Αν δεν υπήρχε ο Τζον Φορντ, το πιθανότερο οι κινηματογραφόφιλοι όλου του κόσμου θα είχαν χάσει το ένα τρίτο της απόλαυσής τους και πολλοί από τους μετέπειτα πραγματικά σπουδαίους σκηνοθέτες να είχαν μείνει στα μισά, να είχαν βασικές ελλείψεις στη δομή, το στήσιμο της κάμερας, το χτίσιμο των χαρακτήρων και κυρίως στην αφήγηση.
Ο επιδραστικότερος σκηνοθέτης, μαζί με τους Γκρίφιθ, Αϊζενστάιν, Τσάπλιν, Ρενουάρ και Βιτόριο ντε Σίκα, που κατέχει ακόμη το ρεκόρ των τεσσάρων Όσκαρ σκηνοθεσίας, επηρέασε τα μέγιστα μια σειρά από σημαντικότατους κινηματογραφιστές, από Κουροσάβα και Μπέργκμαν, μέχρι τον περίφημο Σατιατζίτ Ράι, ενώ για τον Όρσον Γουέλς υπήρξε ένας άτυπος δάσκαλος. Ο Γουέλς είχε πει ότι η μοναδική προετοιμασία που έκανε για να γυρίσει τον αριστουργηματικό «Πολίτη Κέιν» ήταν ότι είδε… σαράντα φορές την «Ταχυδρομική Άμαξα» του Φορντ. Το κλασικό γουέστερν, μπορεί να χαρακτηριστεί και ως το πρώτο βασικό μάθημα του κινηματογράφου. Όταν ρωτήθηκε ο Γουέλς ποιοι είναι οι τρεις αγαπημένοι του σκηνοθέτες εκείνος απάντησε αφοπλιστικά «ο Φορντ, ο Φορντ και ο Φορντ…».
Ο σημαντικότερος Αμερικανός σκηνοθέτης, με την αγριωπή φάτσα, «την έκανε» καλπάζοντας προς την αγαπημένη του έρημο, για την τελευταία του κατοικία, πριν πενήντα χρόνια (31 Αυγούστου 1973), αφήνοντας τον κινηματογράφο ορφανό, αλλά και με ένα έργο ασύγκριτο, ψυχωμένο, μεγαλοφυή. Ο Φορντ, με τον ατίθασο έως και ιδιότροπο, αλλά και ακέραιο, χαρακτήρα του, θα πέσει θύμα μίας αστείας προκατάληψης και θα χάσει το Όσκαρ σκηνοθεσίας για τέσσερα αριστουργηματικά γουέστερν, τα οποία γύρισε στην περίοδο της ακμής του.
Ιρλανδικό αίμα
Ο Τζον Φορντ γεννήθηκε την 1η Φεβρουαρίου του 1894 στο Μέιν, από γονείς Ιρλανδούς, που έφτασαν στις ΗΠΑ το 1872. Ο πατέρας του δούλεψε σε σκληρές δουλειές και προλαβαίνοντας τις άγριες εποχές του Φαρ Ουέστ, θα κάνει μέχρι και τον φύλακα σε σαλούν. Ο Φορντ, από παιδί θα βρεθεί στα κινηματογραφικά στούντιο και θα συμμετάσχει ως κομπάρσος στην περίφημη «Γέννηση Ενός Έθνους» του πρωτοπόρου Γκρίφιθ το 1915. Με το ιρλανδικό αίμα του να βράζει, θα κάνει όλες τις δουλειές που υπάρχουν σε ένα στούντιο, μέχρι να αρχίσει να γυρίζει τις πρώτες του ταινίες στα τέλη της δεκαετίας του 1910. Υπολογίζεται ότι γύρισε περί τις 60 ταινίες στην εποχή του βωβού κινηματογράφου, μέσα σε μία δεκαετία, απ’ τις οποίες ελάχιστες έχουν διασωθεί.
Αυτός αποφασίζει
Ουσιαστικά τη δεκαετία του ’30 θα αρχίσει να αποκτά ειδικό βάρος στο Χόλιγουντ, ενώ το 1935 θα κερδίσει και το πρώτο του Όσκαρ, στο δραματικό «Ο Καταδότης», με τον συμπατριώτη του και αγαπημένου του φίλο του Βίκτορ ΜακΛάγκλεν στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μία ταινία που θεωρείται ίσως η καλύτερη προπολεμικά.
Ο Φορντ, θα δείξει πολύ γρήγορα την αξία του, το ταλέντο του, το μοναδικό χάρισμα που είχε στο στήσιμο των πλάνων του. Σπανίως κουνούσε την κινηματογραφική μηχανή, θα γράψει ιστορία για τα γενικά και μεσαία πλάνα του, το καδράρισμά του, τις ανθρώπινες φιγούρες σε σχέση με τα τοπία της φύσης, ενώ όταν αποφάσισε να τοποθετήσει την κάμερα σε ράγες, αλλάζοντας ταχύτητα στα γουέστερν του, έδωσε τη δική του απάντηση στο τι σημαίνει κινηματογραφικός ρυθμός. Στα γυρίσματά του εμπιστευόταν απολύτως το ένστικτό του και δεν έκανε προσχεδιασμό ή πολλά γυρίσματα σκηνών, εξασφαλίζοντας οικονομία στους παραγωγούς, και το κυριότερο, οι ταινίες του δεν επιδέχονταν αλλαγές. Το τελικό μοντάζ το έκανε μόνο αυτός.
Ακέραιος
Ταυτόχρονα, όμως, ήταν και φοβερά ιδιόρρυθμος. Σκληρός, καβγατζής, επιβλητικός, προληπτικός, πότης, φανατικός καπνιστής, γυναικάς και ταυτόχρονα ιδιαίτερα ευαίσθητος. Όταν άκουγε κάποιον να βωμολοχεί και ειδικά μπροστά σε γυναίκα, τον πέταγε αμέσως έξω από τα πλατό. Υπήρξε ακέραιος χαρακτήρας, πιστεύοντας στην ανδρική φιλία και σε αρχές, όπως στην πίστη στον άνθρωπο -ειδικά στον μοναχικό- και ταυτόχρονα υπέρμαχος της κοινότητας. Ανέδειξε τον σεβασμό στη φύση, τη συντροφικότητα, το μεγαλείο της θυσίας. Πίστευε στη χριστιανική ηθική και όχι στην υποκριτική ηθικολογία, απεχθανόταν τους παραδόπιστους και τη νέα θρησκεία του «χρήματος», που είδε να αναπτύσσεται στην εποχή της ακμής του. Ειδικά, έπειτα από το μεγάλο «κραχ», έβρισκε πάντα την ευκαιρία να στηλιτεύσει με δριμύτητα την ιδεολογία του πλουτισμού, την εκμετάλλευση του ανθρώπου, τον αμοραλισμό, την αρπαγή των φυσικών πόρων, το αμερικάνικο μοντέλο «ανάπτυξης».
«…και κάνω γουέστερν»
Χωρίς να ανήκει στην Αριστερά, στάθηκε πάντα απέναντι στους υπερσυντηρητικούς κύκλους και το κατεστημένο τής κινηματογραφικής βιομηχανίας, ενώ σήκωσε το ανάστημά του και απέναντι στον πανίσχυρο τότε Μακαρθισμό. Χαρακτηριστικό της στάσης αυτής, όταν έστειλε στον αγύριστο την κυρίαρχη αντικομουνιστική υστερία και την ανθρωποφαγία της εποχής, συμπαραστεκόμενος στον χαρακτηρισμένο «φιλοκομουνιστή» Τζόζεφ Μάνκιεβιτς. Ήταν τη δεκαετία του ’50 και σε κάποια συνεδρίαση του Σωματείου Αμερικάνων Σκηνοθετών, όταν βαρέθηκε το παραλήρημα του ακροδεξιού Σεσίλ Ντε Μιλ και είπε από το βάθος της αίθουσας: «Είμαι ο Τζον Φορντ και κάνω γουέστερν. Σεσίλ άκουσα προσεκτικά ότι είπες και δεν μου άρεσε καθόλου. Κάτσε κάτω τώρα, να ψηφίσουμε τον Μάνκιεβιτς και να πάμε στα σπίτια μας». Έτσι κι έγινε.
Τζον Γουέιν
Και αυτό παρότι ήταν αγαπητός φίλος με έναν άλλο περιβόητο αντικομουνιστή, τον Τζον Γουέιν, τον οποίο κατέστησε θρύλο, μαθαίνοντάς του τι σημαίνει υποκριτική, από την πρώτη τους συνεργασία, στην «Ταχυδρομική Άμαξα». Θα γυρίσουν μαζί πολλές σπουδαίες ταινίες και θα κάνουν παρέα, απολαμβάνοντας το δειλινό στο Γκραν Κάνιον, πίνοντας το ποτό τους. Προφανώς δεν μιλούσαν πολιτικά και όπως φαίνεται και συνομολογούν και πολλοί που ήξεραν από πρώτο χέρι τον «Δούκα», όταν δεν έμπαινε η πολιτική στη μέση, ήταν ένας υπέροχος τύπος.
Τα Όσκαρ
Ο Φορντ θα κερδίσει τέσσερα Όσκαρ σκηνοθεσίας. Εκτός από τον προπολεμικό «Καταδότη», θα τιμηθεί με το χρυσό αγαλματίδιο, έχοντας πολλές φορές απέναντί του άλλα θηρία της σκηνοθεσίας, για τις ταινίες: «Τα Σταφύλια της Οργής» (1940), ένα δράμα για το οικονομικό «κραχ», που είναι επίκαιρο όσο ποτέ, με τον Χένρι Φόντα, το επικό κοινωνικό δράμα για την εργατική τάξη «Η Κοιλάδα της Κατάρας» (1941), με τους Γουόλτερ Πίτζεον και Μορίν Ο’Χάρα και το λυρικό δράμα «Ένας Ήσυχος Άνθρωπος», μια νοσταλγική ρομαντική ταινία για την πατρίδα του Φορντ, με Γουέιν, σε έναν διαφορετικό ρόλο και πάλι την Μορίν.
Ο Φορντ, γύρισε πάνω από 140 ταινίες. Εκτός από τα αριστουργήματά του, γύρισε δεκάδες εξαιρετικές ταινίες, αλλά ακόμη και οι πιο αδιάφορες, έχουν την αξία τους, βλέπονται με ευχαρίστηση. Ωστόσο, υπάρχουν και τέσσερα γουέστερν, πραγματικά κινηματογραφικά διαμάντια, που θα έπρεπε κανονικά να κερδίσουν το Όσκαρ με «κάτω τα χέρια», αλλά δεν βραβεύτηκαν γιατί τις εποχές εκείνες η Αμερικάνικη Ακαδημία Κινηματογράφου, είχε την προκατάληψη ότι το γουέστερν δεν ανήκει στο σοβαρό σινεμά!
Η κάθε μία απ’ αυτές τις τέσσερις ταινίες αποτελούν ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο παγκόσμιο σινεμά. Συνοπτικά:
Βίβλος
«Η Ταχυδρομική Άμαξα» (1939), αποτελεί τη Βίβλο του γουέστερν, ένα σπέσιαλ μάθημα κινηματογράφου, μνημείο κλασικής αφήγησης και λιτότητας, ρυθμού, υποδειγματικού μοντάζ και απίστευτων πλάνων, με τον Φορντ να συνθέτει μια εκπληκτική πινακοθήκη χαρακτήρων, να καυτηριάζει τον πουριτανισμό, την υποκρισία των «νοικοκυραίων» και να επιτίθεται με δριμύτητα στο κεφάλαιο. Και βεβαίως να καταστήσει τον Τζον Γουέιν θρύλο.
Γυναίκες
Αν και «αντρικές» οι ταινίες του Φορντ, πάντα η γυναίκα είχε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των ηρώων του. Με την «Αγαπημένη μου Κλημεντίνη» (1946) θα πάει ένα βήμα παραπέρα, καθώς μεταμορφώνει τον Γουάιατ Έρπ σε ερωτευμένο μαθητούδι. Γιατί μπορεί να ήξερε από όπλα, να μη δείλιαζε πουθενά, να ήταν επιθετικός και ηγετικός, αλλά μπροστά στην αγάπη είναι έτοιμος να παραδοθεί άνευ όρων. Εικόνες που φέρνουν δάκρια στα μάτια από το μεγαλείο τους και ένας μοναδικός Χένρι Φόντα.
Αυταπάρνηση
Το 1962 θα γυρίσει το αριστουργηματικό «Ο Άνθρωπος που Σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς», ενώνοντας μοναδικά τον Τζίμι Στιούαρτ με τον Τζον Γουέιν. Τον ευγενικό, πράο, ιδεολόγο ήρωα, με τον σκληροτράχηλο, άξεστο, έτοιμο για καβγά και δυνατό πιστολά. Τους ενώνει η αυταπάρνηση, που θα κάνει καλύτερο τον κόσμο, αλλά και ο ευγενικός έρωτας προς την περήφανη Βέρα Μάιλς.
Αυτοκριτική
Και βεβαίως δεν μπορεί να λείπει το απόλυτο αριστούργημα «Η Αιχμάλωτος της Ερήμου» (1956), με το οποίο κάνει και την αυτοκριτική του για το ζήτημα των Ινδιάνων, τους οποίους σχεδόν πάντα τους αντιμετώπιζε με σεβασμό, αλλά αρκετές φορές τους χρησιμοποίησε απλώς ως απειλή για τους ήρωές του. Ο εκπληκτικός Τζον Γουέιν εδώ, είναι ένας αμφιλεγόμενος ή αρνητικός ήρωας, ως αποτέλεσμα των στερεότυπων με τα οποία μεγάλωσε. Το μίσος του για τους Ινδιάνους θα τον φέρει κοντά στην παράνοια. Από τις ταινίες που θέλεις να βλέπεις κάθε βδομάδα για μια ζωή και με το αθάνατο φινάλε, όταν ο Γουέιν, που έχει καταλάβει το λάθος του, συνειδητοποιεί ότι ανήκει σε μία γενιά που πρέπει να φύγει από το προσκήνιο, εγκαταλείπει το σπίτι της καλοσυνάτης οικογένειας, βγαίνει από τη σκοτεινή πόρτα στο αστραφτερό φως και κατευθύνεται προς την έρημο.
Εκεί που ανήκει και η ψυχή του Τζον Φορντ.
Πηγή: ΑΠΕ – Χ. Αναγνωστάκης