ΑΘΗΝΑ. (ΑΠΕ – ΜΠΕ) Τα εγκαίνια της νέας περιοδικής έκθεσης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου «Δι’ αυτά πολεμήσαμεν… Αρχαιότητες και Ελληνική Επανάσταση» τέλεσε χθες το απόγευμα, 11 Φεβρουαρίου 2020, ο Πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, παρουσία της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού κ. Λίνας Μενδώνη. Η έκθεση εντάσσεται στο πρόγραμμα εορτασμού του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου για την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση και είναι η πρώτη εκδήλωση των εορτασμών.
Στην ομιλία της, η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού κ. Λίνα Μενδώνη είπε τα εξής:
«Εξοχώτατε κ. Πρωθυπουργέ, Η άμεση αποδοχή της πρόσκλησής μας να εγκαινιάσετε την έκθεση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου «Δι’ αυτά πολεμήσαμεν… Αρχαιότητες και Ελληνική Επανάσταση» δηλώνει πρωτίστως το προσωπικό ενδιαφέρον σας για το ίδιο το Μουσείο. Άλλωστε το ενδιαφέρον σας αυτό έχει αποτυπωθεί με τον πλέον επίσημο και σαφή τρόπο στην ανάγνωση των Προγραμματικών σας Δηλώσεων, όταν εμφατικά αναφερθήκατε στο πρόγραμμα αναγέννησης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου ως μέσον αναγέννησης της Αθήνας, ένα σχέδιο το οποίο σας απασχολεί προσωπικά τα τελευταία χρόνια.
Η περιοδική έκθεση που θα εγκαινιάσετε σε λίγο, αποτελεί την πρώτη εκδήλωση, η οποία διοργανώνεται για τον εορτασμό των 200 ετών από την έναρξη της Επανάστασης του 1821. Του μακροχρόνιου και επώδυνου αγώνα των Ελλήνων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με σκοπό την αποτίναξη του μακραίωνου ζυγού, την απελευθέρωση του Έθνους και τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους. Για τον λόγο αυτό το 2021 αποτελεί ένα εξαιρετικά σημαντικό ορόσημο για τον Ελληνισμό.
Η αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των υπόδουλων Ελλήνων υπήρξε το αποτέλεσμα μακροχρόνιων διεργασιών, οι απαρχές των οποίων φέρεται να φτάνουν πίσω έως τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους. Η ωρίμανση και κορύφωση του ελληνικού εθνικού κινήματος που οδήγησε στην Επανάσταση, ωστόσο, συντελέστηκε κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, σε στενή συνάρτηση με τα πνευματικά, ιδεολογικά και πολιτικά κινήματα της εποχής. Καθοριστικό ρόλο στην καλλιέργεια και ενίσχυση της κοινής εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων έπαιξε η εμπέδωση και ανάδειξη της χωροχρονικής διασύνδεσης με την αρχαία Ελλάδα και της συνέχειας με την ιστορία, τον πολιτισμό και τις αξίες της.
Τα υλικά κατάλοιπα και μνημεία της αρχαιότητας λειτούργησαν ως φυσικά τεκμήρια, αλλά και ως εννοιολογικά σύμβολα αυτής της διασύνδεσης και της συνέχειας, τόσο για τους ίδιους τους υπόδουλους Έλληνες, όσο και για τους ξένους, συντελώντας στην εδραίωση της πεποίθησης και στις δύο πλευρές ότι υφίσταται ένα ενιαίο ελληνικό έθνος, το οποίο δικαιούται ελεύθερη και διακριτή πολιτική ύπαρξη.
Το ρεύμα του Κλασικισμού στην Ευρώπη είχε ήδη αναθερμάνει το ενδιαφέρον για την κλασική αρχαιότητα. Αναζητώντας τα φυσικά κατάλοιπα και τεκμήρια της αρχαιότητας, αρχαιοδίφες λόγιοι, καλλιτέχνες και μελετητές περιηγούνταν τον Ελλαδικό χώρο, εντόπιζαν κατέγραφαν, δημοσιοποιούσαν, αλλά και πολύ συχνά αποσπούσαν και λαφυραγωγούσαν μεταφέροντας στις πατρίδες τους μνημεία του ελληνικού πολιτισμού. Ταυτόχρονα, όμως, συναντούσαν, γνώριζαν και ανακάλυπταν και τον υπόδουλο Ελληνισμό.
Η στενότερη αυτή γνωριμία, υπό την επίδραση και του ανερχόμενου κινήματος του Ρομαντισμού, συνέβαλε σε μια στροφή από τον ακαδημαϊκό θαυμασμό και την αρχαιοδιφική ενασχόληση με την ελληνική αρχαιότητα προς μια διαρκώς αυξανόμενη συναισθηματική προσέγγιση και έμπρακτη συμπάθεια και συμπαράσταση προς τους χειμαζόμενους σύγχρονους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων. Τα ταξίδια και οι περιγραφές των περιηγητών αναδείκνυαν την Ελλάδα όχι μόνο ως τον τόπο όπου κάποτε γεννήθηκε ο κλασικός πολιτισμός, αλλά και ως τον τόπο στον οποίο ο πολιτισμός αυτός παρέμενε μόνιμα εντυπωμένος και συνεπώς βρισκόταν πάντα σε συνάφεια και συνέχεια με το λαό που κατοικούσε σε αυτόν.
O Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, με τις φιλελεύθερες διακηρύξεις και τη δυναμική του στάση κατά του κατεστημένου δογματισμού και του πολιτικού συντηρητισμού, πάνω στις οποίες στηρίχθηκαν ιδεολογικά η Αμερικανική και η Γαλλική Επανάσταση, συνέβαλε, ώστε η συμπάθεια προς τους υπόδουλους Έλληνες να εξελιχθεί σε συμπαράσταση προς το αίτημά τους για ελευθερία και αυτοδιάθεση.
Μετά από αιώνες δουλείας, τα μνημεία της Ελλάδας κείτονταν σε ερείπια και ο λαός είχε σε σημαντικό βαθμό απωλέσει τη μνήμη και τη γνώση της ιστορίας και του πολιτισμού του. Συνεπώς, ηθικό χρέος του λαού αυτού ήταν να ανακτήσει τη μνήμη του και να αποκαταστήσει τους προγονικούς δεσμούς με το παρελθόν. Και ηθικό χρέος των Ευρωπαίων και του δυτικού κόσμου γενικότερα, του οποίου ο πολιτισμός εδραζόταν στα θεμέλια της αρχαίας Ελλάδας και ήθελε να λογίζεται ως γνήσιος συνεχιστής της, ήταν να συνδράμει με κάθε τρόπο και μέσο στην αναγέννηση της αρετής και της ελευθερίας της Ελλάδας και των Ελλήνων, τόσο σε πνευματικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Αυτή ακριβώς η αντίληψη αποτέλεσε την αφετηρία και τη βάση του διεθνούς κινήματος του Φιλελληνισμού.
Παράλληλα, ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων της διασποράς, άνθρωποι της επιστήμης, της διανόησης, της πολιτικής και του εμπορίου, που ζούσαν και δραστηριοποιούνταν στην Ευρώπη, συνέχιζαν καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας να διασώζουν και να μεταλαμπαδεύουν το ελληνικό πνεύμα στο εξωτερικό και να διαδίδουν τις σύγχρονες ευρωπαϊκές ιδέες στο εσωτερικό, προσαρμοσμένες στις ανάγκες του υπόδουλου Γένους. Στο ίδιο πλαίσιο, οι αρχαιότητες και τα μνημεία αναδεικνύονταν αφενός σε πηγές και τεκμήρια της γνώσης και αφετέρου σε σύμβολα εθνικής συνέχειας και ταυτότητας. Βεβαίως η κατανόηση και εμπέδωση της ιστορικής – και κατ’ επέκταση εθνικής – σημασίας των αρχαιοτήτων υπήρξε για το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού μια συνειδησιακή διεργασία που εξελίχθηκε σταδιακά.
Η ανάγκη προστασίας των αρχαίων λειψάνων ως μνημείων, αλλά και ως εθνικών κειμηλίων, εκφράστηκε παράλληλα με την εθνική αφύπνιση, διατυπώθηκε επίσημα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης με ψηφίσματα και νόμους της Εθνοσυνέλευσης, και εφαρμόστηκε αμέσως μετά την απελευθέρωση με μια σειρά από επίσημα μέτρα κρατικής μέριμνας, ανάμεσα στα οποία η ίδρυση, ήδη το 1833, της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, που υπήρξε η παλαιότερη του είδους στην Ευρώπη. Όταν, λοιπόν, ο στρατηγός Μακρυγιάννης αναφωνούσε το εμβληματικό «Δι’ αυτά πολεμήσαμεν», συναισθανόταν ότι «τ’ αγάλματα είναι γερά πράματα», που πρέπει να «χρησιμέψουν διά την πατρίδα», και λειτουργούσε συνεπώς ως γνήσιος εκφραστής τόσο της επίσημης πολιτικής, όσο και του λαϊκού συναισθήματος.
Σε αυτήν ακριβώς την εγγενή και πολυδιάστατη σχέση του νεότερου Ελληνισμού με τις αρχαιότητες και τα μνημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς, εστιάζει η περιοδική έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, συμβολικό και πολυσήμαντο το γεγονός ότι η πρώτη εκδήλωση για τον εορτασμό των 200 ετών διοργανώνεται από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Είναι ιδιαίτερα τιμητικό που η έκθεση «Δι’ αυτά πολεμήσαμεν…» εγκαινιάζεται σήμερα από εσάς κ. Πρωθυπουργέ».
Την έκθεση παρουσίασε η διευθύντρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Δρ. Μαρία Λαγογιάννη, η οποία σημείωσε ότι «το μουσειολογικό αφήγημα αποκαλύπτει πτυχές της πολυσήμαντης σχέσης των αρχαιοτήτων με την Ελληνική Επανάσταση. Αρχαία έργα από τις συλλογές του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου συνδιαλέγονται με νεότερες δημιουργίες του 18ου και 19ου αιώνα, φωτίζοντας την περιπετειώδη συνύπαρξη του αρχαίου κόσμου με τη νεότερη εποχή: την “ανακάλυψη” των λαμπρών μνημείων της Ελλάδας και τη διαρπαγή και εμπορία τους από τους ξένους περιηγητές, την πολύτροπη σύνδεση της αρχαίας κλασικής παράδοσης με το κίνημα του φιλελληνισμού, την ενδυνάμωση της αυτοσυνείδησης των Ελλήνων και τις αγωνιώδεις προσπάθειες για την διεκδίκηση της ιστορικής τους ταυτότητας και την προστασία της αρχαίας κληρονομιάς».
Περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση
Ο τίτλος της έκθεσης είναι το γνωστό απόφθεγμα του στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη. Ο αγώνας για την ελευθερία θεμελιώθηκε όχι μόνο στην απαίτηση του ελληνικού λαού για ανεξαρτησία, αλλά και στα ιστορικά του δικαιώματα πάνω στα απαράμιλλα έργα των αρχαίων προγόνων.
Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο παρουσιάζονται είκοσι έξι επιλεγμένες αρχαιότητες (22 μαρμάρινα γλυπτά και ανάγλυφα, 2 πήλινα αγγεία, 2 χάλκινα ειδώλια) από τις συλλογές του ΕΑΜ παρουσιάζονται σε έναν εκλεκτικό «διάλογο» με είκοσι έξι νεότερα έργα του 18ου και 19ου αιώνα, στην πλειονότητά τους από Ευρωπαίους δημιουργούς: 8 ζωγραφικά έργα (ελαιογραφίες και υδατογραφίες), 11 λυτά χαρακτικά, 4 εικονογραφημένες εκδόσεις και 3 τέχνεργα των διακοσμητικών τεχνών, προσωρινά δάνεια από τη Βιβλιοθήκη και τη Συλλογή Έργων Τέχνης της Βουλής των Ελλήνων, το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, το Μουσείο Μπενάκη, το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών-Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία, την Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου, τη Συλλογή Stephan Adler καθώς και τη Συλλογή Μιχάλη και Δήμητρας Βαρκαράκη.