Με ανάμικτα αισθήματα ελπίδας και φόβου δέχθηκαν οι Δωδεκανήσιοι την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Απ’ τη μια μεριά υπολόγιζαν τις στερήσεις, την πείνα, τις καταστροφές και τους θανάτους που θάφερνε ο πόλεμος και απ’ την άλλη σκέπτονταν ότι μόνο ένας πόλεμος μπορεί να τους χαρίσει την πολυπόθητη λευτεριά. Οι Δωδεκανήσιοι δεν είχαν τη δύναμη να αντιδράσουν ή να επηρρεάσουν τις διεθνείς εξελίξεις, όμως ήταν φανερό ότι αργά ή γρήγορα η Ελλάδα και η Ιταλία θα βρίσκονταν σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Ο τιτάνιος αγώνας που μόλις άρχιζε βρήκε τους Δωδεκανήσιους ψυχολογικά έτοιμους να συμμετάσχουν στη μεγάλη προσπάθεια, ανεξάρτητα από τις θυσίες που καλούνταν να υποστούν.
Αρκετοί Δωδεκανήσιοι, νέοι σε στρατεύσιμη ηλικία, αποφάσισαν, εφ’ όσον ήταν ακόμη καιρός, να αποδράσουν από τα κατεχόμενα Δωδεκάνησα προς την Ελεύθερη Ελλάδα, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον κοινό αγώνα και για την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου. Οι αποδράσεις από την Κάρπαθο κατευθύνονταν προς την Κρήτη και τις Κυκλάδες και αργότερα, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα, προς τα Μικρασιατικά παράλια, και απ’ εκεί στη Μέση Ανατολή. Με ψαρόβαρκες διέσχιζαν ανοικτές θάλασσες, κινδυνεύοντας όχι μόνο από τους Γερμανο-ιταλούς, αλλά και από τα στοιχεία της φύσης. Αρκετοί νέοι, όπως οι Νίκος Κάβουρας και Μηνάς Γ. Λειβαδιώτης έγιναν λεία της μανιασμένης θάλασσας, το υγρό στοιχείο δεν τους άφησε να φτάσουν στον προορισμό τους και έγινε ο αιώνιος τάφος τους. Ακολουθεί η περιγραφή μιας από τις πρώτες αποδράσεις, όπως την αφηγήθηκε ο Ηλίας Ματσάκης στον Μανώλη Κασσώτη.
Μεγάλη Απόφαση
Τον Σεπτέμβρη του 1939 μόλις άρχισε ο πόλεμος, ο Ηλίας Μιχ. Ματσάκης και ο Μιχάλης Βασ. Μουστακάκης σκέπτονται να αποδράσουν προς την Ελεύθερη Ελλάδα. Τη σκέψη τους εμπιστεύονται στους Νίκο Β. Μουστακάκη, Κώστα Γ. Νιοτή και Γιώργο Φραγκιού Φασουλέτο και όλοι μαζί παίρνουν τη μεγάλη απόφαση και καταστρώνουν το σχέδιο τους. Αποφασίζουν να πάρουν τη βάρκα του Κώστα Νιοτή, και από το Αρδάνι να περάσουν στις ακτές της ανατολικής Κρήτης.
Το σχέδιο παρουσίαζε δυο άμεσα εμπόδια. Τον Ηλία Ματσάκη, για να τον εξουδετερώσουν οι Ιταλοί, τον περιόρισαν στο Απέρι και τον υποχρέωσαν να παρουσιάζεται στον Αστυνομικό σταθμό δυο φορές την ημέρα. Το λιμεναρχείο στα Πηγάδια απαγόρευε στις βάρκες να φεύγουν από το λιμάνι, εκτός μετά από σχετική άδεια. Ο μεν Ηλίας Ματσάκης παρουσιάστηκε στην Αστυνομία και ζήτησε άδεια να πάει στα Πηγάδια, γιατί δήθεν κλέφτες άνοιξαν τον σταύλο τους. Ο δε Κώστας Νιοτής ζήτησε άδεια από το Λιμεναρχείο να του επιτρέψουν να ψαρέψει αγριάδια το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου.
Τόπος συνάντησης ορίστηκε το περβόλι του Βασίλη Μουστακάκη στα Πηγάδια. Από διαφορετικές κατευθύνσεις έφθασαν και οι πέντε στον προκαθορισμένο τόπο το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου. Ο Ηλίας Ματσάκης κατεβαίνοντας από το Απέρι έκοψε τα τηλεφωνικά σύρματα. Φοβάται μήπως η Αστυνομία από το Απέρι ζητήσει πληροφορίες από τα Πηγάδια και μάθει την αλήθεια για τον σταύλο.
Μετά τη συγκέντρωση τους και οι πέντε μελετούν τις τελευταίες λεπτομέρειες του σχεδίου τους. Ο Κώστας Νιοτής με τον Νίκο Μουστακάκη πήγαν στο λιμάνι για να πάρουν τη βάρκα. Στην αρχή κατευθύνθηκαν βόρεια προς το Βρόντη, αλλά μόλις πέρασαν το Δεσποτικό νησί και ανοίχθηκαν στο πέλαγος και το σκοτάδι τους προστάτευε από τα άγρυπνα μάτια των Ιταλών, έστρεψαν ανατολικά και μετά νότια προς το Αρδάνι. Όταν έφτασαν εκεί, έμειναν ανοιχτά στο πέλαγος και περίμεναν το προκαθορισμένο σύνθημα για να πλησιάσουν στην ακτή.
Στο μεταξύ οι άλλοι τρεις ξεκίνησαν από το περβόλι του Μουστακάκη αποφεύγοντας το δημόσιο δρόμο και με προφύλαξη πέρασαν μέσα από τον ποταμό. Έξω από τη μηχανή του Βασίλη Σαρρή συνάντησαν τον Γιάγκο Μικροπανδρεμένο στον οποίο εμπιστεύτηκαν το μυστικό τους. Ο τελευταίος τους ευχήθηκε καλό ταξίδι και επιτυχία στην αποστολή τους, και σαν καλός πατριώτης κράτησε το μυστικό τους. Ακολουθώντας το μονοπάτι ανέβηκαν στο Πλατύολο και περνώντας το δημόσιο δρόμο σκόνταψαν πάνω στα τηλεφωνικά σύρματα που συνέδεαν τα Πηγάδια με την πυροβολαρχία του Προφήτη Ηλία των Μενετών και τα έκοψαν. “Ο βρεγμένος από τον ποταμό τη βροχή πια δεν την φοβάται”. Από το Πλατύολο κατηφόρισαν και έφτασαν στ’ Αρδάνι.
Όταν έφτασαν εκεί κρύφτηκαν μέσα στους θάμνους πίσω από κάτι βράχους για να βεβαιωθούν ότι δεν τους παρακολουθούσαν. Στη συνέχεια άναψαν τρία σπίρτα συνθηματικά και περίμεναν για αρκετά λεπτά μέσα στο Βαθυπόταμο που τους φάνηκαν αιώνες. Σε λίγο άκουσαν το θόρυβο κουπιών, και όταν η βάρκα έφτασε πιο κοντά μπήκαν και αυτοί μέσα και όσο πιο γρήγορα μπορούσαν ανοίχθηκαν στο πέλαγος. Η ώρα ήταν η 10η νυχτερινή.
Στο Πέλαγος
Με όλη τους τη δύναμη τραβούσαν κουπί, ο χρόνος είναι πολύτιμος και θέλουν να φτάσουν στην Κρήτη προτού ξημερώσει, γιατί οι Ιταλοί σε λίγο θα αρχίσουν να τους κυνηγούν. Αντί για να πάνε Ν.Δ. κατευθύνονται πρώτα νότια και μετά δυτικά για να αποφύγουν τις ιταλικές φρουρές της Κάσου. Κινδυνεύουν να χαθούν μέσα στο Λιβυκό πέλαγος, ταξιδεύουν χωρίς πυξίδα και οι ναυτικές τους γνώσεις είναι περιορισμένες. Για κακή τους τύχη η θάλασσα άρχισε να φουρτουνιάζει. Το ξημέρωμα τους βρήκε να παλεύουν με τα κύματα, ενώ μακρυά στον ορίζοντα φαίνονται τα πολυπόθητα βουνά της Κρήτης.
Το ίδιο πρωί βρήκε τους Ιταλούς ανάστατους. Η τηλεφωνική επικοινωνία από τα Πηγάδια με το Απέρι και τον Προφήτη Ηλία είχε διακοπεί, η βάρκα δεν γύρισε από το ψάρεμα, ο Ηλίας Ματσάκης δεν παρουσιάστηκε στην αστυνομία να δώσει το παρών, και αργότερα έμαθαν ότι ο στάβλος ήταν ασφαλής. Στα Πηγάδια δεν υπήρχε κατάλληλο πλοίο για να καταδιώξουν τους δραπέτες. Ο Antico, ο Ιταλός Διοικητής της Καρπάθου, γεμάτος λύσσα άφριζε από το κακό του, επικοινωνεί με τις Λιμενικές αρχές της Κάσου, όπου βρισκόταν το καΐκι του καπετάν Πιπίνου από την Χάλκη, και διέταξε να ερευνήσουν την μεταξύ Καρπάθου-Κάσου και Κρήτης θαλάσσια περιοχή προς εξεύρεση και σύλληψη των δραπετών.
Παρ’ όλο που οι Ιταλοί δεν έδωσαν εξηγήσεις στον Πιπίνο για ποιο σκοπό θα χρησιμοποιούσαν το πλοίο του, κατάλαβε από τον εκνευρισμό και τις σπασμωδικές τους κινήσεις τους σκοπούς και τις επιδιώξεις τους. Η ψυχή του επαναστατεί με τη σκέψη ότι το καΐκι του θα χρησιμοποιηθεί για την καταδίωξη Δωδεκανησίων πατριωτών και χωρίς να χάσει καιρό χάλασε τη μηχανή του καϊκιού.
Το Θαύμα
Η πατριωτική ενέργεια του Πιπίνου έσωσε τους δραπέτες από την καταδίωξη των Ιταλών, όμως ο κίνδυνος από τα μανιασμένα κύματα εξακολουθεί να τους περιβάλει. Το υγρό στοιχείο κινδυνεύει να γίνει ο αιώνιος τάφος τους. Για αρκετές ώρες εξακολουθούσαν να παλεύουν με τα στοιχεία της φύσης, οι δυνάμεις τους άρχισαν να τους εγκαταλείπουν, δεν τους απόμεινε τίποτε παρά η πίστη τους στο Θεό. Γονυπετείς και οι πέντε προσεύχονται για τη σωτηρία τους. Ο Γιώργος Φασουλέτος, που είχε πάρει μαζί του ένα δυομισόλιρο όταν έφευγε από το σπίτι του, το έταξε στον Άγιο Νικόλα.
Σαν από θαύμα η θάλασσα γύρω απ’ τη βάρκα ηρέμησε. Μια θεϊκή δύναμη την άρπαξε και την έσπρωξε προς τη μεριά της Κρήτης, χωρίς κανένας να καταβάλει την παραμικρή προσπάθεια. Γύρω στις τέσσερις το απόγευμα, η θεϊκή αυτή δύναμη πήρε και έκατσε τη βάρκα πάνω σε μια αμμουδιά της ανατολικής Κρήτης. Συγκινημένοι ακόμη από το απίστευτο θαύμα πήδησαν έξω από τη βάρκα και ευχαριστούν τον Θεό για τη σωτηρία τους. Γονατίζουν και φιλούν το έδαφος της ελεύθερης Ελληνικής Πατρίδας.
Μόλις σήκωσαν τα μάτια τους από την άμμο είδαν από πάνω τους έναν γέρο Κρητικό, τον Δημήτρη Ψαρουδάκη, που αμίλητος και συγκινημένος παρακολουθούσε το δράμα τους. Τον Γολγοθά που ανέβαινε αυτή την εποχή η Δωδεκάνησος τον είχε ανέβει μερικά χρόνια νωρίτερα και η Κρήτη. Ποιος ξέρει τι αναμνήσεις περνούσαν από το μυαλό του γέρο-Κρητικού.
Ο Ψαρουδάκης τους πήρε στο στάβλο του όπου τους φιλοξένησε και τους πληροφόρησε ότι βρίσκονται στον Ξερόκαμπο κοντά στον Κάβο Σίδερο και ότι το άσπρο σπιτάκι που φαινόταν κοντά στην ακτή ήταν το εκκλησάκι του Αγίου Νικόλα. Χωρίς να χάσουν καιρό πήγαν να προσευχηθούν στο σωτήρα τους και να εκπληρώσουν το τάμα τους. Εκεί βρήκαν τον Επίτροπο του μοναστηριού και του παρέδωσαν το δυομισόλιρο. Εκείνος τους έδωσε μια επιστολή για την Κεντρική Επιτροπή του μοναστηριού στο Χανδρά.
Το ίδιο βράδυ με συνοδεία τον αγροφύλακα της περιοχής πήγαν και παραδόθηκαν στον σταθμό Χωροφυλακής του Χανδρά όπου πέρασαν το πρώτο βράδυ. Έδωσαν και το γράμμα του επιτρόπου στην κεντρική επιτροπή του μοναστηριού. Με έκπληξη τους είδαν να τους παραδίνει η επιτροπή 2.500 δραχμές. Δεν μπορούσε βέβαια ο επίτροπος να αρνηθεί το τάμα τους αλλά γνώριζε ότι το δυομισόλιρο ήταν η μόνη τους περιουσία και ότι είχαν ανάγκη από χρήματα.
Στη Σητεία
Το άλλο πρωί τους πήραν στη Διοίκηση Χωροφυλακής Σητείας όπου ο διοικητής τους υπέβαλε σε εξονυχιστική ανάκριση. Οι Ελληνικές Αρχές ήταν επιφυλακτικές, είχαν πληροφορίες ότι οι Ιταλοί σχεδίαζαν να στείλουν στην Κρήτη Ελληνομαθείς Φραγκολεβαντίνους κατασκόπους για να συγκεντρώσουν πληροφορίες γύρω από τις οχυρώσεις της Μεγαλονήσου. Για να τους δοκιμάσει ο διοικητής τους είπε ότι θα τους έστελνε πίσω. Με μια φωνή του απάντησαν και οι πέντε: «Καλύτερα να μας σκοτώσεις παρά να μας στείλεις πίσω».
Τέλος τους ρώτησε ο διοικητής αν γνώριζαν κανέναν Καρπάθιο στην Κρήτη. Του έδωσαν το όνομα του γιατρού Ιωάννη Εμμ. Καπετανάκη από τον Άγιο Νικόλα. Μόλις ο διοικητής άκουσε το όνομα του Καπετανάκη ο οποίος ήταν γνωστός σ’ όλη την ανατολική Κρήτη πείστηκε ότι επρόκειτο για πατριώτες και τους καταδίκασε, τυπικώς, σε 10 δραχμές ή τρεις μέρες φυλακή. Μετά το τέλος της όλης διαδικασίας τούς κτύπησε φιλικά στον ώμο και τους είπε: «Λυπάμαι παιδιά μου που πρέπει να σας καταδικάσω για παραβίαση του ελληνικού εδάφους. Διεθνείς κανονισμοί μας το επιβάλουν. Το κάνουμε για τους άτιμους τους Ιταλούς». Στη συνέχεια του έδωσαν όλες τις πληροφορίες που γνώριζαν για τις οχυρώσεις των Ιταλών στην Κάρπαθο και τους άφησε ελεύθερους.
Ο Κώστας Νιοτής έμεινε στη Κρήτη, παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε εκεί, οι άλλοι μετά από μερικούς μήνες πήγαν στην Αθήνα. Αργότερα ο Μιχάλης Μουστακάκης επέστρεψε στην Κάρπαθο. Οι άλλοι τρεις κατετάγηκαν στο Σύνταγμα Δωδεκανησίων Εθελοντών και πολέμησαν εναντίον των Γερμανών και μετά την κατάρρευση του μετώπου επέστρεψαν στην Αθήνα με πολλές ταλαιπωρίες και βάσανα. Ο Ηλίας Ματσάκης βγήκε στο βουνό, πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και υπηρέτησε στον ΕΛΑΣ. Ο Γιώργος Φασουλέτος, μετά την αποχώρηση των Γερμανών, υπηρέτησε ως «χωροφύλακας άνευ υπηρεσίας» στην περιοχή της Αχαΐας. Ο Νίκος Μουστακάκης κατόρθωσε και έφθασε στην Κρήτη, πήρε μέρος στη μάχη εναντίον των Γερμανών και μετά βγήκε στο βουνό με την Εθνική Αντίσταση. Αργότερα συνελήφθηκε και φυλακίστηκε από τους Ιταλούς.
WWII escapes from the Italian-occupied Dodecanese – 1st
By Manolis Cassotis
With mixed feelings of hope and fear the Dodecanesians accepted the start of WWII. On the one hand they calculated the deprivations, hunger, destruction and deaths caused by the war and on the other they thought that only a war could give them the much-desired freedom. The Dodecanesians did not have the power to react or influence international developments, but it was obvious that sooner or later Greece and Italy would find themselves in opposing camps. The titanic struggle that was just beginning found the Dodecanesians psychologically ready to participate in the great effort, regardless of the sacrifices they were called to undergo.
Several Dodecanese, young men of military age, decided, while there was still time, to escape from the occupied Dodecanese to Greece, to offer their services to the common struggle and for the liberation of the Dodecanese. The escapees from Karpathos headed towards Crete and Cyclades and later, when the Germans occupied Greece, towards the coast of Asia Minor and from there to the Middle East. In fishing rowboats, they crossed open seas, in danger not only from the Germans and Italians, but also from the elements of nature. Several young people, such as Nikos Kavouras and Minas G. Livadiotis, fell prey to the raging sea, the wet element did not let them reach their destination and became their eternal grave. The following is the description of one of the first escapes, as narrated by Elias Matsakis to Manolis Cassotis.
Big Decision
In September 1939, the war had just begun, Elias Mich. Matsakis and Michalis Vas. Moustakakis are thinking of escaping to Greece. They entrust their idea to Nick V. Moustakakis, Costas G. Niotis and George Fr. Fasouletos and together they make the big decision and draw up their plan. They decided to take the rowboat of Costas Niotis and from Ardani cross to the coast of eastern Crete.
The plan presented two immediate obstacles. To neutralize Elias Matsakis, the Italians confined him to Aperi and forced him to appear at the Police station twice a day. The port authority in Pigadia forbade rowboats to leave the port, except with a permit. Elias Matsakis presented himself to the Police and asked for permission to go to Pigadia, because allegedly thieves opened their stable. Costas Niotis requested permission from the Port Authority to allow him to fish squeeds on the evening of October 10.
The meeting place was at the vegetable field of Vassilis Moustakakis in Pigadia. From different directions all five arrived at the predetermined place on the evening of October 10. Elias Matsakis coming down from Aperi cut the telephone wires. He was afraid that the Police from Aperi would ask for information from Pigadia and find out the truth about the stable.
After gathering all five started the implementation of their plan. Costas Niotis and Nikos Moustakakis went to the port to take the rowboat. At first headed north towards Vronti, but once they passed Despotic Islet to the open sea and the darkness protected them from the watchful eyes of the Italians they turned east and then south towards Ardani. When got there, they stayed out in the sea waiting for the predetermined signal to approach the shore.
In the meantime, the other three started from Moustakaki’s field avoiding the public road and cautiously crossed the little river. Outside Vassilis Sarris’ olive press mill they met John Mikropandremenos to whom they confided their secret. He wished them good journey and success in their mission, and like a good patriot kept their secret. Following the path, they went up to Platyolo and crossing the public road they tripped over the telephone wires that connected Pigadia with the artillery of the Prophet Elias of Menetes and cut them. “The one who got wet from the river no longer afraids the rain”. From Platyolo they descended and reached Ardani.
When got there they hid in the bushes behind some rocks to make sure they weren’t being watched. They lit three matches and waited for several minutes inside Bathypotamos for what seemed like ages. Little later they heard the sound of oars, and when the boat came nearer, they got in and as fast as they could opened to the sea. It was 10 o’clock at night.
In the Sea
With all their strength they pulled the oars, time is precious, and want to reach Crete before dawn because the Italians will soon start chasing them. Instead of going S.W. they headfirst south and then west to avoid the Italian garrisons of Casos. They risk getting lost in the Libyan sea, they travel without a compass and their nautical knowledge is limited. Unfortunately for them, a sea storm began. The dawn found them fighting the waves, while far on the horizon the coveted mountains of Crete can be seen.
The same morning found the Italians upset. The phone communication from Pigadia to Aperi and Prophet Elias had been interrupted, the boat did not return from fishing, Elias Matsakis did not report to the police, and later they learned that the stable was safe. At Pigadia there was no suitable ship to pursue the fugitives. Antico, the Italian administrator, full of rage, seething with his evil, contacted the Coast authorities of Casos where the caique of captain Pipinos from Halki was docked, and ordered them to search the sea area between Karpathos-Kasos and Crete to find and arrest the fugitives.
Although the Italians did not explain to Pepinos what they would use his ship for, he understood from their irritation and jerky movements their purposes and pursuits. His soul revolts at the thought that his boat will be used to pursuit Dodecanese patriots and without hesitation disabled the boat’s engine.
The Miracle
Pepino’s patriotic energy saved the fugitives from the pursuit of the Italians, but danger from the raging waves still surrounded them. The liquid element was in danger of becoming their eternal grave. For several hours they continued to struggle with the elements of nature, their strength began to fail them, they had nothing left but their faith in God. All five pray for their salvation. George Fasouletos, who had taken a gold coin with him when he left his house, promised it to Saint Nicholas.
As if by a miracle the sea around the rowboat calmed down. A divine force grabbed it and pushed it towards Crete without anyone making the slightest effort. Around four o’clock in the afternoon this divine power took and placed the boat on a sandy beach in eastern Crete. Still moved by the incredible miracle, they jumped out of the boat and thanked God for their salvation. They kneel and kiss the soil of the Greek Motherland.
As soon as they raised their eyes from the sand, they saw above them an old Cretan, Dimitris Psaroudakis, who was speechless and moved watching their drama. The Calvary that the Dodecanese was saffering at this time, Crete had also passed a few years earlier. Who knows what memories were going through the mind of the old Cretan?
Psaroudakis took them to his stable, where he hosted them and informed them that they were in Xerokambos, near Kavo Sideros, and that the white house near the shore was the church of Saint Nicholas. Without wasting time, they went to pray to their savior and fulfill their wish. There they found the Commissioner of the monastery and handed him the gold coin. He gave them a letter for the Central Committee of the monastery in Handra.
That same evening, accompanied by the field guard of the area, they went and handed themselves over to the Gendarmerie station of Handras where they spent the first night. They also gave the Commissioner’s letter to the central committee of the monastery. They were surprised to see that the committee handed them 2,500 drachmas. Of course, the commissioner could not refuse their request, but he knew that the gold coin was their only property and that they needed money.
At Sitia
The next morning they were taken to Sitia’s Gendarmerie Administration where the commander subjected them to a thorough interrogation. The Greek Authorities were wary, they had information that the Italians were planning to send Greek-speaking Franko-Levantine spies to Crete to gather information about the fortifications of the island. To test them the commander told them he would send them back. All five answered with one voice: “Better to kill us than send us back.”
Finally, he asked them if they knew any Karpathians in Crete. They gave him the name of Doctor John Emm. Kapetanakis from Saint Nicholas. As soon as the commander heard Kapetanakis’ name, who was well known throughout eastern Crete, he was convinced that they were patriots and formally sentenced them to 10 drachmas or three days in prison. After the end of the whole process, he tapped them in a friendly way on the shoulder and said: “I’m sorry, my children, that I have to condemn you for violating Greek territory. International regulations impose it on us. We do it for the dishonorable Italians.” They then gave him all the information they knew about the Italian fortifications in Karpathos, and he released them.
Kostas Niotis stayed in Crete, married, and settled there, the others after a few months went to Athens. Later Michael Moustakakis returned to Karpathos. The other three joined the Dodecanese Volunteer Regiment and fought against the Germans and after the collapse of the front they returned to Athens with much suffering. Elias Matsakis went to the mountains, took part in the National Resistance and served in ELAS. George Fasouletos, after the departure of the Germans, served as an assistant grenadier in the region of Achaia. Nikos Moustakakis succeeded and reached Crete, took part in the Battle of Crete against the Germans, and then went to the mountains with the National Resistance. He was later captured and imprisoned by the Italians.