Αξιότιμε, κ. διευθυντά,
Αφορμή για αυτό το κείμενο αποτέλεσε η διάχυτη εντύπωση που κυριαρχεί στους Απόδημους Έλληνες πως ο εν λόγω νόμος αναγνώρισε σε αυτούς εκλογικό δικαίωμα.
Το εκλογικό δικαίωμα για τους Απόδημους Έλληνες τους έχοντες την ελληνική ιθαγένεια είναι κατοχυρωμένο από το σύνταγμα. Όλοι οι Ελληνες πολίτες, οπουδήποτε στον κόσμο. μπορούν την ημέρα των εκλογών στην Ελλάδα να προσέλθουν στο εκλογικό τους τμήμα και να ψηφίσουν.
Η μόνη προϋπόθεση που ισχύει για όλους τους Έλληνες ανεξάρτητα του τόπου κατοικίας είναι να έχουν την ελληνική ιθαγένεια και να είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους.
Κατά το παρελθόν τα δυο μεγάλα κόμματα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ γέμιζαν τα αεροπλάνα της Ολυμπιακής με τους ψηφοφόρους τους κι αυτό αποτέλεσε μια – πλάϊ στις άλλες – αιτία κατάρρευσης του εθνικού αερομεταφορέα και πώλησής της τον Μάρτιο του 2009 στην MIG.
Η έλλειψη της Ολυμπιακής με τις δωρεάν μετακινήσεις στην Ελλάδα των ψηφοφόρων των δύο αυτών κομμάτων στην περίοδο των εκλογών οδήγησε την Ν. Δημοκρατία τον Απρίλιο 2009 να καταθέσει σχέδιο νόμου με τίτλο «Άσκηση του εκλογικού δικαιώματος κατά τις γενικές βουλευτικές εκλογές από τους Έλληνες εκλογείς που διαμένουν στο εξωτερικό». Ο νόμος αυτό απορρίφτηκε από την Βουλή. Ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ στην συζήτηση επ’ αυτού του νομοσχεδίου Ε. Βενιζέλος ισχυρίστηκε πως:
“…Φυσικά, με το νομοσχέδιο αυτό έχουμε έναν εκλογέα ο οποίος αλλού είναι γραμμένος, σε άλλα δημοτολόγια, σε άλλη εκλογική περιφέρεια και συγκροτεί άλλο νόμιμο πληθυσμό και αλλού ψηφίζει. Ψηφίζει σε μία εικονική περιφέρεια αποδήμων Ελλήνων, η οποία δεν έχει συσταθεί με βάση απογραφή, δεν έχει νόμιμο πληθυσμό, δεν έχει καθορισμένο αριθμό βουλευτικών εδρών και έχει πολίτες ψηφοφόρους, οι οποίοι έχουν υποστεί τον ευτελισμό του ευνουχισμού τους, του πολιτικού και του εκλογικού, γιατί δεν αναδεικνύουν τους Βουλευτές που αναλογούν στον πληθυσμό τους, αλλά τάχα δήθεν επηρεάζουν τον κεντρικό συσχετισμό, με την πιθανότητα να εκλεγούν μέχρι τρεις Βουλευτές Επικρατείας από κάθε Κόμμα, οι οποίοι, όμως, μπορεί να είναι αυτοί που καταλαμβάνουν τη δέκατη, ενδέκατη και δωδέκατη θέση σε όλα τα Κόμματα, άρα να μην εκλεγεί κανείς”.
…”Απ’ όπου και να το πιάσεις το νομοσχέδιο αυτό, είναι κατάφωρα αντισυνταγματικό, είναι πολιτικά ενοχλητικό, γιατί προσβάλλει την πιο ευαίσθητη κατηγορία του έθνους, που είναι οι απόδημοι Έλληνες, τους εντάσσει εκ του πλαγίου σε έναν παλαιοκομματικό, μικροκομματικό και κατώτερο των περιστάσεων ανταγωνισμό και κυρίως, τους λέει ψέματα, τους δημιουργεί την προσδοκία ότι κάτι θα γίνει, προκειμένου η Κυβέρνηση να έχει το επιχείρημα ότι προσπάθησε να επιβάλει την ψήφο των αποδήμων, αλλά η Αντιπολίτευση αρνήθηκε”.
”Η Επικράτεια είναι η εκλογική Επικράτεια. Μπορούμε να ξέρουμε πόσοι είναι οι απόδημοι Έλληνες, ποιος είναι ο νόμιμος πληθυσμός, πόσες έδρες τους αντιστοιχούν για να έχουν περιφέρειες συνδυασμούς, υποψηφίους και Βουλευτές δικούς τους, ώστε να έρθουν εδώ υπερήφανοι, με πλήρη πολιτικά δικαιώματα και όχι ως παράρτημα και παρακολούθημα του κομματικού μηχανισμού ή του κεντρικού πολιτικού συσχετισμού”.
Παρέθεσα τις τότε θέσεις του ΠΑΣΟΚ σχετικά με την διευκόλυνση ψήφου των Ελλήνων εκλογέων του εξωτερικού γιατί αναδεικνύει εκτός της έλλειψης αξιόπιστου καταλόγου εκλογέων εξωτερικού και ένα κυρίαρχο θέμα. Την τυπική πολιτική σχέση των Αποδήμων Ελλήνων contra στην πολιτισμική σχέση
Η Ανανεωτική Αριστερά στην Ελλάδα – από το ΚΚΕ εσωτερικού μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είχε πάντα την θέση ενίσχυσης των δεσμών του Ελληνισμού της Διασποράς με την Ελλάδα σε ένα σύστημα αμοιβαίας υποστήριξης, το οποίο θα στηρίζονταν στην δημιουργία δικτύων πολιτιστικής και οικονομικής επικοινωνίας και συνεργασίας.
Στο πλαίσιο αυτής ακριβώς της αντίληψης ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ συνέταξε αντίστοιχο σχέδιο νόμου, που δεν πρόφτασε να το φέρει στην Βουλή, με φανερή την μετατόπιση του κέντρου βάρους από την πολιτική και μόνον σχέση των Ελλήνων εκλογέων του εξωτερικού στην πολιτισμική σχέση και ως εκ τούτου εθνική σχέση – των τμημάτων όλου του Ελληνισμού.
Ο Ελληνισμός της Διασποράς δεν είναι μια ενιαία πολιτισμική οντότητα. Αποτελείται από ένα σύνολο επί μέρους πολιτισμικών οντοτήτων ανά χώρα, οι οποίες προσδιορίζονται τόσο από τις διαφορετικές χωροχρονικές μήτρες, λόγω των διαφορετικών χρόνων και χώρων της πρώτης μετανάστευσης, όσο και από τις προσπολιτισμικές και επιπολιτισμικές διαδικασίες και πολιτικές των χωρών υποδοχής, οι οποίες και έχουν κυριαρχήσει αν όχι πλήρως στην δεύτερη γενιά, σίγουρα στην τρίτη και τις μετέπειτα γενιές.
Το Θέμα επανέρχεται στην επικαιρότητα κάθε φορά που η κυβέρνηση διαπιστώνει πως ο νόμος 4648/2019 με τίτλο «Διευκόλυνση άσκησης εκλογικού δικαιώματος εκλογέων που βρίσκονται εκτός ελληνικής επικράτειας» δεν βρήκε την αναμενόμενη ανταπόκριση από τους Απόδημους Έλληνες.
Οι εγγραφές στην ειδική πλατφόρμα των εκλογέων εξωτερικού δεν ξεπερνούν τις 1500, από τις οποίες έχουν εγκριθεί περί τις 600 αιτήσεις. Η παταγώδης αυτή αποτυχία οφείλεται στο αίσθημα της εξαπάτησης που ένιωσαν οι Έλληνες εκλογείς του εξωτερικού και αυτό εξηγεί την σχεδόν ανύπαρκτη αποδοχή του νόμου από την συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων εκλογέων του εξωτερικού.
Πριν εισέλθουμε στο κύριο ζήτημα, είναι αναγκαίο να διευκρινιστούν έννοιες, όπως, λαός, γένος και έθνος και οι μεταξύ τους σχέσεις.
Ο λαός συνιστά το υποκειμενικό στοιχείο του κράτους, είναι το σύνολο των ανθρώπων που μένουν εντός της εδαφικής επικράτειας ή και εκτός και τους συνδέει με το κράτος ο θεσμός της ιθαγένειας. Ο λαός, λοιπόν, υπό ευρεία έννοια, είναι το σύνολο των πολιτών που έχουν την ιθαγένεια ενός κράτους, ή αλλιώς την ιδιότητα του πολίτη.
Υπό στενή έννοια, ο λαός ταυτίζεται με το εκλογικό σώμα, που συνιστά υποσύνολο του λαού και συγκεκριμένα απαρτίζεται από τους ενήλικες που δεν έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα και, άρα, είναι ενεργοί πολίτες. Υπό αυτή την έννοια ο λαός, ως εκλογικό σώμα είναι το ανώτατο όργανο του κράτους, συνιστά δηλαδή ένα σύνολο συγκεκριμένων και συνταγματικά προσδιορισμένων αρμοδιοτήτων.
Ο λαός αντιδιαστέλλεται και με την έννοια του γένους. Το γένος είναι μια έννοια προπολιτική. Δεν έχει πολιτικά, αλλά πολιτισμικά και ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά. Εμπεριέχει και δεν αποκλείει τις κοινωνικές ανισότητες και τις φυλετικές διαφορές.
Η κυριότερη ερμηνευτική δυσκολία προκύπτει αναφορικά με τη νοηματική σχέση μεταξύ λαού και έθνους. Και οι δύο όροι χρησιμοποιούνται στο Σύνταγμα και εγείρεται και πάλι το ερώτημα, αν η χρήση τους είναι εναλλακτική ή υπονοεί εννοιολογικές διαφορές. Το έθνος υποδιαιρείται νοηματικά σε δύο έννοιες: στην πολιτική και την πολιτισμική. Με την πολιτική έννοια, το έθνος αναφέρεται στη διαχρονική διάσταση μίας συλλογικής οντότητας, που περιλαμβάνει όχι μόνο τον ενεστώτα λαό, αλλά και τις μέλλουσες ή παρελθούσες γενεές. Με την πολιτισμική έννοια, το έθνος συνιστά μία φαντασιακή κοινότητα ανθρώπων, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με κοινές ιδιότητες, όπως κοινή καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία, ιστορία, πολιτισμός.
Για την ψήφο των Αποδήμων Ελλήνων συγκρούστηκαν και συγκρούονται δυο βασικές αντιλήψεις.
Η πρώτη αντίληψη εκλαμβάνει τους Απόδημους Έλληνες ως τμήμα του λαού του διαβιούντος εντός της επικράτειας ως ενεργούς δηλαδή πολίτες, παρ’ ότι το μεγαλύτερο τμήμα του Απόδημου Ελληνισμού αποτελεί ενεργό τμήμα του λαού άλλων επικρατειών, στηρίζεται δηλ. στην τυπική και μόνον πολιτική σχέση αυτών των ατόμων με το ελληνικό κράτος.
Η αντίληψη αυτή προσβάλλει ευθέως την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, της πρωτογενούς δηλ. εξουσίας, η οποία πρέπει να ασκείται εντός ή επί μίας καθορισμένης χώρας, της επικράτειας, και ενός συνόλου ανθρώπων που διαβιούν εντός αυτής. Το χειρότερο δε, προσβάλλει το «αυτοδύναμο» της οργάνωσης της εξουσίας, η οποία διέπει τη συμβίωση του συνόλου των ανθρώπων που διαβιούν εντός ορισμένης χώρας. Εισάγει δηλ. μια ιδιόμορφη ετεροδυναμία στον πυρήνα της έννοιας του κράτους και της κρατικής εξουσίας ως υπέρτατης ικανότητας επιβολής ορισμένης θέλησης επί άλλων θελήσεων, κατά τρόπο ακαταγώνιστο. Η συντριπτική πλειοψηφία των Αποδήμων Ελλήνων έχει τυπική και μόνον πολιτική σχέση με το Ελληνικό κράτος και δεν υφίσταται την επιβολή της κρατικής εξουσίας του ελληνικού κράτους. Με απλά λόγια: Ένα τμήμα του εκλογικού σώματος δεν θα υποστεί τις συνέπειες των επιλογών του.
Στην αντίληψη αυτή στηρίχθηκε η πρόταση νόμου της ΝΔ ως κυβέρνηση τον Νοέμβριο του 2019 η οποία εκφράστηκε με την μεγαλύτερη δυνατή διαύγεια από τον ίδιο τον πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη κατά την ομιλία του στην Αστόρια:
«Η ψήφος σας θα προσμετράται κανονικά. Το 2023, όταν θα γίνουν οι επόμενες εθνικές εκλογές, θα μπορείτε επιτέλους να ψηφίζετε από τον μόνιμο τόπο διαμονής σας», τόνισε ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την ομιλία του προς την Ομογένεια στο Πολιτιστικό Κέντρο Αγίου Δημητρίου Αστόριας «Πέτρος Γ. Πατρίδης».
Κάτω από την πίεση της ψήφισης ενός νόμου από 200 βουλευτές, ως ορίζει το σύνταγμα (συνταγματική αναθεώρηση 2001) και με ουσιαστικά εξασφαλισμένη την υποστήριξη από το ΚΙΝΑΛ (22 βουλευτές) και από την ΕΛ.ΛΥΣΗ (10 βουλευτές) η πρόταση νόμου εξασφάλιζε την υποστήριξη 190 βουλευτών (μαζί με τις έδρες τις ΝΔ = 158). Χρειάζονταν ακόμη 10 βουλευτές για να καταστεί νόμος του κράτους.
Σημειώνω δε πως η συνταγματική ρύθμιση ενισχυμένης πλειοψηφίας στην Βουλή των 200 βουλευτών για την ψήφο των μεταναστών δεν ίσχυε μέχρι το 2001. Τα κόμματα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ είχαν μέχρι το 2001 πλήρη την δυνατότητα με απλή πλειοψηφία στην Βουλή να ψηφίσουν νόμο για την ψήφο των Αποδήμων χωρίς την ανάγκη υποστήριξης του σχετικού νόμου και από άλλα κόμματα της Βουλής. Όμως δεν το έπραξαν.
Το ΚΚΕ υποστήριζε την προσμέτρηση των ψήφων των Αποδήμων στο σύνολο των ψήφων της Επικράτειας, αλλά έθετε ταυτόχρονα και περιοριστικούς όρους στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των Αποδήμων εκλογέων, οι οποίοι είχαν άμεση συνάφεια με την ουσιαστική χρήση της πολιτικής σχέσης των Απόδημων εκλογέων με την Ελλάδα και όχι απλά την τυπική πολιτική σχέση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, καθώς επίσης και την αυτοπρόσωπη παρουσία του Απόδημου εκλογέα στα εκλογικά κέντρα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταθέσει, πολύ πριν την κατάθεση του νομοσχεδίου από την κυβέρνηση, δική του πρόταση νόμου για την ψήφο των Αποδήμων, την οποία είχε επεξεργαστεί κατά την διάρκεια της διακυβέρνησής του και δεν πρόλαβε να την φέρει στην Βουλή ως σχέδιο νόμου για ψήφιση λόγω της παρεμβολής των εθνικών εκλογών.
Η κυβέρνηση έχοντας κατά νου πως ο εκλογικός νόμος παρεμβαίνει στην κοινωνία και δημιουργεί ή μεταμορφώνει το πολιτικό πεδίο καθώς η κοινωνική, ιδεολογική ή κομματική ισορροπία δημιουργείται μέσα και από το εκλογικό σύστημα που επιτρέπει ή απαγορεύει σε ιδεολογίες και συμφέροντα μικρών ομάδων να μπουν στη διαβούλευση των εκλογών και της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, αλλά κυρίως πως μπορεί να δημιουργεί με τις κατάλληλες διατάξεις τεχνητές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, προσέγγισε κατά την περίοδο της διαβούλευσης τις θέσεις του ΚΚΕ για να εξασφαλίσει και την υποστήριξη των 15 βουλευτών του. Έτσι το τελικό νομοσχέδιο είχε ουσιαστικά την υποστήριξη 205 βουλευτών πριν καν αρχίσει η συζήτηση στη Βουλή επί αυτού του νομοσχεδίου, το οποίο έλαβε και ισχύ νόμου με αριθμό 4648/2019 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η δεύτερη αντίληψη, πάνω στην οποία στηρίχτηκε η πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, είναι συνεπής στην επιταγή του συντάγματος πως «θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Η αντίληψη αυτή στηρίζεται στην παραδοχή πως η Ελλάδα οφείλει να έχει γέφυρες επικοινωνίας και συνεννόησης με τον Ελληνισμό της Διασποράς χωρίς αυτή η παραδοχή να τραυματίζει την λαϊκή κυριαρχία, διατηρώντας δηλ. στον μέγιστο δυνατό βαθμό το “αυτοδύναμο” της οργάνωσης της κρατικής εξουσίας στην ελληνική επικράτεια. Εκλαμβάνει το σύνολο των Αποδήμων Ελλήνων των εχόντων κατά τον νόμον δικαίωμα ψήφου ως ενιαία οντότητα παραχωρώντας σε αυτήν ειδική εκλογική περιφέρεια με συγκεκριμένο αριθμό βουλευτών εκ του συνόλου των βουλευτών επικρατείας σε ενιαίο μη κομματικό ψηφοδέλτιο. Η αντίληψη αυτή κατοχυρώνει όχι μόνον το δικαίωμα του εκλέγειν χωρίς περιορισμούς των Αποδήμων εκλογέων, αλλά και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, γεγονός που στερεί ο νόμος 4648/16.12.2019 ή μάλλον εναποθέτει στην διακριτική ευχέρεια των κομμάτων να συμπεριλάβει στο ψηφοδέλτιο επικρατείας και Έλληνες εκλογείς του εξωτερικού.
Με αυτή την αντίληψη κατέθεσε στην βουλή ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ την πρόταση νόμου η οποία αποτελούσε το πόρισμα ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής με την συμμετοχή όλων των κομμάτων, την οποία ο κ. Γεραπετρίτης- ως καθηγητής τότε και όχι ως βουλευτής και υπουργός της ΝΔ – χαρακτήρισε ως βέλτιστη πρακτική. Στηρίζονταν στις κατά καιρούς προτροπές και αποφάσεις του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού, στην διεθνή πρακτική και στις αποφάσεις ημεδαπών και διεθνών Επιτροπών.
Η πρόταση αυτή εκλάμβανε τον Ελληνισμό της Διασποράς ως ενιαία οντότητα και παραχωρούσε σε αυτήν ειδική εκλογική περιφέρεια της Διασποράς με συγκεκριμένο αριθμό βουλευτών εκ του συνόλου των βουλευτών επικρατείας (από 5 έως 12, ανάλογα με το πλήθος των συμμετεχόντων στην εκλογική διαδικασία). Η πρόταση αυτή του νόμου δεν εισήχθη ποτέ από την κυβέρνηση στην Βουλή για συζήτηση. Όλη η συζήτηση στη Βουλή για την ψήφο των Αποδήμων διεξήχθη στη βάση των προβλεπόμενων ρυθμίσεων του σχεδίου νόμου της κυβέρνησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε επί της αρχής τελικά το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης για την ψήφο των Αποδήμων με την λογική πως είναι καλύτερα να υπάρξει ένας νόμος, που αν και δεν ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες των Αποδήμων Ελλήνων αποτελούσε μια κάποια αρχή. Ούτως ή άλλως το σχέδιο νόμου της ΝΔ που συζητήθηκε στην Βουλή διέθετε την υποστήριξη 205 βουλευτών χωρίς τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Το σχέδιο νόμου του ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε η ΝΔ να το φέρει στην Βουλή προς συζήτηση, επειδή ακριβώς η μετατόπιση του κέντρου βάρους από την τυπική πολιτική σχέση στην ενεργή πολιτισμική σχέση δεν εξυπηρετούσε τα μικροκομματικά της συμφέροντα.
Σας ευχαριστώ
Γιάννης Μότσης, Αστόρια.