Γράφει η Έλενα Ντάκουλα
Οδός Ερμού: Ο άλλοτε «μεγάλος δρόμος», ο ανέκαθεν δρόμος-ψυχή της Αθήνας, ο δρόμος του εμπορίου, ο δρόμος-μαγνήτης-παράδεισος για τις γυναίκες κάθε ηλικίας, ο μεγαλύτερος πεζοδρομημένος δρόμος του εμπορικού κέντρου, ο δρόμος που συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στους ακριβότερους εμπορικούς δρόμους του κόσμου, ο δρόμος που έχει αδελφοποιηθεί με την οδό Okurayama στον νομό Kanagawa της Ιαπωνίας από το 1988, ο δρόμος όπου ακόμη ακούγεται ο ήχος της λατέρνας, ο δρόμος περιπάτου, αναψυχής και shopping therapy, o δρόμος των street happenings, ο δρόμος τριών σημαντικών βυζαντινών εκκλησιών, o δρόμος που ξεκινά με ζωή, κίνηση και φασαρία, και καταλήγει στην ηρεμία και ησυχία του αρχαίου νεκροταφείου του Κεραμεικού.
Η οδός Ερμού, μήκους 1.5 χλμ., είναι ένας από τους πρώτους δρόμους και βασικούς άξονες της σύγχρονης πόλης της Αθήνας, σύμφωνα με το πολεοδομικό σχέδιο που εκπόνησαν το 1833 οι αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ. Κατά την κατασκευή της κατεδαφίστηκε ο Ι.Ν. της Ροδακιώτισσας (συμβολή Ερμού και Βουλής) και απαλλοτριώθηκαν πολλά σπίτια, γεγονός που ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεων αλλά και μεγάλων πιέσεων επιφανών οικοπεδούχων της περιοχής, όπως πχ. του οπλαρχηγού Κριεζώτη ο οποίος έμενε στην Χαλκίδα και απείλησε να έλθει με τα παλικάρια του στην Αθήνα «δια να επιβάλη δυναμικώς σεβασμόν προς έναν αγρόν του εις το Ροδακιό, ο οποίος ερρυμοτομείτο παρά την διασταύρωσιν των οδών Ερμού και Βουλής». Άλλοι ιδιοκτήτες, θιγόμενοι μεν αλλά όχι τόσο σκληροπυρηνικοί, λέγεται ότι επικαλέστηκαν το σοβαρό κοινωνικό θέμα που θα προέκυπτε από παρεξηγήσεις μεταξύ αυτών που περπατούσαν στα πεζοδρόμια του δρόμου, το φάρδος του οποίου θα τους εμπόδιζε να αναγνωρίζονται και να χαιρετιούνται… Κάπως έτσι, λοιπόν, μόνο τα δύο τετράγωνα προς την πλατεία Συντάγματος έχουν το αρχικό εγκριθέν πλάτος των 20 μέτρων.
Εξ αρχής προοριζόταν για βασική εμπορική αρτηρία και γι’ αυτό της δόθηκε το όνομα του θεού του εμπορίου, Ερμή, και στα οθωνικά χρόνια ήταν γνωστή ως η «Ερμαϊκή οδός», η οποία ως συνέχεια της οδού Πειραιώς ένωνε τον Πειραιά με την Αθήνα.
Το 1838 στρώθηκε με σύστημα μακαντάμ και αργότερα απέκτησε πεζοδρόμια και υπόνομο και ασφαλτοστρώθηκε το 1910. Σύμφωνα δε με βασιλικό διάταγμα του 1856, ειδικοί όροι δόμησης τόσο για την οδό Ερμού όσο και για άλλους δρόμους πόλης επέβαλαν υποχρεωτικά «διώροφα κτίρια με ισόγειο και ένα ανώγειο πάτωμα και να σχηματίζουν σειρά συνεχή και αδιάκοπο».
Η χάραξη του δρόμου από το Θησείο έως την Πειραιώς έγινε το 1857, με την κατασκευή του σταθμού του Θησείου και το 1873, αφού διευθετήθηκε το θέμα των αποζημιώσεων, πραγματοποιήθηκε η από το 1856 εγκριθείσα διαπλάτυνση (από 10 σε 15 μέτρα) του δρόμου, από τον σταθμό έως την οδό Αθηνάς.
Από τα πρώτα χρόνια της κατασκευής του ο δρόμος ήταν νοητά χωρισμένος σε τρία, εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, μέρη. Παλιά, οι ερχόμενοι από τον Πειραιά επισκέπτες απογοητεύονταν από το πρώτο τμήμα του, έναν βρώμικο χωματόδρομο, γεμάτος σκόνη, φτωχικά και εγκαταλελειμμένα σπίτια και φθηνά μαγαζιά, παλαιοπωλεία, αμπατζίδικα, τσαρουχάδικα, ταβέρνες, στάβλους και χάνια (π.χ. «η Ελευσίς», εκεί που σήμερα βρίσκεται το τρίφατσο κτιριακό συγκρότημα ΠΥΛΗ ΕΡΜΟΥ- Ερμού 117-121).
Όσο όμως ανηφόριζαν προς την πλατεία Συντάγματος, ο δρόμος άλλαζε όψη και οι επισκέπτες εντυπωσιάζονταν από τα πολυτελή μαγαζιά, τα ωραία σπίτια, τα ξενοδοχεία και τα καφενεία. Μέσα από περιγραφές ταξιδιωτών αντλούνται στοιχεία και εικόνες για την Ερμού του 19ου αιώνα, όπως παραδείγματος χάριν για την «περιώνυμον διά το ύψος και την ευμορφιά της» χουρμαδιά, (συμβολή Ερμού & Μιαούλη), που εντυπωσίασε τόσο τον Χανς Κρίστιαν Αντερσεν, ώστε την αναφέρει στο Οδοιπορικό του στην Ελλάδα, ή για τα καταστήματα, «τα εκθέματα των οποίων επί των παραθύρων των ανταγωνίζονταν προς τα του Παλαί Ρουαγιάλ του Παρισιού, είτε κοσμηματοπωλεία ήταν είτε εμποροραφεία ή μεταξοπωλεία».
Από τα πρώτα χρόνια της ζωής του ο δρόμος άρχισε να γεμίζει με νεοκλασικές κατοικίες, πολλές εκ των οποίων αργότερα χρησιμοποιήθηκαν για στέγαση ξενοδοχείων, υπουργείων, και δικαστηρίων.
Μεταξύ αυτών των κτιρίων είναι η οικία Καβάκου (Ερμού 67 & Αιόλου 15), η οικία του Πατούσα (Ερμού 55 & Καπνικαρέας, όπου στεγάστηκε το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Παιδείας), οι οικίες Λουκά Πύρρου (Ερμού 56), Κόνιαρη (Ερμού 54). Στην οικία Κόνιαρη είχε στεγαστεί το 1837 η Γραμματεία των Εκκλησιαστικών. Το κτίριο κατεδαφίστηκε το 1883 και στη θέση του ανεγέρθηκε το τετραώροφο νεοκλασικό Μέγαρο του Βασιλείου Μελά, με την χαρακτηριστική υαλοσκεπή δίοδο, πρώτη στο είδος της εμπορική στοά των Αθηνών, στο πρότυπο των ευρωπαϊκών «galleries». Πανομοιότυπη υπάρχει στο ακριβώς διπλανό τριώροφο κτίριο, που ανεγέρθηκε στην θέση της κατεδαφιστέας οικίας Πύρρου.
Επί εποχής Όθωνα η έδρα των δύο Ειρηνοδικείων της Αθήνας, το «κατά τη νότια πλευρά» και το «κατά τη βόρεια πλευρά» της Ερμαϊκής οδού, ήταν σε αντικριστά κτίρια. Επίσης, σε κτίριο κάπου στη μέση του δρόμου είχε στεγαστεί το Συμβούλιο της Επικρατείας, τα μέλη του οποίου με μία ιστορική προκήρυξη επικύρωναν τις επαναστατικές πράξεις της 3ης Σεπτεμβρίου 1843.
Εκτός όμως από σπίτια, εκατέρωθεν του δρόμου, από το Μοναστηράκι μέχρι το Σύνταγμα, άρχιζαν ν’ εμφανίζονται εμπορικά καταστήματα πόλος έλξης τόσο για εμποροϋπαλλήλους, οι οποίοι επιθυμούσαν διακαώς ν’ ανοίξουν ένα δικό τους μαγαζί εκεί, όσο και για τις γυναίκες όλων των τάξεων, για τις οποίες ο δρόμος αυτός αποτελούσε έναν παράδεισο.
Αν και δεν είναι ακριβώς γνωστό το πότε λειτούργησε εκεί το πρώτο μαγαζί, αυτό τοποθετείται χρονικά γύρω στο 1837 και συμπεραίνεται από επιστολή που έστειλε τότε μία παιδαγωγός της βασίλισσας Αμαλίας, στην οποία έγραφε «ότι αγόρασαν με την Αμαλία καπέλα που μπορούσαν να φορέσουν και στο Παρίσι…». Στην Αθήνα τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχε άλλη εμπορική κίνηση πλην της Ερμού, η οποία μέχρι το 1880 περίπου περιοριζόταν από την πλατεία Συντάγματος έως την Καπνικαρέα. Η δε Αμαλία υπαγόρευε τις τάσεις της μόδας γιατί, εκτός από την εθνική φορεσιά, στις ντουλάπες της υπήρχαν πολλά παριζιάνικα μοντελάκια, τα οποία γίνονταν αμέσως αντικείμενα αντιγραφής από τις κοσμικές κυρίες.
Τα καταστήματα της Ερμού, πολλά εκ των οποίων είχαν χαρακτηριστεί εφάμιλλα των ευρωπαϊκών, αρχικά πωλούσαν κυρίως υφάσματα γιατί το έτοιμο ρούχο ήταν ακόμη άγνωστο. Οι εισαγωγές ενδυμάτων από επώνυμους οίκους του Παρισιού, ραμμένα με υφάσματα ακριβά και σχέδια της μόδας, έκαναν τις γυναίκες της αριστοκρατίας να μην διαφέρουν σε τίποτα από αυτές της αντίστοιχης τάξης του Παρισιού ή της Λόνδρας.
Όταν ένας έμπορος της Ερμού, ονομάτι Σκληβανιώτης, προσπάθησε να εισάγει τη μόδα την κρινολίνου (ένδυμα συνοδευόμενο από πολλά και ακριβά αξεσουάρ με «τολμηρά» ονόματα, όπως μπούστο, επιστήθιο, σουρτούκο) δεν μπορούσε να διανοηθεί το τι θα επακολουθούσε.
Όπως γράφει ο Γ. Καιροφύλλας, μόλις μία πανέμορφη Αθηναία αρχόντισσα έκανε εντυπωσιακή εμφάνιση φορώντας κρινολίνο, πολλές αριστοκράτισσες έτρεξαν να την μιμηθούν. Στην αμφίεση, όμως, αυτή τόσο οι σύζυγοι όσο και ορισμένες λαϊκές γυναίκες έβλεπαν κάτι το πολύ τολμηρό με αποτέλεσμα να ξεσπάσει θύελλα αντιδράσεων και το θέμα να ξεφύγει από τις… ντουλάπες των κυριών, να φτάσει στον τύπο, στη Βουλή, την εκκλησία, στη Χωροφυλακή για να καταλήξει στο… πρώτο γυναικείο συλλαλητήριο, τον Φεβρουάριο του 1858, όπου κάποιες αριστοκράτισσες εμφανίστηκαν στην οδό Αιόλου, ντυμένες με πανάκριβα φορέματα και πλατύγυρα καπέλα, κρατώντας πανό που έγραφε ότι πρέπει «Να παύσει η εναντίον μας κριτική. Είμεθα και εμείς πλάσματα της προόδου και συμβαδίζουμε εις το πλευρόν της. Δεν είμεθα υπηρέτριες των συζύγων και των αδελφών μας».
Εκτός από τους εισαγωγείς και οι μοδίστρες, όπως η μαντάμ Λιζιέ −η πρώτη ευρωπαία μοδίστρα που ήλθε στην Αθήνα− έκαναν χρυσές δουλειές ράβοντας για τις κυρίες της καλής αθηναϊκής κοινωνίας. Από δημοσιεύματα της εποχής διαβάζουμε για την ίδρυση του εμπορικού οίκου με την επωνυμία «Ερμείον» του Ιωάννου Τσάτσου, το 1850. Το συγκεκριμένο ευρύχωρο κατάστημα έμοιαζε κάπως με σημερινό εμπορικό κέντρο, όπου οι πελάτες μπορούσαν να βρουν «άπαντα τα ανδρικά και γυναικεία είδη ως και πάντα τα είδη οικιακής χρήσεως καθώς και πλούσια συλλογή ποικίλων ταπήτων».
Έντονη η ύπαρξη αδαμαντοπωλείων και χρυσοχοείων με αυτά του Σαμίου & Σία, του Πομόνη, των αδελφών Μαραγκού, του Τσιτσόπουλου να είναι μερικά από τα πιο φημισμένα και τα οποία «καθωρίζουσι, λαμπρύνουσι και φωτογωγούσι την οδόν Ερμού».
Το δε κατάστημα δώρων του Ροδόλφου Μάιφαρτ, ενός κομψού και πολύ ιδιόρρυθμου τύπου, γνωστού γυναικοκατακτητή των Αθηνών, ο οποίος είχε κληθεί από τον Όθωνα για να διδάξει την τέχνη της βιβλιοδετικής, αλλά αυτός ασχολήθηκε τελικά με το εμπόριο, διαφημιζόταν όχι ως εμπορικό αλλά ως «…παράδεισος που έχει ό,τι φαντασθή η φαντασία, δι’ όλας τα τάξεις, δι’ όλα τα βαλάντια και δι’όλας τας πραγματικάς ή εικαστικάς ανάγκας».
Τα καπέλα (πίλοι), απαραίτητο ενδυματολογικό αξεσουάρ κάθε μεσοαστού εκείνης της εποχής, με εμπόρους καταστημάτων γυναικείων πίλων ν’ αφθονούν καθώς και εκείνων που διατηρούσαν μαγαζιά με είδη που προορίζονταν για το στόλισμα των καπέλων, όπως λουλούδια, παραδείσια και επίγεια πουλιά ή πολύχρωμα φτερά σαν αυτό που ψάχνει η Βεατρίκη των Μ. Θεοδωράκη και Δ. Καρατζά:
Αχ, αχ, αχ, μικρό πουλί
τι ζητάς στην οδό Ερμού;
Έχασα τη Βεατρίκη,
ίσως να ψάχνει για καινούργιο καπέλο με φτερά
Η Ερμού, αν και ήταν κατεξοχήν γυναικείος δρόμος, δεν άφηνε παραπονεμένους τους άνδρες, οι οποίοι μπορούσαν να βρουν εκλεκτά είδη ρουχισμού στο «Γαλλικό Μαγαζί» των αδελφών Φιλίπ. Όσο για τα νεαρά βλαστάρια, υπήρχε ο «Παράδεισος των παιδιών» της κας Μοροζίνη, αν και ο αληθινός παράδεισος για αυτά ήταν το κατάστημα του Μαγγιώρου γεμάτο παιχνίδια, κούκλες και όχι μόνο. Και όπως γράφει ο Κώστας Μπίρης, «η εμπορική ζωή, παρά την ιδιοτυπίαν με την οποίαν διεμορφώθη, ενεθύμιζε πολύ την αντίστοιχον πλευράν των πόλεων της δυτικής Ευρώπης,, ιδιαιτέρως της Γαλλίας. Εις τα καταστήματα της οδού Ερμού και της οδού Σταδίου προσεφέροντο όλοι οι νεωτερισμοί του παρισινού πολιτισμού και ωμιλούντο ξέναι γλώσαι, απαραιτήτως δε η γαλλική».
Μία από τις παλαιότερες επιχειρήσεις της Ερμού είναι του Αλεξανδράκη, η οποία, χρονολογείται από το 1860 στην Ερμού 76 και από το 1933 στο ιδιόκτητο κτίριο Ερμού 27. Ο Ευτύχιος Αλεξάνδρακης (1919-2017) διαδέχθηκε τον πατέρα του, Δημήτριο, στην επιχείρηση και της έδωσε έναν «ευρωπαϊκό αέρα», συνεργαζόμενος με γνωστούς οίκους του εξωτερικού, προσφέροντας πάντα στους εκλεκτούς πελάτες του άριστη ποιότητα και κλασική κομψότητα. Οι προσεγμένες, tres sic βιτρίνες κέρδισαν και την προσοχή του ζεύγους Μακρόν στην τελευταία επίσκεψη τους στην Ελλάδα. «Θυμάμαι την οδό Ερμού τότε που ήταν χωματόδρομος και περνούσαν τα αυτοκίνητα του δήμου και την καταβρέχανε για να μην σηκώνεται σκόνη. Πολλές κυρίες που ερχόντουσαν στο μαγαζί ντυμένες με μακριά φορέματα δεν έβγαιναν καν από το “κουπέ” ή τα αμάξια τους και τους πηγαίναμε τα τόπια στο δρόμο για να διαλέξουν», λέει ο αρχοντάνθρωπος Ε. Αλεξανδράκης, εμβληματική μορφή της Ερμού και πιο παλιός έμπορος της Αθήνας.
Αλλά, όπως διαβάζουμε στο HistoryReport.gr, για αυτές που δεν διέθεταν μεταφορικό μέσο, υπήρχε λύση και αυτή ήταν οι «χαμάληδες» που, έναντι μικρής αμοιβής, αναλάμβαναν να τις μεταφέρουν σηκωτές. Οι επαγγελματίες αυτοί, άλλωστε, ήταν εκείνοι που διαμαρτυρήθηκαν πιο έντονα όταν, από το 1905 κι έπειτα, ξεκίνησε η ασφαλτόστρωση των αθηναϊκών δρόμων. Πολλοί ήταν κι αυτοί που χρησιμοποιούσαν για τη μετακίνησή τους την ιππήλατη λεωφορειακή γραμμή και η αφετηρία της ήταν στη συμβολή των οδών Αιόλου και Ερμού.
Εκτός όμως από εμπόρους η Ερμού ασκούσε ιδιαίτερη αίγλη σε καλούς φωτογράφους, οι οποίοι άνοιξαν εκεί τα πρώτα καλλιτεχνικά φωτογραφεία της Αθήνας, όπως ο Κάλφας, ο Πανταζόπουλος, οι Αφοί Ρωμαϊδη, ο Ι. Μωραϊτης, ο Δ. Μαρτιμιανάκης, οι αδελφές Καντά κ.ά. Στην καρδιά της οδού Ερμού εγκατέστησε το studio της η διάσημη Ελληνίδα φωτογράφος Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη από το Αϊδίνι, η οποία έγινε γνωστή διεθνώς ως Νelly’s. Eκεί διοργάνωσε εκθέσεις τις οποίες επισκέφθηκε όλη η Αθήνα.
Στα τέλη του 19ου αιώνα στην Αθήνα υπήρχαν δεκατρία χαρτοπωλεία, εκ των οποίων τα 6 βρίσκονταν στην οδό Ερμού. Σε κτίριο στον αριθμό 8, ο Αθανάσιος Πάλλης ίδρυσε το 1870 την εταιρεία «Πάλλης», η οποία μεσουράνησε στον χώρο για 137 χρόνια, εισάγοντας καινοτομίες όπως την παραγωγή φακέλων, κατάστιχων και εμπορικών βιβλίων στον ίδιο χώρο με τις λιανικές πωλήσεις γραφικής ύλης και ειδών γραφείου. Ο Αθ. Πάλλης από το 1880 έως το 1911 συνεργάστηκε με τον Γ. Κοτζιά, πατέρα του μετέπειτα δημάρχου Κ. Κοτζιά και η εταιρεία «Πάλλης – Κοτζιάς» γνώρισε εκείνα τα χρόνια μεγάλη ακμή, λειτουργώντας ταυτόχρονα και σαν τόπος συνάντησης των κοσμικών Αθηναίων αλλά και σαν ιδανικός χώρος εργασίας, όπως τραγουδούσαν κοπέλες που έψαχναν δουλειά «δεν γίνομαι ράφτρα, δεν γίνομαι καπελλού, θα πάω στου Πάλλη να γίνω φακελλού». Αργότερα, στον 8ο όροφο του ιδίου κτηρίου στεγάστηκαν τα γραφεία του περιοδικού «ΓΥΝΑΙΚΑ».
Η Ερμού εκτός από ψώνια πρόσφερε διασκέδαση και αναψυχή. Εκεί μαζεύονταν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι Αθηναίοι, μικροί και μεγάλοι, για ν’ αποχαιρετήσουν τον χρόνο που έφευγε και να καλωσορίσουν τον καινούργιο. Όπως γράφει ο Ε. Σκιαδάς, εκεί, στην καρδιά της εμπορικής κίνησης, συνέρρεαν τα πλήθη για να «…συρίξουν, να γυρίσουν την τροκάνα τους, να ρίξουν τα comfetti τους, να σπρώξουν και να σπρωχθούν, να πατήσουν και να πατηθούν… Από τη μία το μεσημέρι υπάλληλοι, ως επί το πλείστον, και μαθητές, με σφυρίχτρες, χάρτινες κορδέλες και τροκάνες, κάνοντας θόρυβο διαβολικό, έδιναν το σύνθημα για την έναρξη της εορτής, προσελκύοντας κι άλλους». Στην γιορτή αυτή συχνά παρευρισκόταν και ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α’, ο οποίος περπατούσε πεζός στην οδό Ερμού, για να «…ιδή τον λαόν εορτάζοντα…»
Η Ερμού ήταν γνωστή και ως ο δρόμος των… εργολάβων, των οποίων όμως η εργολαβία δεν ήταν κατασκευαστική αλλά είχε χροιά… ερωτική. Επρόκειτο για τα «καμάκια» της εποχής, νεαρούς που περνούσαν ώρες ατελείωτες καθισμένοι στο κοσμικό ζαχαροπλαστείο του Τζίτζικα, χαζεύοντας και φλερτάροντας τις γυναίκες που ανεβοκατέβαιναν στα μαγαζιά. Και όπως γράφει ο Ε. Σκιαδάς, «προς τιμήν τους, ονομάστηκε έτσι το συγκεκριμένο γλύκισμα, που υπάρχει μέχρι σήμερα σε όλα τα ζαχαροπλαστεία».
Το καφενείο η «ΩΡΑΙΑ ΕΛΛΑΣ» (διασταύρωση Ερμού και Αιόλου), ίδρυσε στο ισόγειο της οικίας Βρυζάκη το 1839 ένας Ιταλός ονόματι Santo και λίγα χρόνια αργότερα το αγόρασε ο Παναγής Βενετσάτος. Ο Χανς-Κρίστιαν Αντερσεν εντυπωσιάστηκε τόσο από το μέγεθος όσο και από την κομψότητα του καφενείου το οποίο, όπως έγραψε, θα έκανε αίσθηση ακόμη και στο Αμβούργο και το Βερολίνο αλλά και το Cafe Greco της Ρώμης φαινόταν πολύ μικρό μπροστά του. Το ιστορικό αυτό καφενείο υπήρξε, για 40 χρόνια, το κέντρο της πολιτικής ζωής και στέκι της διανόησης των προοδευτικών και δημοκρατικών Αθηναίων. Εκεί γίνονταν πολιτικές συζητήσεις που κατέληγαν συχνά σε ομηρικούς καβγάδες και, σύμφωνα με τη ρήση του Μπάμπη Αννίνου, το καφενείο αποτελούσε «οιονεί τον Αρειον Πάγον της κοινής γνώμης». Η αίθουσα του σφαιριστηρίου του λειτούργησε ως το πρώτο χρηματιστήριο των Αθηνών και εκεί διαδραματίστηκαν σκηνές απείρου κάλλους με τις εξεγέρσεις των θυμάτων του χρηματιστηριακού κραχ, που αναζητούσαν υπεύθυνο για την οικονομική τους καταστροφή, μετά το σκάνδαλο των Λαυρεωτικών (1873-1874).
Το δεύτερο κατά σειρά σπουδαιότητας καφενείο της Ερμού ήταν το «Καφενείο της Ανατολής», στο ισόγειο της οικίας Ανδρέα Κορομηλά (πλ. Συντάγματος & Ερμού, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας). Στο αριστοκρατικό αυτό καφενείο, οι θαμώνες μπορούσαν να διαβάσουν γαλλικές ακόμη και γερμανικές εφημερίδες. Όταν το 1901 ο Κορομηλάς πούλησε το νεοκλασικό αρχοντικό του στον Ζαβορίτη, το καφενείο μετονομάστηκε σε «Καφενείο Ζαβορίτη» και γνώρισε κι αυτό στιγμές δόξας μέχρι που κατεδαφίστηκε την δεκαετία του 1960.
Απέναντι από το αρχοντικό του Κορομηλά, εκεί που σήμερα βρίσκεται το ταχυφαγείο Mac Donald’s, υπήρχε το μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο Grand Hotel d’ Anglettere, γνωστό και ως Ξενοδοχείο της Αγγλίας, στο οποίο φιλοξενούντο οι επίσημοι ξένοι και επισκέπτες της Αθήνας. Όπως και το Ξενοδοχείο των Περιηγητών, γνωστό ως Τourist (Ερμού & Βουλής 20, εκεί όπου σήμερα στεγάζεται η αλυσίδα ρούχων H&M), απευθυνόταν σε πελάτες με ψηλές απαιτήσεις και γεμάτο πορτοφόλι.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι από τα 24 ξενοδοχεία που σημειώνονται την περίοδο 1860-1880 στην Αθήνα, τα 13 βρίσκονται στην Ερμού.
Για τους όχι και τόσο ευκατάστατους, υπήρχε η επιλογή καταλυμάτων σε κτίρια που προϋπήρχαν ως κατοικίες και είχαν μετατραπεί σε ξενοδοχεία και η εξυπηρέτηση περιοριζόταν στα στοιχειώδη, δηλαδή ύπνο και φαγητό. Τα περισσότερα απ ‘αυτά ήταν συγκεντρωμένα γύρω από την πλατεία της Καπνικαρέας και κάτω από την οδό Αιόλου, μερικά εκ των οποίων αν και διατηρητέα, βρίσκονται σε ερειπιώδη κατάσταση.
Εκτός όμως από ψώνια και διασκέδαση η οδός Ερμού προσφέρεται για επίσκεψη σε τρεις βυζαντινές εκκλησίες, στο Μνημείο Ολοκαυτώματος των Ελλήνων Εβραίων, καθώς και στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού.
Η Καπνικαρέα, που κατά την επικρατέστερη εκδοχή οφείλει το όνομά της σ’ ένα είδος φόρου της βυζαντινής εποχής, το καπνικόν, αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου, αγιογραφημένη από τον Φ. Κόντογλου, γλύτωσε τρεις φορές από την κατεδάφιση, γιατί βρισκόταν μες στη μέση του δρόμου και εμπόδιζε την «ισιάδα» και την κυκλοφορία. Η Παναγιά Παντάνασσα, το Μοναστηράκι, τρίκλιτη καμαροσκέπαστη βασιλική της Κοίμησης της Θεοτόκου, πρώην καθολικό του Μεγάλου Μοναστηριού, δεσπόζει στη νότια πλευρά της πλατείας Μοναστηρακίου. Και ο Ι.Ν. Αγ. Ασωμάτων, πάνω στην ομώνυμη πλατεία, δύο μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους («χωστή»). Είναι του 11ου αιώνα, τετρακίονος, σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο αθηναϊκού τύπου. Εχει αραβικά διακοσμητικά τα οποία όπως λέγεται σχετίζονται με την παρουσία Αράβων εμπόρων στην περιοχή στα μέσα του 10ου αιώνα.
Η περιοχή μεταξύ της πλατείας Μοναστηρακίου και πλατείας Ασωμάτων ήταν γνωστή και ως Εκατόγχειρ, λόγω ενός γύψινου κοσμήματος τετραώροφης κατοικίας που παρίστανε γιγαντιαίο εκατόγχειρα, ο οποίος κρατούσε στην αγκαλιά του έναν τεράστιο ογκόλιθο. Η δε διαδρομή από την πλατεία Ασωμάτων έως την οδό Πειραιώς, μετά τα έργα πεζοδρόμησης το 2003, στο πλαίσιο σύνδεσης των αρχαιολογικών χώρων, αποτελεί έναν από τους ωραιότερους περιπάτους της Αθήνας, με θέα τον Παρθενώνα και τον Λυκαβηττό.
Τα υφασματάδικα, οι βιοτεχνίες οι οίκοι ραπτικής έχουν λιγοστέψει και αντικαταστάθηκαν από καταστήματα έτοιμων ενδυμάτων, υποδημάτων, αξεσουάρ αλλά και μοδάτων καφέ. Γνωστά ονόματα επιχειρήσεων όπως του Κοντώση, Μαγγιώρου, Μοντεσάντου, Μουρτζόπουλου, Παπαγιάννη, Σινάνη, Σιστοβάρη, Σταυρόπουλου, Τσεκλένη, Τσούχλου, Salon Vert κ.ά. έσβησαν από τον χάρτη και στη θέση τους βρίσκονται σήμερα γνωστές αλυσίδες καταστημάτων, όπως το Η&Μ, ΖΑRA, Benetton, Mothercare, Ηondos, Marks & Spencer κ.ά. με Αλεξανδράκη, Ζούλοβιτς και Καλυβιώτη να συνεχίζουν να γράφουν ιστορία.
Παρ’ όλα αυτά, η Ερμού εξακολουθεί να ξελογιάζει, να γοητεύει και να αποτελεί δείκτη οικονομικής ευμάρειας. Εκεί χτυπάει ακόμη δυνατά η καρδιά του εμπορικού κόσμου.
Και «Λίγο πριν βγεις απ’ την Ερμού…
έχει μια πόρτα
που, αν τη διαβείς,
μες στον Παράδεισο θα μπεις
Πλαγιές μικρές, σπασμένα μάρμαρα και χόρτα…
και το γλυκόλαλο τ’ αηδόνι της σιωπής».
Πρόκειται για τον μοναδικό αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού.
Βιβλιογραφία:
- * Γιοχάλας Θανάσης- Καφετζάκη Τόνια. ΑΘΗΝΑ. Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία. Εκδ. ΕΣΤΙΑ, Αθήνα, 2012
* Γιοχάλας Θανάσης – Βάϊου Ζωή. Ο ΚΙΤΣΟΣ Ο ΛΕΒΕΝΤΣΗ και άλλες αγγελίες. Εκδ. ΕΣΤΙΑ, Αθήνα, 2016.
* Καιροφύλας Γιάννης, ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ. Εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1999
* Λάμπρου Λ. Γιάννης. ΟΔΟΣ ΕΡΜΟΥ, Αθήνα, 2001
* Μπίρης Κώστας. ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ. ΑΠΟ ΤΟΥ 19ου ΕΙΣ ΤΟΝ 20ον ΑΙΩΝΑ, Εκδ. ΜΕΛΙΣΣΑ, Αθήνα, 1995
* Σκουμπουρδή Αρτεμις. ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΑΘΗΝΑΣ, Εκδ. Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, Αθήνα, 2001.
* ΟΔΟΣ ΕΡΜΟΥ. Επτά Ημέρες, Εκδ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Αθήνα, 2002.
* «Αθήνα – Η Πόλη, Οι Άνθρωποι, Τα Γεγονότα. Από το φωτογραφικό Αρχείο του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου 1859-1988». Επιμέλεια κειμένων Βογιατζή Ιφιγένιεα, Μαρκασιώτη Νίκη, Χωριανοπούλου Μπέτυ. Εκδ. ΙΣΤΟΡΙΚΗ «ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», Αθήνα 2012.
Ηλεκρονικές πηγές
- * Η Μηχανή του Χρόνου – Η Αθήνα με καμήλες και η Σύρος με γεράκια. Σπάνια σκίτσα και κείμενα του Δανού παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν που βρέθηκε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος
* Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο – Αθήνα 17ος – 20ος αιώνας
* Youtube video – Η οδός Ερμού τότε και τώρα
* Τα Αθηναϊκά – Οδός Ερμού
«Πηγή: https://www.athensvoice.gr/life/urban-culture/athens/717983_ermoy-o-istorikos-dromos-me-ta-polla-goiteytika-prosopa»*