Ο Νίκος Κουρός, του Ηλία και της Σοφίας Παπαφιλίππου, γεννήθηκε στο Απέρι στις 6 Δεκεμβρίου 1900. Το καλοκαίρι του 1917 ξεκίνησε για την Αμερική. Πέρασε από την Ρόδο και τον Πειραιά και έφτασε στην Νεάπολη της Ιταλίας, απ’ όπου θα έπαιρνε το Dante Alighieri για την Αμερική. Το πλοίο είχε καθυστέρηση και μέχρι νάρθη η ώρα του απόπλου του ο Κουρός κοιμόταν πάνω στο πάτωμα σε μια αποθήκη και έτρωγε όσο του επέτρεπε το φτωχό του βαλάντιο. Μετά από ενάμισι μήνα αναχώρησε το Dante Alighieri και στις 3 Δεκεμβρίου έφτασε στην Νέα Υόρκη.
Μόλις ο Νίκος Κουρός και οι άλλοι μετανάστες αντίκρισαν το άγαλμα της Ελευθερίας, συγκεντρώθηκαν – για να το θαυμάσουν – στην μια πλευρά του πλοίου και το Dante Alighieri σχεδόν έγειρε. Από το βαπόρι τους πήραν στο Ellis Island και μετά από ιατρικές εξετάσεις και άλλες διατυπώσεις τους έστειλαν στην απέναντι ακτή στο New Jersey.
Ένας Καρπάθιος, που συνταξίδευε με τον Κουρό, του έδωσε 20 δολάρια. Ήταν χρήματα που του είχε δώσει ο Ηλίας Κουρός, με την παράκληση να τα παραδώσει στον γιο του όταν θα ξεμπάρκαραν. (Η Αμερικανική κυβέρνηση απαιτούσε, κάθε μετανάστης, να έχει μαζί του τουλάχιστον 20 δολάρια, που ισοδυναμούσαν με τέσσερις χρυσές λίρες, για να μη γίνει βάρος στο κράτος).
Απ’ αυτά ξόδεψε δυο δολάρια για να αγοράσει σιδηροδρομικό εισιτήριο για το Pittsburgh. Φτάνοντας εκεί, δεν βρήκε να τον περιμένει ο συγγενής του που είχε υποσχεθεί να πάει να τον προϋπαντήσει, γιατί ήπιε, μέθυσε και ξεχάστηκε.
Μέσα στα χιόνια, χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα, και μετά από πολλές περιπέτειες έφθασε στο New Kensington όπου βρήκε τον συγγενή του να κοιμάται. Ο τελευταίος τον ρώτησε αν έχει χρήματα μαζί του και ο Κουρός του έδειξε τα 18 δολάρια. Του τα πήρε, δήθεν για να του αγοράσει ένα δακτυλίδι να το στείλει – λέει – στην αδελφή του Κουρού και εξαφανίστηκε! Αργότερα έμαθε ότι ο συγγενής του ήταν απατεώνας. «Έτσι» – μου έλεγε – «βρέθηκα στην Αμερική, χωρίς προστάτη, χωρίς να ξέρω την γλώσσα, χωρίς τα λίγα χρήματα που είχα και το χειρότερο χωρίς δουλειά».
Στα διάφορα εργοστάσια του New Kensington έψαξε για δουλειά, αλλά δεν μπόρεσε να βρει. Κι ενώ βρισκόταν σε απελπισία, κάποιος Έλληνας τον συμβούλεψε να πάει να ζητήσει δουλειά από την Aluminum Co of America, αλλά να πάει πρωί, για να είναι πρώτος στη σειρά.
Την άλλη μέρα το πρωί, βρίσκεται μπροστά στο γραφείο της εταιρείας από τα χαράματα. Η δουλειά που του πρόσφεραν ήταν από τις 6 το πρωί μέχρι τις 6 το βράδυ, έξι μέρες την εβδομάδα. Η αμοιβή ήταν 15 λεπτά την ώρα. Χωρίς να το πολυσκεφθεί δέχθηκε τη δουλειά. Μετά από 68 χρόνια, καθώς θυμόταν το περιστατικό, μου έλεγε: «Από τη χαρά μου δεν κοιμήθηκα όλη τη νύκτα! Επιτέλους είχα δουλειά! Αλλά δεν είχα και τίποτε άλλο». Τα βράδια γυάλιζε παπούτσια στο Pittsburgh. Στο εργοστάσιο δούλεψε ένα χρόνο.
Θέλοντας να καλυτερέψει τη θέση του, έμαθε να δουλεύει την κινηματογραφική μηχανή, έδωσε εξετάσεις και πήρε το δίπλωμα του μηχανικού κινηματογράφου. Ως μηχανικός, λοιπόν, προσλήφθηκε σ’ ένα κινηματογράφο στο New Kensington, σε μια δουλειά που δεν ήταν κοπιαστική, ενώ – σε σύγκριση με τις αμοιβές στα εργοστάσια – ήταν, οικονομικά, πιο ικανοποιητική. Στο New Kensington δούλεψε για δυο χρόνια, κατόπιν στο Pittsburgh και Canonsburg σε διάφορους κινηματογράφους. Το καλοκαίρι του 1926, μετά από εννιά χρόνια, επισκέφθηκε την Κάρπαθο για πρώτη φορά.
Μετά από ένα διάστημα, ήλθε στη Νέα Υόρκη και έπιασε δουλειά στο Liggett’s, ένα κατάστημα που πουλούσε ποτά στο Broadway και 42 Δρόμοι. Την 1η Αυγούστου 1937, ένας συνάδελφος του πρότεινε να πάνε βόλτα στο Long Island με το αυτοκίνητο του. Όταν έφθασαν στο Cutchogue ενθουσιάστηκε με το τοπίο και τη θάλασσα γιατί του θύμιζε Κάρπαθο. Πήρε δυο βδομάδες άδεια και πήγε να κάμει διακοπές εκεί.
Όταν θυμόταν το περιστατικό – μετά από 49 χρόνια – μου έλεγε: «Η 2α Αυγούστου 1937 ήταν η πιο τυχερή μέρα της ζωής μου. Το ταξίδι μου στο Long Island, έγινε η αιτία να γνωρίσω την γυναίκα μου!».
Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ξενοδοχεία στο Cutchogue, και μια οικογένεια Πολωνικής καταγωγής του νοίκιασε ένα δωμάτιο για να περάσει τις διακοπές του. Ένα από τα μέλη αυτής της οικογένειας ήταν η Olympia Macwaejczyki. Τι σύμπτωση αλήθεια, να έχει ελληνικό όνομα! Στις 19 Φεβρουαρίου 1938, ο Νίκος και η Ολυμπία ένωσαν τη ζωή τους.
Λόγω της εργασίας του Νίκου, το νιόπαντρο ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο Queens της Νέας Υόρκης. Στο διάστημα του πολέμου υπήρχε μεγάλη ζήτηση τροφίμων και ο Κουρός αγόρασε μια φάρμα 20 εκταρίων (70 στρέμματα) στο Suffolk του Long Island, όπου καλλιεργούσε πατάτες. Το 1946, ο Κουρός εγκαταστάθηκε στο Cutchogue, όπου άνοιξε φωτογραφείο. Αργότερα η φάρμα έγινε οικόπεδα και απέκτησε μεγάλη αξία.
Σ’ όλο αυτό το διάστημα, ποτέ δεν ξέχασε το νησί του, τους συμπατριώτες του και τις ρίζες του. Το 1972 επισκέπτεται την Κάρπαθο, ενθουσιασμένος και συγκινημένος από τις παλιές αναμνήσεις. Συναισθήματα που ο Κουρός θέλησε νάχουν και πρακτική έκφραση: πριν φύγει από τη ζωή (έτσι έλεγε) ήθελε να κάμει κάτι καλό για το νησί του, τιμώντας τη μνήμη του πατέρα του. Αναφερόταν πάντα με αγάπη και σεβασμό στον πατέρα του και μού ’λεγε: «Ήταν πολύ στοργικός πατέρας, πρώτα έδινε φαγητό στα παιδιά του κι αν περίσσευε, έτρωγε κι εκείνος».
Το 1984, όταν τυχαία βρήκα την διεύθυνση του Νίκου Κουρού, του έστειλα το περιοδικό «Karpathos». Δεν πέρασε πολύς καιρός και πήρα ένα πολύ συγκινητικό γράμμα που άρχιζε ως εξής: «Πήρα το «Karpathos» και με επανάφερε στην πραγματικότητα …». Ανταλλάξαμε δυο τρία γράμματα και, μετά από δυο τρεις επισκέψεις στο Long Island, δώρισε στο Παγκαρπαθιακό Ίδρυμα 50.000 δολάρια για να δίνεται κάθε χρόνο μια υποτροφία στην μνήμη του πατέρα του.
Στις 14 Δεκεμβρίου 1986, σε ειδική τελετή που οργάνωσε το Ίδρυμα στο Cedars Restaurant στο Elizabeth NJ απένειμε το Χρυσό Μετάλλιο του Ιδρύματος στο ζεύγος Κουρού και τους ανακήρυξε Μεγάλους Ευεργέτες. Στην τελετή παρευρέθηκε ο πρόξενος της Ελλάδας Γεώργιος Βέης, τα προεδρεία των Καρπαθιακών συλλόγων και περισσότεροι από 100 Καρπάθιοι. Προς τιμή του Νίκου και της Ολυμπίας Κουρού χόρεψε το χορευτικό συγκρότημα της ΚΕΝ και ακούστηκαν επίκαιρες μαντινάδες.
Karpathian Personalities in America
By Manolis Cassotis
We continue with the Karpathian Personalities in America. Nick Elias Kouros (1900-1989)
Nick Kouros, the son of Elias and Sophia Papafilippou, was born in Aperi on December 6, 1900. In the summer of 1917, he left for America. He passed through Rhodes and Piraeus and arrived in Naples, Italy, from where he would take Dante Alighieri for America. The ship was delayed and until it was time to set sail, Kouros slept on the floor in a warehouse and ate as much as his poor wallet allowed. After a month and a half, Dante Alighieri left and on December 3 Nick Kouros arrived in New York.
As soon as Nick Kouros and the other immigrants saw the Statue of Liberty, they gathered – to admire it – on one side of the ship and Dante Alighieri almost leaned over. From Alighieri they were taken to Ellis Island and after medical examinations and other formalities were sent to the opposite coast in New Jersey.
A Karpathian, who was traveling with Kouros, gave him 20 dollars. It was money that Elias Kouros had given him, with the request that he hand it over to his son when they disembarked. (The American government required each immigrant to carry at least 20 dollars, which was equivalent to four gold British pounds, so as not to become a burden to the state).
Of this he spent two dollars to buy a train ticket to Pittsburgh. Arriving there, he did not find his relative waiting for him, who had promised to go and meet him, because he got drunk and forgot it.
In the snow, not knowing the language, and after many adventures he arrived at New Kensington, where he found his relative asleep. He later asked him if he had money with him and Kouros showed him the 18 dollars. He took them from him, allegedly to buy him a ring to send to Kouros sister – he told him – and disappeared! He later learned that his relative was a fraud. “So” – he told me – “I found myself in America, without a sponsor, without knowing the language, without the little money I had and worst of all without a job.”
In the various factories of New Kensington, he looked for work but could find none. And while he was in despair, a Greek advised him to go and ask for a job at the Aluminum Co of America, but to go in the morning, to be first in line.
The next morning, he had been in front of the company’s office since dawn. The job they offered him was from 6 in the morning until 6 at night, six days a week. The pay was 15 cents an hour. Without thinking about it, he accepted the job. After 68 years, as he remembered the incident, he told me: “I was so happy that I didn’t sleep all night! I finally had a job! But I didn’t have anything else.” In the evenings he shined shoes in Pittsburgh. He worked at the factory for a year.
Wanting to improve his position, he learned to operate the film camera, took the exams and received the film operator’s diploma. So, as a mechanic, he was hired by a cinema in New Kensington, a job that was not laborious, while – compared to the wages in the factories – it was, financially, more satisfying. In New Kensington he worked for two years, then in Pittsburgh and Canonsburg, in various cinemas. In the summer of 1926, after nine years, he visited Karpathos for the first time.
After a while, he came to New York and got a job at Liggett’s, a liquor store on Broadway and 42nd Street. On August 1, 1937, a friend suggested that they go for a drive around Long Island in his car. When they reached Cutchogue, he was delighted with the scenery and the sea, it reminded him of Karpathos. He took two weeks off and went on vacation there.
When he remembered the incident – after 49 years – he told me: “August 2nd, 1937, was the luckiest day of my life. My trip to Long Island was the reason I met my wife!”
At that time there were no hotels in Cutchogue, and a family of Polish descent rented him a room to spend his vacation. One of the members of this family was Olympia Macwaejczyki. What a coincidence, really, to have a Greek name! On February 19, 1938, Nick and Olympia joined their lives.
Due to Nick’s work, the newly married couple settled in Queens, New York. During WWII there was a great demand for food, and Kouros bought a 20-acre farm in Suffolk, Long Island, where he grew potatoes. In 1946, Kouros settled in Cutchogue, where he opened a photography studio. Later the farm turned into building lots and gained great value.
In all this time, he never forgot his island, his compatriots and his roots. In 1972 he visits Karpathos, excited and moved by old memories. Emotions, that Kouros wanted to have a practical expression: before he passed away (so he said), he wanted to do something good for his island honoring the memory of his father. He always referred to his father with love and respect and told me: “He was a very loving father, first he gave food to his children and if there was any left over, he ate too.”
In 1984, when accidentally I found the address of Nick Kouros, I sent him the magazine “Karpathos”. It wasn’t long before I got a very moving letter that started like this: “I took ‘Karpathos’ and it brought me back to reality…”. We exchanged a couple of letters and, after a couple of visits to Long Island, he donated $50,000 to the Pan- Karpathian Foundation to endow a scholarship in his father’s memory each year.
On December 14, 1986, at a special ceremony organized by the Foundation at the Cedars Restaurant in Elizabeth NJ, the Foundation honored the Kouros with the Foundation’s Gold Medal and named them Major Benefactors. The ceremony was attended by the consul of Greece George Veis, the presidents of the Karpathian societies and more than 100 Karpathians. In honor of Nick and Olympia Kouros, the KEN dance group danced and many “mandinades” were heard.