ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Το ομογενειακό εστιατόριο «Vicky’s Diner» στο Ουάσινγκτον Χάιτς του Μανχάταν το βράδυ του Σαββάτου, 26 Σεπτεμβρίου 2020, σέρβιρε τα τελευταία δείπνα προκαλώντας θλίψη και συγκίνηση στους πελάτες και στο προσωπικό και κατέβασε οριστικά τα ρολά.
Το εστιατόριο έκλεισε στα μέσα Μαρτίου 2020 λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και παρέμεινε κλειστό για διόμισι περίπου μήνες. Επαναλειτούργησε προσφέροντας πακέτα φαγητού κατ΄οίκον είτε στο εστιατόριο και προ δύο μηνών άρχισε να λειτουργεί με υπαίθρια τραπέζια.
Και ενώ οι πελάτες ανέμεναν από αύριο να απολαύσουν το γεύμα και το δείπνο στο εσωτερικό δε μπορούσαν να πιστέψουν ότι το εστιατόριο το Σάββατο θα κατέβαζε τα ρολά για πάντα. Και επειδή ήθελαν να απολαύσουν το τελευταίο γεύμα το απόγευμα και το βράδυ του Σαββάτου υπήρχε το αδιαχώρητο. Πολλοί εξ αυτών περίμεναν υπομονετικά στην ουρά για να απολαύσουν το φαγητό και να εκφράσουν την αγάπη και την συμπαράσταση στην ομογενή ιδιοκτήτρια Βίκυ (Βασιλική) Λυμπέρη, στον αρχιμάγειρα Σαντιάγκο Μιράριο και στους σερβιτόρος.
Η Βrenda Αbramowitz την Παρασκευή άνοιξε ειδικό λογαριασμό στο www.gofundme.com με την επωνυμία «For ( Vasiliki Limberis )and @Vicky’s Diner staff» με στόχο την συγκέντρωση $5.000, χωρίς ποτέ της να φανταστεί την ανταπόκριση των φίλων και των υποστηρικτών του εστιατορίου.
Μέχρι και ετούτη την ώρα στη έκκλησή της ανταποκρίθηκαν 69 άτομα τα οποία προσέφεραν συνολικά $13.431.
«Vicky’s Diner»
Το εστιατόριο «Vicky’s Diner» στην διεύθυνση 805 W. 187th Street ήταν ένα από τα ελάχιστα ομογενειακά εστιατόρια που έχουν παραμείνει στο Ουάσινγκτον Χάιτς του Μανχάταν που, ως γνωστόν, μέχρι και την δεκαετία του ’70 αποτελούσε την Μέκκα του ελληνισμού της Νέας Υόρκης.
Απέχει λίγα μόλις τετράγωνα από την ιστορική κοινότητα του Αγίου Σπυρίδωνα και αποτελούσε προορισμό για τους ομογενείς και τους άλλους κατοίκους της περιοχής που προτιμούσαν το ποιοτικό φαγητό και την ελληνική φιλοξενία.
Η ιδιοκτήτρια του εστιατορίου Βίκυ (Βασιλική) Λυμπέρη μιλώντας στις «Αναμνήσεις» επεσήμανε ότι είναι απίστευτη η αγάπη του κόσμου.
«Μόλις έμαθαν ότι κλείνει το εστιατόριο ήρθαν άλλοι με λουλούδια για να εκφράσουν την αγάπη τους και συνάμα την συμπαράσταση», επεσήμανε.
Το μεσημέρι της Κυριακής, 27 Σεπτεμβρίου 2020, στην είσοδο είχε τοποθετηθεί η πινακίδα «Κλειστόν». Ο αρχιμάγειρας και οι σερβιτόροι ασχολούνταν με την προετοιμασία των μαγειρικών σκευών και του εξοπλισμού για την εκκένωση του χώρου, ενώ η ιδιοκτήτρια βίωνε μοναδικές στιγμές, διότι οι πελάτες και άλλοι κάτοικοι, μεταξύ των οποίων και ομογενείς που είχαν πληροφορηθεί τα δυσάρεστα, έσπευσαν να της εκφράσουν την αγάπη και την υποστήριξη.
Η Βίκυ ανταπέδιδε στην αγάπη τους στέλνοντας φιλάκια και αναφωνώντας «I love you to». Ακόμη και την ώρα της συνέντευξης στις «Αναμνήσεις» έρχονταν για να της εκφράσουν την αγάπη.
Αν και τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης προσπάθησαν να αποδώσουν το λουκέτο στην πανδημία του κορωνοϊού εν τούτοις η ομογενής διευκρίνισε ότι η απόφαση για το κλείσιμο του εστιατορίου ήταν μια από τις πιο επώδυνες αποφάσεις της ζωής της η οποία οφείλεται στην απληστία των ιδιοκτητών του ακινήτου και σε μια σειρά άλλων παραγόντων που αποτελούν τροχοπέδη στην βιωσιμότητα της επιχείρησης.
Πρόκειται για τους ίδιους παράγοντες που έχουν αλλάξει τα δεδομένα στον χώρο της εστίασης και κατέστησαν είδος προς εξαφάνιση τα ντάινερ.
Το δράμα της κ. Βίκυς ξεκίνησε τον περασμένο Σεπτέμβριο που έληξε το σύμφωνο ενοικίασης του χώρου και οι αλλεπάλληλες εκκλήσεις προς τον ηλικιωμένο πλέον ιδιοκτήτη για την ανανέωση του συμφώνου έπεφταν στο κενό. Εν τω μεταξύ αυτή την περίοδο ο ιδιοκτήτης μεταβίβασε το ακίνητο στα παιδιά του και από τότε ξεκίνησε ο Γολγοθάς της Βίκυς.
«Το ενοικιαστήριο έχει λήξει προ ενός έτους. Πήγα συνάντησα τον ιδιοκτήτη και τον Σεπτέμβριο και του πρότεινα να καταλήξουμε σε μια συμφωνία. Μετά από λίγους μήνες έμαθα ότι μεταβίβασε το ακίνητο στα παιδιά του και ανέθεσα στον λογιστή να επικοινωνήσει μαζί τους και μας άφησαν σε αναμονή. Κλείσαμε διόμησι μήνες λόγω του κορωνοϊού και όταν ανοίξαμε εκ νέου αρχίσαμε να συζητάμε με τους ιδιοκτήτες. Οι φόροι αυτή την χρονιά ανήλθαν στις $24.000, το ενοίκιο αυξήθηκε και ζητούσαν ετήσια αύξηση της τάξεως των 3% και συνάμα δεν ήθελαν να αναλάβουν την συντήρηση του ακινήτου», επεσήμανε η κ. Λυμπέρη, η οποία αποτελεί την προσωποποίηση του αμερικανικού ονείρου.
Η Βίκυ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Περίστα Ναυπακτίας και ήρθε στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 15 ετών με μόνο πενήντα δολάρια στην τσέπη.
«Χωρίς γλώσσα και με μόνο έξι τάξεις σχολείο, ήρθα στη Νέα Υόρκη και με την σκληρή εργασία κατάφερα να αποκτήσω το πρώτο ομώνυμο εστιατόριο σε εμπορικό δρόμο του Μπρονξ. Στις 11 Φεβρουαρίου 2007, πήρε φωτιά ένα παρακείμενο κατάστημα και έγιναν παρανάλωμα του πυρός πέντε καταστήματα μαζί με το δικό μου. Η απώλεια και η δοκιμασία ήταν μεγάλη. Μετά από δύο μήνες με πήρε τηλέφωνο ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου Αλέξανδρος Πουλημάς και μου προσέφερε δουλειά», επεσήμανε η κ. Βίκυ.
Μετά από τρεις μήνες ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου «Angela’s Coffee Shop» της πρότεινε να αγοράσει το εστιατόριο και τον Νοέμβριο του 2007 η Βίκυ παρέλαβε τα κλειδιά.
Μετονόμασε το εστιατόριο σε «Vicky’s Diner» και σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάφερε να αυξήσει την πελατεία και να κερδίσει την εμπιστοσύνη και την αγάπη των κατοίκων της περιοχής.
Προ τεσσάρων ετών ο κινηματογραφιστής Chris LoDuca προετοίμασε το ντοκιμαντέρ «Vicky’s Diner – an American Story», το οποίο προβάλει την ιστορία της Βίκυς από την Περίστα της Ναυπακτίας που αξιώθηκε να ζήσει στο ακέραιο το αμερικανικό όνειρο.
Οι αφηγήσεις της ίδιας, της κόρης της, του αρχιμάγειρα, των σερβιτόρων και των πελατών παρέχουν την δυνατότητα στον ακροατή να αντιληφθεί τα μυστικά της επιτυχίας της ομογενούς εστιάτορας.
Η Βίκυ είναι υπόδειγμα συζύγου, μητέρας και γιαγιάς και η τύχη το έφερε την ώρα της συνέντευξης να γνωρίσουμε και την εγγονούλα της την Κωνσταντίνα.
Η Βίκυ Λυμπέρη το γένος Φείδη είναι παντρεμένη με τον Νικόλαο Λυμπέρη με τον οποίο έφεραν στον κόσμο δύο παιδιά, τον Ευάγγελο και την Αικατερίνη Λυμπέρη – Κατέχη και επένδυσε όσο ελάχιστοι στην παιδεία τους.