ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Σε απόσταση αναπνοής από το φημισμένο Λίνκολν Σέντερ, (τρία στενά πιο πέρα;) λίγοι Ομογενείς, – μια παρέα θα τους λέγαμε – και λίγοι ακόμα λάτρεις της μουσικής, παρακολούθησαν ένα κονσέρτο που σπάνια έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν ακόμα και καταξιωμένοι καλλιτέχνες. Τι ακριβώς έγινε, θα θυμούνται για πολύ καιρό οι πρωταγωνιστές. Ήδη ξεκίνησαν οι διηγήσεις.
Ήταν εκεί παρών και ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ. Ελπιδοφόρος. Και μαζί του ο Αρχιμανδρίτης Γεδεών Βαρύτιμος. Γνώστης ο κ. Ελπιδοφόρος της βυζαντινής μουσικής και της παράδοσης, έδειξε να συμφωνεί με το ύφος των συνθέσεων και με τις εκπληκτικές ερμηνείες επί σκηνής. Διακρίναμε επίσης και ορισμένους συνεργάτες του Γενικού Προξένου από το Προξενείο. Αλλά και αρκετούς απλούς ομογενείς.
Άξιον Εστί
Βρεθήκαμε λοιπόν σε μια βραδιά ειδικά σχεδιασμένη από επαγγελματίες με στόχο, να τιμηθεί ένας διπλωμάτης που υπηρέτησε την Πατρίδα (από την θέση του Γενικού Προξένου στη Νέα Υόρκη) και προώθησε ταυτόχρονα, κάποια σημαντικά πολιτιστικά προγράμματα στην Ομογένεια.
Με την παρουσία εκλεκτών φίλων του αλλά και ανθρώπων που αναζητούν την ευκαιρία να απολαύσουν την μουσική, όπως βγαίνει αυθόρμητα από τα χέρια δημιουργών που έχουν αφήσει πολλές φορές το στίγμα τους, είτε μέσα από συνεργασίες με άλλους καλλιτέχνες είτε μέσα από την δική τους δουλειά, που σε όσους την γνωρίζουν έχει μια ξεχωριστή αξία.
Δεν ήταν μυστικό…
Η συναυλία του “Μυστικού τρίο” όπως ονομάστηκε το γκρουπ των τριών μουσικών που κατάφεραν με το ταλέντο τους να μας χαρίσουν λίγες στιγμές μουσικής απόλαυσης, είχε μάλλον περισσότερη μυσταγωγία, παρά μυστικότητα.
Και δίπλα τους, σαν πύργος σε βυζαντινό κάστρο, ο αγέρωχος πρωτοψάλτης και μαέστρος της Βυζαντινής μουσικής ο Δημήτρης Κεχαγιάς, ο οποίος με την τέχνη του και με την φωνή του μετέτρεψε τις νότες, σε αρμονία και έδωσε νόημα στα λόγια.
Ακόμα και γνωστές επιτυχίες, τραγουδισμένες από τα χείλη της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, πήραν μια διαφορετική διάσταση.
Το τραγούδι «Μένω εδώ» φαίνεται εύκολο για να το τραγουδήσεις επί σκηνής. Κι όμως, αν το πεις έτσι χύμα, απλώς για να μιμηθείς την ερμηνεία της Αρβανιτάκη, κινδυνεύεις να το αδικήσεις.
Ο Δημήτρης Κεχαγιάς προσπάθησε να αποφύγει τον συνήθη τρόπο και τα κατάφερε. Πράγματι, η ερμηνεία του ξέφυγε αρκετά, ώστε πλέον οι μουσικολόγοι να ανατρέξουν στα αρχεία τους για να βρουν παρόμοια ερμηνεία από ανδρική φωνή.
Τόσο ο Κεχαγιάς όσο και οι υπόλοιποι τρεις, δεν ήταν εκεί για το χειροκρότημα. Τους ικανοποίησε και το χάρηκαν, ωστόσο η συμμετοχή τους ήταν κάτι σαν κονσέρτο για… έναν διπλωμάτη.
Πέστε π.χ. ότι γινόταν μια συνάντηση στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Κάπως έτσι, με την διαφορά ότι καλεσμένοι ήμασταν κι εμείς οι κοινοί θνητοί.
Και φυσικά την ιδέα του οργανισμού «Άξιον Εστί» και του Αγγέλου Λαμπούση που θέλησε με το κονσέρτο αυτό να αποχαιρετήσει τον Δρ. Κωνσταντίνο Κούτρα.
Ο Άγγελος καλωσόρισε το Αρχιεπίσκοπο Αμερικής κ. Ελπιδοφόρο και τον Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας Δρ. Κωνσταντίνο Κούτρα αλλά και τον Πρόξενο κ. Δημήτρη Παπαγεωργίου.
Θέλησε, εισαγωγικά, να ευχαριστήσει τον Δρ. Κούτρα για την ως τώρα στήριξη στον οργανισμό «Άξιον Εστί» και για ότι έχει κάνει για να υποστηρίξει την πολιτιστική αναβάθμιση της Ομογένειας, φιλοξενώντας μέσα στο Προξενείο ή δίνοντας την σφραγίδα του Προξενείου και υποστηρίζοντας εκδηλώσεις που έλαβαν χώρα αλλού, αλλά τελούσαν υπό την αιγίδα του.
«Χαίρομαι» είπε ο Δρ. Κούτρας, που «συνέβαλα στην πρόοδο και ανάπτυξη των Ελληνοαμερικανικών σχέσεων».
«Τα προηγούμενα έξι χρόνια», συμπλήρωσε, «προσπάθησα να βελτιώσω τις παρεχόμενες υπηρεσίες σε ότι αφορά τους ομογενείς της Νέας Υόρκης, της Νέας Ιερσέης του Κονέκτικατ και της Πενσιλβάνιας.
Εγώ και η ομάδα των συνεργατών μου στο Προξενείο, προσπαθήσαμε να κάνουμε το καλύτερο δυνατό, κάθε μέρα».
Δεδομένων των συνθηκών και μετά από δύο χρόνια Πανδημίας, λίγοι, πιστεύουμε, μπορούν να μην αποδώσουν στον αποχωρούντα Γενικό Πρόξενο, εύσημα για τις προσπάθειες αναβάθμισης των παρεχομένων υπηρεσιών του Προξενείου.
Ο Δρ. Κούτρας καταλήγοντας, τόνισε ότι δεν θα ήθελε να μας αποχαιρετήσει με ένα ξερό «Έχε γειά» αλλά με την φράση: «σας χαιρετώ… μέχρι να ξανασυναντηθούμε».
Αυτά τα λόγια (όλη η διαδικασία) δεν πήραν ούτε πέντε λεπτά και φυσικά δεν στέρησαν τον χρόνο της έναρξης του κονσέρτου. Ήταν μια εισαγωγής που ακόμα και οι μουσικοί χρειάστηκαν για να ανέλθουν και να καθίσουν στην σκηνή.
Αλλά, ειλικρινά, χρειάζεται εισαγωγή ο Άρα Ντινγκτζιάν; Μαζί με τον Ταμέρ Πινάρμπασί στο Κανονάκι και τον Ισμαήλ Λουμανόφσκι, στο κλαρίνο.
Κλαρίνο και βυζαντινή μουσική γίνεται;
Γιατί όχι. Γίνεται και έχει μια διαφορετική αίσθηση αν είναι κλαρινέτο.
Ξεκίνησαν με απόσπασμα από το έργο το «Θεοτόκε Παρθένε» του Πέτρου Μπερεκέτη (1680-1715) με τίτλο: «Ο καρπός της κοιλίας σου», σε ήχο πλάγιο του Δευτέρου.
Και αν δεν ήξερες τι είναι αυτό ακριβώς, σου έδινε ο Πρωτοψάλτης κάποια μηνύματα, ή διάβαζες τις αναλυτικές πληροφορικές στο πρόγραμμα της συναυλίας του Δρ. Ιωάννη Πλημένου.
Ακολούθησε το «Τα σχοινιά» σύνθεση του Ντινγκτζιάν, που επίσης τραγούδησε κι έκανε γνωστή η Αρβανιτάκη.
Και ακούστηκαν κατόπιν και άλλες γνωστές συνθέσεις, η μια πιο δύσκολη στους ανίδεους, από την άλλη αλλά μέσα στο ίδιο βυζαντινό ηχοτόπιο.
Και πάλι η φωνή του Δημήτρη Κεχαγιά μας συγκίνησε στο τραγούδι (ένατο στην σειρά) «Στης Γραμβούσας τ´ακρωτήρι».
Άλλο ένα από τα τραγούδια με ελληνικό αρχικό τίτλο που ακούγαμε για πρώτη φορά το «Έλπιζα και πάλι ελπίζω» σύνθεση του Γρηγορίου Πρωτοψάλτη (1776-1821).
Και τα υπόλοιπα: «Kara Toprak», «Όταν μ´ εγέννας μάνα μου», «Invisible Lover» (Ara Dinkjian) και το γνωστό τσιφτετέλι «Shinanay» (Σήκω χόρεψε κουκλί μου).
Αν σας λέγαμε ότι στο τέλος νοιώσαμε ότι θέλαμε να ακούσουμε κι άλλα τραγούδια, αν είναι δυνατόν να καθόμασταν κι άλλη μισή ώρα; Πάλι δεν θα ήταν αρκετή.
Το κατάλαβαν αυτό και οι μουσικοί και ευτυχώς μας χάρισαν ένα «ανκόρ».
Η διαφορά, όταν στο τέλος βγήκαν από την σκηνή για να τους χαιρετίσουμε, οι θεατές είχαν φύγει από το θέατρο.
Αυτοί έχασαν. Εμείς μείναμε και δώσαμε συγχαρητήρια στον Άρα και τους άλλους μουσικούς και φυσικά στην ψυχή του «’Aξιον Εστί» τον Άγγελο Λαμπούση, που κάνει σωστά ότι εκδήλωση κι αν σκεφτεί, αλλά δίνει έμφαση πρωτίστως, στην ανάδειξη των μουσικών και των ερμηνευτών.
Αυτή τη φορά κατάλαβαν όλοι ότι χρειάζεται καρτερία και μεθοδικότητα και η επιτυχία έρχεται από μόνη της.