Ανάμεσα στα εκατομμύρια των μεταναστών απ’ όλο τον κόσμο, που ήλθαν στην Αμερική στο τέλος του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα, ήταν κι ο Μανώλης Χατζησταμάτης από το Καραπουνάρι (Karaburun) της Μικράς Ασίας. Αν και γεννήθηκε στην Κάρπαθο πήγε στην Ανατολή, όπως άλλοι χιλιάδες Δωδεκανήσιοι, μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος ασχολείτο με οικοδομικές εργολαβίες και απέκτησε σπίτια, χωράφια και αμπέλια.
Στο Canonsburg
Ο Χατζησταμάτης έφτασε στο Canonsburg PA το 1899 κι έπιασε δουλειά στα ανθρακωρυχεία της Allegheny Coal Company και, λόγω της πείρας που απόκτησε στις επιχειρήσεις του πατέρα του στην Τουρκία, προβιβάστηκε σε επιστάτη.
Το 1901 ο Χατζησταμάτης έφερε κοντά του τους αδελφούς Ιωάννη και Μανώλη Σκούλου και αργότερα, το 1903, τους Νικήτα Χατζησταμάτη, Αλέξη Ιωάννου Αλεξιάδη, Βασίλειο και Ηλία Μιχαήλ Σκούλου και Εμμανουήλ Ιωάννου Σταματάκη.
Τα γράμματα που έστελναν οι πρώτοι αυτοί Καρπάθιοι μετανάστες σε συγγενείς τους στην Κάρπαθο ήταν πολύ ενθαρρυντικά και τους προέτρεπαν να μεταναστεύσουν κι αυτοί στην Αμερική. Πολλοί από τους πρώτους αυτούς μετανάστες γύρισαν στην Κάρπαθο μετά από δυο-τρία χρόνια, και μετά από ένα χρόνο διαμονής στο νησί, επιστρέφοντας στην Αμερική, πήραν μαζί τους άλλους συγγενείς και φίλους. Το 1906 άλλοι 50 Καρπάθιοι έφθασαν στην Αμερική.
Οι περισσότεροι Καρπάθιοι μετανάστες πήγαν στο Canonsburg και έπιασαν δουλειά στα ανθρακωρυχεία της Allegheny. Την ίδια εποχή, μαζί με τους Καρπάθιους άρχισαν να φθάνουν στο Canonsburg οι Ροδίτες, κυρίως από τα Κοσκινού, που σε μερικά χρόνια πέρασαν (αριθμητικά) τους Καρπάθιους.
Το 1906 η Δωδεκανησιακή παροικία του Canonsburg αριθμούσε γύρω στους 300 Δωδεκανησίους, 200 Ροδίτες και 100 Καρπάθιοι. Σήμερα, στο ελληνικό τμήμα του νεκροταφείου του Canonsburg, υπάρχουν αρκετά μνήματα των πρώτων Δωδεκανησίων μεταναστών.
Μεταξύ αυτών υπάρχει το μνήμα του πρωτοπόρου Καρπάθιου Μανώλη Χατζησταμάτης στο οποίο αναφέρεται ότι είναι ο πρώτος Καρπάθιος μετανάστης στην Αμερική, προφανώς αυτοί που το έγραψαν δεν γνώριζαν ότι είχαν προηγηθεί ο Νικόλαος Μαστροπαναγιώτης (Philadelphia PA, 1872) και ο Ιωάννης Λειβαδιώτης (New Orleans LA, 1875). Δεκαετίες αργότερα, δεύτερης γενιάς Ροδίτες του Canonsburg μιλούσαν Ελληνικά με Ροδίτικη προφορά, ενώ μικρά παιδιά της τρίτης γενιάς μιλούσαν Αγγλικά με την παρεμβολή Ροδίτικων λέξεων και φράσεων.
Στο Wheeling και στην Aliquippa
Το 1911 πήρε φωτιά το ανθρακωρυχείο της Allegheny στο Canonsburg και πολλοί Καρπάθιοι βρήκαν δουλειά στα ανθρακωρυχεία του Wheeling WV, ενώ οι Ροδίτες έπιασαν δουλειά στα ανθρακωρυχεία της Aliquippa PA.
Συν τω χρόνω, παλιοί και νέοι μετανάστες μετακινήθηκαν και «εγκαταστάθηκαν» και σε άλλες ανθρακοφόρες της Pennsylvania, Ohio και West Virginia, όπως γύρω από το Logan.
Οι μετακινήσεις από περιοχή σε περιοχή, για αναζήτηση καλύτερων συνθηκών εργασίας, ήταν συχνές και συνήθως είχαν να κάνουν και με την οικογενειακή τους κατάσταση. Όσοι δηλαδή δεν είχαν οικογενειακές υποχρεώσεις στην Αμερική, ήταν ανύπαντροι ή η οικογένεια τους έμενε στα Δωδεκάνησα, μετακινούνταν πιο εύκολα, πολλές φορές και ανέξοδα γιατί κάποιες εταιρείες που αποσκοπούσαν να ματαιώσουν την δημιουργία εργατικών συνδικάτων, πλήρωναν τα έξοδα μετακίνησής τους και τους έπαιρναν να δουλέψουν σε περιοχές που οι ντόπιοι εργάτες απεργούσαν.
Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι πολλοί Δωδεκανήσιοι βρέθηκαν σε διάφορες μακρινές πολιτείες, όπως το Zeigler και Gillespie IL και το απομακρυσμένο Dawson NM. Το μεταναστευτικό ρεύμα των Δωδεκανησίων προς τις ανθρακοφόρες περιοχές της Αμερικής, που άρχισε στις αρχές του 20ου αιώνα, συνεχίστηκε μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Δουλειά Σκληρή
Με ανελκυστήρα κατέβαιναν οι ανθρακωρύχοι μέσα στη γη, δεκάδες ή και εκατοντάδες μέτρα μέχρι να φθάσουν στο σημείο που θα δούλευαν. Έσκαβαν τον λιθάνθρακα και όσο προχωρούσαν τοποθετούσαν στο έδαφος σιδερένιες ράγες πάνω στις οποίες κυλούσαν μικρά βαγόνια, που μετέφεραν το κάρβουνο από το σημείο εξόρυξης, στον ανελκυστήρα. Απ’ εκεί, άλλοι εργάτες, τον ανέβαζαν στην επιφάνεια και τον φόρτωναν σε τραίνα που τον έπαιρναν στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα της Αμερικής ή σε λιμάνια που τον φόρτωναν σε βαπόρια, με προορισμό διάφορες άλλες χώρες.
Να πως περιγράφει τη δουλειά του ανθρακωρύχου ο Νίκος Φρ. Βόζος: «Δέκα με δώδεκα ώρες την ημέρα διαρκούσε το σκάψιμο, με μικρή ανάπαυση για φαγητό. Ο καθένας μας έσκαβε 16 τόνους κάρβουνο μέχρι να τελειώσει το μεροκάματο του τρόμου και να έλθει η άλλη βάρδια να μας αντικαταστήσει. Όσο προχωρούσαμε δεν βγάζαμε όλο το κάρβουνο, σχηματίζαμε μεγάλες στοές και κατά διαστήματα αφήναμε κολόνες για να συγκρατούν την οροφή μη πέσει και μας πλακώσει.
Μαζί μας δούλευαν οι μαραγκοί, που με μεγάλους δοκούς στήριζαν την οροφή των στοών. Όταν κάποτε εξαντλείτο η φλέβα, αρχίζαμε το σκάψιμο από το τέλος και προχωρούσαμε προς τον ανελκυστήρα. Δεν ήθελε ο «μπόσης» (εργοδότης) να πάει χαμένο το κάρβουνο από τις κολόνες που στήριζαν την οροφή, αν και υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να πέσει και να μας πλακώσει».
Προτού οργανωθούν οι εργατικές ενώσεις και οι αρχές πάρουν μέτρα, οι εργάτες γίνονταν αντικείμενο σκληρής εκμετάλλευσης. Όπως συνεχίζει να διηγείται ο ίδιος: «Η εταιρεία του ανθρακωρυχείου κατασκεύαζε παραπήγματα σαν μικρά βαγόνια που μας τα νοίκιαζε με υπερβολικά υψηλό ενοίκιο.
Πέντε-έξι άτομα μέναμε στο κάθε δωμάτιο. Τα ψώνια τα αγοράζαμε αποκλειστικά από το μπακάλικο της εταιρείας, το περίφημο “Company store” σε εξωφρενικές τιμές. Στην αρχή δεν μας πλήρωναν με χρήματα αλλά μας έδιναν κουπόνια με τα οποία πληρώναμε το ενοίκιο και ό,τι άλλο αγοράζαμε από το μπακάλικο της εταιρείας».
Παραγγελιά στον Άη Πέτρο
Με τον ίδιο τρόπο περιγράφει τη ζωή του ανθρακωρύχου το συγκινητικό τραγούδι με τον τίτλο «Παραπονιέται ο Ανθρακωρύχος», που ακόμη μέχρι και σήμερα τραγουδιέται:
“You load sixteen tons and what do you get? / Another day older and deeper in debt. / Saint Peter, don’t you call me ’cause I can’t go / I owe my soul to the company store”
που σε ελεύθερη μετάφραση λέγει:
«Δεκάξι τόνους βγάζω και τι παίρνω γι’ αμοιβή;
Μον’ τα χρόνια μου πληθαίνουν και το χρέος πιο πολύ!
Στον Άη Πέτρο κάλλιο πέστε να τον δω αδυνατώ,
στο μπακάλικο του μπόση την ψυχή μου χρεωστώ!»
Με τα ίδια μελανά χρώματα περιγράφει τη ζωή του ανθρακωρύχου και ο Νίκος Σαΐτης: «Πέντε έξι άτομα ζούσαμε σε ένα μικρό δωμάτιο και πληρώναμε 12 δολάρια το μήνα στην εταιρεία, σχεδόν τα μισά απ’ όσα βγάζαμε. Για ζεστασιά τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες είχαμε μια καρβουνόστοφα στη μέση του δωματίου, όπου ζεσταίναμε νερό για πλύσιμο και μαγείρεμα. Για φωτισμό είχαμε λάμπες πετρελαίου, γιατί τον ηλεκτρισμό τον ακριβοπληρώναμε στην εταιρεία. Κοιμούμαστε πάνω σε ξύλινα κρεβάτια, μ’ ένα πάπλωμα, το μισό για στρώμα και το μισό για σκέπασμα και για μαξιλάρι το παντελόνι και το σακάκι μας. Πέντε μέρες την εβδομάδα τρώγαμε φασόλια και πατάτες, μια μέρα αυγά και μια μέρα κρέας βοδινό». Μερικά χρόνια αργότεροι οι πιο δημιουργικοί από τους ανθρακωρύχους έφτιαξαν πιο ανθρώπινα σπίτια που έμεναν οι ανθρακωρύχοι και μπακάλικα που πουλούσαν σε πιο συμφέρουσες τιμές.
Δύσκολη και Επικίνδυνη
Η δουλειά του ανθρακωρύχου δεν ήταν μόνο δύσκολη αλλά και επικίνδυνη. Πολλές φορές, ιδιαίτερα όταν δούλευαν πολύ κοντά στις κολώνες που στήριζαν την οροφή, έπεφταν βράχοι και χώματα («βουλιαμέντο») και τους πλάκωναν ή έκλειναν κάθε έξοδο διαφυγής. Άλλοτε πάλι, οι μίνες πλημμύριζαν από υπόγειες λίμνες και ποτάμια και πολλοί ανθρακωρύχοι πέθαιναν από τις αναθυμιάσεις μεθανίου που βρισκόταν εγκλωβισμένο μέσα στις μίνες. Γι αυτό, οι ανθρακωρύχοι πάνω στο κράνος τους, τοποθετούσαν μια λάμπα ασετιλίνης, η φλόγα της οποίας έσβηνε όταν το μεθάνιο υπερέβαινε τα επιτρεπτά όρια. Πολλές φορές το μεθάνιο και ακόμη χειρότερα η καρβουνόσκονη, που αιωρείτο μέσα στη μίνα, έπαιρναν φωτιά και ακολουθούσε έκρηξη. Να πως, ο Νίκος Κωνσταντινίδης, περιγράφει τους κινδύνους που ο ανθρακωρύχος αντιμετώπιζε μέσα στην καρβουνόμινα:
«Ν’ αφήσεις τ’ ακρογιάλια σου, τον καθαρό αέρα,
να μπεις στη καρβουνόμινα κι όξω να λάμπ’ η μέρα.
Νάρθεις να μπεις μέσα στη γη, διακόσια μέτρα κάτω,
και ν’ αναπνέεις τις μουχλιές, να γίνεσαι άνω κάτω.
Νά ’χεις το φόβο ταχτικά μη τύχει και βουλιάξει,
ή μην επάρει και φωδιά και στο λεφτό σε κάψει.
Όλα τα συλλογίζεσαι και κάνεις το σταυρό σου,
κι εφτά φορές εις το λεπτό βλέπεις τον Άγγελο σου».
Ανθράκωση
Οι ανθρακωρύχοι προσβάλλονταν από τη Black Lung Disease (ανθράκωση). Την καρβουνόσκονη που αιωρείτο μέσα στις μίνες και την ανέπνεαν οι ανθρακωρύχοι, δεν την απέβαλλε ο οργανισμός τους και με τον καιρό συγκεντρωνόταν στα τοιχώματα των πνευμόνων τους, κάνοντας τους μαύρους και προκαλώντας χρόνια αναπνευστικά προβλήματα. Αν δε στην καρβουνόσκονη ήταν ανακατεμένη και silica (πυρίτια), η ανθράκωση προκαλούσε και καρδιακά προβλήματα.
Ο φόβος για την ίδια τους τη ζωή και η εκμετάλλευση τους, από τις εταιρείες, ώθησαν τους εργάτες σε διαμαρτυρίες και προσπάθειες δημιουργίας εργατικών ενώσεων. Στις προσπάθειες αυτές πρωταγωνίστησε ο Βασίλης Λιγνός, άνθρωπος με επιρροή μεταξύ των εργατών τόσο δραστήριος και αποτελεσματικός ώστε οι εταιρείες ζήτησαν λύση στη δολοφονία του. Ένας άλλος Δωδεκανήσιος που δραστηριοποιήθηκε στις εργατικές ενώσεις των ανθρακωρύχων ήταν ο Ιωάννης Γ. Παχούντης, που εξελέγη αντιπρόεδρος της United Mine Workers of America, Local 4426, Weirton WV, που είχε 1200 μέλη.
Την ανασφάλεια και το άγχος των ανθρακωρύχων βίωναν και οι οικογένειες τους καθημερινά: όταν τους ξεπροβόδιζαν το πρωί για την δουλειά, δεν ήξεραν αν θα τους ξαναδούν το βράδυ. Η Ζωή Σταματάκη διηγείται: «Όταν ήμουν μικρή και πλησίαζε η ώρα να σχολάσει ο πατέρας μου, μαζί με τ’ άλλα παιδιά πηγαίναμε στη μίνα να περιμένουμε τους πατεράδες μας. Πετούσαμε από χαρά όταν τους βλέπαμε να προβάλλουν από τη μίνα σκονισμένοι και μουτζουρωμένοι από την καρβουνόσκονη. Τους κρατούσαμε το χέρι μέχρι να φθάσουμε στο σπίτι μας, καμιά φορά τρέχαμε πιο γρήγορα να το αναγγείλουμε στις μάνες μας. Άλλοτε πάλι τους παίρναμε τη ζάντα που κρατούσαν γεμάτη κάρβουνο για τις ανάγκες του σπιτιού».
Dodecanesians in the Coal Mines
By Manolis Cassotis
Among the millions of immigrants from all over the world, who came to America at the end of the 19th and beginning of the 20th century, was Manolis Hatzistamatis from Karaburun in Asia Minor. Although he was born in Karpathos, he went to the East, like thousands of other Dodecanese, together with his father, who was engaged in building construction and acquired houses, fields and vineyards.
In Canonsburg
Hatzistamatis arrived in Canonsburg PA in 1899 and took a job in the coal mines of the Allegheny Coal Company and, due to the experience he gained in his father’s bussiness in Turkey, was promoted to foreman. In 1901 Hatzistamatis brought the brothers John and Manolis Skoulos to America and, in 1903, Nikita Chatzistamatis, Alexis John Alexiadis, Vasilios and Elias Michael Skoulos and Emmanuel John Stamatakis.
The letters that these first Karpathian immigrants sent to their relatives in Karpathos were very encouraging and urged them to immigrate to America as well. Many of these first immigrants returned to Karpathos after two or three years, and a year later, returning to America, took other relatives and friends with them. In 1906 another 50 Karpathians arrived in America. Most of the Karpathian immigrants went to Canonsburg and found work in the Allegheny coal mines. At the same time, together with the Karpathians, the Rhodians, mainly from Koskinou, began to arrive in Canonsburg, who in a few years outnumbered the Karpathians.
In 1906 the Dodecanese community of Canonsburg numbered around 200 Rhodians and 100 Karpathians. Today, in the Greek section of the Canonsburg cemetery, there are several graves of the first Dodecanese immigrants. Among them there is the tomb of the Karpathian pioneer Manolis Hatzistamatis in which it is written that he is the first Karpathian immigrant to America, apparently those who wrote it did not know that he had been preceded by Nicholas Mastropanagiotis (Philadelphia PA, 1872) and John Livadiotis (New Orleans LA, 1875). Decades later, you could hear second-generation Rhodians of Canonsburg spoke Greek with a Rhodian accent, while young children of the third generation spoke English interspersed with Rhodian words and phrases.
In Wheeling and Aliquippa
In 1911 the Allegheny coal mine at Canonsburg caught fire and many Karpathians found work in the Wheeling WV coal mines, and the Rhodians in the Aliquippa PA coal mines. Over time, old and new immigrants moved and settled in other coal mines of Pennsylvania, Ohio, and West Virginia, such as around Logan. Movements from region to region, in search of better working conditions, were frequent and usually had to do with their family situation as well. That is, those who did not have family obligations in America, were single or their family lived in the Dodecanese, moved more easily, often, and inexpensively because some companies that intended to thwart the creation of labor unions, paid their travel expenses and took them to work in areas where local workers were striking. This also explains the fact that many Dodecanesians were found in various distant states such as Zeigler and Gillespie IL and as far away as Dawson NM. The migration stream of the Dodecanesians to the coal-bearing regions of America, which began at the beginning of the 20th century, continued until WWII.
Hard Work
With an elevator, the miners descended into the earth, tens or even hundreds of meters until they reached the place where they would work. They dug the coal and as they went, they laid iron rails in the ground on which small wagons rolled, which carried the coal from the mining site to the elevator. From there, other workers brought it to the surface and loaded it on trains that took it to the great industrial centers of America or to ports that loaded it on steamers bound for various other countries.
This is how Nikos Fr. Vozos describes the miner’s job: “Ten to twelve hours a day was spent digging, with little rest for food. Each of us dug 16 tons of coal until the day’s wages of terror were over and the next shift came to replace us. As we progressed, we did not take out all the coal, we formed large galleries and at intervals we left pillars to hold the roof from falling and burying us. The carpenters worked with us, supporting the roof of the arcades with large beams. Once the vein was exhausted, we would start digging at the end and work our way to the lift. The boss didn’t want to lose the coal from the pillars that supported the roof, although there was a great risk of it falling and burying us”.
Before trade unions were organized and the authorities acted, workers were being cruelly exploited. As Vozos continues to narrate: “The coal mining company built shacks like small wagons which they rented to us at an exorbitant rent. Five-six people stayed in each room. We bought our groceries exclusively from the company’s grocery store, the famous “Company store” at exorbitant prices. At first, they didn’t pay us in money, but they gave us vouchers with which we paid the rent and everything else we bought from the company’s grocery store”.
Message to Saint Peter
In the same way, the touching song entitled “The Miner Complains”, which is still sung to this day, describes the life of the miner:
“You load sixteen tons and what do you get? Another day older and deeper in debt. Saint Peter, don’t you call me ’cause I can’t go I owe my soul to the company store”
Nikos Saitis also describes the miner’s life in the same dark colors: “Five or six of us lived in a small room and we paid 12 dollars a month to the company, almost half of what we made. For warmth on cold winter nights, we had a coal stove in the middle of the room, where we heated water for washing and cooking. For lighting we had oil lamps because we paid the company for the electricity. We sleep on wooden beds, with a quilt, half for a mattress and half for a cover and our pants and jacket for a pillow. Five days a week we eat beans and potatoes, one day eggs and one day beef.” A few years later the more creative miners built more humane houses for rent that the miners lived in and grocery stores that sold at more favorable prices.
Difficult and dangerous job
The miner’s job was not only difficult but also dangerous. Many times, especially when they were working very close to the columns that supported the roof, rocks and dirt would fall and bury them or block any escape route. Somotimes, the mines were flooded by underground lakes and rivers, and many miners died from methane fumes trapped inside the mines. Therefore, the miners placed an acetylene lamp on their helmet, the flame of which went out when the methane exceeded the permissible limits. Many times, the methane and even worse the coal dust suspended inside the mine caught fire and an explosion followed. This is how Nikos Konstantinidis describes the dangers that the miner faced in the coal mines, in free translation:
«To leave your shores, the fresh air,
to enter the coal mine, while outside the sun shines.
To enter the earth, two hundred meters below,
to breath the molds, upsetting your stomach.
To always have the fear that it would sink,
or catch fire and in a minute will burn you.
You ponder everything and make your cross,
and seven times in a minute you see your Angel».
Black Lung Disease
Miners were afflicted with Black Lung Disease. The coal dust suspended in the mines and breathed in by the miners was not eliminated by their bodies, and over time it accumulated in the walls of their lungs, turning them black and causing chronic respiratory problems. If silica was also mixed in the coal dust, the carbonization would also cause heart problems.
The fear for their very lives and their exploitation by the companies pushed the workers into protests and attempts to form labor unions. Vassilis Lignos was the leader of these efforts, an influential man among the workers so active and efficient that the companies looked at his murder as a solution. Another Dodecanese active in miners’ unions was John G. Pahundis, who was elected vice president of the United Mine Workers of America, Local 4426, Weirton WV, which had 1,200 members.
The miners’ insecurity and anxiety were also experienced by their families every day: when they were sent out in the morning for work, they didn’t know if they would see them again in the evening. Zoe Stamataki recounts: “When I was little and it was almost time for my father to finish work, together with the other children we went to the mine to wait for our fathers. We were flying with joy when we saw them projecting from the mine dusty and smudged with coal dust. We held their hands until we reached our house, sometimes we ran faster to announce it to our mothers. Other times we would take the bag they kept full of coal for the needs of the house.”