Γράφει ο Μανώλης Κασσώτης
Στο διάστημα της Ιταλοκρατίας, πολλοί Δωδεκανήσιοι απελαύνονταν λόγω της πατριωτικής τους δράσης ή έφευγαν για να αποφύγουν τα καταπιεστικά μέτρα εναντίον τους. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Αγαπητός Ζουρούδης από την Σύμη που το 1936 ερχόμενος στον Πειραιά κατετάγη στον Ελληνικό στρατό και στην συνέχεια πολέμησε στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο στην Αλβανία.
Μετά την επίθεση των Γερμανών και την κατάρρευση του Αλβανικού μετώπου, ο Ζουρούδης επέστρεψε στον Πειραιά προσπαθώντας να βρει μέσο για να φύγει και να συνεχίσει τον αγώνα. Μετά από πολλές προσπάθειες, μπάρκαρε σε ένα καΐκι από τις Κυκλάδες που πήγαινε στην Μέση Ανατολή.
Το καΐκι έφτασε στην Μικρασιατική ακτή και ταξιδεύοντας κοντά στα παράλια έβαλε πλώρη για την Κύπρο. Αλλά, μόλις το καΐκι έφτασε στον κάβο Κριό και μπήγε στον Δωρικό κόλπο, ο Ζουρούδης ζήτησε να τον πάρουν στην Σύμη, και επειδή επέμενε, ο καπετάνιος του έδωσε την βάρκα του καϊκιού και τον άφησε να πάει μόνος του.
Ακολουθεί η διήγηση του αυτόπτη μάρτυρα Νάσου Γιάννη Κασσώτη: «Μακριά έξω από το λιμάνι της Σύμης βλέπουμε μια βάρκα να πλησιάζει με το πανί της υψωμένο. Ο αέρας είχε πέσει, η βάρκα προχωρούσε αργά με τον μοναδικό της επιβάτης να λάμνει στο κουπί. Όταν η βάρκα ήρθε πιο κοντά είδαμε στο κατάρτι να κυματίζει η Ελληνική σημαία.
Αναστατώθηκε η Ιταλική αστυνομία και οι καραμπινιέροι άρχισαν να τρέχουν πάνω κάτω στο λιμάνι. Μαζευτήκαν αρκετοί Συμιακοί προσπαθώντας να μαντέψουν ποιος ήταν ο τολμηρός συμπατριώτης μας. Οι πιο πολλοί, που γνώριζαν τον τολμηρό χαρακτήρα του Ζουρούδη συμφωνούσαν: ποιος άλλος από τον ‘Λολο-Αγαπητό’».
Οι καραμπινιέροι συνέλαβαν τον Ζουρούδη και τον έβαλαν φυλακή, αλλά μετά από μερικές μέρες, για να μη τον ταΐζουν, τον άφησαν ελεύθερο με την υποχρέωση να δίνει το παρόν, πρωί και βράδυ, στην Αστυνομία, και για περισσότερη ασφάλεια τράβηξαν την βάρκα έξω στο Χαράνι και πήραν και τα κουπιά.
Στο μεταξύ, όταν άρχισε να γυρίζει η πλάστιγγα του πολέμου, η Τουρκία επέτρεψε να δημιουργηθούν μικρές Συμμαχικές βάσεις στα παράλια της. Μια απ’ αυτές βρισκόταν στην χερσόνησο Αλεπώ (Bozburun Yarimadasi, στα Τουρκικά), κοντά στην Σύμη και απέναντι στην Ρόδο, στον κόλπο της Απλοθήκας (αρχαία Λόρυμα), με αρχηγό τον Πανάο Γεωργίου Παραλή, γεννημένο και μεγαλωμένο στην Σύμη, αλλά όταν η οικογένεια του μετακόμισε στην Κάσο παντρεύτηκε εκεί την Μαρίνα Κουτλάκη. Aργότερα, όταν άρχισε ο πόλεμος, πήρε το καΐκι του πατέρα του και με τα αδέλφια του Ηλία και Κώτσο πήγαν στην Αλεξάνδρεια και έθεσαν εαυτούς και το καΐκι στην υπηρεσία των Συμμάχων.
Νύχτα περασμένα μεσάνυχτα κάποιος κτύπησε την πόρτα του σπιτιού του Ζουρούδη στα Αρμάκια. Αλλά, όταν άνοιξε, δεν είδε κανένα, μόνο μπροστά στην πόρτα βρήκε ένα ψωμί. Το πήρε και όπως το περιεργαζόταν, μέσα σε μια μικρή τρύπα βρήκε ένα χαρτάκι που έγραφε: «Φέρε το Μανωλάκι στην Απλοθήκα … άγνωστος». Κατάλαβε.
Ο Παραλής γνώριζε ότι οι Σύμμαχοι προετοίμαζαν πολεμική επιχείρηση εναντίον της Ιταλικής ναυτικής βάσης της Λέρου, και ο μόνος που μπορούσε να τους δώσεις ακριβείς πληροφορίες ήταν ο Μανώλης Μαντικός, που αν και τότε νεαρός είχε δουλέψει στην κατασκευή των οχυρωματικών έργων της Λέρου.
Μετά που ο Ζουρούδης έδωσε το παρόν στην Αστυνομία και νύχτωσε για καλά κατέβηκε με τον Μαντικό στο Χαράνι και έριξαν την βάρκα στην θάλασσα και από μια γειτονική βάρκα «δανείστηκαν» τα κουπιά. Πήραν μαζί τους ένα άδειο τενεκέ, ένα μικρό σταμνί γεμάτο νερό και το μισό ψωμί που είχε μείνει.
Ήταν Μεγάλη Παρασκευή και μόλις ανοίχτηκαν από το Χαράνι, παρατήρησαν ότι γινόταν η περιφορά του Επιταφίου, αν και υπήρχε συσκότιση. Τράβηξαν δεξιά προς το ακρωτήρι Κουτσουμπάς και από κει συνέχισαν να λάμνουν όλη την νύχτα κατά μήκος της δυτικής παραλίας της Σύμης.
Προτού ακόμα ξημερώσει έφεραν την βάρκα στην ακτή, ξεφόρτωσαν τα λίγα πράγματα που είχαν πάρει μαζί τους και τα κουπιά και τα έκρυψαν μέσα σε σκίνους. Έβγαλαν τον φελλό (βούλωνα) από το πάτο της βάρκας και η βάρκα γέμισε νερά. Πρόσθεσαν μερικές πέτρες και η βάρκα έκατσε στον πάτο της θάλασσας σε 4-5 μέτρα βάθος, αυτοί πήγαν και κρύφτηκαν μέσα στους σκίνους και δεν άργησε να τους πάρει ο ύπνος.
Ξημέρωσε Μεγάλο Σάββατο, ο Ζουρούδης δεν πήγε να παρουσιαστεί και η βάρκα είχε γίνει άφαντη, η Αστυνομία κατάλαβε. Πήραν ένα μικρό γαζολίνο και άρχισαν να ψάχνουν ένα γύρω από την Σύμη. Μερικές φορές πέρασαν πάνω από την βάρκα καθισμένη στο πάτο της θάλασσας χωρίς να την αντιληφθούν.
Μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει, βγήκαν από τους σκίνους, βουτήξαν και βγάλαν τις πέτρες μέσα από την βάρκα που επανήλθε στην επιφάνεια, βάλαν τον πίρο στην θέση του και με τον τενεκέ άδειασαν τα νερά.
Συνέχισαν να λάμνουν και όταν πέρασαν το στενό που χωρίζει την Σύμη από το Σεσκλί (αρχαία Τεφτλούσα) στράφηκαν ανατολικά προς την Αλεπώ μέχρι που έφτασαν στο Μαύρο ακρωτήρι (Kara Burun, στα Τουρκικά).
Ήταν ακόμη νύχτα όταν μπήκαν στον κόλπο της Απλοθήκας, περίμεναν να ξημερώσει και με το χάραμα δυο-τρεις Τουρκοκρητικοί τους οδήγησαν στο αρχηγείο του Παραλή, σ’ ένα ύψωμα 20 μέτρα πάνω από την θάλασσα. Ο Μαντικός έδωσε τις πληροφορίες που του ζήτησαν και ο Ζουρούδης πήρε το πρώτο πλοίο για την Μέση Ανατολή.
Bring Manolaki to Aplothika….
War operations in the Dodecanese
During the Italian rule, many Dodecanese were deported because of their patriotic activity or left to avoid the oppressive measures against them. One of them was Agapitos Zouroudis from Symi who, coming to Piraeus in 1936, joined the Greek Army and then fought in the Greek-Italian war in Albania.
After the German attack and the collapse of the Albanian front, Zouroudis returned to Piraeus trying to find a way to leave and continue the fight. After many attempts, he boarded a sailing boat from the Cyclades bound for the Middle East. The boat reached the coast of Asia Minor and, sailing close to the shores, set sail for Cyprus. But, as soon as the boat reached Cape Krios and entered the Doric gulf, Zouroudis asked to be taken to Symi, and because he insisted, the captain gave him the rowing boat of the ship and let him go.
The following is the narration of the eyewitness Nasos John Kassotis: “Far outside the port of Symi we see a rowing boat approaching with its sail raised. The wind had dropped, the boat was moving slowly, and its only passenger was drowning. When the boat came closer, we saw the Greek flag flying on the mast. The Italian police got upset and the carabinieri started running up and down the port. Several Symians gathered trying to guess who the bold countryman was. Most people who knew Zouroudis agreed: who else but ‘Crazy-Agapitos'”.
The Carabinieri arrested Zouroudis and put him in prison, but after a few days, in order to avoid feeding him, released him with the obligation to report to the Police morning and night, and for more security, they pulled his boat out to the Harani and took the oars.
In the meantime, when the tide of war began to turn, Turkey allowed small Allied bases to be established on its shores. One of them was on the Alepo peninsula (Bozburun Yarimadasi, in Turkish), near Symi and across from Rhodes, in the gulf of Aplotheka (ancient Lorima), headed by Panao George Paralis, born and raised in Symi, but when his family moved to Kasos he married there Marina Koutlakis. Later, when the war began, he took his father’s boat and with his brothers Elias and Kotso, went to Alexandria and placed themselves and the boat at the service of the Allies.
One-night past midnight, someone knocked on the door of Zouroudis’ house in Armakia. But, when he opened it, he saw no one, only in front of the door he found a loaf of bread. He took it and as he was curious about it, inside a small hole was a piece of paper that read: “Bring Manolaki to the Aplotheca…Unknown”. He understood.
Paralis knew that the Allies were preparing a war operation against the Italian naval base of Leros, and the only one who could give them accurate information was Manolis Mantikos who, although young, had worked on the construction of the fortifications of Leros.
After Zouroudis reported to the Police and got dark, he went down to Harani with Mantikos, they threw the boat into the sea and “borrowed” the oars from a neighboring rowing boat. They took with them an empty tin, a small pitcher full of water, and half the bread that was left.
It was Good Friday and as soon as they left from the Harani, they noticed that the Epitaph procession was taking place, although there was a blackout. They pulled right towards Cape Koutsoubas and from there they continued to sail all night along the western coast of Symi.
Before dawn they brought the boat ashore, unloaded the few things they had with them and the oars and hid them in the bushes. They took out the cork (plug) from the bottom of the boat and the boat filled with water. They added some stones and the boat sat on the bottom of the sea in 4-5 meters depth, they went and hid in the bushes and soon felt asleep.
Holy Saturday dawned, Zouroudis did not go to report and the boat had disappeared, the Police understood. They took a small gasoline boat and started looking around Symi. Sometimes they passed over the rowing boat sitting on the bottom of the sea without noticing it.
As soon as it began to get dark, they got out of the bushes, dived and took the stones out of the boat which came back to the surface, put the cork in its place and with the tin emptied the water.
They continued to sail and when they passed the strait that separates Symi from Seskli (ancient Teftlusa) they turned east towards Alepo until they reached the Black Cape (Kara Burun, in Turkish).
It was still night when they entered the gulf of Aplotheka, they waited for dawn and two or three Turkish Cretans led them to Parali’s headquarters, on a hill 20 meters above the sea. Mantikos gave the information they asked for and Zouroudis took the first ship to the Middle East.
Manolis Cassotis.
Agapitgo Zouroudi was my grand father’s brother! I would like to know from where you found this information? We always knew he was a character but never knew about this episode in his very colorful life.
Thank you so much for bringing to light this part of my uncles’ life.