Της Τόνιας Α. Μανιατέα *
«Ελπίζω ότι κάποτε η ιστορία θα μου δώσει τον τίτλο της βασίλισσας των φοινίκων…».
Στις 6 Μαρτίου του 1846, σε επιστολή της προς τον πατέρα της, Αύγουστο (μέγα δούκα του Ολδεμβούργου) από την Αθήνα, όπου ο σύζυγός της, Όθων, έχει αναλάβει καθήκοντα βασιλέως, η Αμαλία εμφανιζόμενη να ενδιαφέρεται περισσότερο για την καταγραφή της στην ιστορία ως βασίλισσας μίας συστάδας δένδρων, παρά ενός λαού, (!) περιγράφει τον καιρό στην Ελλάδα ως «πραγματικά μαγιάτικο, πολύ ήπιο, πολύ ωραίο». «Τα πάντα είναι καταπράσινα και ανθισμένα και στον κήπο τα δένδρα κάνουν σκιά σε μερικά σημεία» γράφει και περιχαρής τού ανακοινώνει ότι μόλις πληροφορήθηκε πως οι φοίνικές της έφτασαν στον Πειραιά…
[ΣΣ. Από τις πρώτες κιόλας επιστολές της, όταν αναφέρεται στον κήπο που σχεδιάζει στο πλάι των ανακτόρων, αντικαθιστά τη γερμανική λέξη «palmen» (φοίνικες) με την αντίστοιχη ελληνική, εξηγώντας στον πατέρα της πως τη γοητεύει το ποιητικό άκουσμα της λέξης «φοίνικας»…].
«… Έχει κατέβει κάτω ο αυλάρχης και μαζί με τον κηπουρό και τον αρχιτέκτονα έχουν συμβούλιο για να δουν με ποιον τρόπο θα μπορέσουν να μεταφέρουν εδώ πάνω αυτούς τους γίγαντες, γιατί φαίνεται ότι είναι τεράστιοι και καμμία άμαξα δεν είναι αρκετά γερή για να τους αντέξει. Ο ένας, όταν τον έβαλαν στο πλοίο, απλώθηκε μέχρι τα κανόνια. Από αυτούς που έχω φυτέψει οι πιο ψηλοί είναι κοντότεροι κι από τους πιο κοντούς από τους καινούργιους […] Χρειάστηκαν περισσότεροι από τρεις μήνες για να τους φέρουν εδώ…».
Πρόκειται για μία παρτίδα δένδρων, που είχε παραγγείλει στα τέλη του 1845 από την Αίγυπτο. Σε άλλη επιστολή της προς τον πατέρα της, μάλιστα, η Αμαλία τού αποκάλυπτε πως τα σχέδιά της για τον εμπλουτισμό του βασιλικού κήπου αποτελούν συχνά το «ανέκδοτο» του Όθωνα. Γράφει στις 26 Νοεμβρίου: «…θα φέρω φοίνικες από την Αίγυπτο. Ο Όθων αστειεύεται πως είναι υπερβολικά κοντινό και εύκολο να φέρω φοίνικες από την Αίγυπτο και μήπως θα προτιμούσα να ψάξω στα Ιμαλάια. Με αυτόν τον τρόπο με κοροϊδεύουν… Οι φοίνικές μου όμως είναι υπέροχοι. Με δικαιώνουν».
Ο χρόνος θα αποδείξει πως η Αμαλία δεν το βάζει κάτω. Σχεδιάζει και υλοποιεί. Είναι μαθημένη στον πράσινο εύτακτο πλούτο της πατρίδας της κι έχει βαλθεί να δημιουργήσει τον δικό της παράδεισο στην Αθήνα. Το αρχικό σχέδιο του αρχιτέκτονα των ανακτόρων, Γκέρτνερ, προέβλεπε έναν περιορισμένης έκτασης κήπο πέριξ της βασιλικής κατοικίας και ίσως στην προέκτασή του έναν μεγαλύτερο, ελεύθερο σε χρήση από τους κατοίκους της πόλης.
ΔΕΝΔΡΟΦΥΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΚΑΛΩΠΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΣΤΙΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ
Έτσι ξεκινά και το όνειρο της Αμαλίας. Από το 1839 έως το 1843 διαμορφώνει τον κήπο του παλατιού, παραγγέλνοντας φυτά αρχικά από τη Γένοβα -15.000 ρίζες θα μεταφέρει από την ιταλική πόλη το πλοίο «Φοίνιξ» του ελληνικού στόλου- κι έπειτα από την Εύβοια, την Κρήτη, το Σούνιο. Η ίδια, άλλωστε, φροντίζει για τη δενδροφύτευση πλατειών και οδών της νεότευκτης πρωτεύουσας. Ο καλλωπισμός της πόλης είναι από τις προτεραιότητες του πατέρα του Όθωνα και καλύτερο βασικό συνεργάτη από την Αμαλία δεν θα μπορούσε να βρει. Η Αθήνα είναι ένας τόπος καθημαγμένος από τους αιώνες σκλαβιάς. Η φύση της, όμως, είναι εδώ κι ευνοεί τη μεταμόρφωση της πόλης. Το τοπίο είναι ετερόκλητο. Και βουνά και λόφοι και ποτάμια. Το έδαφος, βέβαια, δεν είναι δουλεμένο. Είναι βραχώδες και επί του παρόντος ξερό και άγονο. Θέλει πολλή δουλειά και αφοσίωση για να «πρασινίσει». Η Αμαλία είναι πρόθυμη να τα διαθέσει και τα δύο.
Το 1840 αποφασίζει να επεκτείνει τον βασιλικό κήπο. Η γη πέριξ του παλατιού είναι άδεια και αναξιοποίητη, αλλά όχι δημόσια. Ιδιοκτήτες της είναι ο Βρετανός ιστορικός Τζόρτζ Φίνλεϋ και οι Αμερικανοί ιεραπόστολοι Τζόνας Κινγκ και Τζον Χένρι Χιλλ. Οι δύο πρώτοι, παρά τον δηλωμένο «φιλελληνισμό» τους, ζητούν όχι ευκαταφρόνητα ποσά προκειμένου να ανταποκριθούν στο αίτημα για απαλλοτρίωση. Ο Κινγκ μάλιστα χρησιμοποιεί και τη διπλωματική οδό προκειμένου να εισπράξει το ποσό που επιθυμεί. Μόνον ο Χιλλ δεν μπαίνει σε παζαρέματα. Αρκείται σε ένα λογικό ποσό αποζημίωσης.
Εντέλει η έκταση αλλάζει χέρια και είναι πλέον στη διάθεση της Αμαλίας. Για τον σχεδιασμό του κήπου, η βασίλισσα συστήνει ειδική επιτροπή με πρόεδρο τον Γερμανό πανεπιστημιακό, καθηγητή Βοτανικής και Φυτολογίας, Καρλ Νικολάους Φράας. Ο πεθερός της, ο Λουδοβίκος, στέλνει ως συνδρομή στο έργο της διαμόρφωσης έναν Βαυαρό γεωπόνο κι έναν Πρώσο κηπουρό για βοηθό του, τους Σμάρατ και Σμιτ, αντίστοιχα (ως ειρωνεία της τύχης, ο Σμιτ, χρόνια μετά, κατά τη διάρκεια μίας απειλητικής βροχής στην Αθήνα κι έχοντας βγει για να επιβλέψει τα φυτά στα παρτέρια του κήπου, θα βληθεί από κεραυνό και θ’ αφήσει εκεί την τελευταία του πνοή!). Από το ισχνό ντόπιο δυναμικό επιστρατεύονται ο αυλάρχης Σκαρλάτος Σούτσος και ο βοτανολόγος Θεόδωρος Ορφανίδης. Φυτεύονται βελανιδιές, κυπαρίσσια, εσπεριδοειδή, κουτσουπιές, χαρουπιές, πικροδάφνες και ό,τι παράγει απ’ άκρου σ’ άκρο η ελληνική -και όχι μόνον- γη και μπορεί να μεταφερθεί στην Αθήνα.
Στις 16 Αυγούστου του 1843, η Αμαλία γράφει στον πατέρα της: «Σήμερα ξύπνησα από τις έξι και μισή, εγώ, που άλλοτε δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι μου. Εσύ κάνεις ασφαλώς πρωί πρωί τον περίπατό σου στον ωραίο κήπο του Ράστεντε (σσ: ύπαιθρος της Κάτω Σαξονίας, όπου βρίσκεται το εξοχικό αρχοντικό της οικογένειας). Κάτι που εκεί είναι τόσο όμορφο και εδώ τόσο δύσκολο να γίνει, είναι το γρασίδι. Όταν το κουρεύεις ξεραίνεται από τον ήλιο, αλλά και στο πότισμα παρουσιάζει ιδιαιτερότητα. Αν το ποτίσεις σε λάθος χρόνο, καταστρέφεται. Έτσι αντικαθιστούν οι πορτοκαλιές το γρασίδι, που όταν τις βλέπεις από πάνω, απλώνονται στο μπροστινό μέρος σαν πράσινο χαλί. Ο κήπος έχει πάνω από 1.000 πορτοκαλιές […] Έχει κιόλας μέρη που κυριολεκτικά προσφέρουν σκιά, ιδιαίτερα σε ένα σημείο, στο οποίο οι τριανταφυλλιές σχηματίζουν μία σκιερή γωνιά, είναι πολύ όμορφα. Έχει και πολύ ωραία θέα, βλέπει κανείς τη θάλασσα, τον ναό του Διός, καθώς και την Ακρόπολη…».
Εδώ, σ’ αυτό το σκιερό μέρος, το περιτριγυρισμένο από τις τριανταφυλλιές, θα καταφεύγει η Αμαλία όταν θα θέλει να απομονωθεί και να σκεφτεί.
[ΣΣ: Είναι το μόνο σημείο -μετά την κρεβατοκάμαρά της- που επιτρέπει στον εαυτό της να σηκώνει τα μανίκια της φορεσιάς της, σχολιάζουν οι χρονικογράφοι της εποχής -άλλως «βαθιά λαρύγγια» του παλατιού- που ισχυρίζονται ότι η βασίλισσα φορά πάντα μακρυμάνικες φορεσιές, επειδή θεωρεί ότι τα χέρια της είναι αντιαισθητικά χοντρά…].
Σ’ αυτήν τη γωνιά του κήπου, κοντά δύο αιώνες μετά, θα σώζεται το παγκάκι, που τώρα την ξεκουράζει κι αυτό το ίδιο παγκάκι θα προσφέρει στον επισκέπτη του 21ού αι. την ίδια σκιά και ηρεμία. Μόνο στην οπτική πρόσβαση στις ομορφιές, που εκείνη περιγράφει στον πατέρα της, θα υστερεί ο επισκέπτης του μέλλοντος. Αστική ανάπτυξη, βλέπεις…
Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΦΥΤΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ…
Το 1843 ο χώρος επεκτείνεται νότια και ανατολικά και τέσσερα χρόνια μετά η Αμαλία αναθέτει στον Γάλλο κηποτέχνη Φρανσουά Λουί Μπαρώ τη διαμόρφωση του κήπου με δρομάκια, παρτέρια και διακοσμητικά στοιχεία. Ο πράσινος παράδεισος της Αμαλίας επεκτείνεται διαρκώς έως το 1852, οπότε λαμβάνει την τελική μορφή του στα κάτι περισσότερο από 150 στρέμματα. Στο μεταξύ, η ίδια αγοράζει και φέρνει διαρκώς νέα είδη δένδρων, θάμνων και φυτών και ταυτόχρονα δέχεται σημαντικά δώρα τόσο από το εσωτερικό όσο και από μονάρχες του εξωτερικού, με τους οποίους αναπτύσσει σχέσεις το παλάτι. Η Αμαλία εγκαινιάζει τη… διπλωματία του φυτικού βασιλείου… Εκτός από μία εκατοστή λεμονιές, πορτοκαλιές και κερασιές, που έρχονται ως πρώτη δωρεά από τη Σπάρτη, τα «πεσκέσια» από μακριά καταφθάνουν σωρηδόν… Η αυτοκράτειρα της Βραζιλίας στέλνει σπάνια φυτά, που «πιάνουν» στην ελληνική γη, άλλα πολύτιμα είδη της χλωρίδας δωρίζει στην Αμαλία ο σουλτάνος του Λιβάνου.
Μία ακακία «ταξιδεύει» από την Ταϊτή και μία κλαίουσα ιτιά από το μνήμα του Ναπολέοντα στην Αγία Ελένη «δένει» στον Πειραιά! Οι πρώτοι φοίνικες φθάνουν στην Αθήνα ως δωρεά του αντιβασιλέα της Αιγύπτου, Μεχμέτ Αλή. Ακολουθεί μία παρτίδα 40 φοινίκων από το Σουδάν. Η Αμαλία γοητεύεται από τη μεγαλοπρέπεια του φοίνικα και αποφασίζει να τον μετατρέψει σε εμβληματικό δένδρο του κήπου. Πρόκειται για είδος ανθεκτικό και ευπροσάρμοστο τόσο σε υγρά ενδιαιτήματα όσο και σε ερήμους. Ανάλογα με την οικογένεια στην οποία ανήκει, μπορεί να φτάσει σε ύψος τέτοιο που να δημιουργήσει δασικό θόλο, κάτι που περίπου ονειρεύεται η Αμαλία. Ένα άλσος φοινίκων, απ’ όπου δεν θα τρυπώνουν οι ακτίνες του ήλιου. Οι ειδικοί του παλατιού τής προτείνουν να προτιμήσει Ουασινγκτονίες. Ένα είδος φοίνικα ανθεκτικού, καθαρού, με ψηλό κορμό και με φύλλωμα σε σχήμα βεντάλιας στην κορυφή του.
Η Αμαλία συμφωνεί αλλά δεν θέλει σπόρους, που θα χρειαστούν χρόνια για να γίνουν ό,τι εκείνη ονειρεύεται. Θέλει τα δένδρα έτοιμα και καθώς ο όγκος τους δεν είναι και εύκολα διαχειρίσιμος, η μεταφορά τους στην Ελλάδα καθίσταται σήριαλ…
«…Φαντάσου ότι τον φοίνικα που θα έρθει τώρα και για τον οποίο κατασκευάστηκε ειδικά μία άμαξα, αλλά ακόμη δεν ξέρουν πώς θα τον φέρουν εδώ πάνω, καθώς είναι φοβερά βαρύς και διπλός στο μέγεθος, αυτόν τον φοίνικα τον κατέβασαν οι ναύτες από ένα βουνό δυόμιση ώρες δρόμο από τη θάλασσα. Τον άλλον τον έφεραν με δώδεκα άλογα. Αυτόν εδώ ακόμη δεν ξέρουν πώς θα τον φέρουν. Από τη μεριά της θάλασσας οι φοίνικες θα είναι ορατοί από μεγάλη απόσταση…» θα γράψει στον πατέρα της η Αμαλία στις 12 Μαρτίου του 1846 και μόλις δύο μέρες μετά, θα επανέλθει στο θέμα με άλλη επιστολή εξηγώντας του: «Ο τελευταίος (φοίνικας) με έχει βάλει σε μεγάλη στενοχώρια, γιατί είναι πολύ μεγάλος και βαρύς, τόσο που δεν τον αντέχει καμμία άμαξα. Χτες, τσακίστηκε μία, βούλιαξε μία άλλη, και γι αυτό θα πρέπει να μεταφερθεί εδώ με ένα έλκηθρο, το οποίο θα τσουλάει πάνω σε κυλίνδρους και θα το τραβούν δεκαοκτώ άλογα (!). Είναι μόνο λίγο πιο κοντός από τον ψηλότερο (του κήπου), αλλά έχει μία τεράστια ρίζα, η οποία έχει διάμετρο τρία μέτρα και περισσότερο. Σαράντα μέρες χρειάστηκαν οι ναύτες για να τον κατεβάσουν από το βουνό. Για να τον φέρουν εδώ πάνω, θα χρειαστούν ασφαλώς δύο ως τρεις μέρες».
Φαίνεται πως η ιστορία με τους φοίνικες, που καταφθάνουν στην Αθήνα από διάφορα σημεία του ορίζοντα, έχει μετατραπεί για τους κατοίκους της πόλης σε ατραξιόν με πολλαπλά επεισόδια…
Η Δανή Χριστιάνα Φύσερ, σύζυγος του Γερμανού θεολόγου και προσωπικού ιερέα της Αμαλίας, Άσμους Χάινριχ Φρίντριχ Λυτ, θα περιγράψει στο βιβλίο της με τίτλο «Στην Αθήνα του 1847-1848: ένα ανέκδοτο ημερολόγιο»: «Άλλοι τέσσερις φοίνικες πέρασαν από τους δρόμους. Οι ναύτες που τους μετέφεραν γκρίνιαζαν με τα δένδρα, τη βασίλισσα και τη δουλειά τους, για την οποία άλλωστε πληρώνονται πολύ καλά. Τα δένδρα αυτά είναι πολύ ακριβά. Λέγεται πως αυτό που μεταφέρθηκε από τη Νιο κόστισε 5.000 δρχ.».
ΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΖΟΡΙΖΟΝΤΑΙ, ΑΛΛΑ ΤΟ ΓΡΑΣΙΔΙ ΕΥΗΜΕΡΕΙ…
Αλλά ένας κήπος θέλει νερό, πολλώ δε μάλλον ένας μεγάλος κήπος, που βρίσκεται στο ξεκίνημά του. Η πόλη υδροδοτείται από διάσπαρτες νερομάνες κρήνες και τα υδάτινα αποθέματά της, που είναι ακόμη άγνωστα, τροφοδοτούν για κάμποσες ώρες τα «παιδιά» της Αμαλίας, εκεί στο πλάι του παλατιού. Τις ώρες που ποτίζεται ο κήπος καθημερινά, η παροχή νερού στους κατοίκους διακόπτεται.
Στο έργο του «Η Ελλάδα του Όθωνα», ο Γάλλος ακαδημαϊκός, επισκέπτης της Αθήνας αυτήν την εποχή, Εντμόντ Αμπού, περιγράφει τον κήπο της βασίλισσας ως τον ασυγκρίτως πιο όμορφο κήπο του βασιλείου, για τη συντήρηση του οποίου ξοδεύονται, κατά μέσο όρο, πενήντα χιλιάδες δραχμές, δηλαδή το ένα εικοστό του ποσού, που χορηγείται στο βασιλικό ζεύγος.
«Όσοι έχουν περάσει τρεις καλοκαιρινούς μήνες στην Ελλάδα, γνωρίζουν καλά ότι το πολυτιμότερο και πιο περιζήτητο πράγμα είναι η σκιά. Βρίσκεις στον βασιλικό κήπο όγκους τους οποίους ο ήλιος δεν μπορεί να περάσει. Η τραπεζαρία του βασιλιά είναι μία αίθουσα χωρίς οροφή περιτριγυρισμένη από στοές σκεπαστές, οι τοίχοι και οι θόλοι είναι αναρριχώμενες τριανταφυλλιές, πυκνές, σφιχτοδεμένες και πλεγμένες μεταξύ τους λες και τις έφτιαξε καλαθοποιός» γράφει. Ωστόσο, για το θέμα του ποτίσματος ο Γάλλος επισκέπτης καταθέτει με εμφανή σκωπτική διάθεση: «Η βασίλισσα έχει ένα μικρό δάσος από πορτοκαλιές που είναι δέντρα και όχι παιχνίδια. Έχει φοίνικες μεγαλύτερους και από εκείνους του Βοτανικού Κήπου, οι οποίοι είναι φυτεμένοι καταμεσής μίας πράσινης πελούζας (σσ. χλοοτάπητας). Το ακριβότερο είναι η πελούζα και όχι οι φοίνικες. Ποτέ δεν θα μάθουμε πόση φροντίδα χρειάζεται, πόση εργασία και νερό τρεχούμενο προκειμένου να συντηρηθεί το γρασίδι Ιούλιο μήνα στην Αθήνα. Αποτελεί, πράγματι, βασιλική πολυτέλεια. Για να ποτιστούν αυτά τα χόρτα, η βασίλισσα κατάσχεσε ορισμένα υδραγωγεία τα οποία, καταπώς αρμόζει στο άστυ, έστελναν το νερό τους στην πόλη για να έχουν οι πολίτες να πίνουν. Η Μεγαλειότης της τα έθεσε στην υπηρεσία της. Οι Αθηναίοι βρίσκονται σε δυσάρεστη θέση, αλλά το γρασίδι σε ευχάριστη…».
Δενδροφύτευση και διαμόρφωση του κήπου συνεχίζονται με εντατικούς ρυθμούς. Με τη βοήθεια των ειδικών, η Αμαλία φέρνει και φυτεύει τον κατάλληλο χρόνο, στα κατάλληλα σημεία, τα κατάλληλα είδη χλωρίδας. Το 1851, όταν πια ολοκληρώνονται οι εργασίες, ο κήπος στο πλάι του παλατιού είναι ένας παράδεισος, που φιλοξενεί αειθαλή και φυλλοβόλα δένδρα, θάμνους, ποώδη φυτά, αναρριχώμενα, παχύφυτα και κάκτους, χλοοτάπητες.
Κοντά διακόσια χρόνια μετά, τα τυπικά μεσογειακά είδη αλλά και εκείνα που απαντώνται σε ξένα εδάφη και κρατούν τη θέση τους σ’ αυτήν τη γωνιά της Αθήνας, θα υπολογίζονται σε περισσότερα από 500 με εντυπωσιακούς πληθυσμούς (περί τα 7.000 δένδρα και τους 40.000 θάμνους, χώρια τα άλλα μικρά φυτά).
Εν τω μεταξύ, κατά τη διάρκεια των δενδροφυτεύσεων, οι εργάτες της Αμαλίας «σκοντάφτουν» σε ευρήματα από το μακρινό παρελθόν. Το 1846 αποκαλύπτεται ρωμαϊκό μωσαϊκό – τμήμα δαπέδου ρωμαϊκής έπαυλης. Η βασίλισσα το ανακοινώνει περιχαρής πρώτα στον αρχαιολάτρη πεθερό της και αμέσως μετά στον πατέρα της. «Σκέφτομαι να το αναδείξω» γράφει και στους δύο και δημιουργεί στο σημείο ένα περίπτερο, όπου το βασιλικό ζεύγος παίρνει το πρόγευμά του και οι υψηλοί επισκέπτες απολαμβάνουν το τοπίο και το αρχαίο εύρημα στα επίσημα γεύματα.
Στις 26 Οκτωβρίου του 1852 μία δοκιμασία περιμένει το πολύτιμο κόσμημα της Αμαλίας. Μία θύελλα, από εκείνες τις σπάνιες για το ελληνικό κλίμα, γκρεμίζει έναν από τους στύλους του Ολυμπίου Διός και προκαλεί σοβαρές καταστροφές σε κατοικίες και δένδρα.
«Τη 14/26η του μήνα είχαμε εδώ μία φρικτή θύελλα, που όμοιά της δεν είχε σημειωθεί ποτέ στα χρόνια που είμαι στην Ελλάδα» γράφει, μεταξύ άλλων, στον πατέρα της η βασίλισσα. «Στον κήπο μου καθώς και σε όλη τη γύρω περιοχή ξερίζωσε όλα τα μεγάλα δένδρα κι έριξε την κιονοστοιχία. Όσα μικρά δέντρα δεν ξεριζώθηκαν, έχουν λυγίσει, ούτε ένα δεν είναι ίσιο. Ο αέρας έριξε κάτω τον μεσαίο από τους τρεις κίονες του ναού του Ολυμπίου Διός… Ήταν πραγματικός κολοσσός. Τώρα κείτονται το ένα κομμάτι δίπλα στο άλλο, όπως όταν ήταν όρθιος, αλλά ακόμη και η βάση έχει ανασηκωθεί […] Επίσης, τρεις κίονες του Ερεχθείου έπεσαν κάτω..».
Ο Φιλανδός ελληνιστής Βίλχελμ Λάγκους, που αυτήν την εποχή βρίσκεται στην Αθήνα και ζει τη θεομηνία, προσπαθεί να την περιγράψει σε επιστολή προς τη μητέρα του: «Έτριζαν τα πάντα ακόμα και στο διαμέρισμά μας, που ήταν εσωτερικό. Ο αέρας έπαιρνε τις καμινάδες, τα παράθυρα γίνονταν θρύψαλα και η φοβερή καταιγίδα μαινόταν όλη νύχτα με όλη της τη δύναμη […]. Δύο μέρες μετά, επέλεξα τον δρόμο που περνάει από τα ερείπια του ναού του Διός. Οι φήμες είναι αληθινές. H φοβερή καταιγίδα δεν έχει καταστρέψει μόνο σύγχρονα κτήρια. Έχει ρημάξει και ένα από τα ομορφότερα μνημεία του Χρυσού Αιώνα των Αθηνών. Ένας από τους τεράστιους στύλους που ανήκει σε έναν από τους μεγαλύτερους ναούς των θεών των Ελλήνων, το ναό του Ολυμπίου Διός, έχει σκύψει το περήφανο κεφάλι του […] Σπίτια χωρίς σκεπές, μεγάλα δένδρα πεσμένα το ένα πάνω στο άλλο, όλος ο Βασιλικός Κήπος διαλυμένος. Τα κιόσκια, τα ωραιότερα κυπαρίσσια, οι ακακίες…».
Η Αμαλία ξανα – «σηκώνει τα μανίκια». Επιστρατεύει ναύτες για να φυτέψουν εκ νέου ό,τι ξερίζωσε η φύση. «Η όψη του κήπου μου ήταν αξιοθρήνητη. Όλες αυτές τις μέρες είχα και είκοσι ναύτες, εκτός από τους πενήντα εργάτες, οι οποίοι με βαρούλκα κ.λπ. σήκωναν όρθια τα δέντρα και τα φύτευαν πάλι» γράφει στον πατέρα της πέντε μέρες μετά τη θύελλα.
Οι καταστροφές κάποτε αποκαθίστανται, τα φυτά θεριεύουν, οι θάμνοι αναπτύσσονται, τα δέντρα στεριώνουν και χαρίζουν παχιά τη σκιά τους στην Αμαλία, που αγαπά να χάνεται με τον Έντελ, το αγαπημένο της άλογο, στα δρομάκια του κήπου. Οι Αθηναίοι διαμαρτύρονται πως παρά τη γενναία εισφορά τους στα έξοδα για τη συντήρησή του, δεν τους επιτρέπεται να τον απολαύσουν. Είναι, βλέπεις, βασιλικός. Κομμάτι του παλατιού.
Το 1854 επιτρέπεται για πρώτη φορά η πρόσβαση των πολιτών στο εσωτερικό του κήπου, αρκεί να μη βρίσκεται εκεί η βασίλισσα. Αλλά και πάλι, στα μονοπάτια κατά μήκος των κιγκλιδωμάτων, συνηθίζουν να περιδιαβάζουν κατά τις απογευματινές ώρες οι λεγόμενοι εκπρόσωποι της καλής κοινωνίας, ανταλλάσσοντας «θερμούς» χαιρετισμούς και «εγκάρδια» χαμόγελα.
Ο κήπος, πάντως, παραμένει «βασιλικός» επί Γεωργίου του Α’, ο οποίος επίσης δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τη φροντίδα του, αλλά και επί του διαδόχου του, Κωνσταντίνου, έως το 1917, που αυτός παραιτείται.
Από το 1923 η είσοδος στο κοινό είναι απρόσκοπτη και το 1927, ως «εθνικός κήπος» πλέον, αποδίδεται και επίσημα στους πολίτες, οι οποίοι επιτρέπεται να τον επισκέπτονται όλες τις ώρες της ημέρας έως τη δύση του ήλιου. Η δε κύρια είσοδός του -από τις συνολικά επτά που αριθμεί- θα είναι πάντα αυτή της λεωφόρου Αμαλίας, προς τιμήν της γυναίκας που τον «γέννησε», τον κανάκεψε και τον θέριεψε σαν το παιδί που δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει…
ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
– ΑΝΕΚΔΟΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ΑΜΑΛΙΑΣ ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ, 1836-1853, Β. Μπουσέ/Μ. Μπουσέ (Εκδ. Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 2011)
– ΑΘΗΝΑ, Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία, Θ. Γιοχάλας/Τ. Καφετζάκη (Εκδ. Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 2012)
– Στην Αθήνα του 1847-1848, Χρ. Λυτ (Εκδ. ΕΡΜΗΣ, Αθήνα 1991)
– Η Ελλάδα του Όθωνα, Εντ. Αμπού (Εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 2018)
– ΑΓΑΠΗΤΗ, ΜΙΣΗΤΗ ΜΟΥ ΑΘΗΝΑ – ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΦΙΝΛΑΝΔΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΤΗ ΒΙΛΧΕΛΜ ΛΑΓΚΟΥΣ, Μπ. Φορσέν/Β. Καρδάσης (Εκδ. Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 2009)
– Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού
– Τα Αθηναϊκά
– Βουλή των Ελλήνων
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ.