Προπαγάνδα, αδυναμία πρόσβασης επί του πεδίου στη Γάζα, πίεση από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κοινή γνώμη σε παροξυσμό: τα μεγάλα δυτικά μέσα ενημέρωσης αντιμετωπίζουν μείζονες δυσκολίες για να καλύψουν τον πόλεμο ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Χαμάς, οι οποίες τα υποχρεώνουν να είναι πολύ επιφυλακτικά.
«Αυτός ο πόλεμος είναι μία από τις πιο περίπλοκες και τις πιο διχαστικές ιστορίες που έχουμε καλύψει ποτέ», ανέφερε η Ντέμπορα Τάρνες, πρόεδρος του κλάδου ενημέρωσης του βρετανικού ομίλου οπτικοακουστικών μέσων BBC, σε ανάρτησή της προχθές, Τετάρτη, στο Ίντερνετ.
Πρώτη ιδιαιτερότητα: είναι αδύνατο για τους ξένους δημοσιογράφους να πάνε στη Γάζα εξαιτίας του αποκλεισμού από το Ισραήλ και της απουσίας πρόσβασης μέσω της Αιγύπτου.
Εκεί έχουν απομείνει μόνο παλαιστίνιοι δημοσιογράφοι, οι οποίοι προμηθεύουν με εικόνες και πληροφορίες τα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Όμως και οι ίδιοι υφίστανται περιορισμούς λόγων των βομβαρδισμών ή των ελλείψεων καυσίμων και ηλεκτρικού.
Σύμφωνα με το συνδικάτο τους, 22 δημοσιογράφοι έχουν χάσει τη ζωή τους στη Λωρίδα της Γάζας από το ξέσπασμα του πολέμου μετά την αιματηρή επίθεση του ισλαμιστικού παλαιστινιακού κινήματος στις 7 Οκτωβρίου στο ισραηλινό έδαφος.
«Σε άλλες συγκρούσεις ήμασταν πάντα σε θέση να έχουμε ειδικούς απεσταλμένους. Εκεί, οι ομάδες μας στη Γάζα είναι αποκομμένες από τον κόσμο», εξηγεί ο Φιλ Τσέτγουιντ, διευθυντής ενημέρωσης του Γαλλικού Πρακτορείου, το οποίο έχει ένα γραφείο στη Λωρίδα της Γάζας.
Το πρακτορείο διαθέτει εκεί μια ομάδα αποτελούμενη από μια δεκαριά δημοσιογράφους. Αναγκάσθηκαν να φύγουν από την Πόλη της Γάζας και να κατευθυνθούν προς το νότιο τμήμα του θύλακα, όπου ζουν σε επισφαλείς συνθήκες, μερικοί από τους οποίους σε σκηνές.
Στο Ισραήλ, η κυβέρνηση έχει καταγράψει έναν εντυπωσιακό αριθμό 2.050 δημοσιογράφων που έχουν έρθει για να καλύψουν τη σύγκρουση. Οι περισσότεροι είναι οι Αμερικανοί (358), οι Βρετανοί (281) και οι Γάλλοι (221). Η Ουκρανία, χώρα που βρίσκεται η ίδια σε πόλεμο, έχει στείλει δύο δημοσιογράφους.
Νοσοκομείο
Συνέπεια της «μιντιακής ασφυξίας» της Γάζας, σύμφωνα με τη διατύπωση των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, είναι το γεγονός ότι τα μέσα ενημέρωσης εξαρτώνται περισσότερο από «’επίσημες’ πηγές κάθε πλευράς, χωρίς να μπορούν να ελέγχουν κατά πόσον οι πληροφορίες είναι αληθείς», ανέφερε σε ανακοίνωσή της, εκφράζοντας τη λύπη της γι’ αυτό, η Διεθνής Ομοσπονδία Δημοσιογράφων (IFJ).
Και η Διεθνής Ομοσπονδία Δημοσιογράφων επιπλήττει: «Συγχέοντας την ταχύτητα με τη βιασύνη, πολυάριθμα μέσα ενημέρωσης δημοσίευσαν έτσι ψευδείς πληροφορίες και εικόνες, τις οποίες δεν είχαν εντάξει μέσα στο γενικότερο πλαίσιο, τις οποίες δεν είχαν επαληθεύσει».
Πρώτα ισχυρισμούς για αποκεφαλισμό μωρών από τη Χαμάς, οι οποίοι αναμεταδόθηκαν ευρύτατα χωρίς ωστόσο να καταστεί δυνατό να επαληθευθούν.
«Θα έπρεπε να είμαι πιο προσεκτική στα λόγια μου», δήλωσε ζητώντας συγγνώμη στις 12 Οκτωβρίου μέσω του μέσου κοινωνικής δικτύωσης X μια παρουσιάστρια του αμερικανικού τηλεοπτικού δικτύου CNN, η Σάρα Σίντνερ.
Ακόμη μεγαλύτερη πολεμική προκάλεσε η περίπτωση του νοσοκομείου Αχλί Άραμπ στη Γάζα.
Στις 17 Οκτωβρίου, πολυάριθμα μέσα ενημέρωσης, μεταξύ των οποίων το Γαλλικό Πρακτορείο, αναμετέδωσαν τους ισχυρισμους του υπουργείου Υγείας της Χαμάς, σύμφωνα με τους οποίους «200 ως 300» άνθρωποι είχαν σκοτωθεί από πλήγμα σ’ αυτό το νοσοκομείο – ένα πλήγμα που το υπουργείο της Χαμάς απέδωσε στο Ισραήλ.
Το Ισραήλ το διέψευσε υποστηρίζοντας ότι επρόκειτο για μια «αποτυχημένη εκτόξευση ρουκέτας» του παλαιστινιακού κινήματος Ισλαμικός Τζιχάντ.
– Mea culpa –
Έκτοτε αριθμός μέσων ενημέρωσης κλίνουν προς αυτή την τελευταία εκδοχή, στη βάση πηγών των υπηρεσιών πληροφοριών και αναλύσεων βίντεο. Όμως δεν υπάρχει καμιά βεβαιότητα, ούτε και για τον αριθμό των θυμάτων.
Αυτό έκανε τους New York Times και τη Le Monde να διατυπώσουν δημόσια ένα mea culpa.
«Οι πρώτες εκδοχές της κάλυψης του θέματος (…) βασίζονταν υπερβολικά στους ισχυρισμούς της Χαμάς και δεν ανέφεραν ξεκάθαρα πως οι ισχυρισμοί αυτοί δεν μπορούσαν να επαληθευθούν αμέσως», παραδέχθηκε τη Δευτέρα η αμερικανική εφημερίδα.
«Επιδείξαμε έλλειψη σύνεσης», ανέφερε την Τρίτη η γαλλική εφημερίδα.
«Μπορώ να δω αδυναμίες στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάσαμε την πληροφορία: ήμασταν υποχρεωμένοι να την αναφέρουμε, όμως βλέποντας το θέμα από απόσταση, θα μπορούσαμε να το είχαμε γράψει με πιο επιφυλακτικές διατυπώσεις και να είχαμε επιμείνει περισσότερο στο τι δεν γνωρίζουμε», εκτιμά ο Φιλ Τσέτγουιντ, ο διευθυντής ενημέρωσης του Γαλλικού Πρακτορείου.
«Είναι εύκολο εκ των υστέρων, αλλά στον πραγματικό χρόνο της επικαιρότητας, είναι λιγότερο προφανές», συνεχίζει.
Η αποστολή περιπλέκεται από το γεγονός ότι ο παραμικρός ισχυρισμός, η παραμικρή εικόνα, μπορούν να γίνουν viral στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να προκαλέσουν κατηγορίες για μεροληψία από την ήδη πολύ διχασμένη κοινή γνώμη.
«Σε κάθε πόλεμο, το να ξέρεις τα πράγματα με βεβαιότητα παίρνει καιρό. Είναι ιδιαίτερα δύσκολο σ’ αυτή την περίπτωση, με δεδομένα τα πάθη και από τις δύο πλευρές (…) και τον τρόπο με τον οποίο ελέγχεται το πώς καλύπτουμε το θέμα», δηλώνει ένας υπεύθυνος της αμερικανικής εφημερίδας The Washington Post, ο Ντάγκλας Τζελ, στο podcast Recode Media.
Εξ ου και η σημασία του λεξιλογίου. Τα μέσα ενημέρωσης εκδίδουν εσωτερικές οδηγίες για τις λέξεις που θα πρέπει να χρησιμοποιούνται και γι’ αυτές που θα πρέπει να αποφεύγονται.
Οι πιο καυτές είναι «τρομοκρατία» και «τρομοκράτης». Το BBC επικρίθηκε επειδή δεν χαρακτήρισε έτσι τη Χαμάς. Απάντησε πως δεν χρησιμοποιεί τον όρο «τρομοκράτης» παρά μόνο όταν αναμεταδίδει δηλώσεις σε εισαγωγικά, χωρίς να τον υιοθετεί.
Η πολιτική αυτή είναι επίσης αυτή που ακολουθεί το Γαλλικό Πρακτορείο.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ.