Η παράκτια διάβρωση των περιοχών στο Δέλτα του Νέστου, η διαχείριση φαινομένων ευτροφισμού στις λιμνοθάλασσες της περιοχής και η εξοικονόμηση νερού στην άρδευση κατά μήκος της παράκτιας ζώνης της πεδιάδας του ποταμού Νέστου, είναι τρία από τα βασικότερα θέματα που εξέτασε το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης (ΔΠΘ) στο πλαίσιο ενός διασυνοριακού έργου με στόχο την περιβαλλοντική παρακολούθηση της Λεκάνης της Μαύρης Θάλασσας (ΜΘ) υποστηριζόμενη από το σύστημα Copernicus-PONTOS».
Η Μαύρη Θάλασσα θεωρείται σήμερα ως μία από τις πλέον ευαίσθητες περιφερειακές θάλασσες λόγω της περιορισμένης ανανέωσης του νερού της και των μεγάλων λεκανών απορροής της ηπειρωτικής Ευρώπης που καταλήγουν σε αυτή.
Τα κύρια περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ΜΘ είναι: α) η υπερλίπανση από θρεπτικά άλατα και ο ευτροφισμός που προκαλείται, β) οι μεταβολές στους θαλάσσιους οργανισμούς, τη βιοποικιλότητα και την εισβολή ξενικών ειδών, γ) η χημική ρύπανση, περιλαμβανομένου του πετρελαίου, δ) η ανοξική ζώνη από τα 200μ. βάθος ως τον πυθμένα που μετατρέπει τη Μαύρη Θάλασσα σε λεκάνη παραγωγής υδροθείου.
Ο καθηγητής του τμήματος Μηχανικών Περιβάλλοντος του ΔΠΘ Γιώργος Συλαίος και διευθυντής του εργαστηρίου Οικολογικής Μηχανικής και Τεχνολογίας, στη διάρκεια συνέντευξης τύπου παρουσίασε τους στόχους του έργου PONTOS, κάνοντας ιδιαίτερα αναφορά στις δυνατότητες που αυτό παρέχει, με τη συλλογή περιβαλλοντικών δεδομένων για τη Λεκάνη της ΜΘ και της ευρύτερης περιοχής μέσω του ευρωπαϊκού συστήματος παρακολούθησης της Γης, Copernicus.
«Η περιοχή του Δέλτα του Νέστου», σημείωσε ο κ. Συλαίος, «έχει μια σειρά από περιβαλλοντικά προβλήματα που μας ήταν γνωστά τα τελευταία χρόνια από διάφορες μελέτες που έχουμε κάνει στο παρελθόν. Τώρα όμως, με τη βοήθεια του έργου PONTOS επικεντρωθήκαμε στα τρία σημαντικότερα σε μια προσπάθεια να τα διαχειριστούμε κατά τον καλύτερο τρόπο και ταυτόχρονα να δώσουμε στους ανθρώπους που ζουν και εργάζονται εδώ εκείνα τα εργαλεία που θα τους βοηθήσουν να τα αντιμετωπίσουν».
Η φραγματοποίηση του ποταμού έφερε τη διάβρωση των ακτών
Σύμφωνα με τον κ. Συλαίο η παράκτια διάβρωση είναι από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η περιοχή στο Δέλτα του Νέστου το οποίο δημιουργήθηκε μετά τη φραγματοποίηση του ποταμού αλλά και την πίεση που δέχθηκαν οι εν λόγω περιοχές από την κλιματική αλλαγή. Τα δεδομένα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα την ύπαρξη μιας σοβαρής υποχώρησης της ακτής άνω των 120 μέτρων σε πολλά σημεία, ενώ τα τελευταία τριάντα χρόνια χάθηκαν συνολικά περί τα 1,2 τετραγωνικά χιλιόμετρα παράκτιας ζώνης.
«Με τη χρήση δορυφορικών εικόνων», υπογράμμισε ο καθηγητής του ΔΠΘ, «μελετήθηκε διεξοδικά η ακτογραμμή του Δέλτα του Νέστου με στόχο να δούμε τις θέσεις όπου υπάρχουν προβλήματα διάβρωσης και να τις ιεραρχήσουμε. Να καταλάβουμε τους λόγους στους οποίους οφείλεται η παράκτια διάβρωση και σταδιακά να δώσουμε μια λύση για το τι θα μπορούσε να γίνει ώστε να αποκατασταθεί το πρόβλημα».
Τα φαινόμενα εμφάνισης ευτροφισμού
Το δεύτερο, μείζονος σημασίας θέμα που ασχολήθηκαν οι ερευνητές στο πλαίσιο του έργου PONTOS, ήταν η δορυφορική παρακολούθηση των λιμνοθαλασσών του υγροτοπικού πάρκου της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης προκειμένου να μελετηθούν τα φαινόμενα εμφάνισης ευτροφισμού.
«Πέρυσι είχαμε έντονα φαινόμενα ευτροφισμού και θυμόμαστε όλοι τα προβλήματα που δημιούργησε στις ακτές της περιοχές η βλέννα με την οποία σκεπάστηκε η θάλασσα», επισήμανε με έμφαση ο κ. Συλαίος και συνέχισε, «μέσα από δορυφορικές εικόνες και μαθηματικά μοντέλα προσπαθούμε να δούμε πως εξελίσσεται η συγκέντρωση του φυτοπλαγκτόν, πως ξεκινά και πως αναπτύσσεται. Στόχος, να δώσουμε ένα εργαλείο με το οποίο θα βοηθήσουμε τους ιχθυοκαλλιεργητές που δραστηριοποιούνται στις λιμνοθάλασσες να γνωρίζουν τους κινδύνους και πότε αυτή η ανάπτυξη του φυτοπλαγκτόν μπορεί να οδηγήσει σε μαζικούς θανάτους ψαριών που είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν».
Άρδευση με επιστημονικά μέσα
Το τρίτο θέμα που μελετάται στην περιοχή στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου είναι η εξοικονόμηση νερού στην άρδευση. Η παράκτια ζώνη και γενικότερα η πεδιάδα του ποταμού Νέστου περιλαμβάνει πολλές αγροτικές καλλιέργειες οι οποίες μέχρι σήμερα αρδεύονται μόνο εμπειρικά.
«Αυτό που εμείς προσπαθούμε να εισάγουμε στη γεωργία στην περιοχής», επισήμανε ο καθηγητής του τμήματος Μηχανικών Περιβάλλοντος, «είναι η επιστημονική άρδευση, η τεχνολογικά ανεπτυγμένη, η οποία λαμβάνει υπόψη μετρήσεις από δορυφόρους, μετρήσεις από επιτόπιους αισθητήρες, μαθηματικά μοντέλα, προσομοιώσεις και υπολογισμούς. Στόχος είναι να περιοριστεί η ποσότητα του νερού που αρδεύουν οι αγρότες, ώστε να ποτίζουν ακριβώς όποτε χρειάζεται, την ποσότητα που χρειάζεται, προκειμένου να λαμβάνουν τη βέλτιστη δυνατή παραγωγή. Το θέμα της άρδευσης είναι σημαντικό ειδικά τώρα που η ενέργεια είναι πολύ ακριβή. Η ποσότητα νερού που αρδεύεται μετατρέπεται σε ενέργεια και η ενέργεια σε κόστος άρδευσης. Πρακτικά μειώνουμε το κόστος της άρδευσης και έχουμε καταφέρει να το περιορίσουμε στο 30% με 35% στις περιοχές που έχουμε εξετάσει».
* Τις φωτογραφίες παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Γιώργος Συλαίος
Πηγή: ΑΠΕ