Γράφει ο Φώτης Καλιαμπάκος
Πρόωρη έναρξη με εξ’ αναβολής Jon Batiste
Ο εξαιρετικά δημοφιλής Jon Batiste ήταν πέρυσι Perspective Artist του Carnegie Hall το οποίο έχει παράδοση να κάνει ανοίγματα και σε άλλα, πέραν της κλασσικής, είδη μουσικής. Η κύρια εκδήλωση όμως του αφιερώματος, προγραμματισμένη αρχικά για το Μάιο που μας πέρασε είχε αναβληθεί αφού, όπως ανακοινώθηκε, ο Batiste, ήταν θετικός στον κορονοϊό και προγραμματίστηκε για φέτος, πριν την επίσημη έναρξη της σεζόν του ιστορικού θεσμού, η οποία πραγματοποιήθηκε εχτές το βράδυ. Η αρχική συναυλία ήταν, “απελπιστικά” θα λέγαμε sold out, ενώ για την επαναληπτική διατέθηκαν ελάχιστα (και πολύ ακριβά…) εισιτήρια, προφανώς από κάποιους που δεν μπορούσαν να βρίσκονται εκεί στη νέα ημερομηνία.
Έκπληξη με … συμφωνία!
Ίσως είχαμε αμελήσει να δούμε το τί ακριβώς περιλαμβάνει η συναυλία και γι’ αυτό ήταν μάλλον έκπληξη ότι το πρόγραμμα αναφερόταν σε ένα μόνο έργο, το οποίο ήταν μια συμφωνία!
Ο καλλιτέχνης ο οποίος έχει κερδίσει αρκετά βραβεία Grammy καθώς και βραβείο “Golden Globe” αλλά και Όσκαρ για τη μουσική του στην ταινία της Disney “Soul”, μεταξύ πολλών άλλων διακρίσεων που χαρακτήρισαν την πορεία του στην κορυφή ενώ είναι μόλις 35 ετών είναι ίσως δύσκολο να χωρέσει σε ένα είδους μουσικής. Η μουσική του έχει στοιχεία της Τζαζ, της Soul, Blues μεταξύ πολλών άλλων, πάντως το όνομά του δεν είχε συνδεθεί ως τώρα με μια συμφωνία, όρος που χρησιμοποιείται στην κλασική μουσική. Το έργο αυτό, παραγγελία του Carnegie Hall, αποτελεί την πραγματοποίηση ενός οράματος του Batiste, το οποίο ο ίδιος περιγράφει ως εξής:
«Πώς θα ηχούσε μια συμφωνία αν επρόκειτο να ανακαλυφθεί σήμερα στην Αμερική (χωρίς να υπάρχει η παράδοση); Πώς θα ήταν μια συμφωνία αναστοχασμένη και ορισμένη με τους όρους του 21ου αιώνα; Ποια θα ήταν η σύνθεση μιας αμερικανικής ορχήστρας του 21ου αιώνα; … Τι σημαίνει πραγματικά το να είσαι Αμερικάνος;»
Από αυτούς του προβληματισμούς ξεκίνησε πριν τρεισήμισι χρόνια το όνειρο-όραμα του Batiste. Στη συμφωνία προσπάθησε όπως σημείωσε να ενσωματώσει στοιχεία της φιλοσοφίας του αμερικανικού πολιτικού συστήματος και του Συντάγματος και να εξερευνήσει την πολυπλοκότητα και διαφορετικότητα της αμερικανικής ιστορίας και εμπειρίας. Χώρισε το έργο σε τέσσερα τμήματα για να συνοψίσει τις κύριες πτυχές αυτής της εμπειρίας: “Capitalism, Integrity, Globalism, Majesty”» Να σημειώσουμε εδώ ότι ο καπιταλισμός όπως φαίνεται να χρησιμοποιεί τον όρο ο Batiste, δεν έχει καθόλου την αρνητική χροιά που καμιά φορά, ανάλογα με την ιδεολογική τοποθέτηση του καθενός, παίρνει στα ελληνικά και αυτό συμβαίνει, όχι τόσο γιατί στα αγγλικά η λέξη δεν μπορεί να την έχει, ανάλογα με αυτόν που τη χρησιμοποιεί, αλλά κυρίως γιατί χρησιμοποιείται με μια πολύ ευρύτερη έννοια, αναφέρεται στο σύνολο της οικονομίας, στη δημιουργία του συστήματος των υποδομών, των πόλεων, στους «τιτάνες της βιομηχανίας» που δημιούργησαν την πληθώρα των υλικών αγαθών και το «αμερικανικό όνειρο». Η ακεραιότητα αναφέρεται στα ιδανικά και τον ηρωισμό, όπως σημειώνει ο Batiste του καθημερινού πολίτη αυτής της χώρας και το όσα είναι διατεθειμένος να θυσιάσει για το κοινό καλό. Η παγκοσμιότητα ή κοσμοπολιτισμός αναφέρονται στο πού βαδίζει η αμερικανική κοινωνία, κοιτώντας όμως προς τα πίσω προς την προέλευση όλων αυτών των στοιχείων από τις διαφορετικές παραδόσεις των κατοίκων της χώρας. Το μεγαλείο αναφέρεται στην πίστη και τα στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού.
Το μουσικό «παλίμψηστο» του Batiste επιδιώκει να φέρει σε διάλογο τα ευρωπαϊκά και αφρικανικά στοιχεία και προσεγγίσεις στη μουσική και ενώνει ρυθμούς από τις μουσικές της Καραϊβικής, της Βραζιλίας, της Αϊτής, της Νέας Ορλεάνης. Εκτός από τα όργανα της ορχήστρας χρησιμοποιήθηκαν μια σειρά άλλων νεότερων επιλογών, συνθεσάιζερ, υπολογιστές κτλ.
Όλα αυτά τα στοιχεία επιδιώχτηκε να χρησιμοποιηθούν και “E pluribus unum” να αποτελέσουν μια μουσική εμπειρία που ενώνει αλλά και ξανασκέφτεται το πώς γράφεται μια συμφωνία.
Chris Spencer
Επειδή η συναυλία δεν προέβλεπε διάλειμμα οι διοργανωτές επέλεξαν να περιμένουν τυχόν καθυστερημένους και παράλληλα να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα με τον Chris Spencer, ένα είδος Stand Up Comedy με έντονη διάδραση με το κοινό, το οποίο ο Spencer αρχικά ρώτησε για την προέλευση και την ηλικία του κοινού, σαφώς νεανικότερου και πιο διαφοροποιημένου από τα συνήθη στο Carnegie Hall, μετά αστειεύτηκε για τις μάσκες, ευχόμενος καλή τύχη σε όσους δεν φορούν, για το γάμο, μια και ο ίδιος είναι παντρεμένος 16 χρόνια, αλλά αυτό στο Los Angeles, όπου μένει μετράει Χ3, δηλαδή 48! και για τις ακριβές γυναικείες τσάντες, αφού όταν η γυναίκα του θαύμασε κάποιον που αγόρασε στη γυναίκα του μια επώνυμη τσάντα 75.000 δολαρίων (όλα φαίνεται λειτουργούν …πολλαπλασιαστικά στο LA), εκείνος της είπε ότι η αξία της τσάντας πρέπει να αντιστοιχεί στο περιεχόμενό της, οπότε θα της πάρει μια τσάντα 37 δολαρίων! (Για τους ενδιαφερόμενους, στο διαδίκτυο κυκλοφορούν πολλά βίντεο του πολύ ευχάριστου κωμικού με την αναζήτηση του ονόματός του προσθέτοντας ίσως Stand Up Comedy για την αποφυγή συνωνυμιών)
Ως Master of Ceremonies ο Chris Spencer σε κλίμα γενικού ενθουσιασμού, αφού το κοινό αποτελούνταν από φίλους του Batiste που είχαν έρθει μάλιστα κι από άλλες πολιτείες των ΗΠΑ, έκανε, περνώντας δίπλα μας μέσα από την πλατεία, μια εντυπωσιακή είσοδο στην σκηνή και πήρε τη θέση του αρχικά στο πιάνο για να ξεκινήσει η συναυλία.
Με έντομα χτυπήματα κρουστών, κόντρα μπάσο, τούμπα, φωνητικά από τον ίδιο τον Batiste και ηχητικά εφέ, που ακούγονταν σαν ήχοι από χτίσιμο, και ελαφρώς κυκλική δομή, η εντυπωσιακή αρχή της συμφωνία προσπαθούσε προφανώς να αφηγηθεί την ιστορία της δημιουργίας των υποδομών της Αμερικής και του οικονομικού συστήματος. Ο Batiste άρχισε σιγά σιγά να μετακινείται προς τα συνθεσάιζερ, μετά πίσω στο πιάνο, αργότερα στα κρουστά, δίπλα στο μαέστρο και πίσω στο πιάνο, συμμετέχοντας συνέχεια σε όλο το μουσικό γίγνεσθαι και ερχόμενος σε διάδραση με όλους τους μουσικούς.
Η ατμόσφαιρα και οι ήχοι μεταβάλλονταν, όπως και οι ρόλοι του Batiste, αλλά και οι μουσικοί που αναλάμβαναν τον πρωταγωνιστικό ρόλο και τους αυτοσχεδιασμούς σε όλη τη διάρκεια της βραδιάς. Οι έξοχοι και τεχνικά εντυπωσιακοί αυτοσχεδιασμοί στις κιθάρες συνοδεύονταν από φωνητικά στα οποία ξεχώριζε η φράση: “For Us”!
Έπειτα τον πρώτο λόγο πήραν τα πολύ ρυθμικά κρουστά, ενώ αμέσως μετά η ατμόσφαιρα θύμιζε κλαμπ με «χρώματα» από την αμερικανική επαρχία, ακολουθούμενη από έντονα χορευτικούς ρυθμούς που συνεπήραν το κοινό. Όταν τον πρώτο λόγο πήραν τα μεταλλόφωνα η μουσική παρέπεμπε ίσως σε κλασσικές συνθέσεις του 20ου αιώνα, ενώ αργότερα τόσο κάποια χορωδιακά όσο και κάποια δραματικά ορχηστρικά περάσματα θύμισαν κινηματογραφική μουσική. Φωνητικά που ακούγονταν σαν μια μπαλάντα ήταν μια από τις αναφορές στη ροκ μουσική, ενώ η Τζαζ ήταν κατά κάποιο τρόπο παρούσα συνέχεια κατά τη διάρκεια της βραδιάς και στην ορχήστρα και στα φωνητικά, και στους αυτοσχεδιασμούς του ίδιου του Batiste στο πιάνο αλλά και στο υπέροχο σόλο σαξόφωνο προς το τέλος της συναυλίας. .
Κάποια στιγμή στη σκηνή εισήλθαν και οι ινδιάνικης καταγωγής μουσική για να εκπροσωπήσουν τους ήχους της Αμερικής πριν από την άφιξη των Ευρωπαίων. Οι μουσικοί παρουσίασαν για αρκετή ώρα τις δικές τους μελωδίες στα ιδιαίτερα αυτά όργανα και όταν τελείωσε αυτό το τμήμα δεν αποχώρησαν αλλά ενσωματώθηκαν κατά κάποιο τρόπο στο μουσικό γίγνεσθαι, όπως κατά κάποιο τρόπο, όχι τόσο αρμονικό βέβαια, συνέβη και στην ιστορία τους, η οποία τα τελευταία χρόνια αναδεικνύεται ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, τόσο που η αφιερωμένη στον Χριστόφορο Κολόμβο (Columbus Day) σχολική αργία ονομάζεται πλέον σε πολλές περιπτώσεις: “Indigenous People’s Day”!
Η διάδραση του Batiste από το πιάνο με τους μουσικούς συνεχίστηκε, ιδιαίτερα με τις τρομπέτες αλλά και τις φωνές, ενώ κάποια στιγμή o συνθέτης πήρε το λόγο για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στους συνεργάτες του, τους μουσικούς και το κοινό για την πραγματοποίηση του ονείρου του, αφού όπως ανέφερε, υπήρξαν στιγμές που πίστεψε ότι η συναυλία δεν θα πραγματοποιηθεί. Αναφέρθηκε σύντομα σε αξίες και ιδανικά και διατύπωσε την πίστη του ότι τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει την πορεία του καλού, το σχέδιο, αν μεταφράζουμε σωστά, του Θεού : “Nothing can stop the power of God”!
Η ομιλία του, όπως και οι σημειώσεις του στο πρόγραμμα της συναυλίας, η σκηνική του παρουσία αλλά κυρίως θα τολμούσαμε να πούμε η μουσική του και η ατμόσφαιρα στην αίθουσα απέπνεαν μια πίστη σε ιδανικά, αξίες και ακεραιότητα μια έντονη αύρα, εξόχως αμερικανικής θα τη χαρακτηρίζαμε, αισιοδοξίας.
Προς το τέλος της συναυλίας και ενώ κυριαρχούσαν οι ήχοι της Τζαζ ενίοτε με ατμόσφαιρα κάποιου Τζαζ Κλαμπ, ενίοτε σε μεγαλύτερη κλίμακα, τα έγχορδα της ορχήστρας έπαιξαν ένα ατμοσφαιρικό κομμάτι που παρέπεμπε στις αρχές της συμφωνίας, στο πιο κλασικό μέρος της συμφωνίας. Ακολούθησε ένα αισιόδοξο και χολιγουντιανών διαστάσεων θα λέγαμε εντυπωσιακό φινάλε με το κοινό να αποθεώνει τους συντελλεστές!
Και ενώ οι συμμετέχοντες μουσικοί ήταν πάρα πολλοί και οι μουσικές καταβολές πολυποίκιλες, η συμφωνία ακουγόταν, τηρημένων των αναλογιών, αρκετά συνεκτική και αυτό πρέπει να οφείλεται στις ενορχηστρωτικές αρετές του, παρόντα επίσης στα συνθεσάιζερ, φοιτητή στο Manhattan School of Music Matt Wong (Orchestrator and Musical Dramaturg), στον οποίο νομίζουμε ότι πρέπει να αναγνωριστεί ο κομβικός του ρόλος στην επιτυχία της συναυλίας.
Όπως επίσης και σε έναν άλλο πολύ νεαρό απόφοιτο του Manhattan School of Music τον νεαρό αρχιμουσικό Glenn Alexander II, ο οποίος διηύθυνε τη συναυλία κάνοντας και το ντεμπούτο του στην ιστορική σκηνή.
Όσον αφορά τον ίδιο το Jon Batiste η μουσικότητά του φαίνεται να είναι πολύπλευρη και το πλούσιο ταλέντο τους να εκτείνεται σε πολλούς τομείς της μουσικής, αφού έχει όχι μόνο γνώση αλλά και βιωματική σχέση με τόσα πολλά είδη, από την εντυπωσιακή του σκηνική παρουσία, εκείνο που ξεχωρίζει πάνω από όλα, τουλάχιστον στα δικά μας μάτια, από αυτήν την πλούσια μεν αλλά μόνο μία εμπειρία μας, είναι οι αυτοσχεδιασμοί του και κυρίως το άγγιγμα και ο ήχος του στο πιάνο, αρθρωμένος, καθαρός, δυναμικός, έντονος, με χαρακτήρα Τζαζ πιανίστα αν τολμούσαμε να διαλέξουμε ένα είδος από τα πολλά για να τον κατατάξουμε. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο άλλωστε ότι επελέγη να είναι Perspective Artist στο Carnegie Hall είναι ήδη ένας σούπερ-σταρ στα 35 του μόλις χρόνια!
Σε ένα ανκόρ ο Batiste επανήλθε στο πιάνο για κάποιους και πάλι καταπληκτικούς αυτοσχεδιασμούς κατά τη διάρκεια των οποίων αναγνωρίσαμε, στο πνεύμα της βραδιάς και παραλλαγές από τη μελωδία του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ, με το κοινό να αποθεώνει ακόμα μια φορά τον πολύπλευρο και δημοφιλή καλλιτέχνη!