Γράφει ο Δρ. Δημήτριος Μπενέκος *
Το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου (1945) βρήκε τη Γερμανία ερειπωμένη από τους ανηλεείς συμμαχικούς βομβαρδισμούς. Παρόλα ταύτα άρχισε να ανοικοδομείται γρήγορα, η οικονομία της να ανακάμπτει γνωρίζοντας μια άνευ προηγουμένου άνθιση και για να στηρίξει και να ενισχύσει εισέτι το μεταπολεμικό «οικονομικό θαύμα» άρχισε από το 1955 (δηλαδή δέκα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου) να «στρατολογεί» ξένους εργάτες.
Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εξελίχθηκε γρήγορα σε «παράδεισο της ευημερίας».
Η δεκαετία του 1960 θα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικός σταθμός της σύγχρονης ιστορίας της Γερμανίας, διότι σ’ αυτή τη χρονική περίοδο έκαναν την εμφάνισή τους στους γερμανικούς δρόμους και τις πόλεις οι «ξένοι», οι αλλοδαποί εργάτες, οι Gastarbeiter, οι φιλοξενούμενοι εργάτες. Ανάμεσά τους, από τις 30 Μαρτίου 1960 και οι Έλληνες.
Η μαζική μετανάστευση προς τη Γερμανία περιόρισε σημαντικά το κοινωνικό πρόβλημα της ανεργίας των νεαρών ατόμων στις χώρες αποστολής, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την παραγωγή βιομηχανικών αγαθών με το αξιοζήλευτο σήμα κατατεθέν «made in Germany».
Βασική σκέψη όλων των εμπλεκομένων μερών ήταν ότι, οι «φιλοξενούμενοι εργάτες» (γκάσταρμπάιτερ) μετά τη λήξη των χρονικά περιορισμένων συμβολαίων εργασίας, θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους.
Κατά την πρώτη περίοδο της μετανάστευσης, από το 1960 μέχρι το 1987, περίπου δεκαπέντε εκατομμύρια εργατών μετανάστευσαν προς τη Γερμανία και αντίστοιχα άλλα περίπου έντεκα εκατομμύρια απ’ αυτούς επαναπατρίστηκαν. Μια άνευ προηγουμένου κινητικότητα ανθρώπων μέσα στην Ευρώπη, εν καιρώ ειρήνης.
Ας δούμε τι γινόταν στην Ελλάδα
Η μετανάστευση πήρε διαστάσεις φυγής. Ο σωματικά και ψυχικά υγιής νεαρός πληθυσμός της Ελλάδας «στρατολογούνταν» ειρηνικά από τις επιτροπές επιλογής εργατικού δυναμικού και εφοδιασμένος με τη σωτήρια μεταναστευτική κάρτα αναχωρούσε για τη Γερμανία, δεσμευμένος με χρονικά περιορισμένο συμβόλαιο εργασίας.
Όποιος είχε κάποιο πρόβλημα, έβαζε «μέσο» για να αποκτήσει την κάρτα, που θα τον οδηγούσε στο νέο κόσμο της οικονομικής ευημερίας και έτσι τα χωριά ερήμωσαν κυριολεκτικά από τον νεαρό πληθυσμό.
Εάν υπολογιστούν όλες οι περιπτώσεις μετανάστευσης των Ελλήνων προς τη Γερμανία, ο αριθμός τους ξεπερνά το ένα εκατομμύριο.
Η διακίνηση του εργατικού δυναμικού ανάμεσα στη Γερμανία και την Ελλάδα γνώρισε αρκετές διακυμάνσεις. Στην πρώτη φάση (1960-1973), οι έλληνες εργάτες έφτασαν με 408.000 τον υψηλότερο αριθμό. Στη δεύτερη φάση, 1974-1987 άρχισε να διαγράφεται μια σαφής τάση για επιστροφή.
Τέλος, από το 1988 αυξήθηκε εκ νέου ο αριθμός τους, επειδή παρεσχέθη η δυνατότητα της συνένωσης των μελών της οικογένειας των εργατών στη Γερμανία και επειδή εφαρμόστηκε η κοινοτική οδηγία για την ελεύθερη διακίνηση εργατικού δυναμικού στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σήμερα ο αριθμός μεταναστών ελληνικής καταγωγής της πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς έχει σταθεροποιηθεί περίπου στις 370.000 και η ελληνική Ομογένεια της Γερμανίας ζει ειρηνικά, ενταγμένη στους κόλπους της μεγάλης πολυπολιτισμικής και πολυγλωσσικής γερμανικής μείζονος κοινωνίας.
Τους Έλληνες μετανάστες της πρώτης γενιάς, εάν θελήσουμε να τους κατατάξουμε σε κατηγορίες, θα διαπιστώσουμε πως είχαν, σχεδόν όλοι τους, κοινή μεταναστευτική βιογραφία με πολλά κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα.
Οι περισσότεροι προέρχονταν α) από υποβαθμισμένο κοινωνικό περιβάλλον, κυρίως από φτωχές αγροτικές ή ορεινές περιοχές της Ελλάδας β) διακρίνονταν για την ελλιπή ή μέτρια μόρφωση, σχεδόν 90% ήταν αναλφάβητοι ή είχαν το πολύ απολυτήριο δημοτικού σχολείου. Μόνο ένα ποσοστό 10% είχε γυμνασιακή μόρφωση ή και ακαδημαϊκή γ) ήταν σε πολύ υψηλό ποσοστό ανειδίκευτοι εργάτες, και, δ), προέρχονταν από οικονομικά αδύναμα κοινωνικά στρώματα.
Επειδή το κύριο μέλημα των επιτροπών «στρατολόγησης» ήταν η εξεύρεση υγιούς σωματικά και πνευματικά εργατικού προσωπικού, παραμελήθηκε και από τις δυο πλευρές, ο ανθρώπινος παράγοντας. Δεν ελήφθη καμία φροντίδα για την πληροφόρηση αυτών των ανθρώπων σχετικά με τη νέα χώρα που θα μετέβαιναν, σχετικά με το χώρο διαμονής τους, τις συνθήκες εργασίας, την κοινωνική σύνθεση, τα ήθη και έθιμα καθώς και τη θρησκευτική ζωή του γερμανικού λαού. Το βασικότερο, αγνοήθηκε πως ήταν άνθρωποι με βιολογικές ανάγκες, με συναισθήματα, με αγωνίες, επιθυμίες και προβληματισμούς. Αυτό οδήγησε λίγο αργότερα τον γνωστό συγγραφέα Μαξ Φρις να διατυπώσει την παροιμιώδη ρήση „καλέσαμε εργάτες και μας ήρθαν άνθρωποι…!“
Λοιπόν γι’ αυτούς τους ανθρώπους θα μιλήσουμε. Θα σταθούμε σε ορισμένους σταθμούς του οδοιπορικού που σημάδεψε την ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων μέσα στον χώρο και τον χρόνο, μιας σύγχρονης Οδύσσειας στη σημερινή Ευρώπη.
Στην υγειονομική επιτροπή επιλογής
Ο μακρύς και απροσδιόριστος δρόμος για το εξωτερικό άρχιζε την ημέρα που ο κάθε μετανάστης αποφάσιζε να περάσει το κατώφλι των γραφείων των επιτροπών επιλογής εργατικού δυναμικού.
Έτσι βίωσαν μετανάστες το γεγονός: «Μικρό παιδί, θυμάμαι το 1940 που ήρθε στο χωριό μια επιτροπή του στρατού για να πάρει ζώα για τις μεταφορές στον πόλεμο της Αλβανίας. Τότες όλοι οι χωριανοί μπήκανε στη σειρά με τα ζώα τους, άλογα, μουλάρια και γαϊδάρους, ο κτηνίατρος έβλεπε τα δόντια τους, τα ρουθούνια τους, το σάλιο τους, τα πόδια τους, έλεγε κάτι σε ένα στρατιώτη δίπλα του και κείνος για τα γερά ζώα έδινε στους χωριανούς μια απόδειξη παραλαβής. Έτσι ένιωσα στη γερμανική επιτροπή, όχι σαν χωρικός δηλαδή μα σαν άλογο. Ο γιατρός μου κοίταξε τα δόντια, με ακροάστηκε, μου έβγαλε πλάκα στο στήθος, μου ζούπιξε τα ποντίκια στα χέρια και στα πόδια και μου έδωσε το σημείωμα ικανότητας…»
Ένας άλλος: Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Νέοι άνθρωποι, από δεκαοχτώ μέχρι τριάντα πέντε χρόνων, ταλαιπωρημένοι, κακοντυμένοι, να μας ξεγυμνώνουν οι γιατροί, να μας εξετάζουν σα να ’μαστε σκλάβοι. Και τώρα ακόμη που το θυμάμαι, πονάω…».
Το ταξίδι και η άφιξη στο Μόναχο:
Οι εργάτες επιβιβαζόταν κυρίως στα τρένα «Ακρόπολις-Εξπρές» και «Hellas-Express», που εκτελούσαν ασταμάτητα το δρομολόγιο ανάμεσα στην Ελλάδα και Γερμανία.
«Φτάσαμε με συμβόλαια το Σεπτέμβρη του ’60, ύστερα από ένα κυριολεκτικά αξέχαστο ταξίδι, όχι τόσο με το καράβι που ήτανε κάπως ανεκτό, αλλά κυρίως αναφορικά με το σιδηροδρομικό μέρος του ταξιδιού, Μπάρι-Μόναχο-Κολωνία, ταξίδι που έμοιαζε με μεταφορά αιχμαλώτων, και που σ’ όλη τη διάρκειά του ήμαστε στην κυριολεξία, ο ένας πάνω στον άλλονε. Στο Μόναχο μας κατεβάσανε σε κάτι υπόγεια καταφύγια του σιδηροδρομικού σταθμού. ….»
Η πρώτη, λοιπόν, γνωριμία των μεταναστών με τη νέα τους πατρίδα λάβαινε χώρα στους υπόγειους χώρους του σιδηροδρομικού σταθμού του Μονάχου, σ’ ένα ειδικά γι’ αυτό το λόγο διαμορφωμένο καταφύγιο από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Η μαζική παραλαβή και προώθηση των εργατών γινόταν «αθέατα» στην υπόγεια αίθουσα του σταθμού για να μην ανακαλούν ακόμη νωπές στη μνήμη των Γερμανών σκηνές, που θύμιζαν εκτοπισμούς πληθυσμών, μεταφορές αιχμαλώτων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή ακόμα και δουλεμπόριο.
Στην υπόγεια αχανή αίθουσα του σιδηροδρομικού σταθμού γινόταν και η τελική διαλογή. Ο κάθε μετανάστης, ακούγοντας το όνομά του, έμπαινε σε άλλο τρένο ή σε αυτοκίνητο και χανόταν μαζί με τον εργοδότη του στην ανωνυμία της γερμανικής βιομηχανίας.
Η άφιξη στον σταθμό της Κολωνίας δεν διέφερε και πολύ: «Το τρένο έμπαινε αργά στο σταθμό της Κολωνίας-Ντόιτς. Ήταν ένας απαίσιος χώρος, σκοτεινός και γκρίζος, φωτισμένος από ένα μοναδικό λαμπτήρα από νέον… Εκεί, περίμεναν άνθρωποι του Γραφείου Ευρέσεως Εργασίας και αντιπρόσωποι των εργοστασίων για να προχωρήσουν στη διαλογή των νεοαφιγμένων. Αυτοί κατέβαιναν από τα τρένα, μέχρι χίλια άτομα τη φορά, αξύριστοι, καταταλαιπωρημένοι, βρομώντας ανθρωπίλα μετά από ένα, κάποτε, τετραήμερο ταξίδι. Με παλιές βαλίτσες προχωρούσαν πάνω στην πλατφόρμα αποβίβασης. Μια καταθλιπτική εικόνα…».
Πρώτες εντυπώσεις:
Το ταξίδι μέσα στη Γερμανία, η υψηλή οργάνωση της χώρας, η τάξη και η ορατή άρτια υποδομή της δεν πέρασαν απαρατήρητα από τα μάτια των ξένων εργατών. Το αίσθημα μιας γενικής ευφορίας, μιας προσωπικής ευτυχίας, ήταν το αποτέλεσμα αυτής της πρώτης ελπιδοφόρας διαπίστωσης:
«Θυμάμαι καλά την ημέρα που έφτασα με το τρένο στο Ντόρτμουντ. Ήταν χαράματα. Στεκόμουν στο διάδρομο του τρένου και κοίταζα με μεγάλα μάτια όλα, όσα περνούσαν μπρος από το παράθυρο. Νέα! Όλα ήταν νέα, τα φώτα, τα τρένα και οι άνθρωποι. Με μια λέξη όλα! Ήμουν τόσο ευτυχισμένος και χαιρόμουν από μέσα μου για τον καινούργιο κόσμο μου.
«Κοίτα πώς φαίνονται οι άνθρωποι! Ωραίοι και καθαροί», σκέφτηκα. «Και τα φώτα! Πόσο όμορφα! Εδώ, ναι, εδώ είναι ο παράδεισος! Ο παράδεισος!»
Η κατοικία – τα εγκεκριμένα από το νόμο «10 κυβικά μέτρα αέρος»(!):
Η πρώτη ψυχρολουσία που δέχτηκαν οι μετανάστες, προήλθε από την κατοικία που τους διέθεσαν, μόλις έφτασαν στις πόλεις που θα εργάζονταν.
Οι κρατικές υπηρεσίες παραδίδαν τους εργάτες σε εκπροσώπους των διάφορων επιχειρήσεων και εργοστασίων στο σιδηροδρομικό σταθμό. Αυτοί με τη σειρά τους επιβίβαζαν τους μετανάστες σε άλλα μέσα συγκοινωνίας και τους οδηγούσαν στους χώρους διαμονής. Στα σπίτια που θα κατοικούσαν και θα ζούσαν.
Και τότε οι μετανάστες βίωναν το πρώτο σοκ. Απλές, ξύλινες παράγκες περίμεναν να στεγάσουν τους νέους ενοίκους. Παράγκες στημένες δίπλα ή κοντά στο χώρο εργασίας. Άλλοι πάλι, που μεταφέρονταν σε ειδικά γι’ αυτούς διαμορφωμένα «κοινόβια» των εργοστασίων, ζούσαν ομαδικά σε δωμάτια τα οποία διέθεταν για τον καθένα τους τα εγκεκριμένα από το νόμο «10 κυβικά μέτρα αέρος»(!) Πολλά από τα κτίσματα ήταν ασφαλισμένα με αγκαθωτό συρματόπλεγμα και με μπάρα, όπως ακριβώς ή είσοδος στρατοπέδων.
«Οι περισσότεροι απ’ αυτούς κοιμόνταν εκεί σε παράγκες και δεν απομακρύνονταν ούτε τα σαββατοκύριακα από αυτό το θλιβερό μέρος, ανάμεσα στους φράχτες και τα τραμ, τις σκοτεινές προσόψεις των σπιτιών και των κεραμιδένιων περίβολων των εργοστασίων κάτω από τα ψηλά φουγάρα…..».
«Υπόγεια σπίτια σκοτεινά, τοίχοι που έπεφτε ο σοβάς και στάλαζαν νερό, και σ’ όσους τύχαινε να παν σε σπίτια μερικών εργοστασίων, εδώ τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα, σκληρά κι απάνθρωπα. Διπλά κρεβάτια αδειανά ήτανε στη γραμμή, τα ’χαν στριμώξει ασφυχτικά για να χωρούν πολλοί…»
Κάτω, λοιπόν, από τέτοιες συνθήκες συγκατοίκησης δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε για ελάχιστο όριο ιδιωτικής ζωής αυτών των ανθρώπων. Η στενότητα του χώρου και η κοινοβιακή διαμονή ενίσχυαν το συναίσθημα της προσωρινότητας και του αποκλεισμού από τη γερμανική κοινωνία.
Με την πάροδο του χρόνου οι αλλοδαποί εργάτες νοίκιασαν δωμάτια ή διαμερίσματα, κατά προτίμηση στα κέντρα των πόλεων ή σε γειτονιές πόλεων με υποβαθμισμένη υποδομή. Στατιστικές μετρήσεις αναφέρουν ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ένα ποσοστό 40% των Τούρκων, 33% των Ιταλών και περίπου 25% των Ελλήνων, Ισπανών και τέως Γιουγκοσλάβων δεν είχαν καθόλου επαφή με τους Γερμανούς.
Ο μετανάστης ζώντας κάτω από τις υποβαθμισμένες συνθήκες διαβίωσης που προαναφέρθηκαν και χωρίς να έχει δημιουργήσει προσωπικές σχέσεις με τον εγχώριο πληθυσμό, ένιωθε μόνος, πεντάξενος μέσα στην καταναλωτική γερμανική κοινωνία.
Η ανεπαρκής γνώση της γερμανικής γλώσσας ήταν μόνιμο εμπόδιο για δημιουργία επαφών και σχέσεων των αλλοδαπών εργατών με τον εγχώριο πληθυσμό. «Γερμανία του εβδομήντα. Γερμανία της μοναξιάς και της απόγνωσης, της προσωρινής και της μάταιης ελπίδας. Του ανασηκωμένου γιακά στο τσουχτερό κρύο, της μπερδεμένης γλώσσας και των άδειων ψυχρών ματιών, της κατανάλωσης και της μιζέριας. Γερμανία μητριά! Κι εγώ απροσάρμοστο παιδί στα χέρια σου, πες μου και τι δεν έκανα για να μπορέσω να ’ρθω κοντά σου. Και συ στην κάθε καλή μου πρόθεση, στην κάθε καλή μου διάθεση, έστρεφες τα μάτια σου αλλού, σαν να μην υπήρχα.»
Νοσταλγία :
Οι δεσμοί με τον τόπο καταγωγής, η ανάμνηση και ο διακαής πόθος της επιστροφής στο γνώριμο και η νοσταλγία χάριζαν στο παρελθόν μια ζεστασιά, κάνοντάς το πιο όμορφο απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Το χωριό, η γνώριμη φύση, οι άνθρωποι, όλα παράμεναν για πάντα ζωντανά στη μνήμη.
Τα χρόνια περνούν, το όνειρο της επιστροφής έμεινε για εκατοντάδες χιλιάδες εργατών όνειρο. Οι οικογενειακές υποχρεώσεις, η εργασιακή σταθερότητα, η εξασφάλιση σύνταξης δημιούργησαν άλλες προϋποθέσεις.
Τα παιδιά στην πλειονότητά τους άρχισαν να φοιτούν σε γερμανικά σχολεία, η ελληνική γλώσσα καλλιεργείται συνήθως εκτός εβδομαδιαίου προγράμματος, οι Ομογενείς οργανώθηκαν σε κοινότητες, πολιτικά κόμματα, συνεργάζονται με τις γερμανικές δημοτικές αρχές, ιδρύουν πολιτιστικούς και εθνοτοπικούς συλλόγους, αθλητικά σωματεία, κλπ.
Οι διεθνοτικές οικογένειες αυξήθηκαν σημαντικά ενώ οι πρώτοι μετανάστες άρχισαν να γίνονται ιστορία, και όπως είναι σε όλους γνωστό «ριζώνεις εκεί που θάβεις τους νεκρούς σου».
Πέρασαν έξι δεκαετίες παραμονής Ελλήνων στη Γερμανία. Σήμερα, οι Ομογενείς της Γερμανίας, (με γερμανική, με διπλή και άλλοι μόνο με ελληνική υπηκοότητα), ζουν ως παραγωγικές μονάδες μέσα στην μεγάλη πολυπολιτισμική και πολυγλωσσική γερμανική μείζονα κοινωνία.
Χτίζουν σε μικρές και μεγάλες πόλεις εκκλησίες με πλούσια αγιογράφηση, ιδρύουν ελληνόγλωσσα σχολεία. Στην ελεύθερη αγορά δημιούργησαν ένα μεγάλο δίκτυο εστιατορίων, στράφηκαν σε κλάδους παροχής υπηρεσιών, σε εμπορικές επιχειρήσεις, σε εισαγωγές-εξαγωγές και ίδρυση βιομηχανικών μονάδων, συμμετέχουν στα δημοτικά συμβούλια των γερμανικών πόλεων και επανδρώνουν επιτυχώς με προσωπικό Τράπεζες και Πανεπιστήμια.
Σε πολλές γερμανικές πόλεις οργανώνονται κοινές πολιτισμικές, καλλιτεχνικές και φολκλορικές εκδηλώσεις, ιδρύονται γερμανοελληνικοί πνευματικοί σύλλογοι, γίνονται σοβαρές προσπάθειες για την προσέγγιση των Εκκλησιών, τα «αδελφά» πολιτικά κόμματα των δύο χωρών αλληλοϋποστηρίζονται.
Αρκετοί γερμανικοί δήμοι, προχωρούν σε αδελφοποιήσεις με ελληνικές πόλεις. Σημαντικά βήματα για αβίαστη και φυσιολογική προσέγγιση διαφορετικών λαών στην προσπάθεια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Ήδη βρισκόμαστε στην τρίτη δεκαετία της τρίτης χιλιετίας και με τη συνεχή σύσφιξη των δεσμών των ανθρώπων και των λαών μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την κινητικότητα των πληθυσμών, με την προϊούσα παγκοσμιοποίηση των ιδεών, των αγαθών, της οικονομίας και των πληροφοριών, με την με την διαγραφόμενη πολιτισμική προσέγγιση, γίνεται εμφανής η συμβολή των Eλλήνων της Ομογένειας της Γερμανίας στη δημιουργία ενός ευνοϊκού κλίματος για την εδραίωση της ειρήνης και της δημοκρατίας στην Ευρώπη.
Η δύναμη της Ευρώπης είναι η ποικιλομορφία γλωσσών, λαών, πολιτισμών και παραδόσεων και σ’ αυτό ή Ελληνική Ομογένεια συμβάλλει θετικά και εποικοδομητικά.
- Ο Δημήτριος Μπενέκος είναι τέως αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας
B”H My requested involvement in reviewing our grandaughter’s essay is set aside the moment my dear friend’s article appears; suddenly momentarily the expectation that he will return to Germany from whence he has immigrated decades earlier to good mutual effect — his adopted country having gained a scholar of exceptional sensitivity, who eventually returned to our native Volos and a brilliant career as professor in the local Thessaly University. However, as I voraciously read on, I discover a meticulous thporpughly empathetic essay on the multifaceted wonderment that awaits one who experiences the pangs of voluntary migration to unknown lands, inhabited by people speaking other tongues, observing different traditions. My mind replayed brethlessly our own family’s journey: in 1956 a preteen youth, leaving Greece behind with the decidedly negative experiences of loss of family members in the Holocaust, and the mid-’50’s catastrophic earhquakes! Germany is commanded for its post-war miraculous economic recovery, and the generally humane treatment of its myriad of newcomers from the European third world of underdeveloped nations in the Balkans, former Soviet satellites, and Turkey. Together, the immigrants provided the powerful steam engine compressed in their youth, enthusiasm, raw brawn, and beginning with limited formal education, the chance to advance in business and eventually — as in the case of our Dimitris — academia! Taking his final sentence written in the Grecophone piece Η δύναμη της Ευρώπης είναι η ποικιλομορφία γλωσσών, λαών, πολιτισμών και παραδόσεων και σ’ αυτό ή Ελληνική Ομογένεια συμβάλλει θετικά και εποικοδομητικά — Europe’s power rests in its polymorphic spoken languages, diversity of people, civilizations and traditions, all of which the Greek homogeneous minority cintributes affirmatively and productively. My strong recommendation is for my compatriots become as compassionate, empathetic, welcoming to their own comparably-possessed of such qualities desparate immigrants knocking on Greece’s threshold, or laping the last remaining yards from leaky boats to the numerous Aegean islands so often and shamefully given the proverbial backhand by the locals. So I write, thus may it be done. Amen. With fraternal affection, Asher 🙏😢😀🇬🇷 🇩🇪🇺🇸🇮🇱🔯