
Όλοι οι Ιταλοί πολιτικοί υπάλληλοι που υπηρέτησαν στην Κάρπαθο στο διάστημα της Ιταλοκρατίας, δεν έδειξαν την ίδια συμπεριφορά έναντι των κατοίκων του νησιού, και ήταν επόμενο, αφού πολλοί λειτούργησαν κατά τις επιταγές του φασιστικού κόμματος στο οποίο ανήκαν και άλλοι σύμφωνα με τις ανθρωπιστικές τους αξίες. Από το ήθος και την συμπεριφορά που έδειξαν, διαμορφώθηκε η εικόνα της προσωπικότητάς του καθενός, που χαράχτηκε στη συνείδηση των Καρπαθίων και παρέμεινε στη μνήμη τους για χρόνια.
Ιδιαίτερα θετική εικόνα άφησαν οι περισσότεροι που υπηρέτησαν στην Carabinieria (Αστυνομία) και ασχολούνταν με καθαρώς αστυνομικά καθήκοντα. Παράλληλα με την Carabinieria υπήρχε η Finanza (Οικονομική Αστυνομία) και η Servizio Informazioni Militare (Υπηρεσία Στρατιωτικών Πληροφοριών) που ασχολούταν και με αστυνομικά καθήκοντα, αλλά με διαφορετική συμπεριφορά.
Η έδρα της Carabinieria βρισκόταν στα Πηγάδια με διοικητή τον εκάστοτε Maresciallo. Εκτός από τα Πηγάδια, αστυνομικοί σταθμοί υπήρχαν στο Απέρι, Φοινίκι, Μεσοχώρι και Όλυμπο υπό την διεύθυνση Brigadiere (υπαξιωματικού). Ακολουθεί η περιγραφή των τελευταίων τριών Maresciallo που υπηρέτησαν στην Κάρπαθο.

Alessandro Cavallaro
Μετά την επικράτηση του Μουσολίνι στην Ιταλία, ο Alessandro Cavallaro ζήτησε μετάθεση στα Δωδεκάνησα. Ως αξιωματικός καριέρας στο σώμα των Carabinieri ήταν δύσκολο να συμβιβαστεί με τις μεθόδους του Φασισμού. Ο Cavallaro καταγόταν από την Νότιο Ιταλία όπου είχε τις ρίζες της η “Μεγάλη Ελλάδα”, και αργότερα τον 15ο αιώνα, μετά την επικράτηση των Οθωμανών, πολλοί Έλληνες από την Ήπειρο, για να αποφύγουν τον εξισλαμισμό μετανάστευσαν στην Νότιο Ιταλία. Αυτά μαρτυρούν το όνομά του Αλέξανδρος και το όνομα του χωριού του San Nicola. Ο Cavallaro έφτασε στην Κάρπαθο το 1932 και υπηρέτησε μέχρι το 1940.
Το 1936 επέστρεψε με άδεια στην Ιταλία, όπου παντρεύτηκε. Τον επόμενο χρόνο η γυναίκα του έμεινε έγκυος και τον Φεβρουάριο του 1938 γέννησε τον Giuseppe, ένα υγιέστατο αγοράκι. Όμως, η ίδια πέθανε στη γέννα. Πληγωμένος, ο Cavallaro γύρισε στην Κάρπαθο και δυο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την Καρπαθιά Σοφία Κουμούτσου. Από το γάμο τους απέκτησαν δυο γιους, τον Άγγελο, παγκοσμίου φήμης διευθυντή ορχήστρας, και τον Κωνσταντίνο, γνωστό δικηγόρο και αντιδήμαρχο της Pisa.
O Cavallaro, ως Maresciallo, φέρθηκε στους Καρπάθιους με ανθρωπιά και πολλές φορές διακινδύνευσε τη θέση του για να τους βοηθήσει: Κατόπιν καταγγελίας του Διοικητή Roberto Antico, ο πατέρας μου κρατείτο φυλακή στο υπόγειο της Αστυνομίας. O Cavallaro εκτιμώντας το έντιμο του χαρακτήρα του, την οικογενειακή του κατάσταση και το άδικο της καταγγελίας, του κρατούσε συντροφιά και του πρόσφερε τσιγάρα και τα βράδια τον άφηνε να κοιμάται στο σπίτι του. Του υπενθύμιζε όμως: “Giorgio πρόσεχε. Μη ξεχαστείς. Στις πέντε, πριν ξημερώσει θα είσαι πάλι μέσα, αλλιώς και συ δεν πρόκειται να ξαναβγείς κι εμένα θα μου πάρουν το κεφάλι”.

Οι Καρπάθιοι ποτέ δεν ξέχασαν τη συμπεριφορά του Cavallaro. Όταν το 1951, για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο, επισκέφθηκε το νησί, οι Καρπάθιοι πήγαν στο λιμάνι να τον υποδεχθούν με ανθοδέσμες και κανίσια. Ο διοικητής της Χωροφυλακής παραξενεύτηκε και προβληματίστηκε με την συμπεριφορά των Καρπαθίων. Όταν όμως ενημερώθηκε για το ήθος και την συμπεριφορά του Cavallaro έναντι των Καρπαθίων, ο ίδιος έδωσε δεξίωση προς τιμή του. Ο Μητροπολίτης Απόστολος τον δεξιώθηκε κι αυτός στην Μητρόπολη. Τον Νοέμβριο του 1971, ο Cavallaro πέθανε στη Pisa. Όταν το μήνυμα του θανάτου του έφτασε στην Κάρπαθο, οι καμπάνες της Παναγίας στα Πηγάδια και στις Μενετές κτυπούσαν πένθιμα.
Μετά το θάνατο του Cavallaro, η γυναίκα του, τα παιδιά του, εκτός του Giuseppe, και τα εγγόνια του έρχονταν τακτικά στην Κάρπαθο. Ο Giuseppe, όπως και οι άλλοι γιοί του Cavallaro, προόδευσε στη ζωή του. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός, σταδιοδρόμησε επαγγελματικά και κοινωνικά και οι συμπολίτες του τον εξέλεξαν δήμαρχο της πόλης Sossano. Όμως, πάντα μέσα του υπήρχε μια επιθυμία και ένα τάμα: “Να επισκεφθεί την Κάρπαθο, το νησί στο οποίο υπηρέτησε και αγάπησε ο πατέρας του”.
Το καλοκαίρι του 2004 ο Giuseppe εκπλήρωσε το τάμα που έκαμε στον πατέρα του: μαζί με τη γυναίκα του επισκέφθηκε την Κάρπαθο (τα παιδιά του Giuseppe, μαζί με τα ξαδέλφια τους επισκέπτονταν το νησί κάθε χρόνο). Για τον Giuseppe το ταξίδι ήταν ένα προσκύνημα που του επεφύλασσε συγκινήσεις. Βρήκε ανθρώπους που θυμούνταν τον πατέρα του, τον κάλεσαν στο σπίτι τους και του μιλούσαν με τα λίγα Ιταλικά που δεν ξέχασαν. Συχνά συναντούσε στο δρόμο τα παιδιά και τα εγγόνια ανθρώπων που ευεργέτησε ο πατέρας του. Τον σταματούσαν και τον ευχαριστούσαν.

Σούρουπο! Ένας μεσόκοπος άνδρας σεργιανίζει στο προαύλιο της Ιταλικής αστυνομίας. Κάποια στιγμή σταματά μπροστά στην πόρτα του γραφείου του Maresciallo: “Πατέρα … ήρθα να γνωρίσω τον τόπο που υπηρέτησες και αγάπησες. Αναπνέω τον αέρα που κάποτε ανέπνεες”, ψιθυρίζει δακρυσμένος ο Giuseppe.
Attilio Moreni
Τον Cavallaro διαδέχθηκε ο Maresciallo Attilio Moreni, που είχε καλές σχέσεις με τους Καρπάθιους και συνέστησε σε ορισμένους να είναι επιφυλακτικοί στις κουβέντες τους, γιατί ο «Σατράπης» Διοικητής της Καρπάθου Antico έβαλε σπιούνους να τους παρακολουθούν.
Στη γειτονιά μας κοντά στα Διοικητήρια έμεναν οι Ηλίας Ορφανός, Γιώργος Κασσώτης, Αριστείδης Ματσάκης και Μιχάλης Αντιμησιάρης, που δεν είχαν γράψει τα παιδιά τους Balilla. Ήταν καλοκαίρι και κάθε βράδυ με τις οικογένειες τους αποσπέριζαν στου Αντιμησιάρη την αυλή. Ο Antico έδωσε σ’ ένα σπιούνο ένα ζευγάρι λαστιχένια παπούτσια για να μη ακούγονται τα βήματα του και δυο κιλά αλεύρι για πληρωμή, και τον έστελνε κάθε βράδυ να παρακα(θ)ΐζει στο πίσω μέρος της αυλής του Αντιμησιάρη για να ακούει εάν και τι έλεγαν εναντίον της Ιταλίας. Το έμαθε ο Moreni και τους συνέστησε να είναι προσεκτικοί.
Ο Moreni με την γυναίκα του και τις δυο του κόρες έμεναν στο σπίτι του Τρεμπέλα, εκεί που αργότερα κτίστηκε το Sunrise Hotel. H Christucha ήταν στη δική μου ηλικία και η Mariuccia μερικά χρόνια μεγαλύτερη. Αρκετά παιδιά της γειτονιάς έπαιζαν μαζί τους στον ευρύχωρο κήπο που διέθετε το σπίτι που έμεναν. Η Mariuccia πηγαίνοντας στο σχολείο, μαζί με την αδελφή της που πήγαινε στο Asilo (νηπιαγωγείο), περνούσε μπροστά από το σπίτι μας και δυο τρία παιδιά της γειτονιάς την περιμέναμε για να πάμε μαζί της.

Πέρασαν τα χρόνια η Mariuccia σπούδασε φαρμακοποιός και εγκαταστάθηκε στο Loano ένα προάστειο της Geneva όπου άνοιξε φαρμακείο. Ένα καλοκαίρι γύρω στο 1990, επισκέφθηκε την Κάρπαθο. Πήγε στο σπίτι που μεγάλωσε, αλλά αυτό δεν υπήρχε πια. Τα σπίτια, η γειτονιά και οι άνθρωποι είχαν όλα αλλάξει. Αναζήτησε τις συμμαθήτριες της, βρήκε μερικές και μερικά από τα παιδιά της γειτονιάς, γιατί πολλά είχαν ξενιτευτεί.
Όταν της τηλεφώνησα η χαρά της ήταν απερίγραπτη και ήθελε να μάθει για τα παιδιά των παιδικών της αναμνήσεων. “Χωριό μου”, αποκαλούσε τα Πηγάδια και μου περιέγραφε, πως με τα άλλα παιδιά πήγαινε στα Βρουλίδια και ψάρευε κεφάλους με την τσανάκα.
Enrico Penna
Ο Enrico Penna ήταν ο τελευταίος Maresciallo που υπηρέτησε στην Κάρπαθο, και όπως οι δυο προηγούμενοι φέρθηκε με ανθρωπισμό στους Καρπάθιους. Ενώ, στην αναφορά του προς τον συνταγματάρχη Francesco Imbriani, δείχνει την απογοήτευση του για ορισμένους Ιταλούς αξιωματικούς που δεν είχαν το κουράγιο να αντισταθούν στους Γερμανούς:

« … αμέσως μετά την απώλεια της Σικελίας και την απόβαση των Αγγλο-Αμερικανών στην Ιταλική χερσόνησο, μεταξύ της πλειοψηφίας των αξιωματικών, είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι ο πόλεμος είχε χαθεί και ήταν ανώφελη η συνέχισή του… Οι λόγοι που επικαλούνταν για να υποστηρίξουν την άποψη τους, ήταν διαφορετικοί … στην πραγματικότητα, ήταν προσχηματικοί και έδειχναν την έλλειψη βούλησης να πολεμήσουν».
Μετά την άφιξη των Γερμανών στην Κάρπαθο, Ο Penna συμμετείχε στην κατασκοπευτική αλυσίδα Imbriani, Penna, Λογοθέτη Διακίδη, Χριστόφορο Σακελλαρίδη, Γιαννακά (Ιωάννη Οικονομίδη), που μετέφερε πληροφορίες από την δασκάλα Maria Teresa στο Συμμαχικό κατασκοπευτικό κλιμάκιο.
Επίσης, μετά την αποχώρηση των Γερμανών, ο Penna υπήρξε μεταξύ των Ιταλών αξιωματούχων που διαπραγματεύθηκαν με την Καρπαθιακή Επαναστατική Επιτροπή, στην οποία παρέδωσαν την Κάρπαθο και Κάσο. Αργότερα, σε επιστολή του προς τον Cavallaro, αναφερόμενος στα γεγονότα της 5ης Οκτωβρίου 1944, εκφράζει την πικρία του για τον αφοπλισμό του από νεαρό επαναστάτη, με την ανοχή ανθρώπων που ο ίδιος βοήθησε.
Όταν ο Penna υπηρετούσε στην Κάρπαθο ερωτεύθηκε την Clara (Χαρίκλεια), αλλά ο πατέρας της δεν έδινε την συγκατάθεση του, επειδή ήταν Ιταλός. Ο Penna δεν μπόρεσε να συνέλθει από την απογοήτευση του και δεν παντρεύτηκε ποτέ. Μετά την επιστροφή του στην Ιταλία, υιοθέτησε μια ανεψιά του την οποία ονόμασε Clarita, για να θυμάται την Clara.
Italian Marescialli in Karpathos, during the Italian occupation
By Manolis Cassotis
All the Italian civil servants who served in Karpathos during the Italian administration did not show the same behavior towards the island’s inhabitants, and it was natural, since many operated according to the dictates of the fascist party to which they belonged and others according to the values of humanism. From the ethos and behavior, they showed, the image of each’s personality was formed, which was engraved in the consciousness of the Karpathians and remained in their memory for years.
A particularly positive image was left by most of those who served in Carabinieria (Police) and were engaged in their purely police duties. Alongside the Carabinieria was the Finanza (Financial Police) and the Servizio Informazioni Militare (Military Intelligence Service) which were also involved in police matters, but with a different purpose and attitude.
The headquarters of the Carabinieria were in Pigadia, commanded by a Maresciallo. In addition to Pigadia, there were police stations in Aperi, Finiki, Mesochori and Olympos under the direction of a Brigadiere (non-commissioned officer). The following is a description of the last three Maresciallo who served in Karpathos.
Alessandro Cavallaro
After Mussolini’s rise to power in Italy, Alessandro Cavallaro requested to be transfer to the Dodecanese. As a career officer in Carabinieria, it was difficult to reconcile himself with the methods of Fascism. Cavallaro came from Southern Italy where “Magna Grecia” had its roots, and later in the 15th century, after the Ottomans had taken over, many Greeks from Epirus migrated to Southern Italy, to avoid Islamization. These facts are supported by his name, Alexander, and the name of his village, San Nicola. Cavallaro arrived in Karpathos in 1932 and served as Maresciallo until 1940.
In 1936 he returned to Italy on leave, where he married. The following year his wife became pregnant and in February 1938 she gave birth to Giuseppe, a perfectly healthy baby boy. However, she died in childbirth. Wounded, Cavallaro returned to Karpathos and two years later married the Karpathian Sofia Koumoutsou. From their marriage they had two sons, Angelo, a world-renowned orchestra conductor, and Konstantine, a well-known lawyer and deputy mayor of Pisa.
Cavallaro treated the Karpathians with humanity and often risked his position to help them: Following a complaint from Administrator Roberto Antico, my father was being held in prison in the basement of the Police station. Cavallaro, appreciating his honest character, his family situation and the injustice, kept him company and offered him cigarettes and in the evenings let him sleep in his house. However, he would remind him: “Giorgio, be careful. Don’t forget. At five o’clock, before dawn, you will be back, otherwise you will not be able to come out again and they will take my head”.
The Karpathians never forgot Cavallaro’s behavior. When, in 1951, for the first time after the war, he visited the island, the Karpathians went to port to welcome him with bouquets and sweets. The police Commander of the Gendarmerie was surprised and concerned about the behavior of the Karpathians. However, when he was informed about his morals and behavior towards the Karpathians, he gave a reception in his honor. Metropolitan Apostolos also received him at Metropolis. In November 1971, Cavallaro died in Pisa. When the news of his death reached Karpathos, the bells of the Holy Mother in Pigadia and Menetes were ringing mournfully.
After Cavallaro’s death, his wife, his children, except Giuseppe, and his grandchildren came regularly to Karpathos. Giuseppe, like Cavallaro’s other sons, progressed in life. He studied civil engineering, made a career professionally and socially, and his fellow citizens elected him mayor of the city of Sossano. However, there was always a desire and a vow within him: “To visit Karpathos, the island where his father served and loved”.
In the summer of 2004, Giuseppe fulfilled the vow he had made to his father: he and his wife visited Karpathos (Giuseppe’s children, along with their cousins, visited the island every year). For Giuseppe, the trip was a pilgrimage that brought him emotions. He found people who remembered his father, invited him to their homes and spoke to him in the little Italian they had not forgotten. He often met on the street the children and grandchildren of people his father had helped. They stopped him and thanked him.
Dusk! A middle-aged man strolls through the courtyard of the Italian old police station. At one point he stops in front of the door of Maresciallo’s office: “Father … I came to get to know the place you served and loved. I breathe the air you once breathed,” Giuseppe whispers tearfully.
Attilio Moreni
Cavallaro was succeeded by Maresciallo Attilio Moreni, who had good relations with the Karpathians and advised them to be cautious in their conversations, because the “Satrap” Governor of Karpathos Antico had spies watching them.
In our neighborhood near the Commanding Officers building lived Elias Orfanos, George Cassotis, Aristides Matsakis and Michael Antimisiaris, who had not registered their children Balilla. It was summer and every night with their families they kept company in Antimisiaris’s yard. Antico gave a spy a pair of rubber shoes so that his footsteps would not be heard and two kilos of flour as payment and sent him every night to sit in the back of Antimisiaris’ yard to listen to what they were saying against Italy. Moreni found out about it and advised them to be careful.
Moreni, his wife and two daughters lived in Trembella’s house, where the Sunrise Hotel was later built. Christucha was my age and Mariuccia a few years older. Several children from the neighborhood played with them in the spacious garden of the house. Mariuccia, going to school, along with her sister who went to Asilo (kindergarten), would pass in front of our house and two or three children from the neighborhood would wait for her so that we could go with her.
Years passed, Mariuccia studied pharmacy and settled in Loano, a suburb of Geneva, where she opened a pharmacy. One summer around 1990, she visited Karpathos. She went to the house where she grew up, but it no longer existed. The houses, the neighborhood, and the people had all changed. She looked for her classmates, she found few of the neighborhood children, because many had emigrated.
When I called her, her joy was indescribable, she wanted to know about the children of her childhood memories. She called Pigadia her “village” and described to me how she used to go to Vroulidia with the other children and fish for mullet.
Enrico Penna
Enrico Penna was the last Maresciallo to serve in Karpathos, and like the two previous he treated the Karpathians with humanity. Also, in his report to Colonel Francesco Imbriani he shows his disappointment with some Italians officers who did not have the courage to resist the Germans:
“… immediately after the loss of Sicily and the landing of the Anglo-Americans on the Italian peninsula, among the majority of officers, the conviction had been created that the war was lost and that its continuation was futile… The reasons they invoked to support their view were different… in reality, they were pretentious and showed a lack of will to fight.”
After the arrival of the Germans in Karpathos, Penna participated in the spy chain consisting of Imbriani, Penna, Logothetis Diakides, Christoforos Sakellaridis, Giannakas (John Economides), which transmitted information from the teacher Maria Teresa to the Allied spy cell.
Also, after the Germans withdrew, Penna was among the Italian officials who negotiated with the Karpathian Revolutionary Committee, to which they handed over Karpathos and Kasos. Later, in a letter to Cavallaro, referring to the events of October 5, 1944, he expresses his bitterness for his disarmament by a young revolutionary, with the tolerance of people he himself helped.
While serving in Karpathos, Penna fell in love with Clara (Hariklia), but her father did not give his consent because he was Italian. Penna could not recover from his disappointment and never married. After his return to Italy, he adopted a niece whom he named Clarita, in memory of Clara.