Γράφει η Φαίη Καραβίτη *
Θα μπορούσε να είναι πολιτικό θρίλερ για το Netflix. Μια παλιά βίλα κρυμμένη σε ένα χιονισμένο δάσος της ανατολικής Γερμανίας. Προσκλήσεις που μοιράζονται υπό άκρα μυστικότητα. Πολιτικοί, επιχειρηματίες, φιλόδοξοι φανατισμένοι νέοι. Στο επίκεντρο, ένα εξωφρενικό, ακραίο σχέδιο που ενώνει και συναρπάζει τους συμμετέχοντες. Η συνάντηση ακροδεξιών και νεοναζί που έγινε τον περασμένο Νοέμβριο στο Πότσνταμ δεν είναι όμως σκηνοθετικό εύρημα. Όπως και το σχέδιο ομαδικών δια της βίας απελάσεων μεταναστών – και όχι μόνο – δεν είναι κινηματογραφικό σενάριο.
Οι αποκαλύψεις της ιστοσελίδας ερευνητικής δημοσιογραφίας «Correctiv» ανέδειξαν κάτι που όλοι υποψιάζονταν: Ότι η Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) σχεδιάζει να κυβερνήσει «απαλλάσσοντας» τη χώρα από μερικά εκατομμύρια «μελαχρινούς» μετανάστες, ακόμη και αν πλέον διαθέτουν γερμανική υπηκοότητα.
«Σχέδιο Μαδαγασκάρη» 2.0
Ούτε το σχέδιο βέβαια είναι κάτι πρωτότυπο. Τα προφανή πρότυπα των σημερινών ακροδεξιών είχαν οραματιστεί το «Σχέδιο Μαδαγασκάρη» κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο εβραϊκός – και όχι μόνο – πληθυσμός της Γερμανίας θα εκτοπιζόταν στη Μαδαγασκάρη. Η ιδέα προωθήθηκε σθεναρά από τον Φραντς Ραντεμάχερ, επικεφαλής του Εβραϊκού Τμήματος του ναζιστικού υπουργείου Εξωτερικών και προέβλεπε ότι με τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας, το Παρίσι θα εκχωρούσε την τότε αποικία του στη Γερμανία. Ο Χίτλερ ενέκρινε την πρόταση και το 1940 διέταξε να ξεκινήσει ο εκτοπισμός ενός εκατομμυρίου Εβραίων τον χρόνο επί τέσσερα χρόνια στη Μαδαγασκάρη, η οποία θα μετατρεπόταν σε στρατοκρατούμενο κράτος. Το σχέδιο αναβλήθηκε, ή μάλλον αντικαταστάθηκε από εκείνο της συστηματικής γενοκτονίας των Εβραίων, το οποίο θεωρήθηκε «αποτελεσματικότερο».
Στη βίλα του Πότσνταμ, το σχέδιο που παρουσίασε ο «διακεκριμένος» αυστριακός νεοναζί Μάρτιν Ζέλνερ, γνωστός θιασώτης του «κινήματος της ταυτότητας» στην Ευρώπη, προέβλεπε ότι τουλάχιστον δύο εκατομμύρια άνθρωποι θα απελαύνονταν δια της βίας σε κάποια χώρα της βόρειας Αφρικής, με την οποία η Γερμανία θα είχε συνάψει ειδική συμφωνία – με όρο χρηματοδότησης. Ακόμη και κάτοχοι γερμανικού διαβατηρίου θα συμπεριλαμβάνονταν στους υπό απέλαση, εφόσον είχαν μεταναστευτικό υπόβαθρο. Το σχέδιο έφερε τον πιο «τεχνικό» τίτλο «επαναμετανάστευση» (Remigration).
Η αποκάλυψη των σεναρίων που απεργάζεται η γερμανική ακροδεξιά για την περίπτωση που έρθει στην εξουσία κινητοποίησε έκτοτε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, που κατεβαίνουν καθημερινά στους δρόμους προκειμένου να διαδηλώσουν με σύνθημα «Το “ποτέ ξανά” είναι τώρα!». Όλοι οι υπουργοί, οι πρωθυπουργοί των κρατιδίων, τα ΜΜΕ, παίρνουν ξεκάθαρα θέση στηρίζοντας τις διαδηλώσεις κατά της AfD και παρακινώντας τους πολίτες να συμμετάσχουν. Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς συμμετείχε στις κινητοποιήσεις, ενώ ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ προσπέρασε την αναμενόμενη ουδετερότητα του αξιώματος και επαίνεσε τη γερμανική κοινωνία που «ξεσηκώνεται για την δημοκρατία και το Σύνταγμα, εναντίον της ακροδεξιάς».
Ακόμη και οι επιχειρήσεις δείχνουν να παίρνουν θέση. Μια από τις μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ επανακυκλοφόρησε παλιότερο βίντεο από κατάστημά της, στο οποίο είχε αδειάσει τα ράφια από όλα τα προϊόντα που παράγονται στο εξωτερικό, θέλοντας έτσι να δείξει πόσο μεγάλη είναι η σημασία των ανοιχτών συνόρων. Οικονομολόγοι προειδοποιούν για εκατομμύρια χαμενες θέσεις εργασίας εάν εφαρμοστούν οι απόψεις της AfD.
Οι γερμανικές ενοχές και η εκλογική …διαβολοχρονιά
Μετά την επανένωσή της, η Γερμανία δεν υπήρξε ποτέ αφελής σε ό,τι αφορά το παρελθόν της. Οι μαύρες σελίδες της ιστορίας της είναι συνεχώς παρούσες – σε ταινίες, ντοκιμαντέρ, μαθήματα, εκθέσεις, ημέρες μνήμης. Οι πολιτικοί απολογούνται συχνά για τα εγκλήματα των ναζί και, όπως αναδείχθηκε και μετά την επίθεση της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ τον περασμένο Οκτώβριο, το Βερολίνο εννοεί στην πράξη ότι το δικαίωμα ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ αποτελεί για αυτό «κρατική επιταγή». Η AfD δεν έχει κρύψει ποτέ ότι δεν συμφωνεί με την «διαρκή απολογία» για το γερμανικό παρελθόν. Ο αρχηγός της οργάνωσης Θουριγγίας και ένα από τα πλέον προβεβλημένα στελέχη του κόμματος, Μπγερν Χέκε, περιέγραφε ήδη από το 2017 το Μνημείο του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο ως «μνημείο της ντροπής», απέρριπτε τον χαρακτηρισμό του Χίτλερ ως «απόλυτο κακό» και διαμαρτυρόταν επειδή τα θετικά στοιχεία της γερμανικής ιστορίας εκείνης της περιόδου δεν προβάλλονταν όσο θα έπρεπε.
Τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά αν η Εναλλακτική για την Γερμανία δεν είχε σταθεροποιηθεί στη δεύτερη θέση των δημοσκοπήσεων με ποσοστά κοντά στο 22%, αν στην Ευρώπη και στον πλανήτη δεν δυνάμωναν οι λαϊκιστικές φωνές και αν φυσικά το 2024 δεν ήταν …διαβολοχρονιά κρίσιμων εκλογικών αναμετρήσεων – εντός και εκτός Γερμανίας. Το πρώτο – και πιθανότατα φαρμακερό – τεστ θα γίνει με τις ευρωεκλογές του Ιουνίου. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR), τα κόμματα «λαϊκιστικής, αντιευρωπαϊκής δεξιάς» αναμένεται να κερδίσουν τις εκλογές σε τουλάχιστον εννέα κράτη-μέλη της ΕΕ (Γαλλία, Αυστρία, Βέλγιο, Ιταλία, Σλοβακία, Τσεχία, Ουγγαρία, Ολλανδία, Πολωνία), ενώ τη δεύτερη ή τρίτη θέση εκτιμάται ότι θα καταλάβουν σε άλλες εννέα χώρες (Γερμανία, Ισπανία, Σουηδία, Βουλγαρία, Φινλανδία, Εσθονία, Λετονία, Πορτογαλία, Ρουμανία). Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, σχεδόν οι μισές έδρες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα καταληφθούν από ευρωβουλευτές εκτός των τριών μεγάλων πολιτικών ομάδων: του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, των Σοσιαλιστών-Δημοκρατών και των Φιλελευθέρων. Οι συνέπειες της «απότομης δεξιάς στροφής» θα γίνουν άμεσα αισθητές στις ευρωπαϊκές πολιτικές που αφορούν την κλιματική κρίση, την στήριξη της Ουκρανίας, τη διεύρυνση της ΕΕ και τη μετανάστευση.
Για τη Γερμανία τα πράγματα θα γίνουν ακόμη πιο δύσκολα μετά το καλοκαίρι. Τον Σεπτέμβριο θα διεξαχθούν κρατιδιακές εκλογές στη Σαξονία, στη Θουριγγία και στο Βρανδεμβούργο και, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η AfD προηγείται και στα τρία κρατίδια, με ποσοστά 32-36%. Είναι χαρακτηριστικό ότι π.χ. στη Θουριγγία, με τα σημερινά δημοσκοπικά δεδομένα, ένας κυβερνητικός συνασπισμός χωρίς την AfD θα προϋπέθετε την συμμετοχή σε αυτόν όλων των υπόλοιπων κομμάτων – τη συνύπαρξη δηλαδή μεταξύ άλλων Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και Αριστεράς.
Το φθινόπωρο θα διεξαχθούν επίσης οι εθνικές εκλογές στην Αυστρία, όπου το Κόμμα της Ελευθερίας (FPÖ) καλπάζει προς τη νίκη, με δημοσκοπικά ποσοστά μεταξύ 26% και 32% και πολύ δύσκολα θα μείνει εκτός της επόμενης κυβέρνησης.
Η χρονιά θα κλείσει με τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, με το ενδεχόμενο επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο να καθίσταται όλο και λιγότερο απίθανο.
Η σημασία – ή όχι – των διαδηλώσεων και η θεωρία του μπούμερανγκ
Οι διαδηλώσεις που γίνονται το τελευταίο διάστημα σε όλες τις γερμανικές πόλεις δεν μπορούν φυσικά να υποβαθμιστούν – ακόμη και αν η AfD, με μεθόδους Τραμπ, διαδίδει ότι οι εικόνες με τα πλήθη είναι είτε «fake news» είτε αποτέλεσμα επεξεργασίας με συστήματα τεχνητής νοημοσύνης. Η γερμανική κοινωνία φαίνεται πραγματικά να αφυπνίζεται απέναντι στον κίνδυνο της ακροδεξιάς. Η Γιούλια Έμπνερ, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για θέματα ακροδεξιάς, ριζοσπαστικοποίησης μέσω διαδικτύου και αποτροπής τρομοκρατίας, μίλησε στο ARD για ένα «ισχυρό μήνυμα, ότι η κοινωνία ενώνεται κατά του μίσους, του ρατσισμού και της εχθρότητας προς τη δημοκρατία» και πρόσθεσε ότι το πιο ελπιδοφόρο σε αυτές τις διαδηλώσεις για την ίδια είναι ότι συμμετέχουν όχι μόνο ακτιβιστές και μέλη πολιτικών οργανώσεων, αλλά πολίτες από όλο το πολιτικό φάσμα – συντηρητικοί και φιλελεύθεροι.
Πόσο όμως μπορούν να διαρκέσουν αυτές οι κινητοποιήσεις και τι αποτέλεσμα μπορούν πραγματικά να φέρουν; Αρκούν για να φθείρουν ένα κόμμα που πέρα από τους «ιδεολόγους του φασισμού», συγκεντρώνει σήμερα και μεγάλο μέρος των δυσαρεστημένων Γερμανών; Φτάνει να στηρίξουν τις διαδηλώσεις ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος και ο καγκελάριος ή μήπως φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα;
Σχολιάζοντας τις κινητοποιήσεις, ο ανταποκριτής της Neue Zürcher Zeitung στο Βερολίνο, Αλεξάντερ Κίσλερ, γνώρισε τις τελευταίες ημέρες απροσδόκητα μεγάλη δημοσιότητα, υποστηρίζοντας ότι, όταν όλοι συντονίζονται εναντίον της AfD, τότε επιβεβαιώνουν ακριβώς αυτό που υποστηρίζει το ίδιο το κόμμα: ότι αποτελεί «τη μοναδική εναλλακτική στο σύστημα». Ο αρθρογράφος κατηγόρησε τα γερμανικά ΜΜΕ ότι με τη στάση τους συντάσσονται με την κυβέρνηση, ενώ χαρακτήρισε «αξιολύπητη» τη δήλωση του Όλαφ Σολτς υπέρ των διαδηλώσεων και περιέγραψε ως «διχαστικό» τον λόγο του Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ.
Μια ολοκληρωμένη δημοκρατία πρέπει να τα χωράει όλα – και τους αγρότες να διαδηλώνουν με τα τρακτέρ τους και τους μηχανοδηγούς να απεργούν ακινητοποιώντας τα τρένα και τους πολίτες να διαδηλώνουν κατά της ακροδεξιάς ή όποιου άλλου, πιστεύει ο Κίσλερ, ο οποίος παλιότερα ζητούσε να μην δαιμονοποιείται η AfD, αλλά «να της δοθεί μια ευκαιρία». Είναι έτσι; Μπορεί η δημοκρατία να αυτοπροστατευτεί ή απαιτείται η διαρκής επαγρύπνηση των πολιτών;
Απαγόρευση …α λα ελληνικά;
Στο Spiegel που κυκλοφόρησε χθες αναλύεται η περίπτωση της Χρυσής Αυγής και της απαγόρευσής της έπειτα από δίκη και εξετάζεται το κατά πόσο θα μπορούσε η διαδικασία να αποτελέσει μοντέλο και για τη Γερμανία, σε μια περίοδο που έχει φουντώσει η συζήτηση σχετικά με το ενδεχόμενο να τεθεί εκτός νόμου η AfD. Την αρχή έκανε η συμπρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) Σάσκια Έσκεν, η οποία πριν από λίγες ημέρες πρότεινε να τεθεί το ζήτημα απαγόρευσης της AfD, προκειμένου, όπως είπε, «αν μη τι άλλο, να ταρακουνηθούν και να ξεβολευτούν οι ψηφοφόροι». Η γερμανική νομοθεσία, με το βλέμμα στην ιστορία της χώρας, προβλέπει απαγόρευση πολιτικού κόμματος «το οποίο επιδιώκει να υπονομεύσει ή να καταστρέψει την ελεύθερη δημοκρατική βασική τάξη». Είναι όμως πολλοί εκείνοι που αμφιβάλλουν εάν κάτι τέτοιο θα έφερνε το επιθυμητό αποτέλεσμα ή τελικά θα ενίσχυε την AfD. Επιπλέον, μια τέτοια διαδικασία δεν θα ήταν ούτε εύκολη ούτε σίγουρη ως προς το αποτέλεσμα. Το 2017 το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα απαγόρευσης του NPD, εκτιμώντας ότι πληρούσε μεν τα ιδεολογικά κριτήρια για αυτό, αλλά, λόγω της περιορισμένης απήχησής του, δεν αποτελούσε πραγματικό κίνδυνο για τη γερμανική δημοκρατία.
Ο αρχηγός του CDU Φρίντριχ Μερτς απέρριψε οποιαδήποτε σχετική συζήτηση, λέγοντας ότι ρίχνει νερό στον μύλο της ΑfD και τονίζοντας ότι η ιδέα και μόνο ότι μπορεί κανείς να απαγορεύσει ένα κόμμα με ποσοστά κοντά στο 30% αποτελεί διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Ακόμη όμως και στο εσωτερικό του SPD, υπάρχουν διαφορετικές φωνές. Ο σοσιαλδημοκράτης ομοσπονδιακός εντεταλμένος για την ανατολική Γερμανία Κάρστεν Σνάιντερ προειδοποίησε ότι «αν απαγορεύσουμε ένα κόμμα που δεν μας αρέσει, το οποίο όμως προηγείται στις δημοσκοπήσεις, θα προκαλέσουμε μεγαλύτερη αλληλεγγύη προς αυτό, ακόμη και μεταξύ πολιτών που δεν συμπαθούν την AfD».
Πώς λοιπόν μπορεί η δημοκρατία να προστατευθεί από δυνάμεις που θέλουν να την υπονομεύσουν; Ο Αλεξάντερ Κίσλερ έγραψε στην ΝΖΖ ότι, αντί να χάνει την αξιοπιστία της υποστηρίζοντας τους διαδηλωτές κατά της AfD, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα έπρεπε να κάνει «αυτό που προφανώς δυσκολεύεται – να κυβερνήσει καλά».
Η αλήθεια είναι ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός δεν διανύει την πιο ρόδινη φάση του. Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, τα τρία κυβερνητικά κόμματα (SPD, Πράσινοι, FDP) συγκεντρώνουν μόλις 31%, όσο δηλαδή μόνη της η Χριστιανική Ένωση (CDU-CSU). Η δυσαρέσκεια των πολιτών αυξάνεται συνεχώς και διαδίδονται σενάρια απελπισίας, ακόμη και για αντικατάσταση του καγκελάριου πριν από τις εκλογές του 2025, μήπως αναστραφεί το κλίμα. Ο προϋπολογισμός λιτότητας που κατέθεσε η κυβέρνηση για το 2024 έβγαλε στον δρόμο αγρότες, οδηγούς φορτηγών, σιδηροδρομικούς, δασκάλους κ.ο.κ. Ταυτόχρονα ο πληθωρισμός και η ύφεση επιμένουν, ενώ παραμένει η ανάγκη να στηριχτεί η Ουκρανία και να ενισχυθούν οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις. Δεν θα ήταν με λίγα λόγια υπερβολή να πει κανείς ότι τελευταία τίποτα δεν πάει καλά για τον Όλαφ Σολτς και την κυβέρνησή του, κάτι που εύλογα κεφαλαιοποιεί η Εναλλακτική για την Γερμανία, ως «ομπρέλα» για όλους όσοι αισθάνονται απελπισμένοι, δυσαρεστημένοι ή ανήσυχοι για την κατεύθυνση της χώρας.
Όπως αναδεικνύει το Ινστιτούτο Άλενσμπαχ, η AfD εκτοξεύθηκε με την απόφαση της κυβέρνησης για αύξηση των προνοιακών επιδομάτων, η οποία, σύμφωνα με τους επικριτές του μέτρου, ενθαρρύνει την ανεργία έναντι της εργασίας και δίνει όλο και λιγότερα κίνητρα για να παραμείνει κάποιος στη δουλειά του μακροπρόθεσμα. Ενδεικτικά, σχεδόν τα 3/4 των ερωτηθέντων θεωρούν ότι το σημερινό επίπεδο παροχών αποτρέπει πολλούς από το να αναζητήσουν μόνιμη θέση εργασίας, ενώ το 67% συμφωνεί με την άποψη ότι «στη Γερμανία, όποιος προσπαθεί σκληρά και εργάζεται πολύ, είναι ηλίθιος». Το CDU χαρακτήρισε επίσης «λάθος μήνυμα» τη νέα νομοθεσία με την οποία διευκολύνεται και επιταχύνεται η απόκτηση γερμανικής υπηκοότητας από μετανάστες, στα πέντε ή ακόμη και στα τρία χρόνια, για ειδικές περιπτώσεις, αντί για τα οκτώ χρόνια, όπως ίσχυε έως τώρα. «Η κυβέρνηση δεν αλλάζει απλώς τον νόμο περί ιθαγένειας, θέλει να αλλάξει βαθιά και μόνιμα την κοινωνία μας», δήλωσε ο εκπρόσωπος του CDU για θέματα εσωτερικής πολιτικής Αλεξάντερ Τρομ, τονίζοντας ότι η χώρα βρίσκεται εν μέσω μεταναστευτικής κρίσης, η οποία δεν αμφισβητείται από κανέναν. Ακόμη και ο – αριστερών καταβολών – πρώην Ομοσπονδιακός Πρόεδρος Γιοάχιμ Γκάουκ δήλωσε πρόσφατα ότι οι Γερμανοί «δεν αναγνωρίζουν πλέον την κοινωνία τους» και κάλεσε την πολιτική ηγεσία να σκεφτεί και «λύσεις οι οποίες ενδεχομένως θεωρούνταν μέχρι τώρα αδιανόητες».
Μαθήματα Ιστορίας
Η κυβέρνηση θα μπορούσε λοιπόν να περιορίσει την επιρροή της AfD, εάν είχε καλύτερες επιδόσεις. Αν δυσαρεστούσε λιγότερο τους ψηφοφόρους και δεν τους «χάριζε» τόσο εύκολα στους λαϊκιστές. Ενδεικτικά, ο Όλαφ Σολτς αρνήθηκε πεισματικά να συναντηθεί με εκπροσώπους του αγροτικού κινήματος, προκαλώντας την οργή ακόμη και των βουλευτών του κόμματός του, που του ζήτησαν περισσότερη …ενσυναίσθηση. Οι Πράσινοι καταπίνουν τη μια ήττα μετά την άλλη, όσο η κυβέρνηση αποτυγχάνει να χρηματοδοτήσει και να προωθήσει τις «πράσινες» πολιτικές τις οποίες είχε πολυδιαφημίσει. Την ίδια στιγμή, η συμπρόεδρός τους, Ρικάρντα Λανγκ, αποτύγχανε να απαντήσει πόσο είναι ο μέσος όρος των γερμανικών συντάξεων, επιβεβαιώνοντας την κατηγορία που θέλει τους πολιτικούς να μην έχουν επαφή με την πραγματικότητα των πολιτών.
Φαίνεται ότι η Εναλλακτική για την Γερμανία δεν χρειάζεται τελικά να προσπαθήσει πολύ. Γνωρίζει κάθε φορά πώς να αρπάζει το κύμα της εποχής. Όπως ιδρύθηκε το 2014 με σχεδόν μοναδική θέση την έξωση της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, έτσι ανακάλυψε αργότερα το μεταναστευτικό και σήμερα κάθε ζήτημα που κινητοποιεί πολίτες εναντίον της κυβέρνησης ή του «συστήματος», προσελκύοντας τους απογοητευμένους από τα παραδοσιακά κόμματα και κυρίως από το Χριστιανοδημοκρατικό.
Οι διαδηλώσεις καταφέρνουν σίγουρα να διατηρούν το θέμα στην επικαιρότητα. Ίσως και να ανοίγουν αναγκαστικά τη συζήτηση σχετικά με το ποιες είναι τελικά οι πραγματικές θέσεις της AfD. Δηλώσεις όπως αυτή της αρχηγού του κόμματος Αλίς Βάιντελ περί Dexit στο πρότυπο του Brexit και μάλιστα στους Financial Times, δεν περνούν πλέον απαρατήρητες. Οι Γερμανοί σίγουρα δεν αγαπούν τις περιπέτειες και τα δράματα, αλλά αυτήν τη στιγμή, η ανάγκη των πολιτών για ουσιαστικές απαντήσεις σε σοβαρά προβλήματα που κάποτε δεν απασχολούσαν καν τη γερμανική κοινωνία δεν φαίνεται να καλύπτεται. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι όσο η γερμανική οικονομία παρέμενε ανθεκτική, η γοητεία της AfD ήταν σημαντικά περιορισμένη. Σήμερα η κυβέρνηση σκοντάφτει διαρκώς στις ιδεολογικές διαφορές των κομμάτων που την απαρτίζουν και οι συμβιβασμοί επιτυγχάνονται όλο και πιο δύσκολα. Ο Όλαφ Σολτς υπόσχεται ότι τα μεγάλα θέματα έχουν ξεκαθαρίσει και μελλοντικά θα μειωθούν οι παραφωνίες και οι δημόσιες αντιπαραθέσεις. Έως και δημόσια αυτοκριτική έκανε, προκειμένου να κατευνάσει τους πολίτες.
Το ζήτημα όμως είναι, θα συνειδητοποιήσει το πολιτικό σύστημα τον κίνδυνο ή θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει την AfD απλώς ως «κόμμα της γκρίνιας» με συγκυριακές επιτυχίες; Θα αναγνωρίσει τη διεθνή τάση προς τον λαϊκισμό και συχνά προς τον περιορισμό της δημοκρατίας; Θα καταφέρει να αποδείξει την ανωτερότητά του στην πράξη, να στερήσει επιχειρήματα από τους εχθρούς του και να ξανακερδίσει τη χαμένη εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων; Θα συνεχίσουν «οι πολλοί» να εξοργίζονται από τις θέσεις της ΑfD που θυμίζουν το σκοτεινό γερμανικό παρελθόν και να κατεβαίνουν για αυτό στον δρόμο; Ή θα αφεθούν στο ρεύμα της οργής και της αντίδρασης; Το προσεχές διάστημα είναι κρίσιμο και εν πολλοίς καθοριστικό για τη μελλοντική πορεία μιας χώρας, η οποία φιλοδοξεί να είναι το προπύργιο κατά της ακροδεξιάς για την Ευρώπη. Σε μια υψηλής ποιότητας εμπεδωμένη δημοκρατία, όπως αυτή της Γερμανίας, ίσως πολλοί να πιστεύουν ότι δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για το πολίτευμα και τη χώρα, επειδή θα δείξουν τη δυσαρέσκειά τους ψηφίζοντας AfD. Σε αυτήν την περίπτωση, τους χρειάζεται πιθανότατα ένα ακόμη καλό μάθημα (γερμανικής) Ιστορίας.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ