ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Την αναγκαιότητα παροχής κινήτρων και υποτροφιών για τη μελέτη της Γενοκτονίας και της ιστορίας των Ποντίων της Αμερικής, τόνισε κατά τη διάρκεια της αποκλειστικής συνέντευξης που παραχώρησε στις «Αναμνήσεις» ο καθηγητής Κωνσταντίνος Φωτιάδης, λίγο πριν την αναχώρησή του από τη Νέα Υόρκη.
Ο καθηγητής, όπως έγραψαν οι Αναμνήσεις, επισκέφθηκε τις ΗΠΑ προκειμένου να συμμετάσχει στις εκδηλώσεις της ομογένειας για την 198η επέτειο της Ελληνικής Ανεξαρτησίας οι οποίες ήταν αφιερωμένες στη 100ή επέτειο της Γενοκτονίας του Πόντου.
Έδωσε πολλές διαλέξεις βασισμένες σε ντοκουμέντα από επίσημες πηγές τα οποία τεκμηριώνουν το ειδεχθές έγκλημα της Γενοκτονίας και έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την παιδεία στην Ελλάδα και την αναγκαιότητα διδασκαλίας της ιστορίας του Έθνους και της καταγραφής και διδασκαλίας της ιστορία της ομογένειας.
Ερωτηθείς για τις εντυπώσεις του από το ταξίδι επεσήμανε: «Για μένα το ταξίδι αυτό είναι πολλαπλά χρήσιμο. Ξαναείχα μια επαφή με την ομογένεια και είδα με ένα διαφορετικό, πιο αντικειμενικό μάτι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι απόδημοι και τα οποία δυστυχώς το ελλαδικό κράτος δεν τα ακούει.
Δε θα ξεχάσω σε όλη μου τη ζωή τον ενθουσιασμό και τον παλμό της παρέλασης γιατί είναι κάτι πρωτόγνωρο, διότι δεν έχει καμία σχέση με τις παρελάσεις στην Ελλάδα, όπου εκεί διοργανώνονται εκδηλώσεις στις οποίες σε αναγκάζει η πολιτεία να συμμετέχεις.
Εδώ ήταν μια αυθόρμητη παρουσία και συμμετοχή των Ελλήνων και μου έκανε φοβερή εντύπωση ότι τρίμηνα μωρά ντυμένα με τσολιαδίστικη είτε στολή της Αμαλίας να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή.
Αυτή είναι η ευλογία του ελληνισμού. Το προζύμι που δεν πρόκειται να χαθεί ποτέ και το οποίο στις κρίσιμες, πολιτικές, οικονομικές και γεωπολιτικές εποχές που έχει προβλήματα ο ελληνισμός του παρέχει τη δυνατότητα να ξαναβρίσκει το δρόμο του».
Αναφερόμενος στην παρέλαση και στις άλλες εκδηλώσεις που συμμετείχε επεσήμανε ότι εντυπωσιάστηκε με το ρόλο της Εκκλησίας.
«Εδώ η Εκκλησία παίζει καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση και της Ορθόδοξης παράδοσης, αλλά και της ελληνικής παιδείας. Εάν δεν υπήρχαν τα σχολεία των εκκλησιών ελάχιστοι από τους Έλληνες της τέταρτης γενιάς θα μιλούσαν ελληνικά. Στο σπίτι μπορεί να μη μιλούν ελληνικά οι γονείς, αλλά τα παιδιά μέσα από το σχολείο μεταφέρουν την ελληνική παιδεία και στο σπίτι τους. Και κρατάνε άσβεστη την επικοινωνία με την Ελλάδα.
Αν δεν έρθει κανείς στην Αμερική να ζήσει αυτό το κλίμα δε θα μπορεί ποτέ να καταλάβει τι σημαίνει ομογένεια και πόσο η ομογένεια πονάει γι αυτά που συμβαίνουν στην πατρίδα. Η ομογένεια είναι ευλογία για τον τόπο μας. Είναι ευλογία γιατί έχουμε ένα αποκούμπι. Μακάρι να καταλάβαινε η ελληνική πολιτεία τη μεγάλη συμβολή της.
Καταλαβαίνω την πικρία των ομογενών όχι τόσο στην Αμερική, αλλά προπάντων των Ελλήνων της Ρωσίας όπου έχω κάνει πάνω από 47 ερευνητικά ταξίδια και είδα και εκεί την αγάπη τους για την Ελλάδα. Αυτοί όταν αποφάσισαν να έρθουν στην Ελλάδα υπέστησαν τη μεγαλύτερη απογοήτευση, διότι κατέρρευσε ο μύθος και πολλοί από αυτούς ξαναγύρισαν πίσω».
Όσον αφορά το ταξίδι του στην Αυστραλία επεσήμανε ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο για να βάλει στο πρόγραμμα διδασκαλίας στα πανεπιστήμια το μάθημα της ελληνικής διασποράς.
«Εκεί κατάλαβα πως δε μπορεί να απουσιάζει από την ιστορία του ελληνικού πολιτισμού το Τορόντο και η Μελβούρνη, που είναι η τρίτη και η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη του ελληνισμού σε πληθυσμό. Δε μπορεί η Μελβούρνη να βγάζει μια εφημερίδα, τον Ελληνικό Κόσμο που είναι 120 σελίδες και είναι καταπληκτική σε περιεχόμενο.
Δε μπορεί να μην είμαι υπερήφανος ακόμη και για τον Εθνικό Κήρυκα, όπως τον γνώρισα παλιά. Δε σας το κρύβω, ένα μέρος του «Ε. Κ.» τον έχω ψηφοποιήσει για να δω την τύχη των Ελλήνων από το 1916 και μετά που άρχισαν να έρχονταν εδώ και είδα το περιεχόμενό της όπως και της αντιπολίτευσης της εποχής εκείνης που ήταν η Ατλαντίδα. Οι δύο εφημερίδες που περνούσαν τα μηνύματα και τις αγωνίες τους για τον ελληνισμό της Ελλάδας και όχι μόνο για τον απόδημο ελληνισμό».
Είδα και το ενδιαφέρον των φοιτητών μου όταν τους είπα ότι ένας άλλος τόσος ελληνισμός είναι έξω από την Ελλάδα και πέρασα το μήνυμα πως δεν είναι δυνατόν αυτός ο πολιτισμός να απουσιάζει από τις γνώσεις των Ελλήνων φοιτητών, οι οποίοι αύριο θα είναι οι δάσκαλοι και οι διαμορφωτές της ελληνικής παιδείας.
Και είδα το ενδιαφέρον τους και μάλιστα αρκετές μεταπτυχιακές εργασίες έχουν σχέση με τον ελληνισμό της διασποράς, κυρίως επειδή πολλά παιδιά από τη Γερμανία επέστρεφαν και σπούδαζαν στην Ελλάδα. Οι εργασίες που έδινα σε αυτούς ήταν για τους Έλληνες του Βερολίνου και των άλλων πόλεων.
Οι ιστορίες των κοινοτήτων παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον και θα μπορούσαμε να κάνουμε πολλές διδακτορικές διατριβές για την ιστορία και τον πολιτισμό των Ελλήνων», πρόσθεσε.
Ο Δρ. Φωτιάδης επεσήμανε ότι θα τον συνοδεύει σε όλη του τη ζωή η υπερηφάνεια των ομογενών για τον ελληνικό πολιτισμό. Τόσο κατά τη διάρκεια των διαλέξεων όσο και στις κατ΄ ιδίαν συναντήσεις ο κ. Φωτιάδη υπενθύμισε πως ο,τιδήποτε έχει σχέση με τον Πόντο δεν είναι θέμα μόνο των Ποντίων, αλλά θέμα όλων των Ελλήνων.
«Όλοι οι Ελληνες θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα εθνικά θέματα ενωμένοι. Πιστεύω ότι ο ελληνισμός της διασποράς είναι πολύ ευαίσθητος σε εθνικά ζητήματα και αυτό φάνηκε και στην αντίδρασή τους για το Κυπριακό, το Μακεδονικό και το Θρακιώτικο, διότι έγιναν κάποιες νύξεις και γι αυτό.
Το 1955, ήμουν επτά χρονών και μεγάλωνα σε μια αγροτική οικογένεια. Εκείνη η χρονιά ήταν μια πολύ δύσκολη γιατί έβρεχε όλο το διάστημα και αναγκαστήκαμε τα βαμβάκια να τα μαζέψουμε καρύδι και γεμίσαμε όλα τα δωμάτια. Και έκαναν τις δουλειές τα νυχτέρια στα σπίτια. Και μαζεύονταν όλες οι οικογένειες και γίνονταν οι λαϊκές συζητήσεις. Και θυμάμαι ήταν το κυπριακό και υπήρχαν δίστιχα που μεταξύ άλλων έλεγαν «Να σε χαρώ Μακάριε, εσέ και τα γένια σου, τον Χάρτινγκ τον τρέλανες εσύ με την ΕΟΚΑ – σου». «Η Κύπρος είναι Ελληνική – κατάλαβέ το Αγγλία, σε μας δεν θέλεις να τη δώσεις και τη δίνεις στην Τουρκία».
Ήδη το 1955 ο σοφός λαός προέβλεψε και ήρθε μετά από χρόνια το 1974 και έχουμε το μοναδικό παγκόσμια διαιρεμένο νησί. Το τοίχος μεταξύ του Ανατολικού και του Δυτικού Βερολίνου κατέρρευσε και το μόνο που βλέπεις και πληγώνεσαι είναι η διχοτομημένη Κύπρος. Εγώ πηγαίνω πολλές φορές στην Κύπρο για διαλέξεις και φτάνω στο σημείο που να μη μπορώ να περάσω στην άλλη πλευρά. Αυτό το μήνυμα πρέπει να περάσει σε όλους τους Έλληνες».
Ο καθηγητής κάλεσε τους ομογενείς να δραστηριοποιηθούν περισσότερο και θα πρέπει να είναι δίπλα στον αγώνα που κάνουν για την αναγνώριση της Γενοκτονίας.
«Ειδικά στις μέρες μας κρίση υπάρχει μόνο με τη γειτονική μας χώρα που λέγεται Τουρκία. Δεν κινδυνεύουμε ούτε από τους Αλβανούς και ούτε από τους Σκοπιανούς, παρά μόνο από τους Τούρκους, με την αλαζονεία τους. Δυστυχώς δεν έχουμε καταφέρει να αναδείξουμε το τουρκικό στις αληθινές του διαστάσεις.
Από τα 80 εκατομμύρια των μουσουλμάνων οι Τούρκοι δεν είναι παραπάνω από 15 με 18 εκατομμύρια. Υπάρχουν 72 διαφορετικές εθνότητες και πολλές από αυτές δε θέλουν να έχουν σχέση με την Τουρκία. Λείπει η ελευθερία σ΄ αυτούς τους λαούς γιατί το χάλκινο χέρι του στρατιωτικού κατεστημένου είναι ακόμη πολύ δυνατό και ελέγχει όλους τους μηχανισμούς.
Οι Τσερκέζοι είναι ένα καυκασιανό φύλο το οποίο ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια που ανήκουμε και εμείς. Οι Κούρδοι είναι γηγενής λαός. Η διεθνής κοινότητα κρατά μια θέση που δεν την τιμά έναντι σε αυτόν τον πανάρχαιο λαό που είναι γηγενής και διαιρεμένος από μηχανισμούς που θέλουν διαιρεμένο τον κουρδικό λαό, γιατί αυτή η περιοχή έχει την ευλογία και την κατάρα να διαθέτει το μεγάλο χρυσάφι. Το πετρέλαιο είναι η ζωή για ορισμένους, αλλά και ο θάνατος για την πλειοψηφία των λαών που κατοικούν στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής.
Η Συρία ήταν μια από τις ομορφότερες χώρες και σήμερα είναι μια χώρα βρυκολάκων. Δεν βρίσκεις ένα σπίτι όρθιο. Θα πρέπει εδώ να ευαισθητοποιηθούν οι πολιτισμένες χώρες. Εδώ η ομογένεια στην Αμερική μπορεί να παίξει σοβαρό ρόλο σε όλες τις χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα με την Τουρκία.
Περιμένω μέσα από την αναγνώριση της Γενοκτονίας να κάνουμε πέντε δέκα συνέδρια, να επικοινωνούμε με τα καλύτερα πανεπιστήμια και να προσπαθούμε να περάσουμε τα φοβερά μηνύματα της γενοκτονίας μέσα από τις πηγές, από τα ντοκουμέντα», επεσήμανε.
Ερωτηθείς εάν είναι αισιόδοξος για την αναγνώριση επεσήμανε: «Όταν ξεκινήσαμε ήμασταν λίγοι. Σήμερα είμαστε πολλοί. Έχω γράψει 45 βιβλία για το Μικρασιατικό, Ποντιακό και Παρευξείνιο Ελληνισμό. Στάθηκα σε αυτόν τον χώρο διότι πιστεύω πλέον ότι είμαστε στην εποχή της εξειδίκευσης. Γιατί με το να κάνεις τον γενικό ιστορικό και να τα ξέρεις όλα δε θα πετύχεις τίποτε.
Γι αυτό αφιερώθηκα σε αυτό τον χώρο, γιατί ήταν η οικογενειακή ιστορία που με οδήγησε σε αυτόν το δρόμο. Ο παππούς μου είχε έξι αδέλφια και σώθηκε μόνο αυτός. Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι τον παππού μου στο ραδιόφωνο να περιμένει να ακούσει από τον Ερυθρό Σταυρό μήπως δύο από τα αγνοούμενα αδέλφια τους ζούσαν, γιατί τα άλλα τα είχαν εκτελέσει.
Στα πέτρινα χρόνια της προσφυγιάς και με όλες τις δυσκολίες της γερμανικής κατοχής, του εμφυλίου, των σκληρών χρόνων της πρώτης περιόδου της δεξιάς ο παππούς μου απέκτησε πέντε παιδιά. Ο ένας ήταν ο πατέρας μου και η μάνα μου οι οποίοι έχουν 38 κλαδιά, παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα. Ξέρετε εάν θα ζούσαν όλα τα αδέλφια του παππού μου θα ήμασταν ένα ολόκληρο χωριό. Αυτό δεν είναι γενοκτονία; Είκοσι τέσσερα βιβλία τώρα αναφέρονται στη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού. Σήμερα βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να πούμε ότι έχουμε καταγράψει ένα μέρος. Έχουμε τη μαγιά».
Αναφερόμενος στις ευθύνες και στο ρόλο των Ποντιακών Συλλόγων επεσήμανε: «Θαύμασα τα χορευτικά τους και μπορώ να πω πως ως προς το χορευτικό έχουμε πετύχει. Τώρα δε θα τους δικαιολογήσω αν δε δώσουν βαρύτητα στη γνώση της ιστορίας και αν δεν δώσουν κίνητρα σε κάποια παιδιά να ασχοληθούν με την ιστορία.
Μίλησα πολύ λίγο με τον Επίσκοπο Φασιανής Αντώνιο, ο οποίος είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση, διότι οι γονείς του ήρθαν κατ’ ευθείαν από τον Πόντο. Δεν πήγαν καθόλου Ελλάδα. Βίωσε και η οικογένειά του τη βαρβαρότητα. Ο τρόπος που έγινε η ανταλλαγή του πληθυσμού ήταν η πιο βάρβαρη. Υπήρχαν το 1920 πάνω από σαράντα ποντιακά σωματεία και ήταν έτοιμοι οι ιεροί λόχοι των Ποντίων να πάνε να πολεμήσουν στον Πόντο. Ο Αντώνιος ξέρει για τη δική του γενιά. Δεν ξέρει όμως ότι από το 1908 μέχρι και το 1915 ήρθαν χιλιάδες και πως ήταν έτοιμοι να γυρίσουν πίσω να πολεμήσουν για την πατρίδα.
Περιμένω από τις ποντιακές οργανώσεις να δώσουν υποτροφίες να αναζητήσουν τους πρόσφυγες της πρώτης γενιάς που ήρθαν στην Αμερική, να δούμε τι έγιναν και πώς αφομοιώθηκαν.
Στη Ρωσία αν και υπέστησαν και διώξεις οι Πόντιοι δεν αφομοιώθηκαν γιατί ήταν πολιτισμικά ανώτεροι, αλλά και διότι διώχτηκαν. Σε τούτη τη χώρα δε διώχτηκαν και μέσα από τους μηχανισμούς εύκολα μπόρεσε να αφομοιώσει τους Έλληνες στις αρχές του 20ού αιώνα.
«Εδώ υπάρχει ο κίνδυνος της αφομοίωσης. Γι αυτό επιβάλλεται τα ομογενειακά σωματεία να δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην παιδεία, στη γνώση. Χωρίς τη γνώση της ιστορίας μετά από κάποιες γενιές θα είμαστε απλά και μόνο Αμερικανοί πολίτες», κατέληξε ο καθηγητής Κωνσταντίνος Φωτιάδης.