Γράφει η Έλενα Ντάκουλα
«Μία ελληνική ψυχή», ήταν ο καταξιωμένος Βρετανός ζωγράφος John Craxton και αυτός είναι ο τίτλος της εξαιρετικής έκθεσης που εγκαινιάστηκε στις 13 Απριλίου 2022 στο Μουσείο Μπενάκη, με έργα του εμπνευσμένα από την μεγάλη του αγάπη: την Ελλάδα, τα τοπία και τους ανθρώπους της.
Χαρακτικά, πίνακες ζωγραφικής, φωτογραφίες και προσωπικά αντικείμενα καθώς και η εντυπωσιακή ταπισερί, “Τοπίο με στοιχεία φύσης“, που έρχεται για πρώτη φορά από την Σκωτία, όλα υπέροχα στημένα, δίνουν στον επισκέπτη την ευκαιρία να διεισδύσει στον μαγικό κόσμο του Craxton, ενός κοσμοπολίτη νομά, “ανδρείου της ηδονής”, όπου κυριαρχεί το ελληνικό φως.
Ο τίτλος της έκθεσης ανταποκρίνεται πλήρως στον καλλιτέχνη που μαγεύτηκε από την αρχαία ελληνική τέχνη, γοητεύτηκε από την Ελλάδα πριν καν την επισκεφθεί αλλά αργότερα την έκανε σπίτι του και δεν την εγκατάλειψε παρά μόνο για μικρά χρονικά διαστήματα, σαγηνεύτηκε και εμπνεύστηκε από τα τοπία και τους ανθρώπους της, εξύμνησε τη ζωή και το εκτυφλωτικό φως της και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του θερμός της εραστής.
Γεννήθηκε στις 3/10/1922 στο Λονδίνο από οικογένεια μουσικών. Οι γονείς του, του χάρισαν μία άνετη και ανέμελη ζωή. Ανήσυχο και ατίθασο πνεύμα, δήλωσε από νωρίς ότι δεν τον ενδιέφερε τίποτα άλλο παρά το σχέδιο και η ζωγραφική.
Σύντομα, απέρριψε τις τυπικές σπουδές για ν’ ασχοληθεί με την τέχνη όχι όμως σε σχολές, αλλά επισκεπτόμενος συνέχεια μουσεία και μαθητεύοντας δίπλα σε εικαστικούς και συλλέκτες οι οποίοι επηρέασαν με τις τεχνοτροπίες τους ή τις συλλογές τους την μετέπειτα καλλιτεχνική του πορεία.
Οι γονείς του, αναγνωρίζοντας το ταλέντο του, σεβάστηκαν τις επιλογές του και τις υποστήριξαν παντοιοτρόπως.
Εξερευνώντας το Μουσείο Pitt Revers του Dorset ανακάλυψε την αρχαία ελληνική τέχνη και από εκείνη την στιγμή του δημιουργήθηκε η έντονη επιθυμία να επισκεφθεί την Ελλάδα.
Σε πολύ νεαρή ηλικία επισκέφθηκε το Παρίσι και εντυπωσιάστηκε από την Guernica. Η επιρροή του Πικάσο, με τον οποίο γνωρίστηκε μεταπολεμικά, είναι εμφανής σε πολλά από τα ημι-κυβιστικά έργα του. Επέστρεψε στο Λονδίνο λόγω του επικείμενου Παγκοσμίου Πολέμου, όπου εγκλωβίστηκε για έξι χρόνια και στα έργα του εκείνης της εποχής κυριαρχούν μοναχικές μορφές σε απειλητικά τοπία, σκούρα χρώματα και μία διάχυτη μελαγχολία που πιθανόν βίωνε ο ίδιος ο καλλιτέχνης λόγω της φιλασθένειας του αλλά της περιρρέουσας ατμόσφαιρας.
Προσπαθώντας να ξεφύγει, περνούσε τον καιρό του γλεντώντας με φίλους, όπως τον σπουδαίο ζωγράφο Lucian Freud ή τον συνεκδότη του περιοδικού «Horizon» Peter Watson, ο οποίος εκτός από θαυμαστής για το ταλέντο του υπήρξε και ευεργέτης του.
Το 1943 ξεκίνησε μία πετυχημένη καριέρα ως εικονογράφος βιβλίων και έναν χρόνο αργότερα έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στην Leicester Gallery στο Λονδίνο, όπου οι κριτικοί τον χαρακτήρισαν ως το νέο αίμα της βρετανικής τέχνης και πολλά υποσχόμενο καλλιτέχνη.
Στην Ελλάδα ήλθε για πρώτη φορά το 1946, σε ηλικία 24 ετών. Το ελληνικό φως και ο τρόπος ζωής των Ελλήνων έβαλαν τέλος στην ασθένεια και την μελαγχολία. Τα λαμπρά, καθαρά, φωτεινά χρώματα αντικατέστησαν τα σκούρα της πρώϊμης ζωγραφικής περιόδου και η τέχνη του εκτοξεύτηκε.
Μέσω του φίλου του, Peter Watson, γνώρισε την Joan Rayer, μέλλουσα σύζυγο του Patrick Leigh Fermor, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ο Fermor, που ζούσε τότε στην Ελλάδα, του πρότεινε να επισκεφθεί τον Πόρο, όπου θα μπορούσε ν’ αφοσιωθεί απερίσπαστος στη ζωγραφική του.
Μαζί με τον Lucian Freud εγκαταστάθηκαν εκεί και άρχισαν ζωγραφίζουν και ν’ εξερευνούν το ελληνικό τοπίο. Μετά από λίγο καιρό τα πρώτα του έργα, εμπνευσμένα από την Ελλάδα και την απόλαυση από την ζωή του αποτυπωμένη σ’ αυτά, παρουσιάστηκαν στην ατομική του έκθεση στο Βρετανικό Συμβούλιο της Αθήνας.
Την έκθεση προλόγισε ο αγαπημένος του φίλος Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας. Στον Πόρο ξεκίνησε και η μακρόχρονη φιλία του με τον Γεώργιο Σεφέρη.
Το 1947 επισκέπτεται για πρώτη φορά την Κρήτη, για να δει την Κνωσό αλλά και για να γνωρίσει την γενέτειρα του αγαπημένου του El Greco και ν’ ακολουθήσει έναν χορευτή χασάπη που μόλις είχε απολυθεί από τον στρατό, έως το σπίτι του στο Ηράκλειο.
Η Κρήτη, έγινε το επίκεντρο του ελληνικού κόσμου για τον Craxton και τόπος μόνιμης κατοικίας του το 1960, αφού προηγουμένως είχε περάσει μεγάλα διαστήματα φιλοξενούμενος στο σπίτι του Γκίκα, στην Υδρα.
Η ζωή του στην Ελλάδα τον καθόρισε σαν καλλιτέχνη και στην τέχνη του αφομοίωσε όλες τις εποχές της ελληνικής δημιουργικότητας και έσμιξε μαζί το αρχαίο και το σύγχρονο. Στην προσωπική του ζωή ήταν ένας ομοφυλόφιλος άντρας που αγαπούσε πολύ τις γυναίκες.
Ζωγράφιζε γείτονες και αγνώστους, όπου κι αν βρισκόταν. Ζωγράφιζε σκηνές γλεντιού και χορού, βουνά, φαράγγια, κήπους και περιβόλια. Μοντέλα του ήταν ψαράδες, ναύτες, μικροέμποροι, φαντάροι και βετεράνοι της αντίστασης – σύντροφοι του Patric Leigh Fermor στα Λευκά Όρη αλλά και οι γάτες, η μεγάλη του αδυναμία, τις οποίες είχε πάντα για συντροφιά.
Το μεγάλο του όμως πάθος ήταν το τοπίο της Ελλάδος και αυτό μεταφέρθηκε αλλά και αποτυπώθηκε στα εμπνευσμένα από την Ελλάδα σκηνικά και κοστούμια για το μπαλέτο «Δάφνις και Χλόη» του Ραβέλ με τη Μάργκοτ Φοντέιν που ανέβηκε στην Βασιλική Οπερα του Covent Garden στο Λονδίνο, το 1951.
Το σύμπλεγμα από τους βράχους, τις κληματαριές, τις συκιές και τα ελαιόδενδρα έμεινε στην ιστορία.
Το 1960 εγκαταστάθηκε μόνιμα σ’ ένα βενετσιάνικο σπίτι στο λιμάνι των Χανίων. Το πρώτο βράδυ το πέρασε με τον Winston Churchil, την Μargot Fontein και άλλους καλεσμένους στην θαλαμηγό του Α. Ωνάση. Κατόπιν όμως επέστρεψε στην ταβερνιάρικη ζωή του, με τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους που λάτρευε να περνάει τον καιρό του και γινόταν αμέσως η ψυχή της παρέας, μιλώντας ελληνικά, τρώγοντας, χορεύοντας και πίνοντας τσικουδιές.
Το θάρρος του, το ελεύθερο πνεύμα του, το ιδιαίτερο και απενεχοποιημένο χιούμορ του ή η αμεριμνησία του τον έβαζαν συχνά σε μπελάδες και αυτό συνέβη την περίοδο της χούντας όταν εξορίστηκε από την Ελλάδα γιατί θεωρήθηκε ότι με τα αστεία του χλεύαζε την τότε εξουσία.
Η εξορία από την θετή του πατρίδα του κόστισε και για μία δεκαετία περιπλανήθηκε στην Μεσόγειο και Β. Αφρική ψάχνοντας ν’ αντικαταστήσει τον χαμένο του παράδεισο.
Στην διάρκεια της εξορίας του βρέθηκε στο Εδιμβούργο, την “Αθήνα του Βορρά”, όπου του ζητήθηκε να σχεδιάσει και να επιβλέψει την δημιουργία μίας ταπισερί που θα κατασκευαζόταν από το εργαστήριο υφαντικής Dovecot Weavers, προς τιμή του πρωτοπόρου καθηγητή του Πανεπιστημίου το Stiring, Tom Cotrell.
Η υπέροχη αυτή ταπισερί αποτελεί φόρο τιμής στην κρητική παραδοσιακή υφαντουργία και στη μυθολογία, το κλίμα, τα τοπία και τον αισθησιασμό της Κρήτης. Θεώρησε την επιστροφή του στην Ελλάδα, μετά την μεταπολίτευση, και την επανεγκατάσταση του στο σπίτι του στα Χανιά, ως το μεγαλύτερο δώρο που του έλαχε.
Η χαρά του αυτή αποτυπώθηκε και στην τέχνη του η οποία αναγεννήθηκε. Φιλοτέχνησε εξαιρετικά εξώφυλλα βιβλίων του Fermor, τον τοίχο του σπιτιού του Γκίκα στην οδό Κριεζώτου και η δουλειά του φιλοξενήθηκε σε πολλές γκαλερί της Αγγλίας.
Ο Craxton περιφρονούσε την φήμη του καλλιτέχνη. Δεν νοιαζόταν να τελειώσει τους πίνακές τους, ούτε καν τους πουλήσει. Για αυτόν, η ζωή όπως και η τέχνη, παραμένει ένα σχέδιο σε διαρκή εξέλιξη, όπως και το δεύτερο σπίτι που αγόρασε στην Κρήτη στο χωριό Σούρη στην επαρχία Αποκορώνου με υπέροχη θέα προς τα Λευκά Ορη και ποτέ δεν ολοκλήρωσε την ανακαίνισή του. Το σπίτι αυτό, ένα λιθόκτιστο κτίριο λαϊκής αρχιτεκτονικής – χαρακτηρίστηκε ομόφωνα Μνημείο από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων.
Το 1993 έγινε εκλέχτηκε μέλος της Royal Academy of Arts του Λονδίνου.
Οταν το 2006 άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα υγείας έφυγε από τα Χανιά και επέστρεψε στην γενέτειρά του, μη εγκαταλείποντας όμως ποτέ τα σχέδια για επιστροφή στην αγαπημένη του πόλη. Πέθανε στις 17 Νοεμβρίου 2009 σε νοσοκομείο του Λονδίνου. Οι στάχτες του σκορπίστηκαν στο λιμάνι των Χανίων, στον τόπο που έζησε και αγάπησε με πάθος και έτσι παρέμεινε κατά κάποιο τρόπο για πάντα εκεί.
Η έκθεση, μετά την Αθήνα και το Μουσείο Μπενάκη θα ταξιδέψει στα Χανιά και στη Δημοτική Πινακοθήκη της πόλης τον ερχόμενο Οκτώβριο – επέτειο των εκατό χρόνων από τη γέννηση του Craxton.