Γράφει η Μαρία Ν. Αγγέλη *
«Μπαίνω μες στ’ αμπέλι σα νοικοκυρά,
Να κι ο νοικοκύρης που ’ρχεται κοντά…»
Ο Όμηρος σε μια εκπληκτική περιγραφή στην Ιλιάδα αναφέρεται στον τρύγο:
«Και έβαζε μέγα αμπέλι απάνω του σταφύλια φορτωμένο.
Χρυσό, πανέμορφο κι εκρέμουνταν τσαμπιά από κάτω μαύρα […]
Και κουβαλούσαν το μελόγλυκο καρπό στου ώμους πάνω
κοπέλες κι άγουροι χαρούμενοι μες σε πλεχτά κοφίνια
κι ανάμεσό τους την ψιλόφωνη κιθάρα κάποιο αγόρι
γλυκά βαρώντας όμορφα έψελνε του Λίνου το τραγούδι
με γάργαρη φωνή κι οι επίλοιποι στη γη τα πόδια εκρούγαν
Ξοπίσω του, πηδούσαν, φώναζαν και τραγουδούσαν όλοι…»
(Ιλιάδα, Σ 561-572, Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη – Ι.Θ. Κακριδή, 1962).
Από τα χρόνια του Ομήρου μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα περίπου, με τον ίδιο σχεδόν τρόπο γυναίκες και άνδρες τρυγούσαν τ’ αμπέλια. Στα χωριά του Ξηρομέρου καλλιεργούνταν αρκετά αμπέλια που κάλυπταν τις ανάγκες των κατοίκων, αλλά γινόταν και εξαγωγή. Διασώζονται ακόμα τοπωνύμια που δηλώνουν την ύπαρξη αμπελιών έστω και αν δεν καλλιεργούνται πια, γιατί «ξαμπελώθηκαν», όπως λένε οι κάτοικοι της περιοχής.
Ποικιλίες σταφυλιών που επικρατούσαν, κατά τον ξηρομερίτη Λαογράφο Γερ. Ηρ. Παπατρέχα, ήταν τα μαύρα κρασοστάφυλα, παπαδικά, κοτσιλίνες, μαυροδάφνες, που έδιναν το μαύρο, μπρούσκο κρασί. Κάθε σπίτι, στο Ξηρόμερο επίσης, είχε μία ή περισσότερες κληματαριές στην αυλή που στηρίζονταν σε κολώνες. Έτσι εξασφάλιζαν φυσικό ίσκιο, αλλά και τα σταφύλια για την οικογένεια.
Το Μαχαιριώτικο κρασί, αναφέρει ο Παπατρέχας ήταν από τα καλύτερα της περιοχής, αν όχι το καλύτερο. Ακόμα και με στιχάκια το παίνευαν: «Νάχα νερό απ’ τα δίδυμα/ Κρασί απ’ τ’ Μουρκουπούλου/ Κι από Πλατή και Πάλιουρα/ Πλευρό από πρατίνα» (Παπατρέχα Γερ., Το χρονικό του Μαχαιρά Ξηρομέρου, Αθήνα 1998, σελ. 39).
Η Μπαμπίνη είχε αναπτύξει ιδιαίτερα την αμπελοκαλλιέργεια. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «αμπελοχώρι» της ευρύτερης περιοχής. Αναφέρεται ότι το 1830 διέθετε 250 στρέμματα αμπέλια, ενώ το υπόλοιπο Ξηρόμερο είχε όλο μαζί 200 στρέμματα. Το περίφημο κρασί της εξαγόταν στις αγορές της Ευρώπης.
Ο Μπαμπινιώτης συγγραφέας, Αλ. Κυριαζής γράφει: «Στα παιδικά μου χρόνια [γεννημένος1930] υπήρχαν ακόμα δείγματα αυτής της μεγάλης καλλιέργειας, ιδίως σε όσα σημεία κρατούσαν βάτα, τα οποία είναι για το κλήμα και το σταφύλι οι φυσικοί προστάτες, λόγω του κλιματικού επηρεασμού, αλλά και της προστασίας τους από τις ασθένειες» (Κυριαζής Αλ., Εν Μπαμπίνη πλανώμενοι…, 2011, σελ. 74).
Η καλλιέργεια των αμπελιών απαιτούσε πολλές φροντίδες για να αποδώσει. Ο Λουκόπουλος σημειώνει: «Τις μεγαλύτερες σκοτούρες απ’ όλα τα χτήματα δίχως άλλο τις έχει το αμπέλι. Τρύγησες τα σταφύλια του, αμέσως θα μπης στον κάθαρο. Ενώ με τ’ άλλα δε γίνεται το ίδιο. Θέρισες χωράφι το Θεριστή να πούμε, καλό Χινόπωρο πάλι από δουλειά. Ενώ τ’ αμπέλι! Απότρυγα παίρνεις το κλαδευτήρι…» (Λουκόπουλος Δ., Γεωργικά της Ρούμελης, 1983, σελ. 313).
Στο ξηρόμερο λέγεται ένα τετράστιχο:
«Όποιος αμπέλι δε φύτεψε,
Κορίτσι δεν πάντρεψε,
Σπίτι δεν έφτιαξε
Δεν ξέρει γιατί ζει». (Καραμεσίνης Μ., Λαογραφικά Ξηρομέρου Ακαρνανίας, Αθήνα 2008, σελ. 43).
Με ποιητικό τρόπο δηλώνεται η δυσκολία αυτών των τριών υποχρεώσεων: φύτεμα αμπελιού, παντρειά κοριτσιού και χτίσιμο σπιτιού.
Οι εργασίες και οι περιποιήσεις που απαιτεί ένα αμπέλι είναι πολλές: κλάδεμα, σκάψιμο, βλαστολόγημα, σκάλισμα, ράντισμα, τρύγημα κ.ά. Από τη μελέτη των προφορικών αφηγήσεων που κατέγραψα προκύπτει ένας καταμερισμός εργασιών και στην καλλιέργεια του αμπελιού. Γνωστό δημοτικό τραγούδι αναφέρει κάποιες φροντίδες που χρειάζεται το αμπέλι για να καρπίσει και τα κατάλληλα άτομα για να αναλάβουν την κάθε εργασία.
Αποδίδεται δηλαδή, με ποιητικό τρόπο, ο κατά φύλο και ηλικία καταμερισμός των εργασιών στην αμπελοκαλλιέργεια:
Αμπέλι μου πλατύφυλλο και κοντοκλαδεμένο.
Για δεν ανθείς; Για δεν καρπείς; Σταφύλια για δεν κάνεις;
Θα σε πουλήσω, αμπέλι μου και θα σε καπαριάσω.
-Μη με πουλάς αφέντη μου, και μη με καπαριάζεις,
για βάλε νιους και σκάψε με, γέρους και κλάδεψέ με
βάλε γριές μεσόκοπες να με βλαστολογήσουν
βάλε κορίτσια ανύπαντρα να με κορφολογήσουν. (Σάββας Αλ., Ξηρομερίτικα Δημοτικά Τραγούδια, Αθήνα 1984, σελ.110).
Πολλά δημοτικά τραγούδια αναφέρονται στο αμπέλι και ιδιαίτερα στον τρύγο. Η παροιμία «το τραγούδι με τον τρύγο, το παραμύθι το Δεκέμβρη» αποδίδει μια αλήθεια που συμβαίνει κατά τη διάρκεια του τρύγου, όπου αντηχεί το τραγούδι και το κέφι…
Η γυναίκα συμμετείχε στις διάφορες εργασίες των αμπελιών, ακόμη και στο σκάψιμο, που ήταν πολύ κουραστική διαδικασία και απαιτούσε γερά χέρια. Το σκάψιμο κυρίως ήταν ανδρική εργασία, ωστόσο αρκετές φορές και οι γυναίκες έπαιρναν την τσάπα και έσκαβαν με τους άνδρες τ’ αμπέλια. Κάποιες γυναίκες, μεσήλικες και υπέργηρες σήμερα, σε προφορικές αφηγήσεις αναφέρονται σ’ αυτή τη δύσκολη εργασία.
Ας «ακούσουμε» μια υπέργηρη γυναίκα:
«Είχαμε ένα αμπέλι τέσσερα στρέμματα. Ηγώ δέκα χρονών έσκαβα τ’ αμπέλι μι τ’ μάνα μ’. Σαν κει ήμτανε τότε κανιά θεμελιακιά; Δέκα χρονών; Να σκάβω εκεί κοντά με τ’ μάνα μ’. Κάποτε είχαν έρθει κάτ’ Λευκαδίτες κι έσκαφτανε ηδώ. Μετά τόκαναμε «κλούμπια». Στην αρχή τόκαναμε κλούμπια. Τα κλούμπια είναι, ανάμεσα σε τέσσερα κλήματα έφκιαναμε ένα κλούμπ χώμα. Πολλά κλούμπια την μέρα! Μετά το στρολόγαγαμε, το σκάλιζαμε… Πολλά, πολλά έκαναμε…». (Προφορική αφήγηση, Σοφίας Λαϊνά, 28/05/2022).
Ας «ακούσουμε» και μια νεότερη γυναίκα:
«Γυναίκες κι άντρες έσκαβαν τα αμπέλια. Ήταν δύσκολο το σκάψιμο γιατί το χώμα ήτανε σκληρό κι δε σκάβοντανε. Έπρεπε γύρω γύρω να κάνεις ένα κλούμπ. Πώς να στο πω; Ένα γυροβόλι στη ρίζα στο κλήμα, σα σωρούλι έτσι εκεί. Μόνοι μας έκαναμε το σκάψιμο. Μετά ήτανε το ρέντισμα με χαλκό, μετά το κορφολόημα, το κλάδεμα. Ο τρύγος, μικροί μεγάλοι, άντρες και γυναίκες στ’ αμπέλι.
Με τα χέρια τάκοβαμε, μ’ ένα μαχαίρι το τσαμπί και το ρίχναμε στο καλαθάκι που είχαμε στο χέρι μας. Όταν γέμιζε τ’άδειαζαμε στις κόφες, ήτανε μεγάλα καλάθια. Μετά τα πάηνανε στο χωριό για πάτημα. Στο πατητήρι ήτανε άντρες. Με το μούστο οι γυναίκες έφκιαναν τα μουστουκούλουρα, κι μουσταλευριά. Και με το μούστο έκαναν ένα, έβραζαν τα ξηρά σύκα κι έφκιανανε, πώς τόλεγανε αυτό, γλυκό ήτανε, μας έφκιανε η θειά μ(ου) με σύκα ξερά …». (Προφορική αφήγηση Γιάννας Καταγή -Μπουρνάζου 12/6/2022).
Όταν πλησίαζε ο τρύγος όλη η οικογένεια «ήταν στο πόδι», γυναίκες και άνδρες και παιδιά. Κάθε άλλη απασχόληση όπως το κέντημα, το πλέξιμο, ο αργαλειός κ.ά. σταματούσε. Άρχιζαν οι προετοιμασίες για τον τρύγο και έβγαιναν από την αποθήκη τα απαραίτητα εργαλεία και σύνεργα αυτής της εργασίας. Ετοιμάζονταν τα κοφίνια, τα τρυγοκάλαθα, τα κατάλληλα μαχαίρια και σουγιάδες για το τρύγισμα, το πατητήρι, τα βαρέλια κ.λπ.
Στην εργασία του τρύγου συμμετείχε όλη η οικογένεια, συγγενείς, φίλοι, χωριανοί, ακόμη και εργάτες όταν η παραγωγή ήταν πολύ μεγάλη. Από τις προφορικές αφηγήσεις προκύπτει ότι υπήρχε μεγάλη αλληλοβοήθεια κυρίως μεταξύ συγγενών. Το «σόι» εδώ ανταποκρίνεται και αλληλοϋποστηρίζεται.
Στη διαδικασία του τρύγου συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες. Οι γυναίκες, ιδιαίτερα οι νέες, πρωταγωνιστούσαν στην εργασία του τρύγου, στο κόψιμο των σταφυλιών. Με χαρές και γέλια ένα «ανθρωπομελίσσι» τραβούσε νωρίς το πρωί για τα αμπέλια του χωριού.
«Θέρος – τρύγος – πόλεμος», έλεγαν οι παλιοί αμπελουργοί, για να εκφράσουν την εργώδη προσπάθεια ολόκληρης της αγροτικής οικογένειας,· το ξεσήκωμά της για τον θερισμό και τον τρύγο, την εξάντληση των ορίων που θύμιζε συνθήκες μάχης. Πράγματι, αυτές τις μέρες δεν υπήρχε χρόνος για ανάπαυση…
Η εργασία του τρύγου ήταν σκληρή και κοπιαστική αλλά γινόταν με κέφι. Έπρεπε οι τρυγήτριες – τρυγητάδες να έχουν υπομονή και δύναμη και αντοχή, γιατί καθώς προχωρούσαν ανάμεσα από τα αμπέλια, το σταθερό τους βήμα λύγιζε και κάθε στιγμή μπορούσαν να σωριαστούν κάτω. Επίσης ο ήλιος και η ζέστη καθιστούσαν πιο δύσκολη την εργασία τους.
Οι γυναίκες τρυγήτριες, πιο ανάλαφρες και ευκίνητες, μιλούσαν συνεχώς για διάφορα πράγματα, έλεγαν αστεία και οι πιο κεφάτες τραγουδούσαν, ενώ τα δάχτυλά τους διάλεγαν και ξεχώριζαν τα τσαμπιά, μέσα από τα πολλά πυκνά φύλλα. Έκοβαν τα σταφύλια με ειδικούς σουγιάδες ή μαχαίρια. Έφερναν μερικές ρόγες πότε πότε στο στόμα για να δοκιμάσουν τη νοστιμάδα τους και να δροσιστούν. Έτσι απάλυναν την κούραση και με κέφι συνέχιζαν τον τρύγο. Όταν γέμιζαν τα «τρυγοκάλαθα», τα άδειαζαν στα μεγάλα «κοφίνια». Τα γεμάτα κοφίνια τα φορτώνονταν οι άνδρες στους ώμους, τα φόρτωναν στα ζώα και τα μετέφεραν στο σπίτι, για να πατηθούν και να δώσουν τον πολύτιμο μούστο. Μετά την ωρίμανση του μούστου θα είχαν έτοιμο το κρασί.
Οι γυναίκες και οι νέες κοπέλες ντυνόταν με ρούχα εργασίας. Μια φούστα φαρδιά και μακριά, για να προστατεύονται από τις ψιλές βέργες που μάτωναν τα πόδια τους. Μια φαρδιά μπλούζα με μακριά μανίκια, για να προστατεύονται τα χέρια από τα γδαρσίματα και τον ήλιο. Στα πόδια φορούσαν κάλτσες χοντρές, «χουλαχού», όπως τις λέγανε στο χωριό, και στο κεφάλι το απαραίτητο μαντήλι για να προστατεύονται από τον ήλιο.
Αυτό το κάλυμμα του κεφαλιού γινόταν σε κάθε αγροτική εργασία για προστασία. Αλλιώς θα τις «ζουμάταει» ο ήλιος, για να χρησιμοποιήσω ένα ρήμα από το ξηρομερίτικο ιδίωμα.
Οι γυναίκες αυτές με τις φαρδιές φούστες, τα πολύχρωμα μαντήλια και τα κατακόκκινα μάγουλα έδιναν μια ιδιαίτερη εικόνα ανάμεσα στα μυρωδάτα αμπέλια. Ήταν οι «κυράδες των αμπελιών»! Οι φωτογραφικές αναπαραστάσεις διασώζουν, ευτυχώς, τέτοιες όμορφες εικόνες…
Σήμερα οι γυναίκες αυτές, γερασμένες πια, αναφέρουν ότι η εργασία του τρύγου ήταν μια «εύκολη» εργασία, που γίνονταν με χαρά και με τραγούδια. Η υπέργηρη φίλη μου Σοφία Λαϊνά, από τον Πρόδρομο, σε προφορική αφήγηση, εξηγεί η ίδια τώρα, γιατί ο τρύγος τότε ήταν «εύκολος». Ήταν μια εργασία που διεκπεραίωναν συλλογικά, σε «παρέες», όταν ήταν νέες κοπέλες. Όλη η ζωή ανοίγονταν μπροστά τους. Δεν πονούσε το κορμί, η μέση, τα πόδια, τα χέρια… Δεν καρτερούσαν το χάρο, όπως λέει η ίδια, μα καρτερούσαν το γαμπρό, το νέο, το παλικάρι…
Ας «ακούσουμε» την υπέργηρη αγρότισσα Σοφία Λαϊνά:
«Το αμπέλι το κλάδευαν οι γονείς μας. Ο πατέρας πάηνε κι το κλάδευε. Ημείς τόσκαβαμει. Ο πατέρας μ’ δεν μπόργε γιατί είχε πρόβατα. Πάηνα ηγώ πούμτανε μεγαλύτερ,’ με τ’ μανούλα μ’. Μετά τα άλλα χρόνια ερχόντανε και οι Λευκαδίτες κι έσκαβανε εδώ στον Πρόδρομο, ήτανε φτωχοί ανθρώπ’ αυτήνοι. Κι έσκαβανε κι σκάλιζανε.
Ημείς τόφκιαναμει κλούμπια σωρό απάν’, τέσσερα κλήματα μαζί. Άνοιγαμε τα ποδάρια κι έφτανε το χώμα ως απάν’. Πάηνε ψηλά το χώμα ως το χαμπέρι μ’! Τήραγα να βγάλου ούλο το χώμα απ’ τ’ γη ηγώ για το κλήμα. Τι ήμνα τότες μικρή κουπελούλα! Μαγκούφα δλειά, τώρα τα σκέφτομαι…
Αφού έρχνε βλαστάρια πέταγαμε τα φύλλα μέχρι το σταφύλι και τα βλαστάρια όσα δεν είχανε σταφύλι τα πέταγαμε. Όσα είχανε σταφύλι τα κράταγαμε. Κάποια άφναμε, όσα ήτανε χρήσιμα στο κλήμα. Ημείς οι γυναίκες, ούλου γυναίκα αυτό!
Μετά το σκάλιζαμε κι σκόρπαγαμε τα κλούμπια πάλε κι τούφερναμε ίσα, λάκα καταής, ας πούμε. Ξέρ(ει)ς πόσες γυναικούλες τ’ς έχει φάει η οχιά στου στρουλόισμα; Δεν τσήβλεπανε! Χλιμάρα κακιά σ’ λέω!
Ε, μετά το χάλκωνανε οι άντρες, έφκιανανε χαλκό, είχαμε δεξαμενούλες εκεί κι εκεί μέσα έλιωνανε χαλκό κι ασβέστη κι έφκιανε ένα ωραίο χρώμα, τόβανανε στ’ν ψηχαστήρα κι τόφκιανανε καταγάλαζο με τ’ ψηχαστήρα τ’ αμπέλι. Για να μην πάθει πηρινόσπορο, αρρώστιες…
Μετά γένοντανε τα σταφύλια έμπαιναμε κι έκοβαμε έτρωγαμε ωραία, φρούτα.
Πάηναμε κοντά κι τρύγαγαμε παρέες παρέες, είχε η μάνα μ, ξαδερφάδες τ’ς μάνας μ’, σόι, κι μας βόηθαγανε. Με το σόι τ’ ο καθένας τα μάζωνε. Όποιος δεν είχε κόσμο πάηναμει να βοηθήσουμε. Τα ’φερναμε στο χωριό ή κι εκεί τα πάταγαμε για το μούστο…
Μετά τα παράτσανε τ’ αμπέλια, έφγανε ο κόσμος, οι άντρε για τ’ Γερμανία, ποιος να τα συγυρίσ’; Θέλει κι άντρες τ’ αμπέλι. Πόσα να κάνε οι μαυρογυναίκες; Πάει ξαμπελώθκανε ούλα!
Ο τρύγος, έπαιρναμε μαχαίρια, δεν κόβονται τα σταφύλια με τα χέρια. Κι τάρχναμει στα καλαθάκια. Γιόμζαμει κι το πάηναμει στο μεγάλο κι τάδειαζαμει. Α καλά, με μαντήλια στο κεφάλι. Κειο ναι φορά είχαμει πάει για πλύσιμο κι δε φόραγα μαντήλι, δε λογάριαζα τη ζέστητότε, κι ακσα λέει μία, μωρέ εκείνη η Σοφία δεν έβαλε μαντήλι, θα ζουματστεί!
Ο τρύγος, πηδάκι μ’, δεν ήτανε δύσκολος. Τακ τακ τακ έκοβες τα σταφύλια τα τσαμπιά και τα βανες στο καλαθάκι. Πάηναμε παρέες παρέες κι άκγες το τραγούδ κι γένοντανε νείλα!
Αμπέλι μου πλατύφυλλο και κοντοκλαδεμένο
Για δεν ανθείς; για δεν καρπείς; σταφύλια για δε βγάζεις[…]
Ήμαστανε νέες τότε, είχαμε χρόνια μπροστά μας! Ήμαστανε χαρούμενες! Δε λογάριαζαμε ότ’ θα πεθάνουμε, όπως τώρα… Κατάλαβες;» (Προφορική αφήγηση Σοφίας Λαϊνά 93 χρονών, 19-06-2022).
Έτσι συνεχίστηκε η διαδικασία του τρύγου σχεδόν μέχρι τη δεκαετία του ’70. «H παλιά μέθοδος για τον τρύγο (σχεδόν μέχρι το ’70) είχε δύο παράλληλες φάσεις», γράφει η Εύη Bουτσινά, « α) το κόψιμο των σταφυλιών και την τοποθέτηση στα κοφίνια που το έκαναν κυρίως γυναίκες και β) το κουβάλημα των κοφινιών (βάρους 50–55 κιλά) μέχρι το κάρο ή το υποζύγιο ή το αγροτικό αυτοκίνητο, δουλειά κυρίως αντρική.
O τρυγητής φορτωνόταν στην πλάτη το κοφίνι και πήγαινε προς το κάρο από συγκεκριμένη διαδρομή η οποία σημαδευόταν από αναποδογυρισμένα κοφίνια σε τακτές αποστάσεις, που ο κουβαλητής ακουμπούσε για μια στιγμή το γεμάτο κοφίνι, για να ξεκουραστεί, χωρίς όμως να το κατεβάσει οπότε θα χρειαζόταν βοήθεια για να ξαναφορτώσει». (Bουτσινά Eύη, «Η διαδικασία αλλά και τα ήθη και έθιμα του σημερινού τρύγου», https://aromalefkadas.gr/).
Όταν τέλειωνε ο τρύγος η χαρακτηριστική ευχή ήταν: «Και του χρόνου να είμαστε καλά, μόσχος τα κρασιά μας, σε γάμους και χαρές να τα ξοδέψουμε».
Την ημέρα που γινόταν το «πάτημα» των σταφυλιών από τα ξημερώματα δυο – τρεις άνδρες, νέοι στην ηλικία, γεροδεμένοι «πατητάδες», αναλάμβαναν να πατήσουν τα σταφύλια με τα πόδια. Αυτή η εργασία δεν ήταν γυναικεία, ήταν κυρίως ανδρική. Η ικανοποίηση ήταν μεγάλη, όταν η παραγωγή ήταν καλή. Κυλούσε ο μούστος από το πατητήρι, κυλούσε και η χαρά στις καρδιές όλων. Πήγε καλά η σοδειά, ανταμείφτηκαν οι κόποι τους. Θα έχουν το κρασί της χρονιάς…
«Ούλα είναι φάδια της κοιλιάς και το ψωμί στημόνι,
το βλογημένο το κρασί είναι που τα στελιώνει».
Παρασκευάσματα από μούστο : Οι γυναίκες με το μούστο αναλάμβαναν να παρασκευάσουν μουστοκούλουρα, πετιμέζι που είναι ένα παχύρευστο σιρόπι, και ένα γλύκισμα, τη λεγόμενη μουσταλευριά. Η μουσταλευριά γίνεται με μούστο και αλεύρι. Σερβίρεται με καρύδια, σουσάμι και κανέλα. Επίσης, έβραζαν με μούστο τα σύκα που είχαν αποξηράνει από το καλοκαίρι και γινόταν ένα ωραίο γλύκισμα. Έτσι έκλεινε με γλύκα και γλυκά η εργασία του τρύγου μέχρι να ωριμάσει ο μούστος και να απολαύσουν το ευλογημένο κρασί.
Υπάρχουν πολλές λογοτεχνικές και εικαστικές αναπαραστάσεις του τρύγου. Μια σημαντική ποιητική αναπαράσταση μας έδωσε ο Κώστας Κρυστάλλης:
Ὁ τρύγος
[…] Ἔτσι οἱ κοπέλες τοῦ χωριοῦ πετιοῦνται ἀπὸ τὰ σπίτια
κ᾿ εἰς κάμπους κ᾿ εἰς βουνὰ σκορποῦν, κι ὅπ᾿ εἶναι ἀμπέλι τρέχουν
μὲ τὰ καλάθια τὰ πλεχτὰ καὶ μὲ τὰ βατοκόπια
καὶ μὲ τραγούδια, μὲ χαρές, ὅταν ἀρχίζει ὁ τρύγος.
Ἀναταράζονται οἱ ἐρμιές, ἀχολογοῦν τ᾿ ἀμπέλια,
λὲς κι ἀπὸ κάθε πέτρα ὀρθή, λὲς κι ἀπὸ κάθε βάτον,
ὅπου στὸ χόρτο σέρνεται, κόρης κορμὶ φυτρώνει.
Πράσινη ἁπλώνεται ἡ φυτιὰ κ᾿ οἱ ρόγες μεστωμένες,
μαῦρες καὶ κίτρινες, ξανθιές, μαυρολογοῦν, γιαλίζουν
στὴν πρώτη ἀχτίδα τοῦ ζεστοῦ τοῦ ἥλιου ὅπ᾿ ἀνατέλλει,
σὰν μαῦρα μάτια, σὰν χοντρὰ κλωνιὰ μαργαριτάρια.
Οἱ βέργες οἱ καμαρωτὲς λαμποκοποῦν κ᾿ ἐκεῖνες,
κ᾿ οἱ περογλιὲς ξαπλώνονται στὰ διάπλατα κρεββάτια,
καὶ στὴν πυκνή τους χλωρασιὰ καὶ στὸ βαθύ τους ἴσκιο
τὴν ἱδρωμένην ἀργατιὰ δροσίζουν, ἀνασαίνουν,
τὴν ἀργατιὰ ποὺ ὁλημερὶς ὅλο τρυγάει κι ἁπλώνει,
Τὴν ἀργατιὰ ποὺ λαχταρᾷ πότε νὰ πέσει ὁ ἥλιος,
πότε νὰ ἰσκιώσουν τὰ ριζά, νὰ δροσερέψει ὁ κάμπος…
Σήμερα οι γυναίκες δεν έχουν ροζιασμένα χέρια, όπως άλλοτε, δεν υποφέρουν στα χωράφια όπως τότε. Η τεχνολογική εξέλιξη διευκόλυνε τις αγροτικές εργασίες και απελευθέρωσε χρόνο για ξεκούραση των αγροτών και αγροτισσών. Η επικοινωνία με τις γυναίκες του χτες, ιδίως τις Ξηρομερίτισσες (!), είναι χρήσιμη για εμάς, για να μας «γειώνουν», να μας «προσγειώνουν», όταν «απογειωνόμαστε»…
Σήμερα τα περισσότερα αμπέλια εγκαταλείφτηκαν ως ασύμφορα και εκχερσώθηκαν. Τα «ξαμπέλωσαν» στα χωριά του Ξηρομέρου και φύτεψαν ελιές. Ελάχιστοι διατηρούν ένα μικρό αμπέλι, ίσα για τις ανάγκες της οικογένειας. Ακόμη και στη Μπαμπίνη, το άλλοτε χωριό «των αμπελιών», ελάχιστοι καλλιεργούν αμπέλια. Απομένουν όμως τα τοπωνύμια, όπως: Παλιάμπελα, Απάνω αμπέλια, Κάτω αμπέλια κ.ά. που αποτελούν Τόπους Μνήμης, ποτισμένους με ιδρώτα και αίμα…
Η Μαρία Ν. Αγγέλη είναι Διδάκτωρ Κοινωνικής Λαογραφίας , e-mail: agelimaria@yahoo.gr