Του απεσταλμένου μας Δημήτρη Τσάκα
ΛΕΥΚΩΣΙΑ. Ιστορική και πλούσια σε συγκινήσεις ήταν η εκδήλωση για την 50ή επέτειο της εισβολής και κατοχής που διοργανώθηκε το βράδυ του Σαββάτου, 20ής Ιουλίου 2024 στο Προεδρικό Μέγαρο.
Ήταν ιστορική, καθώς για πρώτη φορά στην ιστορία συμμετείχε ανήμερα της επετείου ο Ελληνας Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης πλαισιωμένος από μέλη της κυβέρνησης και αντιπροσωπείας της Βουλής των Ελλήνων οι οποίοι με την παρουσία τους στις δύο λέξεις που κυριάρχησαν για μισό αιώνα «Δεν Ξεχνώ» πρόσθεσαν και άλλες τρεις λέξεις «Ενωνόμαστε, Επιμένουμε, Αγωνιζόμαστε», με σχέδιο και συνεργασία, μέχρι την τελική δικαίωση.
Ηταν ιστορική και για δύο άλλους εξίσου σημαντικούς λόγους. Ο πρώτος σχετίζονταν με το γεγονός ότι ήταν η πρώτη επέτειος της προεδρίας του Νίκου Χριστοδουλίδη και με την υποδοχή που επεφύλαξε στον κ. Μητσοτάκη και με την ομιλία του στην εκδήλωση ήρθε να υπενθυμίσει και να διαλαλήσει στον απανταχού ελληνισμό ότι Ελλάδα και Κύπρος σήμερα περισσότερο από ποτέ ξεκινούν έναν νέο αγώνα για την απελευθέρωση και επανένωση της Κύπρου.
Ήταν ιστορική διότι παρέστη πολυμελής αντιπροσωπεία της AHEPA με επικεφαλής τον ύπατο πρόεδρο Σάββα Τσίβικο, η οποία με την παρουσία της ήρθε να υπενθυμίσει ότι η ομογένεια της Αμερικής και ο απανταχού Ελληνισμός είναι ενωμένη και θα προσφέρει την δική της συμβολή στην νέα προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού.
Η εκδήλωση ήταν ανοικτή για το κοινό και στον κήπο του Προεδρικού δεν έπεφτε καρφίτσα. Οι συγκινήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη και οι χίλιοι περίπου Κύπριοι και ομογενείς για δύο περίπου ώρες παρακολούθησαν την εκδήλωση λες και είχαν πιει το αμίλητο νερό.
Την προσοχή όλων προσέλκυσε μια ηλικιωμένη μάνα η οποία αντί κοσμημάτων έφερε την ταμπέλα με την αιματοβαμμένη σημαία της Κύπρου και με τις δύο λέξεις «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ» που αποτέλεσαν για μισό αιώνα το μοτίβο του αγώνα των Κυπρίων και του απανταχού Ελληνισμού για την επίλυση του Κυπριακού.
Ομιλία Κυριάκου Μητσοτάκη
Στην ομιλία του ο Πρωθυπουργός ανέφερε:
«Μακαριότατε, φίλε Πρόεδρε της Κυπριακής Δημοκρατίας, αγαπητέ μου Νίκο, κυρίες και κύριοι Υπουργοί και Βουλευτές, συμπατριώτες και αδερφοί μου της Κύπρου,
Είμαι σήμερα εδώ, βαθιά συγκινημένος, εκπροσωπώντας κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνα απανταχού της γης, για να επαναλάβω ενώπιόν σας δύο λέξεις που έχουν σφραγίσει τις ζωές μας: «Δεν ξεχνώ».
Αλλά και για να προσθέσω σε αυτές τρεις ακόμα: Ενωνόμαστε, επιμένουμε, αγωνιζόμαστε, με σχέδιο και συνεργασία, μέχρι την τελική δικαίωση.
Κυρίως, όμως, με ακλόνητη πίστη μέσα μας, γιατί είναι περίεργο πράγμα η καρδιά, όπως μας δίδαξε ο ποιητής Κώστας Μόντης. Όσο τη σπαταλάς, τόσο περισσότερη έχεις.
Έχοντας όπλο, λοιπόν, αυτή την περήφανη καρδιά και με οδηγό την ωριμότητα του χρόνου, συναντάμε τα 50 χρόνια εισβολής και κατοχής. Σε μία συγκυρία η οποία μας καλεί να μετρήσουμε τα βήματα που κάναμε μπροστά, ζυγίζοντας, ωστόσο, και τις στιγμές που μας κράτησαν πίσω, ώστε τα διδάγματα του χθες να γίνουν προτάγματα του σήμερα.
Σε μία μέρα όχι μόνο οδύνης γι΄ αυτούς που χάθηκαν και τιμής γι΄ αυτούς που έπεσαν, όσο σε μία αφετηρία νέας ορμής για τις εθνικές μας διεκδικήσεις.
Γυρίζουμε με περίσκεψη αλλά και με το βάρος του εθνικού αναστοχασμού σε εκείνες τις στιγμές που τόσο ακριβά πλήρωσαν η Ελλάδα και η Κύπρος, η Κύπρος και η Ελλάδα: στους επίορκους πραξικοπηματίες της χούντας, που άνοιξαν το δρόμο για το μεγάλο δράμα.
Όμως, ταυτόχρονα κοιτάμε μπροστά, αντλώντας δυνάμεις από την οδυνηρή εμπειρία που μεσολάβησε, ώστε τα λάθη να μην επαναλαμβάνονται και οι σκοτεινές ώρες να μην σκεπάζουν τις κατακτήσεις που ακολούθησαν.
Γιατί, ας μην ξεχνάμε, ότι στον μισό αιώνα που πέρασε αυτό το νησί στην άκρη της Μεσογείου έγινε μια σύγχρονη δημοκρατία, στάθηκε όρθιο απέναντι στις ολέθριες συνέπειες του «Αττίλα». Έχοντας στο πλευρό της την Αθήνα, η Λευκωσία διατήρησε ζωντανό εδώ και σχεδόν τρεις γενιές το αίτημα της επανένωσης της χώρας.
Στο μεταξύ, η Κύπρος, με τη βοήθεια της Ελλάδας, έγινε μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας, με την οικονομία της να αναπτύσσεται συνεχώς, ξεπερνώντας πολλαπλές κρίσεις, βελτιώνοντας την καθημερινότητα της κοινωνίας της.
Η πληγή, ωστόσο, εξακολουθεί να αιμορραγεί. Ο βορράς του τόπου μένει αιχμάλωτος της κατοχής. Η γη της Αφροδίτης παραμένει διχοτομημένη. Υπάρχουν ακόμα αγνοούμενοι και πρόσφυγες. Ενώ εδώ κοντά συνεχίζει να προκαλεί το μόνο τείχος του καιρού μας, το οποίο διχοτομεί μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα.
Πρόκειται για μια φωτογραφία ενοχής αυτών που το προκάλεσαν, ταυτόχρονα, όμως, και μια απόδειξη ανοχής όσων επιτρέπουν να διατηρείται ακόμα. Είναι μια ανοχή που δεν πρέπει να καταλήξει σε λήθη.
Απέναντι σε όλα αυτά, η θέση μας είναι σαφής: Δεν αποδεχόμαστε τετελεσμένα και η επιδίωξή μας παραμένει μια: η Κυπριακή Δημοκρατία με μία κυριαρχία, μία διεθνή προσωπικότητα και μία ιθαγένεια σε μία Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, σε ένα ενιαίο Κράτος όπου όλοι οι πολίτες θα είναι και Κύπριοι και Ευρωπαίοι, χωρίς ξένο στρατό κατοχής, χωρίς αναχρονιστικές εγγυήσεις, όπως ακριβώς το προβλέπουν τα ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών αλλά και ο σεβασμός στο ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Στην προοπτική αυτή, οι δύο εθνικοί πόλοι είμαστε πιο ενωμένοι όσο ποτέ, κάτι που -πρέπει να το παραδεχθούμε- δεν υπήρξε ανέκαθεν σταθερό δεδομένο στον κοινό αγώνα.
Τώρα, όμως, η εμπειρία μας «χαλύβδωσε» τη συνεργασία. Αθήνα και Λευκωσία απορρίπτουμε το χρεοκοπημένο δόγμα ότι η ακινησία παράγει κίνηση. Ούτε, βέβαια, συμβιβαζόμαστε με την μοιρολατρική διαπίστωση πως κάθε νέος χρόνος θα είναι ίδιος ή χειρότερος από τον προηγούμενο -και είμαι σίγουρος ότι τα λόγια αυτά εκφράζουν απόλυτα και τον καλό μου φίλο Νίκο.
Θεωρούμε ότι η ελληνοτουρκική προσέγγιση βοηθάει και στην πρόοδο του Κυπριακού. Την ίδια ώρα, όμως, στο πλαίσιο του διαλόγου, αναδεικνύουμε συστηματικά το εθνικό μας θέμα.
Και είμαι ειλικρινής, και προς την Άγκυρα, αλλά και προς κάθε κατεύθυνση: το γεγονός ότι συζητούμε δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε και πολύ περισσότερο ότι υποχωρούμε.
Το αντίθετο θα έλεγα. Η Ελλάδα πλέον συνομιλεί με όλους ως ένα κράτος ισχυρό σε όλα τα πεδία: οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά, διπλωματικά.
Δεν υπάρχει, συνεπώς, άλλος δρόμος από αυτόν τον οποίον συμμερίζεται και ο Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, όπως διαπίστωσα και στην τελευταία μας συνάντηση, πριν από λίγες μέρες. Ο δρόμος, δηλαδή, της επανεκκίνησης των συνομιλιών με βάση τις προτάσεις που θα καταθέσει η Ειδική Απεσταλμένη, η κυρία Holguín.
Άλλωστε, μόνο όποιος δεν έχει δίκιο, μόνο όποιος δεν έχει επιχειρήματα αποφεύγει τον διάλογο. Όταν, μάλιστα, προσχωρεί και σε προκλήσεις, τότε επιβαρύνει ακόμα περισσότερο το κλίμα.
Αναφέρομαι ασφαλώς σε μια κατεύθυνση από την οποία δεν μπορεί να απουσιάζει και η Ευρώπη γιατί η Κύπρος αποτελεί πλέον κομμάτι της, αποτελεί το φυσικό της ανατολικό σύνορο.
Έτσι, κάθε απειλή εναντίον της γίνεται ταυτόχρονα κίνδυνος για την ήπειρό μας αλλά και για όλο τον δυτικό κόσμο. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, ότι προ ημερών η επανεκλεγείσα Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κυρία Roberta Metsola, τάχθηκε ρητά υπέρ της ενιαίας και ελεύθερης Κύπρου.
Το ίδιο έπραξε και σήμερα με δήλωση της η επανεκλεγείσα Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κυρία Ursula von der Leyen.
Κυρίες και κύριοι, πριν από 50 χρόνια τα όμορφα νερά της Κερύνειας βεβηλώθηκαν και τον γαλάζιο ουρανό της Μεγαλονήσου τον σκέπασαν τα γκρίζα αεροπλάνα των εισβολέων.
Έτσι, το χρυσοπράσινο φύλλο της Μεσογείου πατήθηκε, με βαρύ τίμημα χιλιάδες νεκρούς και αγνοούμενους, με εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνοκύπριους εκτοπισμένους από τον ίδιο τους τον τόπο. Με την Λευκωσία ακρωτηριασμένη. Με την φυλακισμένη Αμμόχωστο να ανασαίνει ακόμα βαριά, δίπλα στα ερείπια της. Ένα εθνικό τραύμα που πονά και θα πονά.
Όμως, όπως είπα, δεν είμαστε εδώ, σήμερα, μόνο για να θρηνήσουμε και για να τιμήσουμε. Είμαστε εδώ για να αγωνιστούμε και να δικαιωθούμε. Να μετατρέψουμε το θυμό και τη θλίψη μας σε ρεαλιστική ενέργεια, προβάλλοντας το Κυπριακό ως μία εκκρεμότητα που προσβάλλει τη διεθνή νομιμότητα, ως ένα απαράδεκτο παράδειγμα εισβολής και κατοχής, κάτι που δυστυχώς και στις μέρες μας βρίσκει αυταρχικούς μιμητές, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ουκρανία.
Όμως, κυρίες και κύριοι, στην εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου δεν επιτρέπονται δύο μέτρα και δύο σταθμά. Γι΄ αυτό κι ενώ δεν τρέφω ψευδαισθήσεις, θεωρώ ότι καμία μάχη δεν χάνεται αν πρώτα δεν δοθεί.
Έχω εμπιστοσύνη και στο Δίκαιο, αλλά κυρίως έχω αυτοπεποίθηση στις θέσεις μας, γιατί υπάρχει πάντοτε ελπίδα. Υπάρχει πάντοτε ελπίδα, όσο τα τετελεσμένα στο έδαφος δεν γίνονται τετελεσμένα στην καρδιά του Ελληνισμού, ούτε όμως και της διεθνούς κοινότητας, η οποία, όπως βλέπουμε, εξακολουθεί και αντιδρά και να μην αναγνωρίζει αυτό το τεχνητό κατασκεύασμα στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού.
Αργά ή γρήγορα η Τουρκία οφείλει να αντιληφθεί πως οι φιλοδοξίες της δεν μπορούν να ταυτίζονται με «μαύρες» επετείους, με εμπρηστικές δηλώσεις που παρουσιάζουν την πολύ σημαντική, κ. Πρόεδρε, συμβολή της Κύπρου στην ανθρωπιστική βοήθεια προς τη Γάζα, ως δήθεν κίνδυνο για την ασφάλειά της, με ψηφίσματα, τα οποία καλούν σε διχασμό. Και, βεβαίως, δεν μπορούμε να αγνοούμε το γενικό αίτημα για δικοινοτικές συνομιλίες στο δρόμο της επίλυσης του Κυπριακού.
Χωρίς, λοιπόν, να λείπει το συναίσθημα -πώς θα μπορούσε άλλωστε σε μία μέρα όπως η σημερινή;- Αθήνα και Λευκωσία οφείλουμε να δούμε με πραγματισμό την κατάσταση σήμερα. Τα δύο κράτη μας ανήκουν στον δυτικό κόσμο, συμβαδίζουν με πυξίδα τις αξίες του.
Γνωρίζουμε τις δυσκολίες που συναντά συχνά το εθνικό μέτωπο. Κάθε λύση άλλωστε, το ξέρουμε, προϋποθέτει και γενναίες και τολμηρές αποφάσεις. Γι΄ αυτό και ποτέ δεν πρέπει να ξεχωρίζουμε όσους μάχονται και διεκδικούν σε λιγότερο ή περισσότερο πατριώτες. Είναι όλοι, είμαστε όλοι, πιστεύω, στο ίδιο μετερίζι και για τον ίδιο σκοπό.
Ελλάδα και Κύπρος συνεχίζουμε έτσι την κοινή μας προσπάθεια, έχοντας όχημα τους αδερφικούς δεσμούς μας, την παρουσία μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και στα διεθνή φόρα, και προφανώς με τον διαρκή συντονισμό των ενεργειών μας.
Πάντοτε με εσάς, φίλε Πρόεδρε, να έχετε τον πρώτο λόγο, αλλά με την Ελλάδα να στέκεται σταθερά και ενεργά στο πλευρό σας. Σε ένα ρόλο που δεν είναι μόνο δική μου επιλογή, είναι επιλογή του έθνους, είναι τελικά επιλογή της ίδιας της ιστορίας.
Με αυτές τις λίγες σκέψεις, επιτρέψτε μου να κλείσω τον χαιρετισμό μου στη σημερινή μας σύναξη, όχι με ένα ακόμα σύνθημα, αλλά με μία δέσμευση: Ο Ελληνισμός δεν θα πάψει να αγωνίζεται μέχρι να επανενωθεί η Κύπρος, μέχρι να επουλωθούν οι πληγές και να γυρίσει η σταθερότητα και η ειρήνη στη Μεγαλόνησο, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.
Γιατί μπορεί «η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί», όπως έγραφε ο Σεφέρης, όμως κι εκείνος ήταν βέβαιος, όπως όλοι μας, «στην Κύπρο το θαύμα λειτουργεί ακόμη».
Σας ευχαριστώ».
Νωρίτερα ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε κατ΄ ιδίαν συνάντηση με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκο Χριστοδουλίδη. Κατά την έναρξη της συνάντησής τους είχαν τον παρακάτω διάλογο:
Νίκος Χριστοδουλίδης: Αγαπητέ κ. Πρωθυπουργέ, φίλε Κυριάκο, θέλω να σε ευχαριστήσω γι΄ αυτή την ιστορική -γιατί πρόκειται για ιστορική- επίσκεψη, την πρώτη Έλληνα Πρωθυπουργού στις επετειακές εκδηλώσεις για καταδίκη του προεδρικού πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής.
Η παρουσία σου εδώ δεν είναι μόνο συμβολικής σημασίας, είναι περισσότερο ουσιαστικής και -μπορώ να μιλήσω από την εμπειρία μου αυτούς τους μήνες που είμαι στην Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας- θεωρώ ότι αντανακλά και το επίπεδο των σχέσεων των δύο χωρών, αλλά και της προσωπικής μας σχέσης, μιας σχέσης που ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό υπάρχει αυτή η ειλικρίνεια, ο αλληλοσεβασμός, η συζήτηση όλων των θεμάτων, όπως αρμόζει σε δύο αδελφικά κράτη, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος.
Η σημερινή μέρα είναι ημέρα μνήμης, είναι ημέρα τιμής, την ίδια στιγμή όμως είναι και ημέρα περισυλλογής. Πενήντα χρόνια είναι πολλά, είναι πάρα πολλά και ως πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας που γεννήθηκα λίγο πριν την εισβολή, μεγάλωσα σε μία πατρίδα υπό κατοχή, νιώθω έντονα την υποχρέωση να πράξω ό,τι είναι δυνατό, για τις δυσκολίες, τα προβλήματα, έτσι ώστε να τερματιστεί αυτή η επικίνδυνη και απαράδεκτη κατάσταση πραγμάτων και να επανενώσουμε τον τόπο μας.
Και πραγματικά πιστεύω ότι, ναι, μπορούμε να φτάσουμε στην πολυπόθητη απελευθέρωση, την επανένωση της πατρίδας μας, όπως βλέπουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει τις λύσεις, έχει τις απαντήσεις, ακόμη και στα πιο δύσκολα θέματα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Θέλω να σε καλωσορίσω στην Κύπρο, να σε ευχαριστήσω και πάλι για την εδώ παρουσία σου.
Οι επόμενοι μήνες είναι κρίσιμοι, οι επόμενοι μήνες θα είναι δύσκολοι, τους επόμενους μήνες θα λάβουμε ενδεχομένως κρίσιμες και τολμηρές αποφάσεις. Είμαστε έτοιμοι να γράψουμε ιστορία και να επανενώσουμε τον τόπο μας, να επανενώσουμε την Κύπρο, πάντα στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου.
Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα συνεχίσει να είναι και μετά την λύση του Κυπριακού, και θα μπορεί με την επανένωση, με την επίλυση, να αξιοποιήσει το σύνολο των δυνατοτήτων της. Καλωσόρισες.
Κυριάκος Μητσοτάκης: Αγαπητέ κύριε Πρόεδρε, αγαπητέ μου Νίκο, με αισθήματα βαθιάς συγκίνησης βρίσκομαι σήμερα στην Κύπρο, εκπροσωπώντας τις Ελληνίδες και τους Έλληνες απανταχού της γης σε μια ημέρα με πολύ βαρύ συμβολισμό, για να στείλουμε και εμείς το μήνυμα μαζί με εσάς, ότι δεν ξεχνούμε αυτό το οποίο έγινε πριν από 50 χρόνια.
Εσύ μόλις είχες γεννηθεί, εγώ ήμουν λίγο μεγαλύτερος αλλά μια από τις πρώτες αναμνήσεις μου, 6 χρονών παιδί ήμουν, ήταν οι αναμνήσεις από τον «Αττίλα», χαραγμένες για πάντα στην μνήμη μου, όπως είναι χαραγμένα εκείνα τα γεγονότα όλου του Ελληνισμού.
Είμαι εδώ για να δηλώσω κατηγορηματικά και απερίφραστα την αμέριστη στήριξη της Ελλάδας στην Κύπρο, την αμέριστη στήριξη μας στη νέα προσπάθεια η οποία πρέπει να γίνει για να επανενωθεί το νησί στα πλαίσια των αποφάσεων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και να κλείσει επιτέλους αυτή η πληγή.
Θέλω να εξάρω κι εγώ το επίπεδο των πολιτικών αλλά και προσωπικών μας σχέσεων. Θεωρώ ότι πρέπει να είμαστε ειλικρινείς, ότι αυτό δεν συνέβαινε πάντα σε αυτόν τον βαθμό τα τελευταία 50 χρόνια.
Είναι απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε μαζί μπροστά, με έναν νέο ρεαλισμό, αναστοχαζόμενοι και αυτά τα οποία έγιναν τα παιδικά χρόνια, μαθαίνοντας όλοι από τα λάθη μας αλλά και απόλυτα αφοσιωμένοι στην επιμονή μας να μην κάνουμε την ακινησία μια νέα πραγματικότητα και να μην ξεχαστεί ποτέ αυτό το οποίο έγινε πριν από 50 χρόνια. Νομίζω ότι έχουμε μια υποχρέωση στον Ελληνισμό να κάνουμε ακόμα μια μεγάλη προσπάθεια για να λυθεί επιτέλους αυτό το ζήτημα.
Θα έχουμε, όπως είπες, στο πλευρό μας και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αξιολογώ ως πολύ σημαντική και την δήλωση της Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αλλά και την δήλωση της Προέδρου της Επιτροπής σήμερα που στέκονται στο πλευρό της Κύπρου, ενθαρρύνοντας όλα τα μέρη να ξεκινήσουν και πάλι τις συζητήσεις. Οι επόμενοι μήνες, όντως, θα είναι κρίσιμοι, και, όπως είπα, η στήριξη της Ελλάδος σε αυτή την προσπάθεια θα είναι όχι απλά δεδομένη αλλά θα είναι και αμέριστη.
Και πάλι ευχαριστώ εκ μέρους της συζύγου μου αλλά και όλων των Ελληνίδων και όλων των Ελλήνων για την μεγάλη τιμή να βρίσκομαι σήμερα σε αυτή την τόσο σημαδιακή μέρα, μαζί σας.
Και νομίζω ότι έχει και μια αξία να είναι μια αντίστιξη μεταξύ σεμνότητας αυτής της τελετής η οποία θα λάβει χώρα σε λίγο και αυτών που έγιναν στο βόρειο τμήμα του νησιού σήμερα το πρωί.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής τους στο Προεδρικό Μέγαρο της Κύπρου ο Πρωθυπουργός και η σύζυγός του Μαρέβα Γκραμπόφσκι – Μητσοτάκη ξεναγήθηκαν στο έργο «Νήματα», που έχει επιμεληθεί το Υφυπουργείο Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ομιλία Νίκου Χριστοδουλίδη
Η ελληνοκυπριακή πλευρά είναι πανέτοιμη να εμπλακεί σε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις, για την επίτευξη μιας βιώσιμης και λειτουργικής λύσης, δήλωσε το βράδυ του Σαββάτου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ξεκαθαρίζοντας ωστόσο ότι κανείς δεν πρέπει να αναμένει ότι θα συμπράξουμε σε μια ψευδεπίγραφη και θνησιγενή διευθέτηση που θα ισοδυναμεί με δύο κράτη ή δεν θα μπορεί να λειτουργήσει ή δεν θα επιτρέπει στο σύνολο των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας να απολαμβάνουν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος μιλούσε στην εκδήλωση για την επέτειο της τουρκικής εισβολής στο Προεδρικό Μέγαρο, είπε επίσης ότι όραμά του αειφόρο, ανθεκτικό και εφικτό, είναι η επίτευξη μίας βιώσιμης και λειτουργικής λύσης που θα επανενώνει πραγματικά τον τόπο και τον λαό μας και προέτρεψε όλους να στοχεύουμε «μαζί ενωμένοι σε αυτή την επιτυχία και ας μην αναζητούμε νικητές και ηττημένους». Ενόσω υπάρχει κατοχή, σημείωσε, «ενόσω δεν υπάρχει λύση, είμαστε όλοι ηττημένοι, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι».
Μίλησε επίσης για την «ιστορική παρουσία» του Πρωθυπουργού της Ελλάδας Κυριάκου Μητσοτάκη στην εκδήλωση, και τον ευχαρίστησε «όχι μόνο για την παρουσία σας, αλλά και για την ουσιαστική και αποδοτική μεταξύ μας συνεργασία που την χαρακτηρίζει, ενδεχομένως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, απόλυτη ειλικρίνεια, ρεαλισμός και αλληλοσεβασμός».
Στην ομιλία του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναφέρθηκε στις τραγικές συνέπειες της τουρκικής εισβολής και κατοχής και στις «ασήκωτες ευθύνες» όσων άνοιξαν τον δρόμο αλλά και όσων διέπραξαν την εισβολή και συντηρούν την κατοχή, επιχειρώντας μάλιστα τη νομιμοποίηση των παράνομων τετελεσμένων.
Όλα όσα απαράδεκτα και καταδικαστέα βλέπουμε να διαδραματίζονται σήμερα στην Ουκρανία, στα οποία πολύ ορθώς αντιδρά με καταδικαστικό τρόπο η διεθνής κοινότητα, στα οποία η Κύπρος και η Ελλάδα βρίσκονται στη σωστή πλευρά της Ιστορίας, διαπράχθηκαν πριν από 50 χρόνια στην ευρωπαϊκή Κύπρο και κάθε μέρα βιώνουμε τις συνέπειές τους.
Σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, «η πεντηκοστή επέτειος από το προδοτικό πραξικόπημα και τη βάρβαρη Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο, προσφέρεται, με τον έντονο χρονικό συμβολισμό της, πέραν της καταδίκης, για συλλογικό προβληματισμό, εξαγωγή διδαγμάτων, αξιολόγηση της μέχρι σήμερα ακολουθητέας πορείας και καθορισμό αρχών, αξιών και θέσεων σε σχέση με τη διαχείριση της συνεχιζόμενης από το 1974 κατοχής μεγάλου τμήματος της επικράτειας ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέλους του ΟΗΕ και κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Το 1974, σημείωσε, «η πατρίδα μας, η Κυπριακή Δημοκρατία υπέστη ένα διπλό βιασμό που την τραυμάτισε, τη διαίρεσε, τη λύγισε αλλά παρά τις προσπάθειες κάποιων για αφανισμό της, δεν την κατέστρεψε».
Ναι, πρόσθεσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, «μετράμε φέτος πενήντα συναπτά τραγικά καλοκαίρια και πολλαπλές ανοικτές πληγές. Ενάντια όμως στις επιθυμίες και προσπάθειες κάποιων, μετρούμε την ίδια στιγμή και πενήντα χρόνια στα οποία ο Κυπριακός Ελληνισμός δεν συμβιβάστηκε, δεν παραιτήθηκε, δεν ξέχασε». Παρά τις δυσκολίες, τον πόνο, τα προβλήματα, είπε, «δεν υποκύψαμε και δεν συνηθίσαμε. Πορευθήκαμε και αγωνιστήκαμε χωρίς να συμβιβαστούμε με την κατοχή. Ο Κυπριακός Ελληνισμός εργάστηκε σκληρά, πίστεψε σε αρχές και αξίες οικουμενικές, ανέδειξε και ενίσχυσε περαιτέρω την κρατική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, καταβάλλοντας συνεχώς προσπάθειες για τερματισμό της κατοχής και επανένωση της χώρας και του λαού της».
Στέκομαι σήμερα μπροστά σας, ανέφερε ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης, «σε μια μαύρη επέτειο για την Κύπρο και για τον Ελληνισμό, μισό αιώνα μετά την πιο τραγική και πιο ολέθρια στιγμή της νεότερης ιστορίας τούτου του τόπου, ο πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας που γεννήθηκε λίγους μόλις μήνες πριν από εκείνο τον μαύρο Ιούλιο και μεγάλωσε μαζί με τα άλλα παιδιά του πολέμου, της προσφυγιάς, του Δεν Ξεχνώ, της αδιάκοπης προσπάθειας για ευημερία αλλά και της αναζήτησης του σωστού, του δίκαιου, της ελπίδας μετά από πολλές και συνεχιζόμενες απογοητεύσεις, που μεγάλωσε σε μια πατρίδα, ακούγοντας πολλά ηχηρά συνθήματα, αλληλοκατηγορίες, αναφορές σε προδότες και πατριώτες, στημένες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσά μας, με τον τόπο όμως να συνεχίζει να είναι υπό κατοχή».
«Δεν είναι η ώρα για αποτίμηση της ιστορίας. Δεν είναι η στιγμή για κριτική, για αναφορά σε λάθη, σε καλούς και κακούς, σε πατριώτες και σε προδότες», πρόσθεσε.
Είμαι απόψε εδώ, πενήντα χρόνια από το μαύρο καλοκαίρι του 1974, επισήμανε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας «για να τονίσω με τον πλέον εμφατικό τρόπο ότι ο δρόμος για εμένα, για τη δική μου γενιά, για τη γενιά της εισβολής, μία και μόνον κατεύθυνση έχει, διότι η μη λύση δεν είναι λύση, διότι δεν συμβιβαζόμαστε με τη διχοτόμηση, διότι γνωρίζουμε πολύ καλά ποιος ευνοείται από το πέρασμα του χρόνου και τη στασιμότητα, διότι κύρια έγνοια και προτεραιότητά μου είναι ο τερματισμός της κατοχής, η απελευθέρωση και η επανένωση της πατρίδας μας».
Και, ναι, είπε, «με την απαιτούμενη πολιτική βούληση και σε πλήρη συντονισμό με την Ελληνική Κυβέρνηση, στοχεύουμε σε μια λύση βασισμένη στα σχετικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και στο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Παρά τις προκλήσεις, τις δυσκολίες, τις απογοητεύσεις, τον άνισο πολλές φορές αγώνα, πραγματικά πιστεύουμε ότι μπορούμε να βρούμε διεξόδους ακόμη και στα πιο ακανθώδη ζητήματα».
«Δεν υπάρχει για εμάς άλλη επιλογή από την προσήλωση στον τερματισμό της κατοχής και στην επανένωση της πατρίδας μας. Πρέπει να απαλλαγούμε από την κατοχή και τη διαίρεση που διαβρώνουν τις δυνάμεις και τις δυνατότητες της Κύπρου για περαιτέρω πρόοδο και ευημερία, που ακυρώνουν το όραμα της ενιαίας, κοινής ευημερούσας πατρίδας, και δεν επιτρέπουν στη χώρα μας να αξιοποιήσει το σύνολο των δυνατοτήτων της», ανέφερε.
Και ο μόνος δρόμος για να τα πετύχουμε, σημείωσε, «είναι η θωράκιση της διεθνούς υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της ενίσχυσης όλων των παραγόντων ισχύος του κράτους, της οικονομίας, της κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης, της στρατιωτικής αποτρεπτικής ισχύος, της ανάδειξης του ρόλου της Κύπρου ως πυλώνας ασφάλειας και σταθερότητας με πράξεις και όχι με λόγια στην τόσο σημαντική περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, η σωστή ανάγνωση των διεθνών εξελίξεων, η κατανόηση των γεωστρατηγικών ισορροπιών και ο ουσιαστικός ρόλος και λόγος εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Ο μόνος δρόμος, συνέχισε ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης, «και είναι αυτός που ακολουθώ με συνέπεια και θα συνεχίσω ακούραστα να το πράττω, είναι ο δρόμος της προόδου, της συνεργασίας και της ειρήνης, ο δρόμος της συνέχισης κάθε προσπάθειας για διάρρηξη του αδιεξόδου και επανέναρξης των συνομιλιών το συντομότερο δυνατό».
Ζητούμενα, είπε, «είναι η απελευθέρωση και μια λύση που θα επανενώνει πραγματικά τη χώρα και τον λαό της μέσα σε συνθήκες δημοκρατίας, ασφάλειας, ίσων δικαιωμάτων και ευκαιριών για όλους τους νόμιμους κατοίκους της, μιας πραγματικής ειρήνης, προόδου και ευημερίας».
«Παρά τις δυσκολίες, τα προβλήματα, τις απογοητεύσεις, τις προκλήσεις, ακόμη και τις κατά καιρούς απειλές, όπως αυτές που ακούσαμε σήμερα από τον ηγέτη της κατοχικής Τουρκίας, δεν συμβιβαζόμαστε με την κατοχή. Με διεκδικητικό ρεαλισμό, αποφασιστικότητα, επιμονή, χωρίς να μεμψιμοιρούμε, χωρίς εσωστρέφεια, χωρίς ηττοπάθεια, χωρίς να μεμψιμοιρούμε, συνεχίζουμε την προσπάθεια σε μια συνεχώς μεταβαλλόμενη διεθνή πραγματικότητα», πρόσθεσε.
Όραμά μας, τόνισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, «αειφόρο, ανθεκτικό και εφικτό, είναι η επίτευξη μίας βιώσιμης και λειτουργικής λύσης που θα επανενώνει πραγματικά τον τόπο και τον λαό μας».
«Μια τέτοια λύση, μια τέτοια επιτυχία θα αποτελέσει κορυφαίο εθνικό επίτευγμα, θα είναι πρώτα και πάνω από όλα το βασικό συστατικό για ένα υγιές και ελπιδοφόρο μέλλον για τα παιδιά μας, σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πατρίδα, χωρίς συρματοπλέγματα, στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις», ανέφερε.
Ας στοχεύσουμε, προέτρεψε, «όλοι μαζί ενωμένοι σε αυτή την επιτυχία και ας μην αναζητούμε νικητές και ηττημένους. Ενόσω υπάρχει κατοχή, ενόσω δεν υπάρχει λύση, είμαστε όλοι ηττημένοι, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι».
«Δυνατά και ενωμένα λοιπόν πρέπει να στεκόμαστε όλοι σε αυτή την αλήθεια και να την προβάλλουμε με τρόπο σαφή: προτεραιότητά μας είναι η λύση, η επανένωση, η ασφάλεια, η ευημερία όλων των Κυπρίων και διαμενόντων νομίμως στο νησί μας, και για όλα αυτά πρέπει μαζί, με σοβαρότητα να συνεχίσουμε τις προσπάθειες. Οτιδήποτε άλλο, πλην της επανένωσης, δεν διασφαλίζει τα συμφέροντα και το ειρηνικό μέλλον του Κυπριακού Ελληνισμού. Δεν χωράνε εκπτώσεις σε αυτή την αλήθεια», ανέφερε.
Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης σημείωσε ότι «σε αυτή την προσπάθεια ένα αρραγές εσωτερικό μέτωπο είναι εκ των ων ουκ άνευ. Ειδικότερα στην παρούσα, κομβικής σημασίας, συγκυρία μισό αιώνα μετά την τουρκική εισβολή, γνωρίζουμε πολύ καλά και έχουμε έχουμε βιώσει τις ολέθριες συνέπειες του εσωτερικού διχασμού, των άγονων αντιπαραθέσεων για εξυπηρέτηση σε κάποιες περιπτώσεις, δυστυχώς, άλλων σκοπιμοτήτων».
«Κανείς και τίποτα δεν είναι υπεράνω της πατρίδας και της ανάγκης διασφάλισης συνθηκών ασφάλειας και ευημερίας για εμάς και τα παιδιά μας», είπε.
Απευθυνόμενος στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας ανέφερε ότι «η ιστορική παρουσία εσάς και της συζύγου σας, στη σημερινή επετειακή εκδήλωση, η πρώτη Έλληνα Πρωθυπουργού στην κορυφαία εκδήλωση καταδίκης της τουρκικής εισβολής του 1974, εξόχως τιμητική για την πατρίδα μας, τον θεσμό που εκπροσωπώ και τον κυπριακό λαό, αποδεικνύει προσωπικές ευαισθησίες, δείχνει πολιτικές, εθνικές προτεραιότητες, εμπεριέχει όχι απλώς συμβολισμούς αλλά ουσιαστικά μηνύματα που προσλαμβάνω με ιδιαίτερη εκτίμηση και που μας δίνουν δύναμη και ενθάρρυνση».
Τον ευχαρίστησε «όχι μόνο για την παρουσία σας, αλλά και για την ουσιαστική και αποδοτική μεταξύ μας συνεργασία που την χαρακτηρίζει, ενδεχομένως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, απόλυτη ειλικρίνεια, ρεαλισμός και αλληλοσεβασμός».
«Είμαι σίγουρος ότι το εισπράττετε και εσείς πως αυτά τα συναισθήματα εκφράζουν το σύνολο του Κυπριακού Ελληνισμού που σας υποδέχεται με μεγάλη συγκίνηση», ανέφερε.
Απέτισε επίσης «φόρο τιμής στους Ελλαδίτες αδελφούς μας που έπεσαν μαχόμενοι με ανδρεία και αυταπάρνηση για προάσπιση της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφήνοντας την τελευταία τους πνοή εδώ στην ακριτική Κύπρο», εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη «της Πολιτείας και σύμπαντος του Κυπριακού Ελληνισμού για τη θυσία και την προσφορά τους, καθώς επίσης σε όλους τους Ελλαδίτες οι οποίοι αγωνίστηκαν για την απόκρουση της ιταμής Τουρκικής Εισβολής».
Εξέφρασε επίσης τη «γνήσια ευγνωμοσύνη του Κυπριακού Ελληνισμού για την έμπρακτη και σταθερή συμπαράσταση και στήριξη που η Ελλάδα και ο αδελφός ελληνικός λαός προσφέρουν κατά τα 50 αυτά χρόνια στον αγώνα του για επιβίωση, ανάπτυξη και δικαίωση».
«Η συμπαράσταση και η στήριξη αυτή αποτελούν το ισχυρότερο και συμπαγέστερο θεμέλιο του αγώνα που διεξάγουμε. Και γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά ότι μια ισχυρή Ελλάδα είναι ένας ισχυρός σύμμαχος της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι ένας πόλος σταθερότητας και ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο», είπε.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέφερε ότι «υπό το βάρος της καταστροφής του 1974, της μεγαλύτερης τραγωδίας του Ελληνισμού μετά το 1922, η μικρή και καθημαγμένη Κύπρος, με την στήριξη τής Ελλάδος, αποδέχθηκε τη λύση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών, τις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το κοινοτικό κεκτημένο».
Επρόκειτο, είπε, «για έναν ιστορικό συμβιβασμό, που μέχρι σήμερα ορίζει την πολιτική της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδος αλλά και της διεθνούς κοινότητας στο σύνολό της για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος».
Στα 50 χρόνια από το 1974, πρόσθεσε, «η Τουρκία και η εκάστοτε ελεγχόμενη και καθοδηγούμενη από την Άγκυρα ηγεσία των Τουρκοκυπρίων, δεν επέδειξαν, δυστυχώς, την απαιτούμενη βούληση, την ετοιμότητα για έναν έντιμο συμβιβασμό που θα οδηγούσαν στην επίτευξη της πολυπόθητης λύσης».
Αντίθετα, ανέφερε, «επέμειναν σταθερά και αδιάλλακτα σε λογικές άμεσης ή έμμεσης αναγνώρισης των τετελεσμένων της εισβολής και της συνεχιζόμενης κατοχής, με πιο πρόσφατη τη θέση για κυριαρχική ισότητα και τη λύση των δύο κρατών».
«Επαναλαμβάνω και σήμερα εμφατικά ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά παραμένει προσηλωμένη στη συμφωνημένη στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών μορφή λύσης και είναι πανέτοιμη να εμπλακεί σε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις, για την επίτευξη μιας βιώσιμης και λειτουργικής λύσης», τόνισε.
«Πραγματικά πιστεύω ότι μέσα στο πλαίσιο των συνομιλιών, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, μπορούμε, ναι, να πετύχουμε την πολυπόθητη επανένωση», επισήμανε.
Η Κυπριακή Δημοκρατία, είπε ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης, είναι κράτος μέλος της ΕΕ και θα συνεχίσει να είναι και μετά από μια ενδεχόμενη λύση, και η Ένωση έχει τα εργαλεία, έχει τις απαντήσεις, σε όλα τα δύσκολα θέματα των διαπραγματεύσεων.
Την ίδια στιγμή, όμως, σημείωσε, επιθυμώ να ξεκαθαρίσω προς πάσα κατεύθυνση, ότι υπάρχουν όρια στις υποχωρήσεις και στον συμβιβασμό που μπορούμε να αποδεχθούμε. Όπως προανέφερα, η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κράτος μέλος της ΕΕ και κανείς δεν πρέπει να αναμένει ότι θα συμπράξουμε σε μια ψευδεπίγραφη και θνησιγενή διευθέτηση που θα ισοδυναμεί με δύο κράτη ή δεν θα μπορεί να λειτουργήσει ή δεν θα επιτρέπει στο σύνολο των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας να απολαμβάνουν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σημείωσε επίσης ότι «τη γεωγραφία ούτε την ορίζουμε ούτε μπορούμε να την αλλάξουμε. Ούτε και τους παράγοντες ισχύος των τρίτων. Μπορούμε όμως και οφείλουμε να συνεχίσουμε να προσπαθούμε, αξιοποιώντας και ενισχύοντας τα εργαλεία που διαθέτουμε, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση των συνθηκών μέσα από τις οποίες η Κύπρος θα γίνει στην ολότητά της, επανενωμένη, τόπος σταθερότητας, ασφάλειας, ευημερίας και πραγματικής ειρήνης».
Νωρίτερα, στους κήπους του Προεδρικού Μεγάρου, η Υφυπουργός Πολιτισμού Βασιλική Κασσιανίδου παρουσίασε στο Πρωθυπουργικό ζεύγος το συμμετοχικό έργο Τέχνης ΝΗΜΑΤΑ με το οποίο μπορεί κάποιος να χαράξει τη πορεία που ακολούθησε η οικογένεια του στην ελεύθερη Κύπρο από τα κατεχόμενα, ως πρόσφυγες αμέσως μετά την τουρκική εισβολή.
Η Πρώτη Κυρία χάραξε στο έργο την πορεία που διένυσε η οικογένεια της ως πρόσφυγες από την Αμμόχωστο, μετά την εισβολή, πλέκοντας το νήμα στο έργο και σημειώνοντας ότι το νήμα που αφορά την οικογένεια της τελειώνει και πάλι στην Αμμόχωστο όπου οραματίζονται και ελπίζουν να επιστρέψουν.
Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας και η σύζυγος του εξήραν την ιδέα της πραγμάτωσης του έργου, σημειώνοντας ότι είναι εξαιρετικό και συγκινητικό.