Τι γύρευε ένας … ρινόκερος -δηλαδή το απολίθωμα ενός οστού του δικέρατου είδους Stephanorhinus- από την Εποχή των Παγετώνων στις Μυκήνες της Ύστερης Εποχής του Χαλκού; Για ποιον λόγο οι Μυκηναίοι του 13ου αι. π.Χ. αποφάσισαν να το συλλέξουν και να το φυλάξουν μαζί με άλλα αντικείμενα στο κεντρικό υπόγειο δωμάτιο του κτιρίου Θ στη Νοτιοδυτική Συνοικία της Ακρόπολης των Μυκηνών;
Μια νέα έρευνα*, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό Nature με τίτλο «The earliest evidence of large animal fossil collecting in mainland Greece at Bronze Age Mycenae» («Η πρωιμότερη μαρτυρία συλλογής απολιθώματος μεγάλου ζώου στην ηπειρωτική Ελλάδα στις Μυκήνες της Εποχής του Χαλκού»), προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα όπως τα παραπάνω, φωτίζοντας ταυτόχρονα πλευρές της αρχαιότητας που ίσως να μην έχουμε σκεφτεί. Όπως την αίσθηση που είχαν οι άνθρωποι της περιόδου για τη δική τους … αρχαιότητα.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνομίλησε με τις Βασιλική Πλιάτσικα, Δρ Αρχαιολόγο, επιμελήτρια Αρχαιοτήτων στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Τζάκλιν Μέιερ (Jacqueline S. Meier), Δρ Ζωοαρχαιολόγο, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Φλόριντα και Κιμ Σέλτον (Kim Shelton), καθηγήτρια στο Τμήμα Αρχαίων Ελληνικών & Ρωμαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια (Μπέρκλεϋ), που υπογράφουν την έρευνα για το μοναδικό παλαιοντολογικό εύρημα των Μυκηνών: Έναν απολιθωμένο αστράγαλο ρινόκερου του είδους Stephanorhinus, που δεν αποκλείεται να χρησιμοποιήθηκε σε κάποια τελετή, ακόμα και σε παιχνίδι ή σταθμίο («αφού κατά σύμπτωση το βάρος του, 500 γραμμάρια, συμπίπτει ακριβώς με μία μίνα, τη μεγάλη μονάδα μέτρησης βάρους στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού»). Όπως δεν αποκλείεται το απολιθωμένο οστό του τεράστιου ζώου να αποδόθηκε «σε κάποιο υπερμέγεθες φανταστικό, εξωτικό ή παλαιότατο ον», συμβάλλοντας με την ανακάλυψή του στη γένεση μύθων και δοξασιών για θεούς, ημίθεους και ήρωες, αλλά και υπερφυσικά ή τερατώδη πλάσματα, όπως οι Γίγαντες και οι Κύκλωπες.
Ακολουθεί η συνέντευξη των Β. Πλιάτσικα, Τζ. Μέιερ και Κ. Σέλτον στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στη δημοσιογράφο Ελένη Μάρκου
Ερ. Πρόσφατα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature το άρθρο σας «The earliest evidence of large animal fossil collecting in mainland Greece at Bronze Age Mycenae», που αφορά τη μελέτη ενός απολιθωμένου οστού ρινόκερου. Το οστό (αστράγαλος) βρέθηκε σε ανασκαφές στις Μυκήνες τη δεκαετία του ‘70 και αναλύθηκε από εσάς στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκηνών. Τι γύρευε ένας … ρινόκερος (το απολίθωμα οστού του, δηλαδή) στην Ακρόπολη των Μυκηνών;
Απ. Η εύρεση του απολιθώματος ήταν μια έκπληξη και για μας. Ένας αστράγαλος ρινόκερου από το Πλειστόκαινο δεν είναι καθόλου κοινό εύρημα, ούτε καν για τις Μυκήνες της Ύστερης Εποχής του Χαλκού – για την ακρίβεια, σύμφωνα με την έρευνά μας, αυτό είναι το πρωιμότερο γνωστό απολίθωμα που προέρχεται από αρχαιολογική ανασκαφή στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το απολίθωμα προέρχεται από ρινόκερο με δύο κέρατα του είδους Stephanorhinus, ένα μεγαλόσωμο ζώο που έφθανε τους 1,5-3 τόνους και έζησε στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική. Η έρευνά μας στο στάδιο αυτό εστίασε στην επιστημονική παρουσίαση του απολιθώματος ως παλαιοντολογικό εύρημα αλλά σκοπεύουμε να διερευνήσουμε το θέμα περισσότερο. Μέχρι στιγμής δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια πώς προμηθεύτηκαν οι Μυκηναίοι το απολίθωμα, αλλά παλαιοντολογικά κατάλοιπα του είδους αυτού έχουν βρεθεί και αλλού στην Ελλάδα, τόσο στην Πελοπόννησο όσο και βορειότερα.
Οι Μυκηναίοι που συνέλεξαν το οστό ασφαλώς αναγνώρισαν το προφανές, ότι δηλαδή πρόκειται για έναν πολύ μεγάλο και βαρύ λίθινο αστράγαλο, ο οποίος ξεχώριζε από τους οστέινους αστραγάλους των ανθρώπων και όλων των ζώων που γνώριζαν. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, να τον απέδωσαν σε κάποιο υπερμέγεθες φανταστικό, εξωτικό ή παλαιότατο ον. Το γεγονός ότι το απολίθωμα συνελέγη και κατέληξε μέσα σε ένα κτίριο της ακρόπολης οδηγεί στη βάσιμη υπόθεση ότι οι Μυκηναίοι αντιλήφθηκαν ότι πρόκειται για ένα μοναδικό αντικείμενο και προβληματίστηκαν για την προέλευση και την παλαιότητά του, εξ ου και το μεταχειρίστηκαν ιδιαιτέρως.
Ερ. Τι μας λέει το γεγονός ότι βρέθηκε στο κεντρικό υπόγειο δωμάτιο του κτιρίου Θ στη Νοτιοδυτική Συνοικία της Ακρόπολης των Μυκηνών; Θα μπορούσε να “ συμμετέχει” σε κάποια τελετουργία;
Απ. Η Νοτιοδυτική Συνοικία των Μυκηνών είναι μια περιοχή της ακρόπολης με οικιστικά κατάλοιπα. Το δωμάτιο του κτιρίου Θ, όπου βρέθηκε το απολίθωμα, είναι πράγματι το κεντρικό υπόγειο δωμάτιο που επικοινωνούσε μέσω μιας σκάλας με έναν πλευρικό διάδρομο. Δεν διέθετε φυσικό φωτισμό, ούτε καν ομαλό δάπεδο, αφού στο μισό περίπου δωμάτιο εξέχει ανώμαλα ο βράχος και η μόνη υποτυπώδης εσωτερική διαμόρφωση ήταν ένα γωνιακό θρανίο. Οι ανασκαφές και δημοσιεύσεις στο παρελθόν δεν είχαν αποδώσει κάποιον ιδιαίτερο χαρακτήρα στο δωμάτιο ή το κτίριο, αλλά τα αποτελέσματα των ερευνών μας πλέον επιβάλλουν να επανεξετάσουμε προσεκτικά και από την αρχή όλα τα δεδομένα.
Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα να χρησιμοποιήθηκε το απολίθωμα στο πλαίσιο κάποιας τελετουργίας, θρησκευτικής, μαγικής ή μαντικής, ή ακόμη να χρησιμοποιήθηκε ως πιόνι ή ζάρι κάποιου επιτραπέζιου παιχνιδιού (αστράγαλοι μεγάλων ζώων, ενίοτε γεμισμένοι με μόλυβδο έχουν μερικές φορές αυτή τη χρήση στην αρχαιότητα ). Μπορεί ακόμη να χρησιμοποιήθηκε ως σταθμίο, αφού κατά σύμπτωση το βάρος του (500 γραμμάρια) συμπίπτει ακριβώς με μία μίνα, τη μεγάλη μονάδα μέτρησης βάρους στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού.
Ερ. Πόσο σπάνιο είναι το εύρημα, όχι με την παλαιοντολογική του σημασία αλλά με την έννοια ότι σκόπιμα είχε συλλεχθεί κάποια στιγμή στην αρχαιότητα (εδώ γύρω στο 1230-1200 π.Χ.); Υπάρχουν κι άλλα τέτοια παραδείγματα ευρημάτων ή οι περισσότερες πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτά προέρχονται από άλλες πηγές (π.χ. γραπτές);
Απ. H ανεύρεση παλαιοντολογικών ευρημάτων σε αρχαιολογικές ανασκαφές στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά σπάνια και, ειδικά για την Εποχή του Χαλκού στην ηπειρωτική Ελλάδα, εξ όσων γνωρίζουμε από τα μέχρι στιγμής δημοσιευμένα δεδομένα, το απολίθωμα των Μυκηνών είναι μοναδικό. Η εικόνα αυτή όμως, είναι αντιστρόφως ανάλογη αυτής που αποκτά κανείς όταν μελετά την πλούσια αρχαία ελληνική γραμματεία. Από τον Όμηρο ως την ύστερη Αρχαιότητα υπάρχουν εκατοντάδες αναφορές που αποδεικνύουν ότι οι αρχαίοι Έλληνες ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για τα απολιθωμένα όστρεα και οστά και η ανακάλυψή τους προκαλούσε τη γένεση μύθων και δοξασιών για θεούς, ημίθεους και ήρωες, αλλά και υπερφυσικά ή τερατώδη πλάσματα, όπως οι Γίγαντες και οι Κύκλωπες. Από τις γνωστότερες περιπτώσεις είναι η ανεύρεση γιγαντιαίων οστών στη Σκύρο το 476 π.Χ. που αποδόθηκαν στον Θησέα και ο Κίμων φρόντισε να μεταφερθούν στην Αθήνα. Επίσης, η περίπτωση της ωμοπλάτης του Πέλοπα, ένα υπερμέγεθες οστό που ήταν αξιοθέατο της Ολυμπίας την εποχή του Παυσανία.
Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι ότι αυτές οι παρατηρήσεις και συλλογές από τους αρχαίους Έλληνες συνέβαλαν στη συναίσθηση της ιστορικότητας, τη συνειδητοποίηση της ύπαρξης ενός απώτατου παρελθόντος, της Εποχής των Ηρώων, που ήταν πολύ παλαιότερη από τη δική τους εποχή.
Ερ. Σπουδαίοι αρχαιολόγοι και ερευνητές στο παρελθόν έχουν υποστηρίξει ότι τα παλαιοντολογικά αυτά ευρήματα επηρέασαν τη διαδικασία της γένεσης αρχαιοελληνικών μύθων και δοξασιών. Θεωρείτε ότι και το δικό σας αντικείμενο μελέτης ανήκει σε αυτή την κατηγορία των ευρημάτων; Αν ναι, ποιον «μύθο» θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει;
Απ. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με ασφάλεια αν οι Μυκηναίοι συνέδεσαν το απολίθωμα με κάποιο μυθικό ον, άνθρωπο, ζώο ή τέρας. Η πλούσια μυθολογία που συνδέεται με τις Μυκήνες μάς είναι γνωστή από πολύ μεταγενέστερες ιστορικές πηγές. Δεν αποκλείεται πράγματι οι Μυκηναίοι της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, να αιτιολόγησαν την ύπαρξη του απολιθώματος στο πλαίσιο κάποιου μύθου, ανάλογου με αυτόν του Περσέα, του μυθικού ιδρυτή της θέσης, που κάλεσε τους Κύκλωπες να τειχίσουν το ανάκτορό του, ή του Ηρακλή που έφερνε στον βασιλιά Ευρυσθέα τα τέρατα που εξολόθρευε.
Ερ. Πόσα τέτοια παλαιοντολογικά ευρήματα έχουν βρεθεί σε ανασκαφές στη χώρα μας που μπορεί να ενισχύουν την παραπάνω πεποίθηση; Γνωρίζετε αν αντίστοιχα ευρήματα έχουν εντοπιστεί και ερευνηθεί σε άλλα μέρη του κόσμου;
Απ. Το ενδιαφέρον των ανθρώπων για τα αξιοπερίεργα κατάλοιπα δεν περιορίζεται στην ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, είναι φαινόμενο που παρατηρείται και σε άλλους πολιτισμούς διαχρονικά, και διατηρείται άλλωστε ως τις μέρες μας. Ακόμη και οι κυνηγοί της παλαιολιθικής εποχής, συνέλεγαν απολιθώματα που τα χρησιμοποιούσαν ως φυλακτά. Στην Ελλάδα λίγα παλαιολιθικά ευρήματα έχουν εντοπιστεί σε ανασκαφές, αλλά αυτό ίσως, οφείλεται στο γεγονός ότι αυτά πιθανόν παραβλέπονταν στο παρελθόν μέχρι την εμπέδωση της αξίας της ζωοαρχαιολογικής έρευνας. Πολύ ενδιαφέρουσες περιπτώσεις συνιστούν τα απολιθωμένα οστά θηλαστικών που αποτέθηκαν ως αφιερώματα στο Ηραίο της Σάμου και το Ασκληπιείο της Κω.
Ερ. Τι γνωρίζουμε για το είδος του ζώου στο οποίο ανήκε το οστό; Ξέρουμε αν ζούσε στον ελληνικό χώρο ή αν μεταφέρθηκε από κάπου μακρύτερα;
Απ. Όσο αδιανόητο κι αν φαίνεται σήμερα, ο ρινόκερος του είδους Stephanorhinus φαίνεται ότι ήταν αρκετά κοινός στην περιοχή της Ευρώπης και της Βόρειας Αφρικής, και στην Ελλάδα έχουν εντοπιστεί πολλά κατάλοιπα: Η πλησιέστερη θέση εύρεσης τέτοιων καταλοίπων είναι τα Καρνεζέικα Αργολίδας αλλά πλήθος έχει εντοπιστεί και στη Μεγαλόπολη, το Πικέρμι και αλλού στη βόρεια Ελλάδα. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση, ωστόσο, να αποκλειστεί και η περίπτωση το απολίθωμα να έφτασε στις Μυκήνες από κάπου πολύ πιο μακριά, την Τουρκία, την Ιταλία ή από αλλού.
Ερ. Ποιο είναι το πιο σημαντικό συμπέρασμα της έρευνας κατά την προσωπική σας άποψη (η ερώτηση απευθύνεται προς τη Δρ Β. Πλιάτσικα);
Απ. Για μένα ένα από τα πιο σημαντικά συμπεράσματα της έρευνας είναι η βεβαιότητα ότι οι Μυκηναίοι του 13ου αι. π.Χ. ήρθαν αντιμέτωποι με ένα τέτοιο εύρημα, το αναγνώρισαν ως κατάλοιπο υπερφυσικού ανθρώπου ή ζώου ή κάποιου φανταστικού όντος και ασφαλώς προβληματίστηκαν για την προέλευση και τη χρονολόγησή του. Αναγκαστικά, δηλαδή, σκέφτηκαν κι εκείνοι ως αρχαιολόγοι που έθεσαν ερωτήματα στο αντικείμενο που κρατούσαν. Το γεγονός ότι την ίδια ακριβώς εποχή οι κάτοικοι των Μυκηνών υπό τις εντολές του άνακτα επέκτειναν το τείχος των Μυκηνών για να συμπεριλάβουν και να αναδείξουν ένα παλαιότερο μνημείο των προγόνων τους, τον ταφικό κύκλο Α, αποδεικνύει ότι επρόκειτο για ανθρώπους που προβληματίζονταν για την ιστορία τους. Οι Μυκηναίοι, που τα έργα τους αργότερα τοποθετήθηκαν από τους Έλληνες των ιστορικών χρόνων σε μια Ηρωική Εποχή, αναζήτησαν τους δικούς τους ήρωες και έπλασαν τη δική τους μυθολογία και γενεαλογία: το δικό τους ηρωικό παρελθόν.