλιτέχνες αυτούς, έμαθε να ζωγραφίζει κυρίως τοπία, ωστόσο γρήγορα εξέλιξε την τέχνη και έφτιαξε το προσωπικό του στυλ με κολάζ, όπου αξιοποιεί αφρικάνικα υφάσματα, ζωγραφική με λαδομπογιές και σπάτουλα και συχνά αφηρημένη θεματολογία ή εικόνες εμπνευσμένες από τις γυναίκες της πατρίδας του. «Γνώρισα πολύ κόσμο, με πολλά ταλέντα. Στην αρχή ζωγράφιζα για άλλους καλλιτέχνες και ύστερα ξεκίνησα να ζωγραφίζω τα δικά μου έργα, με τη δική μου υπογραφή και έτσι έβγαζα τα δικά μου χρήματα από την τέχνη μου», περιγράφει.
Καθώς στο Κονγκό η ζωή ήταν δύσκολη, κυρίως λόγω του εμφυλίου πολέμου, ο Μπουκάκα αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Ανγκόλα. Εκεί έζησε για έξι χρόνια, δουλεύοντας ως καλλιτέχνης. Το 2018 η κυβέρνηση της Ανγκόλας προχώρησε σε μαζική απέλαση Κονγκολέζων και ο Μπουκάκα αναγκάστηκε να γυρίσει στην πατρίδα του. Καθώς δεχόταν απειλές για τη ζωή του, πήρε την απόφαση να έρθει στην Ευρώπη. Έφτασε στην Κω, όπου έζησε για 20 μήνες «κάτω από αντίξοες συνθήκες» με μόνη του παρηγοριά τη ζωγραφική. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη δομή του Ελαιώνα. «Στη δομή δικτυώθηκα άμεσα. Είχα την ανάγκη να είμαι χρήσιμος, να ζωγραφίζω», εξηγεί. Έπειτα από πρόταση εθελοντών, διακόσμησε με έργο του τις κοινόχρηστες κουζίνες της δομής.
Στο επίκεντρο των έργων του βρίσκονται οι γυναίκες της Αφρικής, ενώ πηγή έμπνευσής του αποτελεί η μουσική. Σε όλα τα έργα του κυριαρχεί, επίσης, το χρώμα. «Τα χρώματα είναι ζωή», λέει χαρακτηριστικά και συμπληρώνει ότι χρώματα, όπως το κόκκινο, το κίτρινο, το μπλε και το λευκό «φέρνουν ηρεμία και ζωή».
Στη δομή παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής σε παιδιά. «Όπως έσωσε εμένα η τέχνη όταν ήμουν μικρός, θέλω να βοηθήσω με τη σειρά μου τα παιδιά της κοινότητας», επισημαίνει.
Ο Μπουκάκα έχει για πρώτη φορά την ευκαιρία να παρουσιάσει έργα του στο ευρύ κοινό στην Ελλάδα στο πλαίσιο ομαδικής έκθεσης που διοργανώνει ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης στο Σεράφειο του δήμου Αθηναίων. Εκτός από τον Μπουκάκα, στην έκθεση με τίτλο «ΖΩγραφίζοντας/ PAINtings» συμμετέχουν ακόμα έντεκα αιτούντες άσυλο από τις δομές του Ελαιώνα, των Θερμοπυλών, της Θήβας, της Ριτσώνας, της Μαλακάσας και του Σχιστού. Η έκθεση, που θα διαρκέσει μέχρι τις 3 Μαΐου, οργανώνεται στο πλαίσιο του προγράμματος υποστηρικτικής διαχείρισης των δομών στην ηπειρωτική Ελλάδα του ΔΟΜ, με χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την υποστήριξη του Κέντρου Ένταξης Μεταναστών του δήμου Αθηναίων.
Ο Μπουκάκα ελπίζει να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας και να παραμείνει στην Ελλάδα, την οποία έχει αγαπήσει. «Θέλω να προσφέρω μέσω της δουλειάς και της τέχνης μου κάτι όμορφο σε αυτή τη χώρα. Το όνειρό μου είναι να αποκτήσω ένα ατελιέ, όπου να διδάσκω στα παιδιά την τέχνη μου και να πουλάω τα έργα μου», καταλήγει.
Πηγή: ΑΠΕ.