Ένα δυο χιλιόμετρα από τα Πηγάδια της Καρπάθου μέσα σ’ ένα ολοπράσινο πευκόδασος που καταλήγει στη γαλανή θάλασσα βρίσκεται το γραφικό εκκλησάκι της Λαρνιώτισσας. Είναι αφιερωμένο στο γεννέσιο της Παναγίας και γιορτάζει στις 8 του Σεπτέμβρη. Το ιστορικό του μοναστηριού χάνεται μέσα στους αιώνες και στην εποχή που η Κάρπαθος υπέφερε από τους πειρατές.
Ο Σκλάβος
Πριν από τρεις ή τέσσερες αιώνες πειρατές, σε μια επιδρομή στην Κάρπαθο, έκλεψαν ένα επτάχρονο αγόρι, το μοναχοπαίδι μιας Μενεδιάτισσας, και το πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Η πονεμένη μάνα απόθεσε όλες της τις ελπίδες στην Παναγία, παρακαλώντας την καθημερινά να της φέρει πίσω το παιδί της και για τριάντα χρόνια πήγαινε κάθε Σάββατο στην Αγία Κυριακή για ν’ ανάψει τα καντήλια της.
Ένα απ’ αυτά τα Σάββατα σαν έφτασε στην Αγία Κυριακή και άναψε τα καντήλια, άκουσε μια γυναικεία φωνή που της έλεγε να πάρει το μονοπάτι και να κατέβει τον γκρεμό πούχε νέα για το παιδί της. Μόλις κατέβηκε το γκρεμό άκουσε πάλι τη φωνή που της έλεγε να πάει στο «Μεγάλο Σκίνο». Την ίδια ώρα έτυχε να περνά απ’ εκεί ο Βασιλής του Μανιά που είχε ακούσει κι αυτός την ίδια φωνή και συνάντησε την Μενεδιάτισσα που έψαχνε για το σημείο που της είχε υποδειχθεί. Ο Βασιλής, που ήξερε καλά την περιοχή, την οδήγησε στο «Μεγάλο Σκίνο» κι εκεί ψάχνοντας βρήκαν την εικόνα της Παναγίας. Έμειναν κι οι δυο άφωνοι μπροστά στο θαύμα και πριν ακόμη συνέλθουν από τη συγκίνηση, ένας άγνωστος ηλιοκαμένος άντρας παρουσιάζεται μπροστά τους και ρωτά να μάθει ποιος δρόμος οδηγεί στις Μενετές.
Όταν οι πειρατές έκλεψαν το γιο της Μενεδιάτισσας τον πούλησαν σ’ ένα σκλαβοπάζαρο της Ανατολής, και σαν μεγάλωσε τον έβαλαν ναύτη στα καράβια. Το εφτάχρονο παιδί γνώριζε ότι καταγόταν από την Κάρπαθο και τις Μενετές – και κράτησε στο παιδικό του μυαλό μερικές εικόνες από τη ζωή του στο νησί. Πολλές φορές, όταν περνούσε από το Καρπάθικο πέλαγος και αντίκριζε τα βουνά της Καρπάθου, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά γιατί ήξερε πως κάπου εκεί ζούσαν οι δικοί του. Μετά από χρόνια, το καράβι μετέφερε ξυλεία στην Αίγυπτο και πέρασε πιο κοντά από τη στεριά για να πιάσουν τα πανιά του τον αέρα που κατέβαινε από τα βουνά της Καρπάθου.
Δεν είχε ακόμη ξημερώσει όταν ο ναύτης αντίκρισε τα βουνά της Καρπάθου, πιο κοντά από κάθε άλλη φορά. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και η επιθυμία του να βγει έξω στο νησί μεγάλωνε. Παρουσιάζεται τότε η οπτασία μιας γυναίκας που τον παρακινεί να πέσει στη θάλασσα και κολυμπώντας να βγει στη στεριά. Όμως εκείνος δείλιασε γιατί το καράβι περνούσε σε αρκετή απόσταση από τη στεριά. Πάλι η οπτασία εμφανίζεται και τον συμβουλεύει να ρίξει ένα από τα ξύλα στη θάλασσα και με τη βοήθεια του να φτάσει στην ακτή. Αυτή τη φορά δεν δίστασε, πέφτει στη θάλασσα και στηριγμένος πάνω στο ξύλο βλέπει το καράβι να απομακρύνεται σιγά-σιγά.
Είχε πια ξημερώσει όταν το καράβι χάθηκε μέσα στο πέλαγος, πίσω από τον ορίζοντα και ο σκλάβος κολυμπώντας έφτασε κατάκοπος στην ακτή και βγήκε στη στεριά. Ξεκουράστηκε λίγο και για περισσότερη ασφάλεια απομακρύνθηκε προς το εσωτερικό του νησιού, μέχρι το «Μεγάλο Σκίνο», εκεί που συνάντησε τη Μενεδιάτισσα και το Βασιλή του Μανιά. Στην ερώτηση για το δρόμο που πάει στις Μενετές, η Μενεδιάτισσα απάντησε ότι κι αυτή πήγαινε προς τα ’κει και αν ήθελε να την ακολουθήσει. Αλλά όταν έφτασαν στη Βαθά είχε πια σουρουπώσει και η Μενεδιάτισσα του πρότεινε να περάσει τη νύχτα στο στάβλο της και το πρωί να πάει στις Μενετές.
Μάνα και Γιος
Μαγείρεψε ότι πρόχειρο είχε και με το φως του λυχναριού δείπνησαν μάνα και γιος. Πριν ο ξένος πέσει να πλαγιάσει πάνω στο σοφά που τούστρωσε η Μενεδιάτισσα, είδε το εικόνισμα της Παναγίας πάνω στο ράφι με το καντήλι και κάτι ξεκαθάρισε μέσα στο θολωμένο του μυαλό. Από ένστικτο ή από κάποια παλιά συνήθεια έκαμε το σταυρό του κι έπεσε να κοιμηθεί.
Όμως ο ύπνος δεν έπαιρνε και τη Μενεδιάτισσα. Μέσα στο μυαλό της στριφογύριζε το εικόνισμα της Παναγίας στο σκίνο και βούιζε στ’ αυτιά της η φωνή που της έλεγε: «Έλα πούχω νέα για το παιδί σου». Μ’ αυτές τις σκέψεις πήγε κι έκατσε δίπλα στον κοιμισμένο άγνωστο, χωρίς να μπορεί να πάρει τη ματιά της από πάνω του. Ο λογισμός της πήγε πίσω στο παιδί της και σκέφτηκε ότι αν ζούσε ο γιος της θα ήταν κι αυτός στην ίδια ηλικία. Ξαφνικά σαν αστραπή πέρασε από το νου της η σκέψη μήπως κι ήταν τούτος ο άγνωστος ο γιος που περίμενε και της τον έφερε η Παναγία; Αλλά πάλι πλημμύρισε την καρδιά της η αμφιβολία: «Η Παναγία μου είπε ότι θα μούφερνε νέα για το γιό μου, όχι όμως και το ίδιο μου το παιδί».
Ίσως πάλι, σκέφτηκε, ο άγνωστος να είχε κάποιο νέο για το παιδί της γιατί εφαίνετο ότι ερχόταν από χώρες μακρινές. Της ήλθε η επιθυμία να τον ξυπνήσει και να τον ρωτήσει, αλλά όταν είδε πόσο βαθιά κοιμόταν τον λυπήθηκε. Τριάντα χρόνια μαράθηκε η νιότη της να περιμένει, για μια νύχτα ακόμη θα έκανε υπομονή. Μόλις τελείωσε αυτή τη σκέψη ξανάρχισε που την αρχή και παίδευε το μυαλό της, μέχρι τις πρωινές ώρες που την πήρε ο ύπνος.
Έτσι δεν άκουσε το πρωινό λάλημα του πετεινού που ξύπνησε τον ξένο και τη βρήκε να κοιμάται στα πόδια του. Εκείνος σηκώθηκε με προσοχή για να μη την ξυπνήσει, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Το μυαλό του άρχισε και πάλι να ξεθολώνει και από ένστικτο πήγε στον απόπατο (υπαίθριο αποχωρητήριο) που ήταν καμιά εικοσαριά μέτρα πίσω από το στάβλο.
Ξαναγύρισε και μπήκε μέσα στο φουρνόσπιτο πού’ταν δίπλα στο στάβλο. Όταν ήταν μικρός εκεί είχαν ένα μεγάλο κουβά που έβαζαν νερό για να ποτίσουν τα ζώα και για να πλένονται. Τώρα βρήκε τον κουβά άδειο γιατί, με τα συμβάντα της προηγούμενης μέρας, η Μενεδιάτισσα δεν βρήκε τον καιρό να πάει να φέρει νερό. Ο ξένος πήρε τον κουβά και από ένστικτο τράβηξε για το Βρουτσά, εκεί που όταν ήταν μικρός πήγαινε με τη μάνα του για να φέρουν νερό από μια μικρή πηγή.
Στο μεταξύ, από τη θυρία και τις χαραμάδες της πόρτας, μπήκε το φως της μέρας μέσα στο στάβλο και ξύπνησε τη Μενεδιάτισσα. Τρόμαξε όταν είδε ότι έλειπε ο ξένος και για μια στιγμή νόμισε ότι η «φωνή», το εικόνισμα της Παναγίας και ο ξένος ήταν ένα όνειρο. Συνήλθε όμως, όταν είδε τα στρωσίδια που κοιμήθηκε τη νύχτα και πετάχτηκε επάνω. Άνοιξε την πόρτα, βγήκε στην αυλή και κοίταξε τριγύρω ψάχνοντας για τον ξένο.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και τον βλέπει να γυρίζει με τον κουβά γεμάτο νερό. Μόλις έφτασε κοντά της και είδε την ταραχή της, της λέει: «Ο κουβάς ήταν άδειος και πήγα μέχρι το Βρουτσά να φέρω νερό». Πριν καλά-καλά τελειώσει την κουβέντα του ο ξένος, η καρδιά της μάνας είχε καταλάβει: «Παιδί μου!!!» πρόφτασε να πει και λιποθύμησε. Πήρε ο γιος τη μάνα στην αγκαλιά του και την ακούμπησε πάνω στη πεζούλα. Της έπλυνε το πρόσωπο με λίγο νερό και η μάνα συνήλθε. Η Παναγία έκαμε το θαύμα της!!!
Το Μοναστήρι
Μόλις έφυγε η Μενεδιάτισσα με τον άγνωστο για τη Βαθά, ο Βασιλής έβαλε το εικόνισμα μέσα στον τουβρά που ήταν κρεμασμένος πάνω στο σαμάρι και ξεκίνησε για τη Βαργάρα. Πεζός πήγαινε ο Βασιλής γιατί το θεώρησε αμάρτημα να ξανακαβαλικέψει. Πολλές φορές είχε ακούσει από τον παπά που διάβαζε το Ευαγγέλιο στην εκκλησία, ότι ο Χριστός καβάλα πάνω στο γαϊδούρι πήγε στα Ιεροσόλυμα και δεν το έβρισκε σωστό να μοιραστεί τέτοια τιμή με το εικόνισμα.
Μόλις ο Βασιλής μπήκε στο μαντροκάισμα του, καθάρισε το εικόνισμα με λάδι και κρασί, τό’βαλε στο εικονοστάσι του στάβλου, δίπλα στα άλλα εικονίσματα, άναψε το καντήλι, έκαμε το σταυρό του και το φίλησε. Το ίδιο έκαμε η γυναίκα του και ένα-ένα τα παιδιά του όταν γύρισαν το βράδυ με το κοπάδι από τη βοσκή. Την άλλη μέρα (που ξημέρωσε) το εικόνισμα είχε γίνει άφαντο. Ανήσυχος ο Βασιλής, πηγαίνει στο «Μεγάλο Σκίνο» και ξαναβρίσκει εκεί το εικόνισμα. «Η Παναγία δεν θέλει να φύγει από το σκίνο και πρέπει εδώ να χτίσω ένα εκκλησάκι να φιλοξενηθεί η Χάρη Της», σκέφτηκε.
Για να θεμελιώσει ο Βασιλής το μοναστήρι, έπρεπε πρώτα να κόψει τον σκίνο και να καθαρίσει το μέρος. Τόσο είχε ξαπλωθεί και ψηλώσει ο σκίνος που έμοιαζε με μεγάλο δέντρο. Ήταν ο μεγαλύτερος στη χερσόνησο της Πατέλλας και γνωστός στους κτηνοτρόφους της περιοχής ως ο «Μεάλος Σκίνος». Η παράδοση αναφέρει ότι ο Βασιλής έβγαλε εφτά μουλαρές ξύλα από τον «Μεάλο Σκίνο». Δεν γύρισε ο χρόνος και ο Βασιλής με τα παιδιά του έχτισαν ένα μικρό εκκλησάκι που χωρούσε τον παπά, την οικογένεια του Βασιλή και τους λίγους εποχικούς κατοίκους της Πατέλλας – και έβαλε μέσα το εικόνισμα.
Η Γιορτή
Επειδή το εικόνισμα βρέθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου, ανήμερα των γενεθλίων της Παναγίας, ο Βασιλής αποφάσισε να γιορτάζεται το εκκλησάκι αυτή την ημέρα. Άλλωστε εξυπηρετούσε και τον ίδιο γιατί τέτοια εποχή το κοπάδι του βοσκούσε στην Πατέλλα. Για να λειτουργήσει έφερε έναν Απερίτη παπά, πού’το και γεωργός και έμενε τον πιο πολύ καιρό εκεί κοντά, στο Ποσί. Μαζεύτηκε η οικογένεια του Βασιλή και μερικοί γείτονες, ήρθε και η Μενεδιάτισσα με το γιό της – που πάνω στο χρόνο παντρεύτηκε – και τη γυναίκα του και έφερε ένα σιταρένιο άρτο και λάδι για το καντήλι της Παναγίας. Όταν τελείωσε η λειτουργία έκοψαν τον άρτο και όλοι μαζί έκατσαν κάτω από έναν μεγάλο πεύκο και έφαγαν πριν πάρουν το δρόμο για την επιστροφή.
Τον άλλο χρόνο, όταν τελείωσε η λειτουργία, πήγαν όλοι στο μαντροκάισμα του Βασιλή, που έσφαξε μια κατσίκα και την μαγείρεψε με φρέσκο χόντρο. Έφαγαν την κατσίκα, τυρί και σιτάκα από τη μάντρα και ήπιαν και κρασί που έφερε η Μενεδιάτισσα από το αμπέλι της στη Βαθά. Αυτό συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια και με το καιρό το εκκλησάκι γινόταν πιο γνωστό. Επειδή εκεί κοντά υπήρχε ένας ξεροπόταμος ο Λαρνιώτης, πήρε το όνομα η Παναγία η Λαρνιώτισσα ή και μόνο η Λαρνιώτισσα.
Όταν πέθανε η Μενεδιάτισσα, ο γιος της με τη γυναίκα του και τα παιδιά τους – και αργότερα οι απόγονοι τους – συνέχισαν να τιμούν τη γιορτή της Λαρνιώτισσας και με τον καιρό δημιουργήθηκε μια Μενεδιάτικη παράδοση να τιμούν κάθε χρόνο τη Χάρη της. Πέθανε και ο Βασιλής και οι απόγονοι του, που κληρονόμησαν το εκκλησάκι, φρόντιζαν για τη συντήρηση του, για τη γιορτή και το τραπέζι της Παναγίας. Με το καιρό προστέθηκαν τα λυροτσάμπουνα και ο χορός, και η Βαργάρα αντηχούσε από τις μαντινάδες για το θαύμα της Παναγίας.
Καινούργια Εκκλησία
Πέρασαν τουλάχιστον τέσσερες γενιές από την εποχή του Βασιλή του Μανιά μέχρι που ο απόγονος του Βασίλης Δασκαλάκης κληρονόμησε τη μάντρα, τα μαντροκαΐσματα και το εκκλησάκι της Λαρνιώτισσας. Ο Βασιλής ο νεότερος γεννήθηκε γύρω στο 1860 και ήταν και αυτός γνωστός ως ο Βασιλής του Μανιά. Μαζί με το εκκλησάκι ο Βασιλής κληρονόμησε και την υποχρέωση της συντήρησής του και τη διατήρηση της γιορτής του πανηγυριού.
Ο Βασιλής παντρεύτηκε, έκαμε μεγάλη οικογένεια και άφησε πολλούς απογόνους. Στο συγγενολόι του Βασιλή προστέθηκε και της γυναίκας του και χρειαζόταν μεγαλύτερη εκκλησία για να τους χωρέσει. Γύρω στο 1900, μόλις τελείωσε το πανηγύρι της Παναγίας, ο Βασιλής χάλασε το μικρό εκκλησάκι και στη θέση του έχτισε πιο μεγάλο, το μοναστήρι που υπάρχει σήμερα. Δεν πρόφτασε όμως να το σκεπάσει γιατί μπήκε ο χειμώνας κι έπρεπε να μεταφέρει το κοπάδι του στον Πετρωνά για βοσκή.
Στον Πετρωνά μέτρησε ο Βασιλής τις κατσίκες και τις προβατίνες του και σαν είδε ότι έλειπαν μερικές που ξεμοναχιάστηκαν έστειλε την κόρη του την Κυρανιά στην Πατέλλα να ψάξει να τις βρει και να τις φέρει πίσω. Όταν η Κυρανιά έφτασε κοντά στη Λαρνιώτισσα βλέπει την οπτασία μιας γυναίκας που της έλεγε: «Με άφησε ξεσκέπαστη ο πατέρας σου και βρέχομαι». Όταν η Κυρανιά επέστρεψε στον Πετρωνά και διηγήθηκε στο πατέρα της το γεγονός, ο Βασιλής πήρε αμέσως την απόφαση: «Πρέπει να πάω να σκεπάσω την Παναγία».
Με τους συγγενείς και τους Πηγαδιώτες να πληθαίνουν και την εκκλησία μεγαλωμένη, μεγάλωσε και το πανηγύρι. Εκτός από τον Βασιλή και τους συγγενείς του και άλλοι προσκυνητές έκαναν ταξίματα και έφερναν σφαχτά, άρτους, λάδι, κρασί, φρούτα και άλλα φαγώσιμα για το τραπέζι της Παναγίας. Αργότερα το εκκλησάκι παραχωρήθηκε στη Μητρόπολη και τη διαχείριση ανέλαβε η εκκλησιαστική επιτροπή της Βαγγελίστρας.
Μέσα στο τοπίο του μοναστηριού προστέθηκε και ο Σταυρός. Γύρω στο 1970, στον απέναντι λόφο με φόντο τη θάλασσα τοποθέτησαν ένα σιδερένιο σταυρό, προσφορά των αειμνήστων αδελφών Παχούντη. Το 2003, με έξοδα του Μανώλη Κασσώτη, κατασκευάστηκε μια παραδοσιακή πετρόσκαλα με 121 σκαλοπάτια που καταλήγει στην κορυφή του λόφου, σε ένα λιθόκτιστο αυλόγυρο. Μέσα στον αυλόγυρο, λόγω φθοράς του παλιού, στήθηκε ένας μεγαλύτερος ανοξείδωτος σταυρός, δωρεά του Παναγιώτη και Ευαγγελίας Σκευοφύλακα. Το καλοκαίρι, δεκάδες τουρίστες επισκέπτονται το μοναστήρι, ανεβαίνουν στην κορυφή του λόφου για να δουν τον σταυρό και να απολαύσουν ένα μαγευτικό τοπίο που συνδυάζει απότομους γκρεμούς, το δάσος και τη θάλασσα. Την ημέρα και τη νύχτα που φωτίζεται ο Σταυρός φαίνεται από τα περαστικά πλοία και οι ψαράδες τον βάζουν για σημάδι.
Τα τελευταία χρόνια, έγιναν αρκετές επεκτάσεις και νέες εγκαταστάσεις στο μοναστήρι, η γιορτή και το πανηγύρι της Παναγίας πήραν καινούργια αίγλη. Χτίστηκαν μαγειρείο με αποθήκες και αποχωρητήρια και φτιάχτηκαν υδατοδεξαμενές που μαζεύουν το νερό της βροχής. Η Επιτροπή έφτιαξε 102 υπαίθρια πέτρινα τραπέζια για να κάθονται οι προσκυνητές την μέρα του πανηγυριού. Το 2005 με έξοδα του Αντώνη Χατζημιχάλη ανακαινίστηκε η σκάλα και η αυλή της Παναγίας από πέτρα Καρύστου.
Για την επέκταση των εγκαταστάσεων η Φωτεινή Μαργαρίτη, η Καλλιόπη Αντ. Παπαδάκη, η Βενετία Βλαστού και τα τέκνα του Γεωργίου και της Ελένης Σαρρή δώρισαν τα κτήματα τους στην περιοχή του μοναστηριού. Το 2004 αποπερατώθηκε το Αρχονταρίκι, δωρεά του Παναγιώτη και Ευαγγελίας Σκευοφύλακα, ένα απέριττο οίκημα που συμπληρώνει και στολίζει το οικοδομικό συγκρότημα του μοναστηριού. Το Μοναστήρι μέσα στα πεύκα και κοντά στη θάλασσα είναι από τα πιο όμορφα και παραδοσιακά τοπία της Καρπάθου, κατάλληλο για πολιτιστικές εκδηλώσεις και δραστηριότητες.
Τα τελευταία χρόνια οι προετοιμασίες για το πανηγύρι της Λαρνιώτισσα διαρκούν δυο μήνες και γίνονται πιο εντατικές όσο πλησιάζει η γιορτή της, ιδιαίτερα την τελευταία βδομάδα. Περισσότεροι από 50 άνδρες, γυναίκες, νέοι και νέες ακόμη και παιδιά εργάζονται αφιλοκερδώς, με όρεξη και μεράκι, αυτές τις μέρες το μοναστήρι μοιάζει με μελίσσι. Η εκκλησία μέσα και έξω και όλος ο περίβολος καθαρίζεται και στολίζεται. Τα φαγητά, προσφορές ευλαβών προσκυνητών, προετοιμάζονται και μαγειρεύονται. Τα πιάτα, τα μαχαιροπήρουνα και οι χαρτοπετσέτες ετοιμάζονται για το σερβίρισμα.
Ενωρίς την παραμονή καταφθάνουν οι προσκυνητές από τα Πηγάδια, τις Μενετές, το Απέρι, την Βωλάδα και την Αρκάσα, γύρω στις 3.000 άτομα για να προσευχηθούν και να παρακολουθήσουν τον μεγάλο εσπερινό, πολλοί φέρνουν άρτους και άλλα τάματα. Οι προσκυνητές κάθονται στα πέτρινα τραπέζια και στα ξύλινα που τοποθετηθήκαν στην αυλή και όπου αλλού υπάρχει ελεύθερος χώρος. Κοντά στο σούρουπο αρχίζει κατανυκτικός εσπερινός, με αρτοκλασία και διανομή του άρτου. Η ομορφιά του περιβάλοντος κι η υποβλητικότητα του δειλινού, δημιουργούν ψυχική ανάτασης, λες και επικοινωνείς με το Θείο.
Ακολουθεί το σερβίρισμα του φαγητού φτιαγμένο από κατσικίσιο κρέας κοκκινιστό με πιλάφι και πατάτες, σαλάτα, Καρπάθικες σαρδέλες, ψωμί, νερό και κρασί. Μέσα σε δυο ώρες όλοι έχουν σερβιριστεί και αρχίζει ο χορός με παραδοσιακά όργανα. Γύρω στις δυο με τρεις το πρωί φεύγουν οι προσκυνητές. Καμμιά εκατοστή απ’ αυτούς επιστρέφουν τ’ άλλο πρωί, ανήμερα της γιορτής της Παναγίας, για να ακούσουν την θεία λειτουργία. Την επόμενη αρχίζει το καθάρισμα που κρατάει δυο τρεις μέρες. Όλα θα καθαριστούν και θα μπουν στην θέση τους, το μοναστήρι πρέπει να είναι πάντοτε καθαρό να δέχεται τους προσκυνητές.
Εκτός από το πανηγύρι της Λαρνιώτισσας στη γιορτή της, γίνονται αρκετά μυστήρια και κάθε Πέμπτη βράδυ γίνεται παράκληση, με την συμμετοχή δεκάδων ευσεβών χριστιανών. Μόλις τελειώσει η παράκληση οι προσκυνητές συγκεντρώνονται στο Αρχονταρίκι, όπου τους προσφέρετε καφές, γλυκά, φρούτα και αναψυκτικά. Πολλοί συμπατριώτες μας ταξιδεύουν χιλιάδες μίλια για να παρευρεθούν στην Χάρη Της, να κάνουν τους γάμους τους και να βαπτίσουν τα παιδιά τους. Η Παναγία του «Μεγάλου Σκίνου» θερμαίνει την πίστη των ανθρώπων και κρατάει ζωντανές τις Καρπαθιακές παραδόσεις του Βασιλή, της Μενεδιάτισσας και του γιου της.
Larniotissa’s Chapel
By Manolis Cassotis
A couple of kilometers from the Pigadia of Karpathos in a green pine forest that ends in the blue sea is the picturesque chapel of Larniotissa. It is dedicated to the birth of the Virgin Mary and is celebrated on September 8. The history of the monastery is lost over the centuries and during the time when Karpathos suffered from pirates.
The Slave
Three or four centuries ago pirates, in a raid on Karpathos, stole a seven-year-old boy, the only child of a woman from Menetes, and sold him in the slave markets of the Middle East. The pained mother placed all her hopes in the Virgin Mary, begging her every day to bring her child back to her, and for thirty years she went every Saturday to Saint Sunday to light her candles.
One of those Saturdays, when she arrived at Saint Sunday and lit the candles, she heard a woman’s voice telling her to take the path and go down the cliff, to tell her news about her child. As soon as she went down the cliff, she heard the voice again telling her to go to the “Great Skin”. At the same time, the Vasilis (Billy) Manias happened to be passing by, who had also heard the same voice and met the woman from Menetes who was looking for the spot that had been pointed out to her. Vasilis, who knew the area well, led her to the “Great Skin” and there, searching, they found the icon of the Virgin Mary. They were both speechless before the miracle and before they could even recover from the emotion, an unknown sunburned man appeared before them and asked to know which road leads to Menetes.
When the pirates stole Menediatissa’s son, they sold him to a slave market in the East, and when he grew up, they put him on the ships as a sailor. The seven-year-old knew that he came from Karpathos and Menetes – and kept some images of his life on the island in his childhood mind. Many times, when he passed by the Karpathian sea and saw the mountains of Karpathos, his heart beat strongly because he knew that somewhere there his people lived. Years later, the ship was carrying timber to Egypt and passed closer to land so that its sails could catch the wind coming down from the Karpathian mountains.
It was not yet dawn when the sailor saw the Karpathian mountains, closer than ever. His heart was pounding and his desire to go out on the island was growing. Then the apparition of a woman appears, prompting him to fall into the sea and swim to land. But he was afraid because the ship was passing at a considerable distance from the land. Again, the apparition appears and advises him to throw one of the logs into the sea and with its help reach the shore. This time he didn’t hesitate, he fell into the sea and leaning on the wood he saw the boat slowly moving away.
It was already dawn when the boat disappeared into the sea, behind the horizon and the slave swam to the shore and went ashore. He rested for a while and for more safety moved towards the interior of the island, to the “Great Skin”, where he met Menediatissa and Vasilis Manias. When asked about the road to Menetes, Menediatissa replied that she too was going that way and if he wanted to follow her. But when they reached Vatha (settlement near Menetes) it was dusk and Menediatissa suggested that he spend the night in her stable and go to Menetes in the morning.
Mother and Son
She cooked what she had and by the light of the candle, mother and son had dinner. Before the stranger fell to sleep on the sleeping platform that the Menediatissa prepared for him, he saw the icon of the Virgin Mary on the shelf with the candlestick and something cleared up in his clouded mind. Out of instinct or some old habit, he crossed himself and fell asleep.
But Menediatissa couldn’t sleep. The icon of the Virgin Mary on the skin was spinning in her mind and the voice was buzzing in her ears saying: “Come, I have news about your child”. With these thoughts she went and sat next to the sleeping stranger, without being able to take her eyes off him. Her mind went back to her child, and she thought that if her son was alive, he would be the same age. Suddenly, like lightning, the thought crossed her mind, was this unknown man her son she was waiting, and the Virgin Mary brought to her? But doubt again flooded her heart: “Our Lady told me that she would bring me news about my son, but not my son himself.”
Perhaps again, she thought, the stranger had some news about her child because he seemed to come from faraway lands. She wanted to wake him up and ask him, but when she saw how soundly he slept she felt sorry for him. Thirty years her youth withered to wait, for one more night she was patient. As soon as she finished this thought, she started again from the beginning and trained her mind, until the morning hours when she fell asleep.
So, he did not hear the morning crowing of the rooster that woke the stranger and found her sleeping at his feet. He got up carefully so as not to wake her, opened the door and went out. His mind began to blur again, and he instinctively went to the outdoor latrine which was about twenty meters behind the stable. He turned again and entered the oven house which was next to the stable. When he was little there, they had a big bucket where they put water to water the animals and to wash. Now he found the bucket empty because, with the events of the previous day, Menediatissa did not find the time to go fetch water. The stranger took the bucket and instinctively went to Vrutsa (settlement near Menetes), where when he was little, he went with his mother to fetch water from a small spring.
In the meantime, through the small opening on the wall and the cracks in the door, daylight entered the stable and woke Menediatissa. She was startled when he saw that the stranger was missing and for a moment, he thought that the “voice”, the icon of the Virgin Mary, and the stranger were a dream. But he came to her senses when he saw the sheets he slept on at night and threw herself up. She opened the door, went out into the yard, and looked around for the stranger.
It wasn’t long before she saw him coming back with the bucket full of water. As soon as he reached her and saw her agitation, he told her: “The bucket was empty, and I went to Vrutsa to fetch water.” Before the stranger finished his conversation, the mother’s heart understood: “My child!!!” he managed to say and passed out. The son took the mother in his arms and placed her on the pavement. He washed her face with some water and the mother recovered. The Holy Mother performed her miracle!!!
The chapel
As soon as Menediatissa left with the stranger for Vatha, Vasilis put the icon inside the handbag that was hung on the saddle and started for Vargara (settlement near Pigadia). Vasilis went on foot because he considered it a sin to ride again. Many times, he had heard from the priest who was reading the Gospel in the church, that Christ rode on a donkey to Jerusalem and he did not think it was right to share such an honor with the icon.
As soon as Vasilis entered his stable, he cleaned the icon with oil and wine, put it in the iconostasis, next to the other icons, lit the candle, made the cross and kissed it. So did his wife and one by one his children when they returned in the evening with the flock from the pasture. The next day, when dawn broke, the icon had disappeared. Worried, Vasilis goes to the “Great Skin” and finds the icon there again. “The Virgin Mary does not want to leave the skin and I must build a small church here for Her Grace to be”, he thought.
For Vasilis to build the monastery, he first had to cut the skin and clean the place. The skin had grown so tall that it looked like a big tree. It was the largest in the Patella peninsula and known to the breeders of the area as “Mealos Skinos”. Tradition says that Vasilis took seven mules of wood from “Mealo Skinos”. In a short time, Vasilis and his children built a small church that could accommodate the priest, Vasilis’ family and the few seasonal residents of Patella, and he put the icon inside.
Holiday
Because the icon was found on September 8, the day of the Virgin Mary’s birthday, Vasilis decided that the chapel should be celebrated on this day. After all, it also served him because at such a time his flock was grazing in Patella. For the service, he brought a priest from Aperi, who was also a farmer and lived for the longest time nearby, in Pigadia. The family of Vasilis and some neighbors gathered, Menediatissa also came with her son, who in time got married, and his wife and brought wheat bread and oil for the candlestick of the Virgin. When the service was over, they broke the bread, and all sat together under a large pine tree and ate before making their way back.
The mext year, when the service was over, they all went to Vasilis shepherd house, where he slaughtered a goat and cooked it with fresh weat. They ate the goat, cheese and “sitaka” from the goat’s milk and drank wine that Menediatissa brought from her vineyard in Vatha. This continued in the following years and with time the little chapel became better known. Because there was a dry river nearby called Larniotis, it got the name Panagia the Larniotissa or just the Larniotissa.
When Menediatissa died, her son with his wife and their children – and later their descendants – continued to honor the feast of Larniotissa, and over time a Menedian tradition was created to honor her Grace every year. Vasilis also died and his descendants, who inherited the small church, took care of its maintenance, for the selebration and the feast of the Virgin Mary. Over time, the lyre and the dance were added, and Vargara echoed from the “mandinades” about the miracle of the Virgin Mary.
New Chapel
At least four generations passed from the time of Vasilis Manias until his descendant Vassilis Daskalakis (he is your great-great grandfather, and your father has his name) inherited the sheep herd mantra, the shepherd house, and the small church of Larniotissa. Vasilis the Younger was born around 1860 and was also known as Vasilis Manias. Along with the chapel, Vasilis also inherited the obligation of its maintenance and the preservation of the celebration of the festival.
Vasilis married, raised a large family, and left many descendants. His wife’s relatives were added to the Vasilis and a bigger church was needed to accommodate them. Around 1900, as soon as the feast of Holy Mother was over, Vasilis demolished the small church and built a bigger one in its place, the monastery that exists today. But he did not have time to cover it because winter came, and he had to take his flock to Petronas (settlement near Aperi) for grazing.
In Petronas, Vasilis counted his goats and sheep, and when he saw that some were missing, he sent his daughter Kyrania (she is your grandfather’s mother) to Patella to look for them and bring them back. When Kyrania got close to Larniotissa, she saw the apparition of a woman who said to her: “Your father left me uncovered and I’m getting wet.” When Kyrania returned to Petronas and told her father about it, Vasilis immediately made the decision: “I must go and cover the Virgin”.
With the relatives and the people of Pigadia increasing and the chapel getting biger, so did the festival. Apart from Vasilis and his relatives, other pilgrims brought meats, bread, oil, wine, fruit and other edibles for the table of Panagia. Later the church was granted to the Metropolis and the management was taken over by the ecclesiastical committee of Vangelistra. (Anunciation).
The Cross was added to the landscape of the monastery. Around 1970, on the opposite hill with the sea in the background, they placed an iron cross, a gift from the late Pahoundis brothers. In 2003, at the expense of Manolis Cassotis, a traditional stone staircase with 121 steps was built that ends at the top of the hill, in a stone-built courtyard. Inside the courtyard, due to the wear and tear of the old one, a larger stainless-steel cross was erected, a donation of Panagiotis and Evangelia Skevofylakas. In the summer, dozens of tourists visit the monastery, climb to the top of the hill to see the cross and enjoy a magnificent landscape that combines steep cliffs, the forest, and the sea. During the day and at night when the Cross is illuminated, it is visible from passing ships and fishermen use it as a sign.
In the last years, several expansions and new facilities were made in the monastery, the celebration and the feast of the Virgin took on a new glory. A kitchen with storerooms and toilets were built and water tanks were built to collect rainwater. The Committee made 102 outdoor stone tables for the pilgrims to sit on the day of the festival. In 2005, at the expense of Anthony Hatzimichalis, the staircase and the courtyard of Panagia were renovated from Karystos stone.
For the expansion of the facilities, Fotini Margariti, Kalliopi Ant. Papapadaki, Venetia Vlastou and the children of George and Eleni Sarris donated their estates around the monastery. In 2004, the “Archontariki” (traditional house) was completed, a donation of Panagiotis and Evangelia Skevofylakas, an indispensable building that completes and decorates the building complex of the monastery. The Monastery, surrounded by pine trees and close to the sea, is one of the most beautiful and traditional landscapes of Karpathos, suitable for cultural events and activities.
In recent years, the preparations for the festival of Larniotissa last two months and become more intensive as her celebration approaches, especially in the last week. More than 50 men, women, even children, work unprofitably, with passion and passion, these days the monastery looks like a beehive. The church inside and outside and the whole area is cleaned and decorated. The food, offerings of pious pilgrims, is prepared and cooked. Plates, cutlery and napkins are prepared for serving.
Early on the eve the pilgrims arrive from Pigadia, Menetes, Aperi, Volada and Arkasa, around 3,000 people to pray and watch the great vespers, many bringing “artous” (extra-large bread to be blessed) and other food. Pilgrims sit on the stone tables and wooden tables placed in the courtyard and wherever there is free space. Close to dusk, an overwhelming vesper begins, with blessing and diastribution of “artous”. The beauty of the surroundings and the suggestiveness of the evening create a mental upliftment, as if you are communicating with the Divine.
This is followed by the serving of the food made of braised goat meat with pilaf and potatoes, salad, Karpathian sardines, bread, water and wine. Within two hours everyone has been served and the dance begins with traditional instruments. Around two to three in the morning the pilgrims leave. Around one hundred of them return the next morning, on the feast day of the Virgin Mary, to hear the divine service. The next day the cleaning begins, which lasts two or three days. Everything will be cleaned and put in place, the monastery must always be clean to receive the pilgrims.
In addition to the festival of Larniotissa on her feast day, several mysteries are held and every Thursday night there is a prayer, with the participation of dozens of devout Christians. As soon as the prayer is over, the pilgrims gather at the “Archodariki”, where is offer coffee, sweets, fruit and refreshments. Many of our compatriots travel thousands of miles to attend Her Grace, perform their weddings and baptize their children (including you). Our Lady of the “Mealo Skinos” warms people’s faith and keeps alive the Karpathian traditions of Vasilis, Menediatissa and her son.