Γράφει η Ευαγγελία Καμμά *

Από των αρχαιοτάτων χρόνων τα Αιγαιοπελαγίτικα νησιά και τα παράλια της Μικράς Ασίας κατοικούνταν από Έλληνες. Ακόμη και μέχρι την Μικρασιατική καταστροφή το 1922 τα παράλια της Μικράς Ασίας με κέντρο τη Σμύρνη εθεωρούντο ελληνική περιοχή. Στο Δωδεκανησιακό αυλόγυρο, τα παράλια της Καρίας ήταν η φυσική, οικονομική και πολιτισμική προέκταση της Δωδεκανήσου.

Ιδιαίτερα στην περιοχή της Σύμης τα παράλια του Δωρικού κόλπου, που αρχίζει από τον κάβο Κριό και τελειώνει στην χερσόνησο Αλωπό, αποτελούσαν την ενδοχώρα και τα άμεσα φυσικά όρια της Σύμης. Αυτή την εποχή η Σύμη, με 32.000 κατοίκους, είναι η μεγαλύτερη πόλη μεταξύ Σμύρνης και Αττάλειας, και αποτελεί το αστικό, εμπορικό, ναυτιλιακό, μορφωτικό και πολιτιστικό κέντρο της περιοχής.

Η Σύμη αποτελούσε την μητρόπολη και ο κόλπος με τα παράλια του ήταν ο φυσικός και γεωργικός της πνεύμονας. Εκεί έμεναν πολλοί Συμιακοί μόνιμα ή εποχιακά που καλλιεργούσαν ή εκμεταλλεύονταν τα κτήματα τους και τις άλλες τους περιουσίες. Ακόμη και σήμερα πολλοί Συμιακοί και άλλοι Δωδεκανήσιοι αναφέρονται σε προγονικά τους κτήματα που είχαν στην Ανατολή, όπως ήταν γνωστή η Μικρά Ασία.

Η Σύμη βρίσκεται στην είσοδο και δεσπόζει του Δωρικού κόλπου που προαναφέραμε και οι Τούρκοι μετονόμασαν Hisaronu. Μέσα στον Δωρικό κόλπο υπάρχουν τρεις άλλοι μικρότεροι κόλποι. Ανατολικά της Σύμης ευρίσκεται ο κόλπος της Σύμης που στα Τουρκικά λέγεται Sombreki, έτσι αποκαλούν και την Σύμη οι Τούρκοι.

Βόρειο-δυτικά της Σύμης βρίσκεται ο κόλπος της Ρένας που είναι και ο σπουδαιότερος, εδώ οι Τούρκοι διατήρησαν την αρχαία ονομασία και αποκαλούν την εκεί αρχαία πόλη Erine. Βόρειο-δυτικά της Σύμης βρίσκεται ο κόλπος της Σταδιάς που οι Τούρκοι τον μετονόμασαν σε Datsa.

Οι Παναγίες Καμαριανή και Καραμακιανή, με δυο άλλες Παναγίες την Μικρασιάτισσα και την Ελεούσα Ρεϊζντεριανή, που τις έφεραν από την Μικρά Ασία.

Όταν ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν ο 1ος ο Μεγαλοπρεπής ήρθε να καταλάβει την Ρόδο το 1522 μ.Χ., ήρθε και στρατοπέδευσε στην Ρένα και στην Μαρμαρίδα που βρίσκονται στην δυτική και ανατολική αντίστοιχα μεριά της χερσονήσου Αλωπού. Μόλις οι Συμιακοί έμαθαν για την πανίσχυρη στρατιά του Σουλεϊμάν, παράτησαν τους Φράγκους που κατείχαν το νησί και ήρθαν να δηλώσουν υποταγή.

Ο Σουλεϊμάν τους έδωσε ένα «Χάτι-Χουμαγιούν» που μ’ αυτό μπορούσαν να ζήσουν ελεύθεροι, έπρεπε όμως να καταβάλουν ένα ορισμένο φόρο στην κυβέρνηση και να στέλνουν ένα αριθμό εκλεκτών σφουγγαριών στο παλάτι. Τους παραχώρησε και τα εξής μικρά νησιά που βρίσκονται κοντά στην Μικρασιατική ακτή έναντι χρηματικής καταβολής 60 γρόσια τον χρόνο στο «Ιμαρέτι» της Ρόδου: Πατελίνα, Αγία Βαρβάρα, Καμάρι, Λουμπούνια, Μακρονήσι της Χασκάς, Καλογέρου, Αυλάκια, Κολιαλονήσι, Ελέσας και τα Ψαρά του κυρ Βασίλη.

Το Καμάρι είναι ένα από τα νησιά που βρίσκονται μέσα στον κόλπο της Ρένας. Προς το τέλος του προπερασμένου αιώνα ο έμπορος της Σύμης Πέτρος ο Κατσιμπρής, είχε αρκετά κτήματα πάνω στο Καμάρι, που κληρονόμησε και άλλα που αγόρασε. Τα άλλα κτήματα που ήταν πάνω στο νησί δεν ήταν δικά του τα ενοικίασε από τους ιδιοκτήτες τους. Όλο το νησί καλλιεργείτο από την οικογένεια και τους συγγενείς του Κατσιμπρή. Είχε φτιάξει και μερικά σπίτια στα οποία έμενε η οικογένεια του με τους συγγενείς του και το εποχιακό εργατικό προσωπικό. Επειδή το νησί δεν είχε τρεχούμενο νερό, άνοιξε πηγάδι κι έφτιαξε στέρνες για τις οικιακές και γεωργικές ανάγκες του νησιού. Στην γύρω περιοχή και σε μικρή απόσταση από το Καμάρι ζούσαν και άλλοι Συμιακοί όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες με μετόχια.

Από την περιφορά της Παναγίας Καμαριανής στην Ρόδο.

Μεταξύ των άλλων ο Κατσιμπρής έκτισε στο νησάκι κι ένα μοναστήρι. Ήταν αρκετά μεγάλο και με τον καιρό έκτισε και μερικά κελιά για να μένουν οι προσκυνητές. Για το κτίσιμο του μοναστηριού και των κελιών έφερε μαστόρους από την Σύμη, πολλοί από τους οποίους ήταν Καρπάθιοι από την Όλυμπο που κατοικούσαν στην συνοικία των Μύλων.

Το μοναστήρι βρισκόταν κτισμένο στην πλαγιά ενός βουνού και σε μικρή απόσταση από την θάλασσα. Υπήρχε μια μικρή προβλήτα για να πλευρίζουν οι βάρκες και τα καΐκια. Ένας πλακόστρωτος δρόμος οδηγούσε από την προβλήτα στο μοναστήρι. Ένας ψηλός αυλότοιχος περίβαλε το μοναστήρι που βρισκόταν στο βάθος της τοιχογυρισμένης περιοχής, και τα κελιά και ένα διώροφο κτίριο που βρισκόταν στην αριστερή μεριά μόλις περνούσες τον αυλότοιχο. Για να μπεις στον αυλότοιχο έπρεπε να περάσεις από μια πύλη που έκλεινε με μια βαριά ξύλινη πόρτα ενισχυμένη με σίδερο. Στον ευρύχωρο χώρο που υπήρχε μεταξύ των κελιών και του μοναστηριού ήταν φυτεμένα αρκετά δέντρα.

Το μοναστήρι ήτο αφιερωμένο στην Παναγία και γιόρταζε στις 15 Αυγούστου, γιατί το καλοκαίρι έμεναν αρκετοί Συμιακοί στο Καμάρι. Με τον καιρό το μοναστήρι έμεινε γνωστό ως η Παναγία η Καμαριανή, από το όνομα του νησιού.

Η Σύμη βρίσκεται στην είσοδο και δεσπόζει του Δωρικού κόλπου.

Στην γιορτή του μοναστηριού, ο Κατσιμπρής έφερνε παπά από την Σύμη για να λειτουργήσει. Ερχόταν με την οικογένεια του, τους συγγενείς και τους φίλους του με καΐκι που νοίκιαζε. Ερχόντουσαν εξ ιδίων και άλλοι Συμιακοί για να προσκυνήσουν, γιατί γινόταν μεγάλο πανηγύρι με φαγητό και χορό. Μαζί μ’ αυτούς που ερχόντουσαν από την Σύμη ήταν και αυτοί που έμεναν στο Καμάρι και στην γύρω περιοχή.

Το μοναστήρι λειτουργήθηκε για τελευταία φορά το 1926, από τότε το απαγόρευσαν οι Τούρκοι. Όμως η παράδοση της Παναγίας της Καμαριανής έμεινε βαθιά χαραγμένη στην οικογένεια και τους απογόνους του Κατσιμπρή.

Κάθε χρόνο στις 15 Αυγούστου, μετά το 1926 και για αρκετά χρόνια, γιορταζόταν η Παναγία η Καμαριανή με λειτουργία στην εκκλησία της Παναγίας της Χαριτωμένης στην Σύμη. Προς τιμή της Παναγίας της Καμαριανής, ο Κατσιμπρής ονόμασε Καμάρι μια από τις κόρες του. Επίσης η άλλη του κόρη Σουλτάνα Θεοδώρου Μακρόπουλου, για τον ίδιο λόγο έδωσε το όνομα Καμάρι σε μια από τις κόρες της.

Την τελευταία φορά που ο Θεόδωρος Μακρόπουλος πήγε στο μοναστήρι, έφερε στην Σύμη την εικόνα της Παναγίας και άλλα εικονίσματα. Η εικόνα της Παναγίας βρίσκεται στην εκκλησία της Χαριτωμένης και τα εικονίσματα τα έδωσε στους απογόνους του Κατσιμπρή, μαζί με τις μνήμες τους και τις παραδόσεις είναι ότι έχει απομείνει από την Παναγία την Καμαριανή. Το κτίριο του μοναστηριού υπάρχει και σήμερα. Είναι όμως κι αυτό σκλαβωμένο όπως τόσες άλλες Χαμένες Πατρίδες του Ελληνισμού.

Το καλοκαίρι του 1989, αν και σε μεγάλη ηλικία, επισκέφτηκαν το μοναστήρι τα τέκνα του Πέτρου Κατσιμπρή, Ελένη που έμενε στη Σύμη, Αγάπιος και Θεολογία που έμεναν στο Χαϊδάρι, και Καμάρι που έμενε στην Ρόδο. Βρήκαν τα κελιά γκρεμισμένα και τ’ άλλα κτίρια ερειπωμένα. Το μοναστήρι ακόμα στεκόταν χωρίς εικόνες και ιερά σκεύη. Βλέποντας, και αναπολώντας περασμένα μεγαλεία, δάκρυσε η καρδιά τους.

Η τύχη της Καμαριανής δεν είναι μοναδική, χιλιάδες είναι οι εκκλησίες και τα μοναστήρια που αναγκαστήκαν να εγκαταλείψουν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας. Πριν από την Μικρασιατική καταστροφή, στην χερσόνησο Αλεπώ υπήρχε το χωριό Καράμακα που κατοικείτο από Συμιακούς.

Όταν και αυτοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό τους, φρόντισαν να πάρουν μαζί τους και να φέρουν στην Σύμη την εικόνα της Παναγίας. Σήμερα η εικόνα της Παναγίας της Καραμακιανής βρίσκεται στην εκκλησία της Χαριτωμένης μαζί με την εικόνα της Παναγίας της Καμαριανής.

Τις περισσότερες πληροφορίες μου τις έδωσε η θεία μου Ελένη Τσαβαρή, κόρη του Πέτρου Κατσιμπρή. Ο Πέτρος Κατσιμπρής ήταν παππούς μου, πατέρας της αείμνηστης μητέρας μου Σουλτάνας Μακρόπουλου, στην μνήμη της οποίας αφιερώνω το παρόν.

Αφορμή στην συγγραφή του παρόντος μου έδωσε η δημοσίευση άρθρου στις 11 Οκτωβρίου στην Ροδιακή που αναφέρεται στην μεταφορά των εικόνων της Καμαριανής και της Καραμακιανής από την Σύμη στην Ρόδο, για διήμερο προσκύνημα στον Ιερό ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.     

  • Η Ευαγγελία Καμμά είναι πρόεδρος του Συμαϊκού Συλλόγου “Αιγλη”.
-Advertisement / Διαφήμιση-

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.