Γράφει η Έλενα Ντάκουλα
ΑΘΗΝΑ. Η Πεντέλη (ύψους 1.109 μ.), «το όμορφο βουνό», όπως την αποκαλεί ο Κώστας Κρυστάλλης, «το πιο θαυμάσιο, το πιο αττικό βουνό», όπως τη χαρακτηρίζει ο Η. Βενέζης, «η γεννήτρα ενός Ολύμπου», όπως την εξυμνεί ο Παλαμάς, υψώνεται στα βορειανατολικά της Αττικής και μαζί με τα όρη Πάρνηθα, Υμηττό και Αιγάλεω, αγκαλιάζει το λεκανοπέδιο των Αθηνών.
Είναι ένα βουνό ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, με θαυμάσιο κλίμα, πηγές, σπηλιές και μακραίωνη ιστορία, το οποίο ανέκαθεν ασκούσε μια ιδιαίτερα έντονη αίσθηση γοητείας και έλξης στους ανθρώπους. Έχει άμεση σχέση με την εξέλιξη του ελληνικού πολιτισμού αλλά και με την Αθήνα και, όπως λέει ο ποιητής, «στα μάρμαρά της κρύβεται της ομορφιάς ο κόσμος» και «από τα βάθη της μια μέρα βγήκε ο Παρθενώνας» καθώς και άλλα περίλαμπρα οικοδομήματα του αρχαίου κόσμου.
Γεωλογικά, μαζί με τον Υμηττό, θεωρούνται δύο από τα αρχαιότερα βουνά της Ευρώπης. Στην εποχή του Θουκυδίδη, ονομαζόταν Βριλησσός. Αργότερα, στη θέση της σημερινής Παλαιάς Πεντέλης ιδρύθηκε ο αρχαίος δήμος Πεντέλης που ανήκε στην Αντιοχίδα φυλή και κατά τη ρωμαϊκή εποχή έδωσε το όνομά του σε ολόκληρο το βουνό.
Μεγάλα τμήματα του όρους αποτελούνται από σχιστόλιθο και μάρμαρα, πετρώματα που κρατούν τα νερά της βροχής στην επιφάνεια, με αποτέλεσμα την παρουσία πολλών πηγών και μικρών ρεμάτων. H ύπαρξη νερού οδήγησε ασκητές, την περίοδο της τουρκοκρατίας, να επιλέξουν ως τόπο των ησυχαστηρίων τους το συγκεκριμένο βουνό, το οποίο για χρόνια αποτελούσε το Άγιον Όρος της Αττικής και σε συγγίλλια αναφέρεται ως Βουνό των Αμώμων (αναμάρτητων).
Με την ίδρυση της Μονής Πεντέλης από τον Επίσκοπο Ευρίπου Τιμόθεο το 1578, οι ασκητές άρχισαν να εγκαταλείπουν τις σπηλιές, τις πηγές και τις χαράδρες και συγκεντρώθηκαν στη Μονή, η οποία οικοδομήθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, σε σημείο που βρέθηκε ένας σκελετός ασκητή και δίπλα του μία εικόνα της Παναγίας. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η Μονή κτίστηκε στα ερείπια αρχαίου ναού, της Αθηνάς. Μέχρι τότε στο βουνό, κυριαρχούσε η Μονή Ταώ, γνωστή ως Νταού Πεντέλης.
Η Μονή Πεντέλης τιμά την Κοίμηση της Θεοτόκου και υπήρξε μεγάλο πνευματικό κέντρο κατά τα οθωμανικά χρόνια και, όπως γράφει ο Καμπούρογλου στον «Αναδρομάρη της Αττικής»: «Εις αυτήν πολλά οφείλει το Γένος ημών διά τη συντήρησιν των προνομίων των Αθηνών κατά τους αιώνες της δουλείας, χάριν εις το μέλι της και το λάδι της, το οποίον κατά χιλιάδας οκάδων απέστελλεν εις τα Σουλτανικά χαρέμια, αλλά και δια την πολλαπλήν ευεργετικήν δράσιν της, έως εις αυτά τα προεόρτια του Αγώνος, ότε και πυρίτιδα εις τα μυστικά της κελιά κατεσκεύασε, και τα βιβλία της δια φυσέκια παρεχώρησε».
Κάτω από την κεντρική σκάλα, που οδηγεί στον κυρίως χώρο της μονής, υπάρχει ένα μικρό υπόγειο σύμπλεγμα στοών, το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, τα χρόνια της τουρκοκρατίας είχε λειτουργήσει ως «κρυφό σχολειό». Σήμερα εκεί φιλοξενείται ένα μικρό μουσείο της μονής.
Στο πέρασμα των χρόνων η Μονή απέκτησε τεράστια ακίνητη περιουσία, συμπεριλαμβανομένων εκτάσεων των λατομείων της νοτιοδυτικής πλευράς, σε σημείο που ο Καμπούρογλου, τακτικότατος επισκέπτης αλλά και μελετητής της Πεντέλης γράφει: «Το Πεντελικόν είχε λησμονηθή, και αν ελέγετο «βουνόν της Μεντέλης», τούτο ωφείλετο εις την Μονήν. Δεν ήτο αυτή του Πεντελικού, αλλά το βουνόν ήτο της Μονής».
Η Μονή συνδέθηκε με την Αθήνα, μέσω ενός από τα σημαντικότερα μετόχια της, της «Αγίας Δύναμης» (Μητροπόλεως & Πεντέλης), το οποίο στη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης υπήρξε τόπος διακίνησης πυρομαχικών μέσω μίας υπόγειας στοάς που κατέληγε στις όχθες του Ιλισού. Μετά το 1950, στο οικόπεδο ανεγέρθηκε πολυώροφο κτίριο, όπου αρχικά στεγάστηκε το Υπουργείο Παιδείας και σήμερα πολυτελές ξενοδοχείο. Ευτυχώς, το εκκλησάκι του 16ου αιώνα γλίτωσε την κατεδάφιση, αλλά μοιάζει σαν να του έχει έλθει το κτίριο στο κεφάλι.
Η Μονή Πεντέλης μαζί με τις Μονές Καισαριανής και Πετράκη συνέβαλαν το 1750 στην ίδρυση και συντήρηση της Σχολής Ντεκά.
Άλλος συνδετικός κρίκος της Πεντέλης με την Αθήνα είναι η πρώην κάτοικος του Μεγάρου Ιλισίων (νυν Χριστιανικό & Βυζαντινό Μουσείο), η ιδιόρρυθμη Γαλλίδα με την έντονη φιλελληνική δράση Σοφί ντε Μαρμπουά-Λεμπρύν (1785-1854), γνωστή ως Δούκισσα της Πλακεντίας. O τίτλος προέρχεται από τέως σύζυγό της, Charles Lepren, Δούκα της Πλακεντίας (Plaisance, κρατίδιο της Ιταλίας, ανάμεσα στο Μιλάνο και την Μπολόνια).
Η «Ντουκέσσα», όπως την αποκαλούσαν πολλοί, εκτός από τη μεγάλη χρηματική της συνεισφορά στον αγώνα των Ελλήνων, άφησε στο κράτος κτίρια που συνδέθηκαν με την παρουσία της όχι μόνο στην πόλη, αλλά και στην εξοχή. Μετά από μία εξόρμησή της στην Πεντέλη, εντυπωσιασμένη από την ομορφιά του τοπίου, αγόρασε εκτάσεις από τη Μονή Πεντέλης και ανάπτυξε εκεί μία μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα, θέλοντας, όπως ακουγόταν, να δημιουργήσει μία νέα Πλακεντία. Το πιο γνωστό είναι το «Καστέλο της Ροδοδάφνης», ένα κομψοτέχνημα γοτθικού ρυθμού, το οποίο προόριζε για εξοχική της κατοικία.
Τη Δούκισσα, ειδικά μετά τον θάνατο της αγαπημένης της κόρης Ελίζας, περιέβαλλε ένα πέπλο μυστηρίου σχετικά με τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις, τις συναναστροφές της, αλλά και τις προκαταλήψεις της και σύμφωνα με μία απ’ αυτές, δεν τελείωνε μία οικοδομή γιατί θεωρούσε ότι η ολοκλήρωσή της θα ήταν το προμήνυμα του θανάτου της. Έτσι, το Καστέλο, ενώ κτιζόταν από το 1841 έως το 1847, έμεινε μισοτελειωμένο και παρέμεινε ακατοίκητο και ερειπωμένο μέχρι το 1959 που ανακαινίστηκε από το ελληνικό δημόσιο και παραχωρήθηκε στον βασιλιά Κωνσταντίνο ως εξοχική κατοικία. Σήμερα ανήκει στον Δήμο Πεντέλης και φιλοξενεί πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Ταυτόχρονα, έκτισε στην περιοχή (κοντά στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το σχολείο της Παλαιάς Πεντέλης) ακόμη μία εξοχική κατοικία, την Maisonnette, μικρογραφία του Καστέλου, ως προσωρινή της στέγη μέχρι την αποπεράτωση του πρώτου. Στις οικοδομές περιλαμβάνεται και ένας ξενώνας με την επωνυμία «Plaisance», ο οποίος ολοκληρώθηκε και φιλοξένησε, κατά καιρούς, γνωστές προσωπικότητες, όπως τον Ελ Βενιζέλο, ή τον ναύαρχο Κουντουριώτη. Και μερικά μέτρα πιο κάτω, ο μισοτελειωμένος και μισογκρεμισμένος σήμερα πύργος Tourelle, που θα χρησίμευε ως κατοικία του προσωπικού. Την πατρότητα των κτιρίων διεκδικούν τρεις διάσημοι αρχιτέκτονες, ο Στ. Κλεάνθης, ο Hansen και ο Couchaud.
Φήμες, ανυπόστατες και ιστορικά ατεκμηρίωτες, προϊόντα πολύπλοκων αναμείξεων και χρονικών μεταθέσεων, θέλουν τη Δούκισσα να συνδέεται ερωτικά με τον λήσταρχο Νταβέλη, ο οποίος υποτίθεται ότι έφτανε τα βράδια στην κρεβατοκάμαρά της μέσα από τα υπόγεια περάσματα της σπηλιάς του, που ο θρύλος έλεγε, ότι οδηγούσαν στα Μέγαρά της στην Αθήνα ή στην Πεντέλη.
Ο Νταβέλης όμως άρχισε να… δραστηριοποιείται στην Αττική έναν χρόνο μετά τον θάνατο της Δούκισσας και έτσι οι ιστορίες αυτές μάλλον συγχέονται με τον λήσταρχο Μπίμπιση, ο οποίος το καλοκαίρι του 1846 έστησε ενέδρα κοντά στην εξοχική της κατοικία και την απήγαγε, ζητώντας λύτρα για την απελευθέρωσή της. Η υπόθεση είχε αίσιο τέλος χάριν στην ψυχραιμία της αλλά και τη συγκινητική βοήθεια από τους κατοίκους του Χαλανδρίου. Η δε Δούκισσα, εκτιμώντας το γεγονός ότι ο λήσταρχος δεν την κακομεταχειρίστηκε, μεσολάβησε για να του δοθεί αμνηστία από το κράτος. Αυτή η κίνησή της μπορεί να πυροδότησε φήμες για συχνές επισκέψεις του Μπίμπιση στο Καστέλο και για μακροχρόνια σχέση μαζί του.
Η Δούκισσα πέθανε το 1854 και τάφηκε στην Πεντέλη. Όμως, ακόμη και μετά τον θάνατό της οι φήμες γύρω από αυτήν δεν σταμάτησαν. Όπως γράφει ο Καμπούρογλου, «Η σκιά της Δούκισσας δεν πλανάται μόνο γύρω από το έρημον και κατάλευκον παλαιογοτθικού ρυθμού παλάτι της, το βγαλμένο ολόκληρον και αυτό από τα σπλάχνα του βουνού των μαρμάρων την είδε στην λάμψιν του φεγγαριού ένας παλαιός φύλαξ της Μονής. Δεν πλανάται μόνον γύρω από τον τάφον της κόρης της, αλλά από κορφή σε κορφή σαν να πετά βρίσκεται έξαφνα κάτω από το Θαλάσι και τριγυρίζει για να βρει την βαρκούλα της».
Εδώ, σημειώνεται ότι στη θέση του ποδοσφαιρικού γηπέδου της Ν. Πεντέλης υπήρχε μία μικρή λίμνη, το «Θαλάσι» ή «Θαλώσι» ή «μαγεμένη λίμνη», η γεμάτη νεράιδες και λάμιες, όπως ισχυρίζονταν οι παλαιότεροι. Λέγεται ότι είχε δημιουργηθεί από την πτώση μετεωρίτη. Το πρώτο μπάζωμά της έγινε το 1964 και το δεύτερο το 1981.
Και αφήνοντας τη Δούκισσα να ησυχάσει, ανηφορίζουμε τον λόφο Κουφό, προς το Αστεροσκοπείο, τμήμα του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Από το 1937 υπήρχε εκεί ο Αστρονομικός Σταθμός Πεντέλης, και το 1958 κατασκευάστηκε ένα κτίριο, εξ ολοκλήρου από πεντελικό μάρμαρο, για την εγκατάσταση του διοπτρικού τηλεσκόπιου Newall, ένα από τα σπουδαιότερα τηλεσκόπια του 19ου αιώνα. Ο 18μετρος θόλος του Αστεροσκοπείου, κυρίαρχος και ορατός πριν μερικά χρόνια από παντού, τώρα χάνεται εξαιτίας της έντονης οικιστικής έκρηξης της περιοχής. Στον ίδιο λόφο, από το 1990 λειτουργούν οι εγκαταστάσεις του Ινστιτούτου Μηχανικής Υλικών και Γεωδομών (Ι.Μ.Υ.Γ.).
Η Πεντέλη ήταν ανέκαθεν έναν αγαπημένος τόπος εκδρομής των Αθηναίων και έχει υμνηθεί από ποιητές και λογοτέχνες, οι οποίοι δεν έμειναν ασυγκίνητοι στην ομορφιά του τοπίου και την επισκέπτονταν συχνά. Σε μία τέτοια εκδρομή, γνώρισε ο Νίκος Καζαντζάκης τη μέλλουσα γυναίκα του, Ελένη, το 1924. Το δε θαυμάσιο κλίμα της υπήρξε γιατρικό για ανθρώπους που έπασχαν από φυματίωση, όπως διαβάζουμε στους στίχους του Στ. Κερομύτη, «η μόνη μου παρηγοριά/τα πεύκα της Πεντέλης/ είν’ ο γιατρός που με κοιτά αμάν αμάν/μάνα μου μη σε μέλλει».
Αλλά, ταυτόχρονα είναι ένα από τα πιο ταλαιπωρημένα και τραυματισμένα βουνά της Αττικής. Από τα χρόνια του Όθωνα και ύστερα δόθηκαν αθρόα και αλόγιστα δεκάδες άδειες λατομείων, τα οποία όπως γράφει ο Λαμπελέτ, της ξέσχιζαν τα χιονισμένα στήθη. Για πολλά χρόνια, ειδικά την περίοδο της μεγάλης ανοικοδόμησης της πόλης (1950-1976), που το μάρμαρο είχε μεγάλη ζήτηση ως οικοδομική ή διακοσμητικό υλικό, τα λατομεία δημιούργησαν τεράστιες κοιλότητες (τα νταμάρια) που αλλοίωσαν εντελώς το ανάγλυφό, προκαλώντας μεγάλη οικολογική καταστροφή. Εννοείται ότι θύμα δεν ήταν μόνο το βουνό, αλλά και λατόμοι, μια και τα εργατικά ατυχήματα ήταν πολλά, βαριά και συχνά θανατηφόρα.
Με τον Νόμο 669/77 απαγορεύτηκε η λατόμευση στη νότια πλευρά, αν και υπήρξαν αντιδράσεις από πολλούς εμπλεκόμενους (Μονή Πεντέλης, εργαζόμενοι στα λατομεία, εργατοτεχνίτες μαρμάρων, ιδιώτες). Δυστυχώς, το πευκόφυτο βουνό δεν άργησε να μπει στο μάτι των εμπρηστών, με αποτέλεσμα να ’χει χάσει τεράστιο μέρος του πράσινου, στη θέση του οποίου φυτρώνουν, σαν τα μανιτάρια, μικρές ή μεγάλες κατοικίες.
Η Πεντέλη, όμως, εκτός από τα λατομεία, τους ασκητές, τα μοναστήρια και τη Δούκισσα συνδέεται με μελέτες για γεωμαγνητικά πεδία, για ιδιαίτερη σεισμική δραστηριότητα καθώς και με μία μεγάλη ιστορία μυστηριωδών και παραδόξων φαινομένων που έχουν απασχολήσει επιστήμονες, αρχαιολόγους, σπηλαιολόγους, περιηγητές, δημοσιογράφους, όπως θα διαβάσουμε παρακάτω.
Η Σπηλιά της Πεντέλης ή Σπηλιά των Αμώμων ή Σπηλιά του Νταβέλη βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του βουνού σε ύψος 720 περίπου μέτρων. Σύμφωνα με τους μελετητές η σπηλιά αυτή ήταν «τυφλή», δεν υπήρχε δηλαδή κάποιο άνοιγμα στην επιφάνειά της που μαρτυρούσε την ύπαρξή της. Ανακαλύφθηκε από τους αρχαίους την περίοδο που λάξευαν το βουνό για την απόκτηση του μαρμάρου. Το λατομείο της Σπηλιάς θεωρείται το σημαντικότερο της αρχαίας Ελλάδας.
Το 1952, μερικά μέτρα πάνω από τη σπηλιά, ανακαλύφθηκε το Νυμφαίο Άντρο. Είναι μοναδικό στο είδος του γιατί βρέθηκε όπως ακριβώς ήταν την εποχή της λατρείας του.
Ο επισκέπτης, πριν καν μπει στη Σπηλιά, κοιτώντας γύρω του και βλέποντας μερικά από τα ακάλυπτα και γυμνά από βλάστηση βράχια, προσπαθεί με το μυαλό του να κάνει εικόνα τον χώρο, όταν τα αρχαία λατομεία ήταν σε λειτουργία, με τους τεχνίτες, τους λατόμους και λιθοξόους της εποχής να εργάζονται πυρετωδώς, χρησιμοποιώντας εντυπωσιακές για την εποχή μεθόδους και τεχνικές για την εξόρυξη του πολύτιμου πετρώματος.
Από εκεί ξεκινούσε η οδός Πεντελέθεν Λιθαγωγίας, όπου εργάτες μετέφεραν πάνω σε ξύλινα έλκηθρα με τη βοήθεια τροχαλιών και σχοινιών τους όγκους μαρμάρου προς τον βράχο της Ακρόπολης για το κτίσιμο του Παρθενώνα.
Η θαυμαστή σπηλιά, μήκους 112 μέτρων και πλάτους 40 μ., προκαλούσε ανέκαθεν μία έλξη και ένα δέος, συνοδευόμενα ταυτόχρονα από συναισθήματα περιέργειας αλλά και φόβου, αποτέλεσμα των θρύλων που κυκλοφορούν γι’ αυτήν, όπως για τον βασιλιά που χάθηκε εκεί μέσα και η βασίλισσα που τον έψαχνε παραλίγο να είχε την ίδια τύχη, αν δεν την βοηθούσε να βρει την έξοδο μία κουκουβάγια…
Υπήρξε, όπως φημολογείται, κρησφύγετο και κέντρο των επιχειρήσεων του λήσταρχου Νταβέλη (το πραγματικό του όνομα ήταν Χρήστος Νάτσος), αν και υπάρχουν αρκετές αμφιβολίες ως προς την εγκυρότητα αυτών των θρύλων, λόγω χρονολογικών ανακριβειών. Η δε ονομασία «Σπηλιά του Νταβέλη» είχε αποδοθεί, και σε πολλές σπηλιές της Αττικής.
Πολλοί ήταν οι ταξιδιώτες και περιηγητές που ανέβαιναν ως εκεί για να δουν τον τόπο απ’ όπου έγινε η εξόρυξη των μαρμάρων του Παρθενώνα. Από περιγραφές και σχέδια συλλέγονται πληροφορίες για το εκτεταμένο δίκτυο φυσικών υπόγειων στοών με διάσπαρτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας (απομνημονεύματα του Evliya Chelebi) ή για το ψηλό τείχος που έφραζε κάποτε την είσοδο, ή τη λαξευτήν κοιλότητα πλήρην ύδατος (τη λιμνούλα)
Η Σπηλιά υπήρξε τόπος λατρείας της αρχαίας ελληνικής θρησκείας και από τον 7ο μ.Χ. αιώνα και για χίλια περίπου χρόνια τόπος συγκέντρωσης μοναχών και ασκητών και εξ ου ονομάστηκε Σπήλαιο Αμώμων Πεντέλης.
Για τη Σπηλιά, καθώς και τον περιβάλλοντα χώρο, έχουν ακουστεί, μες στα χρόνια, διάφορα παράξενα και αλλόκοτα καθώς και μεταφυσικές εμπειρίες και συμβάντα που βίωσαν επισκέπτες. Ηλεκτρομαγνητικές διαταραχές, βαρυτικές ανωμαλίες, έντονη οσμή όζοντος, λαξευμένα σύμβολα που αλλάζουν θέση, θαμμένοι θησαυροί, προσωρινή απώλεια μνήμης, αποτελούν πηγή έμπνευσης για ευφάνταστες θεωρίες και αναζωπυρώνουν το ενδιαφέρον για τις προϋπάρχουσες ιστορίες.Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70 κάτοικοι της περιοχής έκαναν συχνά αναφορές για περίεργα φώτα μέσα στη νύχτα και παράξενους θορύβους. Λέγεται ότι αυτά οφείλονταν σε απόρρητα έργα που είχε αρχίσει ο στρατός μέσα στη σπηλιά, για την εγκατάσταση στρατιωτικής βάσης. Τότε είχε δημιουργηθεί μεγάλος σάλος από την κοινή γνώμη και σωρεία δημοσιευμάτων γεμάτα ερωτήματα για την σκοπιμότητα και τον εντολοδόχο των έργων. Η επίσημη εξήγηση ήταν ότι επρόκειτο για το κτίσιμο ενός τούνελ, με το οποίο θα συνδεόταν η Σπηλιά, μέρος ενός προγράμματος του ΝΑΤΟ. Μετά από 6 περίπου χρόνια (1983), τα έργα διακόπηκαν προσωρινά και η περιοχή γύρω από τη σπηλιά κηρύχθηκε στρατιωτική. Ξανάρχισαν το 1990, αλλά μερικούς μήνες αργότερα σταμάτησαν οριστικά, αφού προηγουμένως είχαν γίνει πρωτοσέλιδα θεωρίες για αποθήκευση εκεί πυρηνικών κεφαλών.
Δυστυχώς, τα έργα αυτά προκάλεσαν ανυπολόγιστη καταστροφή και αλλοίωση σε έναν σπουδαίο αρχαιολογικό χώρο μια και, μεταξύ άλλων, απομακρύνθηκε το πλούσιο σε λατύπη χώμα, έγινε εμβάθυνση του δαπέδου μέχρι και 6 μέτρα και αφανίστηκαν βάραθρα και τούνελ της λίμνης.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ακουγόταν ότι στη σπηλιά γινόντουσαν συγκεντρώσεις και τελεστές σατανιστών ή ομάδων Μαύρης Μαγείας.
Στη σημερινή είσοδο της σπηλιάς, βρίσκονται δύο εκκλησάκια. Το νότιο, λαξευμένο κυριολεκτικά μέσα στον βράχο, είναι αφιερωμένο στον Άγιο Σπυρίδωνα και χρονολογείται στο 10ο ή 11ο αιώνα μΧ., ενώ το βόρειο, που «βλέπει» προς το εσωτερικό της σπηλιάς, αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο, είναι μεταγενέστερο. Και στα δύο υπάρχουν σπαράγματα τοιχογραφιών, οι οποίες χρονολογούνται στο 1233/1234. Μερικές αγιογραφίες έχουν αποτοιχιστεί και σήμερα βρίσκονται στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών.
Από πολλούς μελετητές έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι, στην είσοδο της σπηλιάς, υπήρχε κατά την αρχαιότητα λατρευτικό Ιερό, αφιερωμένο στον θεό Πάνα.
Οι καταρράκτες Βαλανάρη στο Ντράφι
Είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κάποιος ότι στην πυκνοκατοικημένη περιοχή Nτράφι, στη νοτιοανατολική πλευρά της Πεντέλης, βρίσκεται μία πραγματική όαση πράσινου με δύο μικρούς καταρράκτες 6 περίπου μέτρων. Πρόκειται για τους καταρράκτες που σχηματίζονται στο μέσον της διαδρομής (16 χλμ. περίπου) του ρέματος Βαλανάρη, που ξεκινάει από τα υψώματα της Μαυρηνόρας, στην νότια Πεντέλη και συμβάλει με το Μεγάλο Ρέμα της Ραφήνας, το μεγαλύτερο ρέμα της Ανατολικής Αττικής.
Η ονομασία Βαλανάρης αποδίδεται στις πολλές βελανιδιές που υπήρχαν κάποτε στους γύρω λόφους, πριν αρχίσει η ανεξέλεγκτη δόμηση, ή οι πυρκαγιές που ταλαιπωρούν κάθε λίγο και λιγάκι την περιοχή.
Αφήνοντας το αυτοκίνητο πάνω στον δρόμο και κατεβαίνοντας το μικρό αλλά απότομο μονοπάτι μέχρι τους καταρράκτες και τις μικρές λιμνούλες, εντυπωσιάζεσαι από το πείσμα της φύσης να αντιστέκεται στην καταστροφή, διατηρώντας την πλούσια βλάστηση και την ομορφιά της, συνθέτοντας ένα ειδυλλιακό σκηνικό.
Άραγε, για πόσο ακόμη;
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ζήσης Βαγγέλης, «Πενυέλη, Ιστορία, Θρύλοι, Μυστήρια. Εκδ. Αλλωστε, Αθήνα, 2013.
Καμπούρογλου Δημήτρης, «Ο Αναδρομάρης της Αττικής». Εκδ. Μιχαήλ Ζηκάκης, Αθήνα, 1920
Καμπούρογλου Δημήτρης, «Η Δούκισσα της Πλακεντίας». Εκδ. Bιβλιοπωλείο Λαβύρινθος, Αθήνα, 2012.
Κατάλογος Εκθεσης «Δούκισσα της Πλακεντίας. Η ιστορία που γέννησε τον μύθο». Εκδ. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα, 2010
Φουντουλάκη – Μπαδήμα Ολγα. «Η Δούκισσα της Πλακεντίας και οι Αρχιτέκτονές της». Εκδ. ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ Α.Ε.Β.Ε., Αθήνα, 2011.
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
books.google.gr
facebook – Παλιές Φωτογραφίες της Πεντέλης
PDF – Διαχρονική εξέλιξη της κατάστασης περιβάλλοντος (γεωλογία – γεωμορφές) και των χρήσεων γης, σε αργούντα λατομεία του Πεντελικού Όρους (Αττική)
iranon.gr
byzantinemuseum.gr
«Πηγή: https://www.athensvoice.gr/life/urban-culture/athens/745936-i-penteli-pio-attiko-voyno-i-istoria-kai-ta-mystika-tis»