Γράφει η Μαργαρίτα Πουρνάρα *
«Την Παρασκευή 3 Ιανουαρίου ξεναγήσαμε πολύ κόσμο στην έκθεση του Κωνσταντίνου Μάνου που συνδιοργανώνουν η ΑΜΚΕ ΚΥΚΛΩΨ και το Μουσείο Μπενάκη στην αποκατεστημένη καπναποθήκη Αναστασιάδη στη Δράμα. Πολλοί επισκέπτες συγκινήθηκαν με τις μοναδικές λήψεις του από την Ελλάδα της δεκαετίας του 1960 και το γεγονός ότι ο 90χρονος Ελληνοαμερικανός ήταν ακόμα εν ζωή.
Στο κλείσιμο του ωραρίου πληροφορηθήκαμε από τον φωτογράφο Δημήτρη Μεσσίνη ότι ο Μάνος πέθανε, αλλά η δουλειά του έστεκε ολοζώντανη στις αίθουσες. Ηταν παράξενο από το πώς περάσαμε απότομα από τον ενεστώτα χρόνο στον αόριστο, από το “είναι” στο “ήταν”, και πώς το βιβλίο εντυπώσεων μετατράπηκε σε βιβλίο συλλυπητηρίων», λέει στη στήλη ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου, συνεργάτης του Μουσείου Φωτογραφικών Μηχανών Δράμας.
Ο Μάνος ήταν ο πρώτος Ελληνας της διασποράς που εργάστηκε για το πρακτορείο Μagnum, για περιοδικά όπως τα Esquire, Life και Look. Καταξιωμένος παγκοσμίως, μέγας μάστορας της αναλογικής φωτογραφίας και των δύσκολων τυπωμάτων, ήταν άνθρωπος σεμνός, τρυφερός, συναισθηματικά διορατικός. «Οταν βγάζεις μια φωτογραφία, μην κοιτάζεις απλώς τι συμβαίνει μπροστά σου. Φτιάξε τη σύνθεση κατά τέτοιο τρόπο ώστε όποιος την κοιτάζει να έχει την πεποίθηση ότι βλέπει κάτι μοναδικό που δεν θα ξανασυμβεί», ήταν η φιλοσοφία του για το πότε μια εικόνα αξίζει να περάσει στην αθανασία.
Με καταγωγή από την Αφησιά του Μαρμαρά και πρόσφυγες γονείς που μετανάστευσαν στην Αμερική, ο Μάνος γεννήθηκε στη Βόρεια Καρολίνα το 1934 και χάρη σε έναν πεφωτισμένο δάσκαλο ανακάλυψε τη φωτογραφική τέχνη σε ηλικία 13 ετών. Μπήκε στα βαθιά, βουτήχτηκε στη μαγεία του σκοτεινού θαλάμου και έμαθε από νωρίς όλες τις τεχνικές της σωστής εμφάνισης. Σπούδασε αγγλική φιλολογία και ανέλαβε –πριν κλείσει τα 20 χρόνια του– τη θέση του επίσημου φωτογράφου της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστώνης. Αυτή η εμπειρία οδήγησε στην έκδοση του πρώτου του βιβλίου, «Portrait of a Symphony». Την περίοδο εκείνη βρήκε και τον «εξ αποστάσεως μέντορά» του, μια και μαγεύτηκε από τη δουλειά του Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν, τον οποίο δεν γνώρισε ποτέ. Το ύφος του Μάνου ήταν εξίσου ποιητικό, βαθιά υπαρξιακό και γρήγορα οι λήψεις του βρήκαν ανταπόκριση για την καλλιτεχνική αξία τους. Ξεκίνησε συνεργασίες με το Magnum και με μεγάλης κυκλοφορίας έντυπα.
Στη Δράμα παρουσιάζεται η ενότητα «Greek Portfolio», μια ωδή στην πατρογονική του χώρα και στους ανθρώπους της. Ισως οι γνωστότερες φωτογραφίες του είναι εκείνες των κοριτσιών της Καρπάθου με την παραδοσιακή στολή ή των Κρητικών βοσκών που φαίνεται να ζουν ακόμα σε ένα σύμπαν μακρινό, πέρα από τον εξηλεκτρισμό και την τεχνολογική πρόοδο της ανθρωπότητας. Ταξίδεψε εκτεταμένα στην ελληνική επαρχία, σε μέρη που δεν πατούσε τουρίστας το πόδι του και έτσι είχαν διατηρήσει την αυθεντικότητά τους. Εντυπωσιάστηκε με τη ζεστασιά των κατοίκων.
«Είμαι φωτογράφος ανθρώπων», έλεγε και ξαναέλεγε. Διόλου τυχαία άλλο ένα σπουδαίο corpus της πορείας του είχε να κάνει με τους Βοστωνέζους, όπου φωτογράφισε άτομα διαφορετικών εθνοτήτων, ηλικιών και καταγωγών. Ο Μάνος μεγάλωσε όταν ακόμα οι Αφροαμερικανοί δεν είχαν τα ίδια δικαιώματα με τους λευκούς και ήταν βαθιά αντιρατσιστής, ενώ δεν έκρυψε ποτέ την προσωπική του ζωή. Εγινε από τους πρώτους γκέι φωτογράφους του Magnum. Από τη δεκαετία του 1960 συζούσε με τον Ελληνοκαναδό καλλιτέχνη και αρχιτέκτονα Μάικλ Προντάνου και πριν από χρόνια οι δυο τους θέλησαν να δωρίσουν τα βιβλία τους στην Ελλάδα. Η έκθεσή του στη Δράμα θα διαρκέσει έως και τα μέσα Φεβρουαρίου.